Τρίτη, Απριλίου 30, 2024

Στέλλα Δρούγου (Αρχαιολόγος): κατάθεση ψυχής

 https://parallaximag.gr/wp-content/uploads/2024/03/431755579_339000291897241_3718997606898413605_n.jpg


Στέλλα Δρούγου: Σιωπούσα γιατί δεν ήθελα να είμαι η ουρά, το έκτυπο του Ανδρόνικου

Γιώργος Τούλας

Κορυφαία επιστήμονας και δασκάλα, δεξί χέρι του Μανώλη Ανδρόνικου, μια μεγάλη κυρία της Ελληνικής Αρχαιολογίας που ποτέ δεν κυνήγησε τη δημοσιότητα, ποτέ δεν επεδίωξε την προβολή, μιλά για τη ζωή της και εξηγεί πώς και η ίδια ανήκει στην περίφημη γενιά της σιωπής.  

-Εγώ είμαι Σαλονικιά, από μάνα Εβραία Σαλονικιά, το υπογραμμίζω αυτό, και πατέρα Καβαλιώτη, μουσικός. Γεννήθηκα στο Ρωσικό νοσοκομείο, μετά με πήγαν οι γονείς μου σε ένα παλιό σπίτι, Ιταλίας λεγόταν ο δρόμος και μετά άρχισαν να τριγυρίζουν από δωμάτιο σε δωμάτιο, από σπίτι σε σπίτι για χρόνια.

Γύρισε απ’ τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως μόνο ο αδερφός της μητέρας, η μητέρα ήταν η μόνη που έμεινε πίσω, ο θείος όταν γύρισε ανέλαβε να τους βοηθήσει η κοινότητα. Κατόπιν ο θειός μου έφυγε στην Αμερική ο μόνος που διασώθηκε από 30 συγγενείς μας.

Οι γονείς μου τριγύρισαν σε διάφορα δωμάτια, Αγία τριάδα και τριγύρω. Σχολείο πήγα στην Παπαναστασίου απέναντι από τον Ευκλείδη. Τα μισά παιδιά ερχόντουσαν στο μάθημα χωρίς παπούτσια. Και κανένας μας δεν μιλούσε. Υπόβοσκε πάντα. Ή θα ήτανε άτακτα αγόρια που παίζουν στο δρόμο ή εμείς τα κορίτσια ήμασταν…

-Εγώ τουλάχιστον ανήκω στα στη γενιά της σιωπής. Δεν λες ότι η μάνα σου είναι η εβραία. Δεν λες ότι ο πατέρας σου είναι αριστερός, δεν λες τίποτα και το ξέρεις από παιδί 8 χρονών.

-Τη μάνα μου την έκρυψε ο πατέρας μου γιατί υπήρχε ειδύλλιο πριν απ’ τον πόλεμο, έκαναν παρέα όλοι αυτοί. Οι θείοι μου, η μάνα μου, ο πατέρας μου, ανεξαρτήτως θρησκειών, ήταν όλοι τους ανεξίθρησκοι. Και κάναν παρέα και εγένετο ειδύλλιο.

Ο πατέρας μου εκλήθη στην Αλβανία. Κι όταν επέστρεψε, αποφάσισε, με τις ευλογίες και της γιαγιάς μου που έχω το όνομά της, Εστρέλα, να τα φτιάξουν να ζήσουν μαζί. Έκρυψε τη μαμά μου εκεί στα ερείπια του Γαλερίου, σε ένα χαμόσπιτο. Όλη η γειτονιά το ήξερε. Κανένας δεν είπε τίποτα και έτσι σώθηκε η μάνα μου. Η υπόλοιπη οικογένεια κάπου 30 άτομα χάθηκαν και γύρισε μόνο ο ο θείος μου. Ο οποίος είδε την κατάσταση στο 47 και έφυγε. Εγώ είμαι ενός έτους μωρό. Η οικογένεια της άλλης της γιαγιάς της Μαρίας Καβαλιώτισσας είχαν να κάνουν με τα καπνά, καπνεργάτες. Μεγάλωσαν και τα άλλα παιδιά της γιαγιάς της Μαρίας οπότε ο πατέρας μου μόλις ελευθερωθήκαμε πήρε τη μάνα και παντρεύτηκαν, άλλαξε και θρήσκευμα. Κι άρχισε ένας αγώνας επιβίωσης μέχρι που πήγαμε εμείς σχολείο.

-Δε με ρώτησαν ποτέ για αυτή την ιστορία, όταν σας λέω είμαι της σιωπής… Όλη η Θεσσαλονίκη ήταν στη σιωπή.

-Εγώ δεν αναπαράγω τη σύγχρονη μυθιστορία που έχει γίνει πολύ της μόδας. Εγώ σας λέω πράγματα που είναι στο υπόστρωμα. Ακόμα κι αυτά που γράφονται τώρα για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, τα ιστορικά θεωρητικά, είναι μια φλούδα, δεν πάμε πιο πέρα. Κάποιοι  ιστορικοί  δεν είναι οκνηροί. Όταν βρίσκουν έτοιμες απόψεις, έτοιμα πράγματα- το ίδιο κάνουν και με τον Αλέξανδρο, τον Ναπολέοντα- όταν βρούμε έτοιμα πράγματα, μας βολεύει και κάνουμε ότι κάνουμε. Δεν είναι έτσι.

-Το μόνο που θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια ότι διάβαζα πολύ. Ο Χατζής έχει ένα μυθιστόρημα για την εβραϊκή κοινότητα στα Γιάννενα κι εκεί οι αντιθέσεις και οι δυσκολίες είναι ταξικές, όχι θρησκευτικές. Το ίδιο κι εδώ. Της γιαγιάς μου η οικογένεια ήταν γραμματιζούμενη, πολιτικοποιημένη και η ανάγκη της οικογένειας την έφερε να παντρευτεί τον παππού μου που, απ’ ότι έλεγε η μάνα μου, γιατί δεν τους γνώρισα, ήτανε λίγο α λα τούρκα, κάποτε είχε λεφτά, είχανε σιδεράδικο, και μετά χαθήκαν τα λεφτά, σκόρπισαν τα αδέρφια, παντρεύτηκαν οι αδερφές με πιο πλούσιους και η γιαγιά παντρεύτηκε τον παππού, τον Δαυίδ, για να συντηρήσει τα μικρότερά της αδέρφια γιατί είχε πεθάνει και η μάνα της. Κι αυτά όλα τα αδέρφια ήταν στο Κόμμα. Ο πρώτος από την οικογένεια που απ’ ότι κατάλαβα από τις κουβέντες της μάνας μου, ήταν πια ο άγιος της οικογένειας ήταν ο Σαμουέλ, ο οποίος τουφεκίστηκε πάνω ως αριστερός μες στο ’43, αναφέρεται στις λίστες: για αντίποινα οι Γερμανοί σκότωσαν 14-15 Έλληνες και μεταξύ αυτών ήταν κι αυτός. Κι έλεγε πάντα πως εκείνος ο νέος ο άνθρωπος φρόντιζε για την γειτονιά, έκανε το ιδεολογικό του καθήκον. Αυτός ο άνθρωπος προδόθηκε, τον πιάσαν και στα αντίποινα τον σκότωσαν.

-Από εκεί και πέρα ήταν και η γιαγιά τα παιδιά της τα μεγάλωσε ανεξίθρησκα, με πολλή αγάπη για τη Θεσσαλονίκη- ήταν η πατρίδα τους. Ο πατέρας μου, από τα καπνεργοστάσια της Καβάλας είχε πάρει κατάλληλη μόρφωση και είχαν πάντα μια κουβέντα. Υπήρχε δηλαδή μια πολιτική συνείδηση με την ευρύτερη έννοια. Δεν ήταν δηλαδή επάγγελμα. Αγαπούσαν πολύ και όλοι μπλέξαν με τη μουσική κ ι όταν ήρθαν παιδιά από μια ομηρία στη Βουλγαρία, η γιαγιά και τα παιδιά της, τα μεν κορίτσια άρχισαν να δουλεύουν εργάτριες εδώ κι εκεί, ο δε πατέρας σιγά σιγά με την κιθάρα, με το τραγούδι, μετά με την περίφημη ορχήστρα Πάρμεν. Ο πατέρας είχε μια συγκεκριμένη δουλειά, μετά εγκατέλειψε τα εργοστάσια και αφιερώθηκε στη μουσική.

«Ήθελα να δω πώς γεννιέταιο φασισμός σε μία κοινωνία»

-Η ορχήστρα Πάρμεν ήταν η ορχήστρα που μαζί με την ορχήστρα Σπάθη, οι δυο μεγάλες ορχήστρες της Θεσσαλονίκης. Λουξεμβούργο, Μεντιτερανέ, μυθικά κέντρα, όλη η μεταπολεμική αστική τάξη που ανέβαινε, με πολύ πλούτο είχε όλα αυτά τα πράγματα, τις εξόδους και οι δυο ορχήστρες είχαν αυτή την εξέλιξη.

-Στα κέντρα που έπαιζε δεν πηγαίναμε, όταν γίναμε 8 χρονών μας το έκοψε ο πατέρας, αλλά ακούγαμε πάρα πολύ μουσική στο σπίτι, μετά ταξιδεύαμε μαζί τους- εγώ την δεύτερη τάξη του δημοτικού την έκανα στην Κύπρο με μετάλαβε ο Μακάριος, ήταν μια ακόμη Αγγλοκρατία. Από εκεί και πέρα αποκτήσαμε κι ένα είδος «κοσμοπολίτικου». Είχαμε τους καλλιτέχνες με τις απορίες τους, με τα σκέρτσα τους, αλλά ήταν ανοιχτό περιβάλλον, ήταν πολύ ωραίο. Γυρίσαμε, πάλι ο αγώνας για την επιβίωση. Ο πατέρας σιγά σιγά δυσκολευόταν γιατί στη δεκαετία πια του 60 αυτή η αστική τάξη δεν ήταν πια έτσι. Το ρεμπέτικο  βγαίνει στην επιφάνεια και θυμάμαι ότι ο πατέρας ήταν αντίθετος σε όλη αυτή τη ρεμπέτικη μουσική, αλλά όταν εμφανίστηκε ο Μίκης, ήταν για αυτόν η μουσική που μπορούσε να υπηρετήσει. Το ’67 ήρθε η δικτατορία, τα ανέτρεψε όλα κι από εκεί και πέρα υποστήκαμε όλοι τις συνέπειες.

-Ξεκίνησα το πανεπιστήμιο με τον Επιτάφιο του Ρίτσου, πρώτο μάθημα, και λέω «να ο λόγος, αυτό είναι λόγος». Και τελείωσα το ’69-’70 ακούγοντας τον Μάνεση- απ’ τα τελευταία τους μαθήματα- τον Μαρωνίτη, είχαμε πάρα πολύ καλούς δασκάλους. Λίνος Πολίτης, Μπακαλάκης, Ανδρόνικος, Σακελλαρίου τον ιστορικό. Ποιον να θυμηθώ, Καραγιαννόπουλος… Στη Χούντα αυτοί είχαν απομονωθεί, ο Μάνεσης είχε φύγει, ο Ανδρόνικος ήταν μια σιωπηλή φυσιογνωμία, ο Κακριδής μας εξήγησε που δε φοράει γραβάτα και ότι δεν έχει πια νόημα, ο Ανδρόνικος όταν ήταν στην ανασκαφή άνθισε και μπορούσες να εισπράξεις ότι μπορείς να φανταστείς, από στίχους του Ερωτόκριτου, από την ανατολίτικη κουλτούρα του, μέχρι συμπεριφορές καθόλου ακαδημαϊκές, έπρεπε να παίξει τάβλι το απόγευμα για να ξυπνήσει. Αυτό ήταν πολύ σπουδαίο.

-Στο σχολείο, που επίσης είχαν περάσει, μικρασιάτες απ’ την Προύσα, καταλάβαινες ότι περνούσε μέσα από το λόγο τους, ήταν η κόρη του Κακριδή καθηγήτριά μας, ήταν η Αγάθωνος, η μάνα του Κυρμπανίδη. Καταλάβαινες ότι το να μάθεις γράμματα είναι ένα δικαίωμα αλλά ένα δικαίωμα που το πολεμάς, βασανίζεσαι για να το αποκτήσεις. Δεν ήταν πείσμα.

-Μετά, μες στη Χούντα, όλοι πήραμε τη μερίδα μας της τρομοκρατίας και τους φόβου. Εγώ όταν τελείωσα δούλεψα από δω κι από κει, λίγο στο Πανεπιστήμιο και να πληρωθώ δε μπορούσα, γιατί είχα ήδη το ιστορικό μου στην αστυνομία. Υπήρξε ό,τι υπήρξε και μετά, λίγο καιρό έκανα βοηθός του Μπακαλάκη, μέχρι να πάρει τη σύνταξή του, και μετά μου είπε ο Μπακαλάκης «δεν πας στην Θράκη»; Ήταν ο καημός του. Όλα τα χρόνια τα φοιτητικά είμαι Βεργίνα και ξέρω ανθρώπους από την κοιλιά της μάνας τους.

-Εκεί απέκτησα χωριό. Εγώ αστή, προλετάρια όπως θέλετε πείτε το, εξ αστών, απέκτησα χωριό. Και ο καημός του Μπακαλάκη ήταν η Θράκη. Στα προπολεμικά χρόνια ο Μπακαλάκης είχε διοριστεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία κι έφτιαξε το μουσείο της Καβάλας και το μουσείο της Θάσου. Κι από εκεί και πέρα, περπάτησε την Θράκη κι έκανε κι ανασκαφές στην Στρύμη, στο Πόρτο Λάγος, ίσως τον τραβούσε η πατρίδα του, κατάγονταν έξω από την Κωνσταντινούπολη, την παλιά Χηλή. Κι επίσης, ο ίδιος αισθανόταν Ίωνας, επειδή ήταν από εκεί. Κι ο Ανδρόνικος ήταν, Προυσιώτης ήταν απ΄τη μάνα του. Ύστερα, είδε τις δυσκολίες και μου λέει «δε φεύγεις για τη Γερμανία»; Γιατί, πρώτα απ’ όλα είχα μια υποτροφία, δεύτερον, η γερμανική βιβλιογραφία ήταν η κυρίαρχη στην αρχαιολογία.

-Υπήρχε ένα αγκάθι βέβαια, η καταγωγή, το οποίο συζήτησα με τη μάνα μου και μου είπε «θα κάνεις το καλύτερο για σένα, μόνο μη ξεχνάς». Αν και υπέφερε πάρα πολύ από την ιδέα ότι δεν πήγε μαζί με τους γονείς της, πέθανε το 2004 και ξαναμίλησε σπανιόλικα. Κατάφερε αυτή η γυναίκα και ισορρόπησε, χάρη στον πατέρα μου, πάρα πολλά πράγματα. Μας έκανε περήφανους.

-Εγώ δεν καταδέχτηκα στην Γερμανία να πω σε κανέναν τίποτα, απλώς άρχισα να διαβάζω για τον γερμανικό Μεσοπόλεμο. Ήθελα να μάθω πως δημιουργείται ο φασισμός σε μια κοινωνία. Και, έμαθα πάρα πολλά και προσπάθησα να είμαι δίκαιη. Εκεί, ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη με ένα πανεπιστήμιο καταπληκτικό, είναι σπουδαίο για την ιατρική. Την πρώτη μέρα που πήγα στο Ινστιτούτο μου είπαν «γιατί μιλάς έτσι σιγά»; Λέω, δεν ξέρετε; Με κοίταξαν περίεργα.

«Δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στην Ελλάδα όσο ήταν η Χούντα»

-Μέσα σε λίγες μέρες αποφάσισα πώς δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στην Ελλάδα όσο ήταν η Χούντα. Σε πολύ λίγες μέρες πήγα σε μια συγκέντρωση Ελλήνων. Κι όταν είδα τις όψεις και τις συμπεριφορές λέω, ως εδώ ήταν. Δεν υπάρχει περίπτωση να συνεννοηθούμε. Ήταν εντεταλμένοι πράκτορες κλπ. Οι εργάτες ήταν πολύ κλεισμένοι στον εαυτό τους. Στον κύκλο που μπήκα εγώ, τον ακαδημαϊκό, δεν είχαν καμία θέση. Τους ανακάλυψα όταν άρχισα να ψωνίζω, στο σουπερμάρκετ. Γιατί, δεν είναι όπως τώρα που πάνε μορφωμένοι Έλληνες εκεί. Ήταν στα πιο φθηνά, στον σιδηροδρομικό σταθμό και είχαν συνείδηση της διάκρισης που υπήρχε στην γερμανική κοινωνία που ήταν έντονη. Μια φορά πήγα στο σουπερμάρκετ και περίμενα στη σειρά, ξέρετε όλα αυτά τα μαγαζιά είναι σιωπηλά, παίρνεις τα πράγματα αν έχεις λεφτά, τα πληρώνεις, φεύγεις… Αλλά, φαινόμουν ότι δεν ήμουν Γερμανίδα, με παραμέριζε η ταμίας. Αγανάκτησε μια Γερμανίδα και της είπε «μα, για όνομα του θεού, γιατί δεν εξυπηρετείτε πρώτα την κυρία»; Και της έκανε παρατήρηση.

-Από εκεί και πέρα, μετά όταν πήγα Βερολίνο, είδα διάφορα πράγματα, απλώς ήμουν λίγο προστατευμένη από τους Γερμανούς συναδέλφους οι οποίοι αγαπούσαν την Ελλάδα και ερχόμουν από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Οι συνάδελφοι εκεί, που ήταν μια καθηγήτρια εξαιρετική, μεγάλο όνομα στη δουλειά μας, μόλις της είπα ότι είμαι από Μπακαλάκη, Ανδρόνικο, Αριστοτέλειο, τελείωσε. Ήταν χρυσή κάρτα. Όταν πήγα στον φιλόλογο για να κάνω και φιλολογία, μου έδωσε για να κάνω τη διατριβή μου ένα δευτερεύον μάθημα. Εντάξει, το έκανα, κάναμε και μια συμφωνία, του λέω, εγώ αρχαία κείμενα δε διαβάζω με ερασμιακή, θα διαβάζω όπως τα έχω μάθει. Την πήρε την εκδίκησή του στις εξετάσεις. Μου λέει «εσείς, που είστε μαθήτρια του Κακριδή, αφήστε το θέμα που έχετε, ελάτε να μιλήσουμε τώρα για το ομηρικά. Νόμιζε ότι θα με έπιανε. Και πήγε πάρα πολύ καλά. Η δε καθηγήτριά μου, μόλις με εξέτασε, με εξέτασε όχι στο θέμα μου. «Α, λέει, Θεσσαλονίκη. Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη». Και ήξερε ότι εμείς μάλλον κάναμε κεραμική. Μου φέρνει έναν δίσκο με ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, θραύσματα. Θέλω να πω ότι ήμουν προστατευμένη.

-Είχα ένα ατύχημα στη Γερμανία. Με χτύπησε ένα αυτοκίνητο μες στην αγορά της πόλης που ζούσα. Έμεινα αρκετή ώρα, έχασα αίμα, με πήγαν στο νοσοκομείο. Χωρίς χαρτιά, είχα βγει να αγοράσω κάτι και να γυρίσω στο Ινστιτούτο να δουλέψω. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε μες στο νοσοκομείο για μένα, γιατί δεν είχα χαρτιά. Σου λέει, μια ξένη, με πέταξαν έτσι. Την Δευτέρα, που είδαν ότι στο Ινστιτούτο όλα μου τα πράγματα ήταν πάνω στο γραφείο, ξαμολήθηκαν όλοι να δουν τι γίνεται. Συνάδελφοι κι από το γραφείο της καθηγήτριάς μου. Με το που μάθανε ότι είμαι υπότροφος του Γερμανικού κράτους, μα ήρθε ο ένας, μα ήρθε η αστυνομία να ρωτήσει. Θέλω να πω, πολλές φορές το έζησα αυτό, κι αυτό ήταν ένα είδος προστασίας. Αλλά δεν ήθελα να δικαιολογηθούν.

-Μετά, είχα φοιτητές Γερμανούς εδώ, και κάναμε μια κουβέντα. Όπα, του λέω, δε θα μου πεις ότι αισθάνεσαι, θέλω να μου πεις τις απόψεις σου καθαρές. Είχα συζητήσει μόνο, όταν πήρα μια άλλη υποτροφία το ’80, πήρα τη Χουμπουλντ, που είναι πολύ μεγάλη υποτροφία. Εκεί ήμουν πια τελειωμένη, μπορούσα πήγαινα σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, έκανα μια κουβέντα με έναν παράγοντα της υποτροφίας. Δάσκαλος. Και κάναμε μια μεγάλη κουβέντα. Μου λέει έχεις δίκαιο. Εμείς φτάνουμε στα σχολεία μας μέχρι τη Δημοκρατία πριν την άνοδο του Χίτλερ. Εκεί σταματάει η εκπαίδευσή μας.

-Παρατηρούσα σε αυτή τη μικρή πόλη, όταν ανέβαινα στο λεωφορείο, πιο πολλές γυναίκες, εκεί στα 60, λίγοι άνδρες. Μπορεί να είναι τα αντανακλαστικά του λαού. Αλλά εγώ νομίζω ότι από αυτό το σημείο και μετά υπήρχε ένας προγραμματισμός ιατρικός. Δηλαδή, να ξεπεράσουμε αυτή την ψυχολογική κατάσταση του λαού, εκεί τρέχουν οι θεσμοί. Ας πούμε, όταν πήρα εγώ το ’80την υποτροφία, κάναμε ένα τουρ σε όλη την Γερμανία. Πήγαμε σε όλα τα εργοστάσια τα μεγάλα, τη μεγάλη τη μετα- βιομηχανία στα σύνορα. Ακούσαμε πολλά για την ιστορία, πήγαμε σε μεγάλες βιομηχανίες στο λιμάνι του Αμβούργου, πήγαμε στη βιομηχανία της Volkswagen, στο μουσείο της. Όλη αυτή η υποδομή έδειχνε μια ανάπτυξη τρομερή. Γι’ αυτό αφήσανε έναν Βιλι Μπράντ, σε εκείνη τη δεκαετία, να ανθίσει. Αν ήταν τώρα ένας άνθρωπος σαν τον Βιλι Μπράντ, θα κάνανε ότι κάνανε οι Σουηδοί που σκοτώσαν τον Πάλμε. Γιατί τώρα η παλάντζα είναι πάρα πολύ οικονομική. Έπρεπε να συγκρατηθούν πάρα πολλά πράγματα τότε.

-Εγώ, είμαι ένα στοιχείο μικρό, ένας κόκκος άμμου, που εισπράττει τις δεκαετίες του 20ου αιώνα που εισπράττει το παρελθόν αυτής της χώρας εδώ, και εισπράττει το παρόν αυτού τότε του παρελθόντος. Και πως μεταλλάσσεται. Όλο αυτό για μένα είναι πάρα πολύ ζωντανό και ζωηρό. Και ξαφνικά, βρίσκομαι στη Βεργίνα.

«Γιατί δεν έμεινα ποτέ έξω»

-Δε σκέφτηκα ποτέ να μείνω έξω. Πρώτα πρώτα, για μένα η γλώσσα και ο λόγος είναι πάρα πολύ μεγάλο πράγμα. Στο τέλος, μιλούσα πάρα πολύ καλά γερμανικά αλλά εμένα, η γλώσσα μου ήταν άλλο πράγμα. [............................................]

Στέλλα Δρούγου: Σιωπούσα γιατί δεν ήθελα να είμαι η ουρά, το έκτυπο του Ανδρόνικου ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: