Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2022

To πολύ κακό κλίμα των σινοαμερικανικών σχέσεων και ο αντίκτυπός του στις ευρωπαϊκές θέσεις και ειδικότερα στην Ελλάδα

 

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

To δίλημμα της Ευρώπης για την Κίνα και η Ελλάδα

 Γιώργος Ν. Τζογόπουλος *

efsyn.gr Οι σινοευρωπαϊκές σχέσεις θα απασχολήσουν αυτές τις μέρες τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η χθεσινή συνάντηση των υπουργών Eξωτερικών στο Λουξεμβούργο και αυτή της Πέμπτης των ηγετών των «27» στις Βρυξέλλες αναμένεται να επιβεβαιώσoυν τον τριπλό χαρακτηρισμό της Κίνας ως εταίρου, ανταγωνιστή και συστημικού αντίπαλου. Η γενίκευση αυτή καθρεφτίζει τη δυσκολία που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στη χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής, επιδιώκοντας να συνδυάσει, ταυτόχρονα, τρία πράγματα: να εξυπηρετήσει τα οικονομικά της συμφέροντα, να γίνει αρεστή στις Ηνωμένες Πολιτείες και να μην ενοχλήσει πολύ την Κίνα.

Οι εμπορικές σχέσεις Ευρωπαϊκής Ενωσης - Κίνας αναπτύσσονται εντυπωσιακά. Σύμφωνα με τη Eurostat, ο τζίρος των συναλλαγών άγγιξε τα 695 δισ. ευρώ το 2021 από 561 δισ. το 2019, τη χρονιά πριν από την έναρξη της πανδημίας. Ωστόσο, οι σοβαρές διαφωνίες για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχουν επιτρέψει μέχρι στιγμής την κύρωση της μεγάλης επενδυτικής συμφωνίας που υπεγράφη στα τέλη του 2020, λίγο πριν αναλάβει την αμερικανική διακυβέρνηση ο Τζο Μπάιντεν. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρωτοστατεί στην άσκηση κριτικής προς την κινεζική κυβέρνηση για τη μεταχείριση των Ουιγούρων στην περιοχή της Σιντζιάνγκ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση επέβαλε κυρώσεις, περισσότερο συμβολικές, στην Κίνα, η δεύτερη απάντησε κάπως δυσανάλογα και η επενδυτική συμφωνία μπήκε στο συρτάρι, αν και είχε βασιστεί σε κοπιώδη προσπάθεια επτά ετών της ευρωπαϊκής διπλωματίας.

Αλλά ας δούμε την ουσία. Ο κόσμος αλλάζει, η Κίνα ισχυροποιείται και οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν τα πάντα για να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους στο παγκόσμιο σύστημα. Η Ευρωπαϊκή Ενωση παρακολουθεί τις εξελίξεις ζαλισμένη, χωρίς να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων – ακριβώς όπως συμβαίνει από την επαύριο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η πανδημία έχει, επίσης, τεράστιο αντίκτυπο στις σινοευρωπαϊκές σχέσεις, καθώς έχει εκμηδενίσει τις ανταλλαγές λόγω της επιμονής της κινεζικής κυβέρνησης με την πολιτική των μηδενικών κρουσμάτων. Τον Νοέμβριο αναμένονται στο Πεκίνο, για πρώτη φορά μετά την πανδημία, ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν σε μια προσπάθεια τόνωσης των σχέσεων αυτών εν μέσω αμερικανικής καχυποψίας.

Πολλοί μιλούν για έναρξη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών - Κίνας, στον οποίο η Ευρωπαϊκή Ενωση καλείται να διαλέξει σε ποιο στρατόπεδο ανήκει. Κατά τη θεώρηση αυτή, η σαφής και ξεκάθαρη επιλογή γίνεται ακόμα πιο επείγουσα λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία και κυρίως της σινοαμερικανικής έντασης για το θέμα της Ταϊβάν και άλλα ζητήματα στον Ινδικό και Ειρηνικό ωκεανό. Το δίλημμα, όμως, αυτό είναι επίπλαστο. Προφανώς, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα βρεθεί στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών αν τα πράγματα φτάσουν στα άκρα. Ζητούμενο δεν είναι η απάντηση σε ένα δίλημμα που πρακτικά δεν υπάρχει, αλλά η δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων που θα επιτρέψουν τη συμβίωση Δύσης - Κίνας παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές, ακριβώς για να μη φτάσουν τα πράγματα στα άκρα.

Οι προκλήσεις τη σημερινή εποχή έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα. Η συνεργασία με την Κίνα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη σε ένα περιβάλλον επικίνδυνου ανταγωνισμού με καινούργια τεχνολογικά χαρακτηριστικά. Επίσης, το πλέγμα της οικονομικής διασύνδεσης είναι τόσο ευρύ που δύσκολα ξηλώνεται με πρότυπο τις σχεδόν ανύπαρκτες οικονομικές σχέσεις Δύσης - Σοβιετικής Ενωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, για παράδειγμα, η Ευρώπη λαμβάνει υγροποιημένο φυσικό αέριο από την Κίνα για να καλύψει κάποιες από τις ενεργειακές της ανάγκες, ενώ η ενεργειακή κατανάλωση στη μεγάλη ασιατική χώρα επηρεάζει εν μέρει τις γενικές ευρωπαϊκές εισαγωγές φυσικού αερίου.

Για την Ελλάδα, το πολύ κακό κλίμα των σινοαμερικανικών σχέσεων και ο αντίκτυπός του στις ευρωπαϊκές θέσεις αφήνει γλυκόπικρη γεύση. Από τη μία πλευρά, η χώρα μας προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί με τις καινούργιες αμερικανικές και ευρωπαϊκές προτεραιότητες, αλλά από την άλλη δεν θέλει και δεν μπορεί να αγνοήσει την Κίνα. Πέρα από την επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, που θα συνεχιστεί –παρά τα προβλήματα– τις επόμενες τρεις δεκαετίες, η Κίνα αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, με προοπτική να γίνει πρώτη, και μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Χρειάζεται πλέον, στο μέτρο του εφικτού, διπλωματική μαεστρία, ώστε η ελληνική πολιτική έναντι της Κίνας να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες, χωρίς να χάσει τη δυναμική του παρελθόντος.

● Το τελευταίο του βιβλίο «The Miracle of China: The New Symbiosis with the World» κυκλοφορεί από τον Springer

* λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Νίκαιας, senior fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Καταπέλτης ο Τζεφ Σακς (Jeff Sachs) για τις ευθύνες της Ευρώπης για τους δολοφονικούς πολέμους κατά των λαών της περιφέρειάς της

  Economist: Ο Τζ. Σακς για την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τη στάση Τραμπ και Χάρις απέναντι στο Ισραήλ και την πολιτική του Νετανιάχου ...