Παρασκευή, Αυγούστου 07, 2020

Ο σιωπηλός μάρτυς της σύγχρονης γραφής

Rear Window by Alfred Hitchcock (672CI) — Atlas of Places

Rear window

Διήγημα

Αργυρώ Πιπίνη*




Rear window
ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις








Το Ανοιχτό Βιβλίο, για όγδοη συνεχή χρονιά, θα σας κρατήσει συντροφιά με πρωτότυπες καλοκαιρινές ιστορίες. Φέτος δώδεκα συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας γράφουν, αποκλειστικά για την «Εφ.Συν.», ένα διήγημα που συνδυάζει ήρωες (παιδιά ή εφήβους), πλαίσιο (καλοκαίρι -όπως πάντα) και μια έκτακτη δυσοίωνη συγκυρία (Covid-19), συναρθρωμένα όλα σε μια ενιαία αφήγηση.
Δώδεκα πρόσωπα της γραφής μιας ευρείας ηλικιακής κλίμακας, ετερογενών θεματικών κάδρων και αφηγηματικών τρόπων, δώδεκα βραβευμένοι, σημαντικοί συγγραφείς που γνωρίζουν εκ των έσω συνήθειες, κώδικες και γλώσσα νεαρών αφηγητών και αναγνωστών μάς αποκαλύπτουν εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα που προκαλεί σε μια άγουρη ψυχή (κι όχι μόνο) αυτό το αλλόκοτο, ανήσυχο καλοκαίρι της πανδημίας.
Μετά τη Μαρία Παπαγιάννη, την Ελένη Σβορώνου, τον Γιώργο Παναγιωτάκη, την Αγγελική Δαρλάση, τον Φίλιππο Μανδηλαρά, την Ελένη Κατσαμά, τον Φίλιππο Φωτιάδη και τον Πολυχρόνη Κουτσάκη, το αφηγηματικό νήμα πιάνει η Αργυρώ Πιπίνη.

Κάθομαι στο γραφείο, στόρια κατεβασμένα, πι σι ανοιχτό, και την παρακολουθώ. Τριγυρίζει μισόγυμνη από δωμάτιο σε δωμάτιο, βγαίνει στο μπαλκόνι, ποτίζει τις γλάστρες, απλώνει τα ρούχα με σορτς και μακό. Τι μαλλιά, τι βυζιά, τι πόδια. Πώς δεν την είχα προσέξει τόσον καιρό; Πόσων χρονών είναι;
Και μέσα το Θηρίο. Πόσων χρονών είναι το Θηρίο; Τι δουλειά κάνει το Θηρίο; Τι δείχνουν τα τατουάζ του; Τι σκέφτεται; Τι ομάδα είναι; Τι μουσική ακούει; Ακούει μουσική; Χτες δεν σηκώθηκε από τον καναπέ. Στην τηλεόραση, μπροστά στον καναπέ, έπινε μπίρες, κι άλλες μπίρες.
Τις πρώτες μέρες της καραντίνας εγώ κοιμόμουνα. Δώδεκα, δεκατέσσερις ώρες. Η μάνα μου στα κάγκελα. «Θα το πω στον πατέρα σου» έλεγε. Κι εμένα τι με νοιάζει; Και ξανακοιμόμουνα. Μέρες ολόκληρες κοιμόμουνα και μετά έμπαινα ίνστα (Instagram), έβλεπα Daredevil. Και οι μέρες περνούσαν. Τώρα ανεβοκατεβαίνω δυο φορές τη μέρα τη σκάλα για να μη σκάσω. Μου λείπει το ποδήλατο. Και το σχολείο. Δεν πάω καλά. Χτες το βράδυ βγήκα κρυφά και πήγα στην πολυκατοικία τους - ήθελα να δω τα κουδούνια. Μόνο το δικό του όνομα. Το Θηρίο έχει όνομα. Αυτή είναι η γυναίκα του Θηρίου. Είναι παντρεμένοι; Τι δουλειά κάνεις, Θηρίο; Φύλακας σε ζωολογικό, σε φυλακή, σε εργοστάσιο; Αυτή είναι η ζωή σου, Θηρίο; Αύριο λέω να πάω μέχρι τον Κώστα να πάρω τα κιάλια. Για να τους βλέπω καλύτερα. Θέλω να τη δω καλύτερα. Θέλω να δω τα μάτια της.
Κοιμάμαι στο γραφείο μπροστά στο πι σι. Γράφω εργασίες και καλά. Ζέστη, πολλή ζέστη και αστραπές. Αρχίζει να βρέχει. Σηκώνομαι, βγαίνω στο μπαλκόνι για να κλείσω το παντζούρι και να την πέσω στο κρεβάτι. Τη βλέπω. Είναι έξω και μαζεύει τα ρούχα. Βλέπω την πλάτη και τα μαλλιά της. Και ξαφνικά σαν ν’ άκουσε κάτι, γυρίζει και με καρφώνει. Παγώνω. Τότε κάνει κάτι απίστευτο. Σηκώνει το χέρι και με χαιρετάει. Κι εγώ τρέχω μέσα. Στην κουζίνα, όχι στο δωμάτιό μου. Στο χολ γλιστράω και τρώω τα μούτρα μου στον τοίχο. Τρέμω. Τα χέρια μου τρέμουν. Το πάτωμα τρέμει κάτω απ’ τα πόδια μου. Μ’ έχει δει; Με ξέρει; Με ξέρει και το Θηρίο; Σαν να τον ακούω να φωνάζει «Τι κοιτάς, ρε φρικιό; Τι κοιτάς;» Ξέρει ότι την παρακολουθώ; Γιατί με χαιρέτησε; Γιατί με χαιρέτησε. Θα έπαιρνα όρκο πως μου χαμογέλασε κιόλας.
Ξυπνάω από τη ζέστη. Νύχτα ακόμα. Καύσωνας. Καλοκαίρι. Σκάω. Η φόρμα κολλάει απ’ τον ιδρώτα. Βγάζω τα ρούχα μου και στέκομαι γυμνός στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Απέναντι κλειστά.
Ο Κώστας τα μαθαίνει όλα. Πήγα να πάρω τα κιάλια και του τα ’πα. Ρωτάει γιατί φοράω σκουφί. Είμαι άλουστος μέρες τώρα. Ρωτάει γιατί τους παρακολουθώ. Δεν ξέρω. Ετσι. Χωρίς λόγο. Γιατί βαριέμαι (not). Ψέματα. Γιατί τη γουστάρω. Μ’ αρέσει να τη βλέπω. Να απλώνει ρούχα, να τα μαζεύει. Να χορεύει, να μαγειρεύει. Να ποτίζει τα λουλούδια. Να γελάει, να ακουμπάει στα κάγκελα, να σηκώνει το χέρι και να με χαιρετάει, να μου χαμογελάει, να με φιλάει. Θέλω να φύγω, να γυρίσω σπίτι, να τη δω, να τη σκεφτώ. Ξαπλώνω στον καναπέ. Στέκεται όρθια από πάνω μου. Τα μαλλιά της με τυλίγουν. Μου έχει σηκωθεί. Ψιθυρίζω τ’ όνομά της. Μαρίνα. Ετσι τη λέω εγώ. Μαρίνα. Παίρνω ανάσες λαχανιασμένος, βάζω το χέρι μέσα στη φόρμα και κλείνομαι στο μυστικό μου δωμάτιο.
Ολη μέρα έχουν τα παντζούρια κλειστά. Πού είναι; Πού πήγαν; Βγήκαν έξω; Πόση ώρα λείπουν; Πού είναι αυτή; Τι έπαθε; Τι της έκανε; Θηρίο είναι αυτό, κάτι θα της έκανε.
Πάω για ποδήλατο και μετά όλο το βράδυ το περνάω στο γραφείο. Μήπως τη δω. Ολα κλειστά ακόμα. Τι τα πήρα τα κιάλια; Πέφτω στο κρεβάτι τα ξημερώματα. Ξυπνάω στις πέντε το απόγευμα.
Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις άνοιξα τα μάτια μου ήταν να κοιτάξω απέναντι. Παράθυρα, πόρτες ανοιχτά. Πήρα ανάσα. Κι έβαλα τέρμα τους Slipknot.
Τρώω φλέικς, κατεβάζω τα στόρια και πιάνω δουλειά. Με τα κιάλια σκανάρω όλο το μπαλκόνι. Και μετά το δωμάτιο. Το Θηρίο εμφανίζεται στο χολ. Με βερμούδα και μπλουζάκι. Δεν είναι τόσο fit όσο νόμιζα. Χάνεται σε μια πόρτα. Πού είναι η Μαρίνα; Πού είσαι, Μαρίνα, λέω κι αμέσως εμφανίζεται. Υλοποιείται μπροστά μου. Είναι πιο όμορφη απ’ όσο νόμιζα. Φοράει κάτι μακρύ που σέρνεται. Μα… τι κρατάει; Τι είναι αυτό που κρατάει; Δεν είναι δυνατόν. Από πού ήρθε αυτό; Γελάει, ξεκαρδίζεται, αλλά δεν ακούω τίποτα. Σαν να ’κλεισε κάποιος τον ήχο. Τέλεια ησυχία. Σαν την απόλυτη ακινησία των πρώτων ημερών της καραντίνας. Κατεβάζω τα κιάλια. Βγαίνει στο μπαλκόνι με το παιδί αγκαλιά. Σηκώνω τα κιάλια. Το παιδί έχει παράξενο βλέμμα. Σάλια τρέχουν από το ανοιχτό του στόμα. Εχει μεγάλο κεφάλι και κάνει κάτι περίεργα με τα δάχτυλά του. Τα χέρια του είναι αγκυλωμένα. Σαν να πάγωσαν σ’ αυτή τη θέση. Του δείχνει κάτι και γελάει. Ακουμπάω τα κιάλια στο γραφείο και σκουπίζω τα μάτια μου. Και τότε ακούω μια φωνή.
«Μαρίνα, έλα, έλα να δεις» λέει.
Τουλάχιστον τη λένε Μαρίνα.

Όταν ο ήλιος πάει για ύπνο - books.grΤελευταίο βιβλίο της Α. Πιπίνη είναι το «Όταν ο ήλιος πάει για ύπνο» (Μάρτιος, 2020)

*.:BiblioNet : Πιπίνη, Αργυρώ


  • Add to Phrasebook
    • No word lists for English -> Greek...
    • Create a new word list...
  • Copy

Δεν υπάρχουν σχόλια: