Κυριακή, Ιουνίου 21, 2020

Περί εκδιδομένων γυναικών

 




Η  εικόνα των εκδιδόμενων γυναικών μέσα από την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας

Η  Έμυ Ντούρου, συντάκτρια του Docville στην εφημερίδα Documento γράφει για ένα θέμα -ταμπού:
Αφορμή για το σημερινό κείμενο είναι οι μάλλον αμήχανες και εκτός πραγματικότητας οδηγίες που αναγγέλθηκαν πριν από λίγες μέρες σχετικά με τα μέτρα προστασίας από τον κορονοϊό στους οίκους ανοχής, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια μεγάλη συζήτηση η οποία αρκετές φορές εκβάλλει σε εύκολο χιούμορ γύρω από τους ανθρώπους που εργάζονται στη βιομηχανία του σεξ. Σε αυτό το κείμενο  θα ήθελα να μοιραστούμε αφηγήσεις και καταγραφές γύρω από το θέμα και να εξετάσουμε πώς διαμορφώθηκε η εικόνα των εκδιδόμενων γυναικών μέσα από την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Για χρόνια η ενασχόληση με το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελούσε ταμπού. Όταν αναφέρεται σε λογοτεχνικά έργα γίνεται με σχετική συστολή και δίνεται συχνά η αίσθηση ότι οι συγγραφείς προσπαθούν να αγγίξουν το θέμα όσο πιο διακριτικά γίνεται, σαν να μην έχουν αποφασίσει ακριβώς αν και τι θέλουν να πουν ή να μην πουν. Τολμηρή εξαίρεση αποτέλεσε ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο οποίος το 1894 στους «Άθλιους των Αθηνών» (Εκδόσεις Κάκτος) αποδίδει με πρωτόγνωρη για την εποχή ευθύτητα την κατάσταση στους οίκους ανοχής.

Οι άθλιοι των Αθηνών» – Μυθιστόρημα του Ιωάννη ΚονδυλάκηΚονδυλάκης, Οι άθλιοι των Αθηνών Α - Free Download PDF

Ανοιχτά για το θέμα μιλάει σχεδόν έναν αιώνα μετά και ο Ηλίας Πετρόπουλος ο οποίος στη μελέτη του «Το μπουρδέλο» (Εκδόσεις Νεφέλη) ΤΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟεπιχειρεί μέσα από τη ζωή, τη λογοτεχνία και την τέχνη να καταγράψει την πραγματικότητα (ή να δημιουργήσει την προσωπική του πραγματικότητα). Το βιβλίο σε αιχμαλωτίζει με τον πλούτο αναφορών του ενώ ήδη από την εισαγωγή παρατίθενται δεκάδες λέξεις –από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα– που αναφέρονται στις εκδιδόμενες γυναίκες. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι λέξεις λειτουργούν σαν μικρές κιβωτοί της κοσμοθεωρίας κάθε εποχής. Στην αρχαιότητα ονόμαζαν αυτές τις γυναίκες πόρνες, εταίρες και ιερόδουλες· την εποχή του Πετρόπουλου τις έλεγαν πουτάνες (σε όλες τις πιθανές λεξιπλασίες: φτωχοπουτάνα, διαβολοπουτάνα κ.οκ.), ενώ κατά καιρούς τις έχουν φορτώσει με χαρακτηρισμούς, όπως παλιογυναίκες, παστρικές, πατσαβούρες, νυχτολουλούδες, νυχτοπόρτισες, παπαδοξηλώτρες, αλανιάρες, ατιμασμένες, κοκότες, ημιπάρθενες, δημόσιες, κοινές, τσούλες, του δρόμου, ντροπιασμένες, πομπεμένες, Μαγδαληνές. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Ως γνωστόν βέβαια, οι λέξεις μαρτυρούν περισσότερα γι’ αυτούς που τις χρησιμοποιούν παρά για εκείνους τους οποίους χαρακτηρίζουν.
Η πορτάρα των Βούρλων (1939)

Το δημόσιο μπορντέλο των Βούρλων και η Τρούμπα
 

Στα Βούρλα, την περιοχή του Πειραιά που αποτελούνταν από έλος και βούρλα (εξού και η ονομασία), έμελλε να γραφτεί η ιστορία των γυναικών που χαρακτηρίστηκαν πόρνες τρίτης βαθμίδας, τις οποίες η κοινωνία είχε ανάγκη να περιφράξει ώστε να διαφυλάξει την ηθική της. Έτσι το 1875 δημιουργήθηκε στην περιοχή το πρώτο δημόσιο μπορντέλο της χώρας. Κατά καιρούς έχουν γραφτεί διάφορα για τις συνθήκες διαβίωσής τους με πρώτο το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που έκανε το 1936 η Λιλίκα Νάκου για την εφημερίδα «Ακρόπολις».
Στο βιβλίο του «Πειραϊκές ιστορίες του μεσοπολέμου» (Εκδόσεις Κυριακίδη) ο Στέφανος Μίλεσης Πειραϊκές ίστορίες του μεσοπολέμου, Στέφανος Μίλεσης - Skroutz.gr παραθέτει ένα άρθρο του Μανώλη Κανέλλη γραμμένο το 1929 με τίτλο «Βούρλα, το κάτεργο των ιερόδουλων. Μια ματιά στον Άδη της ηδονής και του θανάτου. Πώς ζουν οι σάπιες εταίρες» το οποίο ξεκινά ως εξής:
«Βούρλα Δραπετσώνας δεκαετία του ’20. Μια περιοχή που οι ενδιαφερόμενοι εισέρχονταν από μια και μόνη πόρτα. Μια απλή ορθογώνια κόκκινη σκέτη παλιόταβλα με διαστάσεις τρία μέτρα ύψος και πλάτος δύο. Φαίνεται ότι η είσοδος στην κόλαση δεν ήταν τόσο πλατιά όσο την περιγράφουν οι γραφές. Συνήθως με κιμωλία ήταν γραμμένη πάνω της “Βλέπε και Φεύγα”». […]
«Όταν κάποιος εισερχόταν στα Βούρλα τη δεκαετία του ’20 και σχεδόν του ’30 έμπαινε στο βασίλειο της τσατσάς Ντουντού! Η αποκαλούμενη “Δράκαινα των Βούρλων”. Χοντρή, ογκώδης, αχανής, λιγομίλητη, σχεδόν άφωνη, που όλοι μα όλοι φοβόντουσαν. Κρατούσε στα δυο της χέρια τα στοιχεία εκείνα που όποιος κατείχε αφέντευε όλη την περιοχή. Τις μάρκες κατανάλωσης και τα κλειδιά των κελιών».
Η Τέτη Σώλου στο βιβλίο της «“Κάτι να μείνει από μένα” – Πόρνες στα Βούρλα» (Εκδόσεις Ars Libri) που κυκλοφόρησε πριν από περίπου τρία χρόνια γράφει μεταξύ άλλων: «Στα Βούρλα έμεναν γυναίκες που είχε πιάσει η αστυνομία χωρίς χαρτιά και επιπλέον ήταν άρρωστες. Αφού τις έστελναν στου Συγγρού για θεραπεία, κατόπιν τις έκλειναν στα Βούρλα (αυτό στη δεκαετία του ’30). Κατανέμονταν στις μπούκες ανάλογα με την ηλικία τους. Οι νεαρές, ηλικίας 14 έως 18 χρόνων, έμεναν στο πρώτο τμήμα, στο αριστοκρατικό. Ήταν στη σειρά νεόκτιστες και καθαρές κάμαρες ασπροασβεστωμένες. Στο δεύτερο τμήμα έμεναν γυναίκες μέσης ηλικίας, από 18 έως 40 χρόνων. Ο Μάρκος Βαμβακάρης λέει ότι έγινε αγαπητικός στο μπορντέλο μιας πόρνης, είκοσι εφτά, είκοσι οχτώ χρόνων, το οποίο βρισκόταν στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων».
Στα Βούρλα και στην Τρούμπα αναφέρονται τα δύο βιβλία του συλλέκτη και συγγραφέα Βασίλη Πισιμίση «Βούρλα – Τρούμπα. Τραγούδια και στιχάκια» (Εκδόσεις Νέος Κύκλος)ΒΟΥΡΛΑ - ΤΡΟΥΜΠΑ // ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΧΑΚΙΑ και «Βούρλα – Τρούμπα – Μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968)» (Εκδόσεις Τσαμαντάκη). Το πρώτο περιλαμβάνει τους στίχους από τα τραγούδια που συγκέντρωσε ο συγγραφέας έπειτα από μακρόχρονη έρευνα και αφορούν τις κοινωνικές ομάδες των Βούρλων και της Τρούμπας.
Ακολουθούν οι στίχοι από το τραγούδι «Βούρλα – Τρούμπα» όπου περιγράφεται το πέρασμα των οίκων ανοχής από τη μια περιοχή στην άλλη:
Τότε που ήρθε ο πόλεμος
και κλείσανε τα Βούρλα
διώξανε τις αφρόγαλες
τις πήγανε στην Τρούμπα.

Καινούργια πιάτσα έγινε,
μαζεύτηκαν οι μάγκες,
σύχναζε κι ο υπόκοσμος
που ’κανε ματσαράγκες

Νταήδες, πόρνες κι αδερφές
μάγκες και νταβατζήδες
γι’ αυτούς η Τρούμπα έγραψε
τις πιο πολλές σελίδες.
Στο δεύτερο βιβλίο του για τις δύο περιοχές ο Βασίλης ΠισιμίσηςΒΟΥΡΛΑ - ΤΡΟΥΜΠΑ // ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΥΠΟΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ έχει συγκεντρώσει στοιχεία από αρχεία, δημοσιεύματα από τον Τύπο και προσωπικές μαρτυρίες από αρτίστες, πόρνες, σωματέμπορους και αγαπητικούς της Τρούμπας. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη Σπεράντζα Βρανά η οποία συνέβαλε στη συγκέντρωση του υλικού μια και η ίδια είχε γράψει παλιότερα το «Η Τρούμπα» (Εκδόσεις Τερζόγλου), με αφορμή την επίσκεψη ενός αγνώστου στο καμαρίνι της ένα βράδυ του 1984, ο οποίος της έδωσε ένα τετράδιο με ποιήματα με τίτλο «Για την Μπέμπα της Τρούμπας».
Στη ζωή της Τρούμπας αναφέρεται μεταξύ άλλων ο Διονύσης Χαριτόπουλος στο «Εκ Πειραιώς» (Εκδόσεις Τόπος), Topos Booksόπου γράφει: «Τα ξεφτέρια του Τμήματος Ηθών προκειμένου να βγάλουν άκρη με τα κορίτσια τα έχουν χωρίσει σε τρεις κατηγορίες: πρώτη οι “δηλωμένες” ή χαρακτηρισμένες, ιερόδουλες, δημόσιες, άσεμνες, κοινές, πόρνες, παστρικές, πουτάνες, που δέχονται πελάτες αποκλειστικά στα σπίτια, εξετάζονται υποχρεωτικά από γιατρό του Ηθών και στην Τρούμπα είναι κοντά στις εξακόσιες αλλά, καθώς η δουλειά έχει μεγάλη ζήτηση, θα ήταν πολύ περισσότερες αν κατάφερναν να δηλωθούν και όσες παρακαλάνε κάθε μέρα στο Ηθών να τις χαρακτηρίσουν και οι μπασκίνες τις διώχνουν, δήθεν να το ξανασκεφτούν, και τις ταλαιπωρούν για καιρό, ανάλογα με το δόντι που έχει η μαντάμ ή ο προστάτης τους».
Όπως γράφει ο Δ. Χαριτόπουλος, στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι «ελευθερίων ηθών» που δουλεύουν σε σπίτια και κάνουν κονσομασιόν σε καμπαρέ και μπαρ, ενώ στην τρίτη κατηγορία ανήκουν οι «αρτίστες» ή «καλλιτέχνιδες» που χορεύουν και τραγουδούν στα καμπαρέ «και παρότι δεν επιτρέπεται να πηγαίνουν με πελάτες περνούν και αυτές από ιατρικό έλεγχο γιατί όλοι ξέρουν τι συμβαίνει στην πραγματικότητα». Ωστόσο  πολύ περισσότερα είναι τα αδήλωτα κορίτσια που εργάζονται παράνομα. Η δουλειά γίνεται στόμα με στόμα από τους μετρ, τους σερβιτόρους και τους υπαλλήλους των καλών ξενοδοχείων που έρχονται σε επαφή με πλούσιους πελάτες.
Διαφήμιση προφυλακτικών (1932)

Μέρες και νύχτες πληρωμένου έρωτα
 

«Εγώ είμαι η Γαβριέλλα Ουσάκοβα εκ Ρωσίας, ιερόδουλος Αθηνών. Δεν μου αρέσουν οι πρόλογοι, κουράζουν τον αναγνώστη. Έρχομαι κατευθείαν στο ψητό. Τι τις θέλω τις γαρνιτούρες;» ξεκινά η αυτοβιογραφία της θρυλικής Γαβριέλλας, της «πλανεύτρας των Αθηνών» όπως την αποκαλούσαν. Στο βιβλίο της «Γαβριέλλα – “Έγινα ιερόδουλος διότι εγεννήθην έτσι”» (Εκδόσεις Κάκτος) Η ζωή μου | kaktos.grαφηγείται τη ζωή της από την παιδική της ηλικία, την εγκατάστασή της στην Ελλάδα και τις εμπειρίες της ως ιερόδουλος (το βιβλίο εκδόθηκε το 1981).
Η Γαβριέλλα η οποία ήταν πολύ γνωστή για την ανθρωπιστική της δράση βρέθηκε στραγγαλισμένη στο σπίτι της το 1991. Ο δράστης δεν εντοπίστηκε ποτέ. Στην αυτοβιογραφία της που είχε εξαντληθεί για χρόνια και επανακυκλοφόρησε προ διετίας τα γράφει όπως τα έζησε, χωρίς λογοκρισία και με πολλή λεπτομέρεια:
«Γνώρισα ένα ναυτικό 45 χρονώ στη γειτονιά, αδελφό του πρωκτού. Σε κάθε ραντεβού έφερνε μια ωραία γιαπωνέζικη ρόμπα, μια πιτζάμα επίσης γιαπωνέζικη, άλλη ρόμπα κι άλλη, και μια βαριά με κεντήματα χρυσάνθεμα. […] Του έκανα το κορίτσι και μου έκανε γλειπτική που πήγαινε γόνα. Έμαθε κι εμένα κι έτσι γλύτωσα τις γκαστριές».
Το 1988 η Αμαλία Μεγαπάνου, η οποία έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, είχε εκδώσει το βιβλίο «Διάλογος με την Άννα» (Εκδόσεις Libro). ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΝΑ, ΜΕΓΑΠΑΝΟΥ ΑΜΑΛΙΑ, LIBRO - Exlibris-Oldbooks ...Την αφορμή της έδωσε μια εκπομπή που είδε στην τηλεόραση το 1984 και αφορούσε τη ζωή των ιερόδουλων στην Αθήνα. Μέσα σε διάστημα τριών μηνών γνωρίστηκε με εννέα εκδιδόμενες γυναίκες. Μία ξεχώρισε από αυτές, η ψυχολογική σύσταση της οποίας, όπως γράφει, τους επέτρεπε να κάνουν κουβέντες εις βάθος πέρα από κοινοτοπίες για το θέμα της πορνείας. Μεταξύ άλλων μαθαίνουμε διά στόματος Άννας ότι «στους πελάτες μας αρέσουν τα όμορφα, τα ολόκληρα ονόματα. Προτιμούν μάλιστα τα χριστιανικά. Τις Μαρίες, τις Ελένες… Δεν θέλουν τα τσουλίστικα».
Το βιβλίο «Πουτάνα» (Εκδόσεις Οδυσσέας) κυκλοφόρησε το 1980 και η συμπληρωμένη δεύτερη έκδοσή του «Πουτάνα – Δεκατρία χρόνια μετά» το 1993. ΠουτάναΣτα δύο αυτά βιβλία η Τασία Χατζή κατέγραψε τις μαρτυρίες γυναικών για την επίσημη πορνεία που, όπως γράφει, παρεπιδημεί «στα νώτα της πόλης, στους τόπους συνάντησης, στους σταθμούς και στην αγορά. Από την Πλατεία Βάθης, μέχρι την Πλατεία Βικτωρίας, στις παράλληλες οδούς Φυλής, Λιοσίων, Αχαρνών και στις παρόδους τους, τα “σπίτια” με το άσβεστο φως, ημέρα και νύχτα, στην εξώθυρα είναι καταφανώς πολλά».
Η Χατζή γράφει μεταξύ άλλων για τις κινητοποιήσεις των ιερόδουλων με αίτημα να μην κλείσουν τα «σπίτια», τα οποία πολεμούσαν οι κάτοικοι του κέντρου, για τη σχέση των γυναικών με τους πελάτες, τη σχέση τους με την αστυνομία και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην προσωπική, την οικογενειακή και την κοινωνική τους ζωή, μια και συνήθως το περιβάλλον τους δεν γνωρίζει τη δουλειά τους.
Για κλείσιμο κράτησα το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ «Ρένα» (Εκδόσεις Πατάκη)Ρένα - Κορτώ Αύγουστος | Εκδόσεις Πατάκη στο οποίο με ευαισθησία και σεβασμό συνθέτει τη ζωή μιας αιωνόβιας πόρνης γεννημένης στις αρχές του 20ού αιώνα σε ένα πορνείο στα Χαυτεία, η οποία αφηγείται τη ζωή της –μαζί και την ιστορία της Ελλάδας– σε έναν νεαρό που έτυχε να δει μια φωτογραφία της σε κάποια εφημερίδα.
«Τι πράμα; Ούτε που με νοιάζει τι θα κάνεις όσα σου ’πα. Θες να τα γράψεις, γράφ’ τα· θες να τα ξεχάσεις, ξέχασ’ τα. Εγώ είχα ανάγκη να μιλήσω κι εσύ μ’ άκουσες, κι αυτό δεν είναι λίγο πράμα…».

Δεν υπάρχουν σχόλια: