Χαμένες ευκαιρίες
ΒΑΡΒΑΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
Η πρόσφατη εκκένωση
καταλήψεων στέγης προσφύγων και μεταναστών στα Εξάρχεια αναδεικνύει δύο
μείζονα ζητήματα που δεν απαντιούνται για χρόνια. Το ένα είναι η
έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας στα όργανα άσκησης της τάξης και το άλλο
η απουσία πολιτικής στέγης για τις ευάλωτες ομάδες, είτε αυτές είναι
πρόσφυγες είτε θύματα της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που δοκιμάζει
την ελληνική κοινωνία.
Oι καταλήψεις ξεκίνησαν ως πρωτοβουλίες κάλυψης του κενού στέγης για τους 60.000 εγκλωβισμένους πρόσφυγες που δημιούργησε η ευρωτουρκική συμφωνία της 20ής Μαρτίου 2016, με όραμα να αντιμετωπιστεί η στέγαση και διαβίωση των προσφύγων με όρους αυτοδιαχείρισης που θα απέτρεπαν την ιδρυματοποίηση του πρόσφυγα, το ουσιαστικότερο πρόβλημα της πεπατημένης των θεσμικών λύσεων με τους μαζικούς, στρατιωτικοποιημένους καταυλισμούς, όπου οι άνθρωποι χάνουν κάθε αίσθηση αυτεξούσιου.
Οι δομές αυτές κατάφεραν μέσα από την αλληλεγγύη να δώσουν ευέλικτες, αποτελεσματικές λύσεις σε προβλήματα που η καρκινοβατούσα γραφειοκρατία επίσημων δομών και οργανώσεων αδυνατεί να παράσχει. Επετεύχθη μια πιο ανθρώπινη συνθήκη διαβίωσης σε σχέση με τα καμπ, εμπεδώθηκε με επιμονή κλίμα αδερφοσύνης ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες μετά το αρχικό κλίμα καχυποψίας και έντασης μεταξύ τους, παρήχθησαν δεσμοί με ανθρώπινη και πολιτισμική ανταλλαγή μεταξύ προσφύγων και αλληλέγγυων που θα ήταν αδιανόητοι σε περιβάλλον θεσμικών δομών φιλοξενίας.
Παρά την τιτάνια, ωστόσο, εθελοντική δουλειά και αυταπάρνηση που επενδύθηκε σε αυτά τα εγχειρήματα από αμέτρητους αλληλέγγυους, εκείνο που πρυτάνευσε, σε μεγάλο βαθμό, μακροπρόθεσμα ήταν η επικράτηση της πολιτικής ατζέντας ομάδων και προσώπων πάνω στις πλάτες αναγκεμένων ανθρώπων που εν τέλει πάλι βρέθηκαν αδύναμοι να ορίζουν τις ζωές τους. Δεν έλειψε ούτε εδώ ο αυταρχισμός, ενώ ακόμη και πρότζεκτ που μοιάζουν προς τα έξω εμπνευσμένα και γοητευτικά, όπως αυτό των χωραφιών της αλληλεγγύης στη Βοιωτία, στην πράξη δεν ήταν παρά προϊόν βίαιης κολεκτιβοποίησης προσφύγων που κατά καμία έννοια δεν επέλεξαν ελεύθερα να καλλιεργούν χωράφια για το κοινό καλό. Η ανάγκη για στέγη και στοιχειώδη ασφάλεια οδηγεί τους ανθρώπους να σκύβουν το κεφάλι τόσο στα κυβερνητικά καμπ όσο και στους «προσφυγοπατέρες» που στα λόγια αρνιούνται τις ιεραρχίες, στην πράξη, ωστόσο, επιδεικνύουν περισσό αυταρχισμό καλών προθέσεων.
Η αποχωρήσασα κυβέρνηση της Αριστεράς, μπορεί να μη διέταξε επιχειρήσεις-σκούπα, αλλά, στην πράξη, οι λύσεις που εφάρμοσε για τη στέγαση των προσφύγων ήταν η ίδια συντηρητική συνταγή των στρατιωτικού τύπου καταυλισμών εκτός αστικού ιστού που περιθωριοποιεί τους ευάλωτους χωρίς καν να προσφέρει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.
Οι καταλήψεις, ουσιαστικά, δεν μπορούσαν παρά να είναι βραχυπρόθεσμες λύσεις. Κι αυτό γιατί αν κάτι μάθαμε όσοι εμπλακήκαμε σε αυτά τα εγχειρήματα ήταν ότι η αλληλεγγύη από μόνη της δεν μπορεί να είναι η απάντηση σε μεγάλα, σύνθετα προβλήματα και κυρίως δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική. Είναι τεράστιο το φορτίο ευθύνης για τις ζωές τόσων ανθρώπων για να το σηκώσουν μακροπρόθεσμα μεμονωμένα άτομα και άτυπες συλλογικότητες. Οι καταλήψεις θα έπρεπε να λειτουργήσουν ως μοχλός πίεσης για την ανάπτυξη σοβαρής, βιώσιμης πολιτικής εκ μέρους του κράτους τόσο για τη στέγαση των προσφύγων όσο και για τη δημιουργία κοινωνικής στέγης γενικότερα.
Ο αμοιβαίος αρνητισμός τόσο θεσμικών παραγόντων όσο και αλληλέγγυων συλλογικοτήτων συνέτεινε στο να χαθεί η ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί το μομέντουμ του τεράστιου κύματος αλληλεγγύης του 2015-2016 για να δοκιμαστεί ένα καινούργιο, εναλλακτικό μοντέλο συνεργασίας θεσμών και κοινωνίας πολιτών. Ούτε καν πιλοτικά δεν δοκιμάστηκε να γίνει χρήση ενός εκ των άπειρων κενών κτιρίων δημόσιας ιδιοκτησίας με ενεργή και υπεύθυνη εμπλοκή και των δύο πλευρών. Αμοιβαία καχυποψία και στενομυαλιά συστήματος και αντισυστημικών.
Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση έκανε επίδειξη ισχύος με στόχευση απολύτως συνεπή προς τα ιδεολογικά της προτάγματα. Στο επίκεντρο δεν βρέθηκε καμιά ευαισθησία συντεταγμένου κράτους για τους κατατρεγμένους του πολέμου, ούτε καν η πάταξη της ανομίας. Η δυσανάλογης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση με ελικόπτερα και ομάδες κρούσης που έσυραν ξημερώματα γυναικόπαιδα στις κλούβες ήταν μια δημόσια δήλωση επικοινωνιακού χαρακτήρα ότι η κυβέρνηση αυτή μπορεί και καταργεί το «άβατο» των Εξαρχείων. Οχημά της η ρητορική των «νοικοκυραίων» και της «ιερής» ιδιοκτησίας.
σμικό της καθήκον εντός μιας δημοκρατίας είτε, όταν το πράττει, αυτό συμβαίνει με όρους χυδαιότητας και ανάλγητης κατασΑπό την άλλη, κανείς από προοδευτική θέση δεν τολμά να πει προς τα έξω ότι η κατάσταση στα Εξάρχεια έφτασε στο απροχώρητο, ότι η πλατεία δεν έχει πια καμιά σχέση την τελευταία πενταετία με τη γειτονιά που παραδοσιακά φιλοξενούσε πολιτικές ζυμώσεις, αλλά εξελίχθηκε σε πεδίο αυθαιρεσίας και ανομίας του κοινού ποινικού κώδικα.
Θεωρείται απολύτως δεδομένη η έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας στις τάξεις της αστυνομίας, οπότε αυτή είτε μένει παροπλισμένη μην ασκώντας το θετολής. Αυτός είναι και ο λόγος που έχει σφυρηλατηθεί ένα ταμπού διάκρισης μεταξύ αστυνομοκρατίας και αστυνόμευσης.Χρειάζεται να αρθρωθεί ένας προοδευτικός λόγος για την ασφάλεια και τη νομιμότητα στον αντίποδα της καπήλευσής τους από τη Δεξιά με πρόταγμα την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Χρειάζεται το θάρρος να χειραφετηθεί μια πολιτική στάση που θα τολμά να θέτει αποστάσεις τόσο προς την αστυνομική αυθαιρεσία και το κράτος καταστολής όσο και προς την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό αυτόκλητων σωτήρων και ομάδων κρούσης που μακράν απέχουν από ελευθεριακά οράματα για την κοινωνία.
Τόσο οι καταλήψεις όσο και η γενικότερη συνθήκη που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στα Εξάρχεια συμπυκνώνουν μια ιστορία χαμένων ευκαιριών. Οσο δεν τοποθετείται κανείς με θάρρος απέναντι στη σύνθετη αυτή πραγματικότητα, η μόνη απάντηση θα έρχεται από το κράτος της παλιάς «καλής» Δεξιάς με τη γνωστή αστυνομική αυθαιρεσία.
*Καλλιτέχνις, ακτιβίστρια
Oι καταλήψεις ξεκίνησαν ως πρωτοβουλίες κάλυψης του κενού στέγης για τους 60.000 εγκλωβισμένους πρόσφυγες που δημιούργησε η ευρωτουρκική συμφωνία της 20ής Μαρτίου 2016, με όραμα να αντιμετωπιστεί η στέγαση και διαβίωση των προσφύγων με όρους αυτοδιαχείρισης που θα απέτρεπαν την ιδρυματοποίηση του πρόσφυγα, το ουσιαστικότερο πρόβλημα της πεπατημένης των θεσμικών λύσεων με τους μαζικούς, στρατιωτικοποιημένους καταυλισμούς, όπου οι άνθρωποι χάνουν κάθε αίσθηση αυτεξούσιου.
Οι δομές αυτές κατάφεραν μέσα από την αλληλεγγύη να δώσουν ευέλικτες, αποτελεσματικές λύσεις σε προβλήματα που η καρκινοβατούσα γραφειοκρατία επίσημων δομών και οργανώσεων αδυνατεί να παράσχει. Επετεύχθη μια πιο ανθρώπινη συνθήκη διαβίωσης σε σχέση με τα καμπ, εμπεδώθηκε με επιμονή κλίμα αδερφοσύνης ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες μετά το αρχικό κλίμα καχυποψίας και έντασης μεταξύ τους, παρήχθησαν δεσμοί με ανθρώπινη και πολιτισμική ανταλλαγή μεταξύ προσφύγων και αλληλέγγυων που θα ήταν αδιανόητοι σε περιβάλλον θεσμικών δομών φιλοξενίας.
Παρά την τιτάνια, ωστόσο, εθελοντική δουλειά και αυταπάρνηση που επενδύθηκε σε αυτά τα εγχειρήματα από αμέτρητους αλληλέγγυους, εκείνο που πρυτάνευσε, σε μεγάλο βαθμό, μακροπρόθεσμα ήταν η επικράτηση της πολιτικής ατζέντας ομάδων και προσώπων πάνω στις πλάτες αναγκεμένων ανθρώπων που εν τέλει πάλι βρέθηκαν αδύναμοι να ορίζουν τις ζωές τους. Δεν έλειψε ούτε εδώ ο αυταρχισμός, ενώ ακόμη και πρότζεκτ που μοιάζουν προς τα έξω εμπνευσμένα και γοητευτικά, όπως αυτό των χωραφιών της αλληλεγγύης στη Βοιωτία, στην πράξη δεν ήταν παρά προϊόν βίαιης κολεκτιβοποίησης προσφύγων που κατά καμία έννοια δεν επέλεξαν ελεύθερα να καλλιεργούν χωράφια για το κοινό καλό. Η ανάγκη για στέγη και στοιχειώδη ασφάλεια οδηγεί τους ανθρώπους να σκύβουν το κεφάλι τόσο στα κυβερνητικά καμπ όσο και στους «προσφυγοπατέρες» που στα λόγια αρνιούνται τις ιεραρχίες, στην πράξη, ωστόσο, επιδεικνύουν περισσό αυταρχισμό καλών προθέσεων.
Η αποχωρήσασα κυβέρνηση της Αριστεράς, μπορεί να μη διέταξε επιχειρήσεις-σκούπα, αλλά, στην πράξη, οι λύσεις που εφάρμοσε για τη στέγαση των προσφύγων ήταν η ίδια συντηρητική συνταγή των στρατιωτικού τύπου καταυλισμών εκτός αστικού ιστού που περιθωριοποιεί τους ευάλωτους χωρίς καν να προσφέρει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.
Οι καταλήψεις, ουσιαστικά, δεν μπορούσαν παρά να είναι βραχυπρόθεσμες λύσεις. Κι αυτό γιατί αν κάτι μάθαμε όσοι εμπλακήκαμε σε αυτά τα εγχειρήματα ήταν ότι η αλληλεγγύη από μόνη της δεν μπορεί να είναι η απάντηση σε μεγάλα, σύνθετα προβλήματα και κυρίως δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική. Είναι τεράστιο το φορτίο ευθύνης για τις ζωές τόσων ανθρώπων για να το σηκώσουν μακροπρόθεσμα μεμονωμένα άτομα και άτυπες συλλογικότητες. Οι καταλήψεις θα έπρεπε να λειτουργήσουν ως μοχλός πίεσης για την ανάπτυξη σοβαρής, βιώσιμης πολιτικής εκ μέρους του κράτους τόσο για τη στέγαση των προσφύγων όσο και για τη δημιουργία κοινωνικής στέγης γενικότερα.
Ο αμοιβαίος αρνητισμός τόσο θεσμικών παραγόντων όσο και αλληλέγγυων συλλογικοτήτων συνέτεινε στο να χαθεί η ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί το μομέντουμ του τεράστιου κύματος αλληλεγγύης του 2015-2016 για να δοκιμαστεί ένα καινούργιο, εναλλακτικό μοντέλο συνεργασίας θεσμών και κοινωνίας πολιτών. Ούτε καν πιλοτικά δεν δοκιμάστηκε να γίνει χρήση ενός εκ των άπειρων κενών κτιρίων δημόσιας ιδιοκτησίας με ενεργή και υπεύθυνη εμπλοκή και των δύο πλευρών. Αμοιβαία καχυποψία και στενομυαλιά συστήματος και αντισυστημικών.
Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση έκανε επίδειξη ισχύος με στόχευση απολύτως συνεπή προς τα ιδεολογικά της προτάγματα. Στο επίκεντρο δεν βρέθηκε καμιά ευαισθησία συντεταγμένου κράτους για τους κατατρεγμένους του πολέμου, ούτε καν η πάταξη της ανομίας. Η δυσανάλογης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση με ελικόπτερα και ομάδες κρούσης που έσυραν ξημερώματα γυναικόπαιδα στις κλούβες ήταν μια δημόσια δήλωση επικοινωνιακού χαρακτήρα ότι η κυβέρνηση αυτή μπορεί και καταργεί το «άβατο» των Εξαρχείων. Οχημά της η ρητορική των «νοικοκυραίων» και της «ιερής» ιδιοκτησίας.
σμικό της καθήκον εντός μιας δημοκρατίας είτε, όταν το πράττει, αυτό συμβαίνει με όρους χυδαιότητας και ανάλγητης κατασΑπό την άλλη, κανείς από προοδευτική θέση δεν τολμά να πει προς τα έξω ότι η κατάσταση στα Εξάρχεια έφτασε στο απροχώρητο, ότι η πλατεία δεν έχει πια καμιά σχέση την τελευταία πενταετία με τη γειτονιά που παραδοσιακά φιλοξενούσε πολιτικές ζυμώσεις, αλλά εξελίχθηκε σε πεδίο αυθαιρεσίας και ανομίας του κοινού ποινικού κώδικα.
Θεωρείται απολύτως δεδομένη η έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας στις τάξεις της αστυνομίας, οπότε αυτή είτε μένει παροπλισμένη μην ασκώντας το θετολής. Αυτός είναι και ο λόγος που έχει σφυρηλατηθεί ένα ταμπού διάκρισης μεταξύ αστυνομοκρατίας και αστυνόμευσης.Χρειάζεται να αρθρωθεί ένας προοδευτικός λόγος για την ασφάλεια και τη νομιμότητα στον αντίποδα της καπήλευσής τους από τη Δεξιά με πρόταγμα την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Χρειάζεται το θάρρος να χειραφετηθεί μια πολιτική στάση που θα τολμά να θέτει αποστάσεις τόσο προς την αστυνομική αυθαιρεσία και το κράτος καταστολής όσο και προς την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό αυτόκλητων σωτήρων και ομάδων κρούσης που μακράν απέχουν από ελευθεριακά οράματα για την κοινωνία.
Τόσο οι καταλήψεις όσο και η γενικότερη συνθήκη που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στα Εξάρχεια συμπυκνώνουν μια ιστορία χαμένων ευκαιριών. Οσο δεν τοποθετείται κανείς με θάρρος απέναντι στη σύνθετη αυτή πραγματικότητα, η μόνη απάντηση θα έρχεται από το κράτος της παλιάς «καλής» Δεξιάς με τη γνωστή αστυνομική αυθαιρεσία.
*Καλλιτέχνις, ακτιβίστρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου