«Οι φύλακες» της Ελένης Λαδιά
Ελένη Λαδιά*
Τι είναι οι φύλακες και ποιον σκοπόν επιτελούν; Η μυθολογία και η ιστορία της ανθρωπότητος είναι γεμάτη παραδείγματα τεράτων, δρακόντων, υπερφυσικών όντων και ανθρώπων, που φύλατταν ένα τμήμα, δεν είχε σημασία αν ήταν τμήμα κακού ή καλού, αλλά ήταν ένα τμήμα. Ένα σύνορον, ένα μεταίχμιον μεταξύ κακού και καλού, όπου οι φύλακες εμπόδιζαν την μείξη αυτών των στοιχείων.
Από το βάθος της μυθολογίας ακούγεται ο Κέρβερος, φύλαξ του Άδου, ο οποίος απαγόρευε την προσέλευση των ζώντων. Καθήκον του υπήρξε η φρούρηση των νεκύων. Για την ανθρώπινη φαντασία ήταν ένας τρικέφαλος ή πεντακέφαλος σκύλος, υιός της Έχιδνας κατά την ησιόδεια μυθολογία και αδελφός της πολυκέφαλης Λερναίας Ύδρας. Φαίνεται πως ο σκύλος είχε στενή σχέση με τον Άδη, διότι και η Εκάτη, υποχθόνια θεά, έφερε το προσωνύμιον «σκυλακίτις» κατά τον ορφικόν στίχον, σκυλοσυνόδευτη.
Από τον μυθολογικόν χώρον ακούγονται και οι Κουρήτες με το ενόπλιον βάδισμά τους, τους οποίους είχε φέρει η Ρέα για να προστατεύσει τον Δία-βρέφος από τα καταχθόνια σχέδια του πατέρα του, Κρόνου. Οι Κουρήτες, οι νέοι, όπως σήμαινε το όνομά τους, ήταν τρεις τον αριθμόν και οπλισμένοι με ξίφος και ασπίδα. Για να καλύψουν τις φωνές του θεϊκού παιδιού χόρευαν ένοπλοι έναν χορόν της πολεμικής όρχησης, τον καλούμενον πρύλιν ή πυρίχιον. Ο ορφικός ύμνος αποδίδει πλήρως την εικόνα τους.
Ω χοροπηδηχτές Κουρήτες, που ρυθμοπερπατάτε ένοπλοι,
ποδοκρούστες, σβουρόστροφοι, ορεινοί, βακχόκραυγοι,
λυροκρούστες, έρρυθμοι, βαδιστές ελαφροπάτητοι,
οπλοφόροι, φύλακες, οδηγητές, λαμπρόφημοι,
σύντροφοι της ορειμανούς μητέρας, οργιοφάντες·[1]
Τρεις ήταν και οι Κορύβαντες, οι άλλοι μυθολογικοί φύλακες, που ενίοτε συγχέονται με τους Κουρήτες. Όμως ο ορφικός ύμνος τούς διακρίνει. Ήταν τρία αδέλφια, βεβαρημένα από το έγκλημα: τα δύο σκότωσαν το τρίτο. Ο ορφικός ύμνος «Του Κορύβαντος» αναφέρει το φονικόν:
...τον ποικιλόμορφο άνακτα, θεόν δισυπόστατον, πολύμορφον,
τον φονικόν, αιματοκυλισμένον από τους δύο αδελφούς...[2]
Οι Κορύβαντες συνδέονται με τον Διόνυσον Ζαγρέα, τον καρπό της αιμομεικτικής ένωσης Διός και Περσεφόνης. Αυτό το «κερόεν» βρέφος, το κερασφόρον κατά τον Νόννον, πρώτο κάθισε στον θρόνο του Διός. Μολονότι φύλακες του παιδιού ήταν οι Κορύβαντες, οι Τιτάνες, σταλμένοι από την ζηλότυπη Ήρα, διαμέλισαν το παιδί, αφού πρώτα το δελέασαν με παιχνίδια, ρόμβον, σβούρα, νευρόσπαστα, τόπι και καθρέφτη. Με τον διαμελισμόν του Διονύσου, από τον οποίον απέμεινε μόνον η πάλλουσα καρδιά, με τους Τιτάνες και την ιδιοφυή σκέψη του Ονομακρίτου να τους ενοχοποιήσει, μπόρεσαν οι ορφικοί να συνθέσουν, να δικαιολογήσουν την διπλή φύση των ανθρώπων και να πούνε: «Παις ειμί Γης και Ουρανού αστερόεντος». Από τους Τιτάνες έχει ο άνθρωπος την κακή φύση και από τον Διόνυσον την θεϊκή. Σκοπός του ορφικού μύστη ήταν η απάλειψη του τιτανικού στοιχείου.[3]
Η μυθολογία και η ιστορία της ανθρωπότητος είναι γεμάτη παραδείγματα τεράτων, δρακόντων, υπερφυσικών όντων και ανθρώπων, που φύλατταν ένα τμήμα, δεν είχε σημασία αν ήταν τμήμα κακού ή καλού, αλλά ήταν ένα τμήμα.Και στα χρυσά, νεκρικά, ορφικά ελάσματα οι φύλακες σηματοδοτούν το όριον δύο κόσμων, απαγορεύοντας την μείξη τους: του θεϊκού και του ανθρώπινου. Επιλέγω μερικά, όπου η παρουσία των φυλάκων δηλούται είτε με την φωνή είτε με την ίδια τους την ύπαρξη. Στο έλασμα από την Ελεύθερνα Κρήτης (2ου-1ου π.Χ. αι.) ακούγεται η φωνή του φύλακος στην στερεότυπη και σε άλλα ελάσματα ερώτηση: «τις δ’ εσσίν; πω δ’ εσσί;» (ποιος είσαι και πόθεν;) κι αμέσως η φωνή του νεκρού να απαντά: είμαι παιδί της Γης και του αστέρινου ουρανού. Στο έλασμα από την Πέλιννα Τρικάλων (τέλος 4ου π.Χ. αι.) υπάρχουν οι οδηγίες των φυλάκων: «τώρα πέθανες και τώρα γεννήθηκες τρισόλβιε αυτή την ίδια ημέρα». Κι ύστερα του συστήνουν να πει στην Περσεφόνη πως τον ελευθέρωσε ο ίδιος ο Βάκχος. Από την Πετέλειαν της Καλαβρίας (4ος π.Χ. αι.) υπάρχουν σαφέστατες οδηγίες των φυλάκων προς τον νεκρόν. «Θα βρεις αριστερά στα ανάκτορα του Άδη κρήνη/ και δίπλα της να στέκεται λευκή κυπάρισσος»· του συνιστούν να μην πλησιάσει σε αυτή την κρήνη. Το επίθετον «λευκή» μού θυμίζει τους στίχους του Καλλιμάχου για την θεά Δήμητρα (ύμνος εις Δήμητρα), που φέρνει το λευκόν έαρ και το λευκόν θέρος, δηλαδή την άνοιξη και το θέρος της χαράς. (Στο λεξικόν των Liddell-Scott λευκόν ήμαρ είναι η ημέρα της χαράς.) Εδώ πρόκειται για την κρήνη της Λήθης και αν η ψυχή πιει, θα περιπλανηθεί σε έναν κύκλο μετενσαρκώσεων. Τον συμβουλεύουν να πιει από την κρήνη της Μνημοσύνης, που μπροστά της είναι οι φύλακες (φύλακες δ’ επίπροσθεν έασιν) και τότε η ψυχή θα θυμηθεί την ουράνια καταγωγή της, θα πετάξει έξω από τον ασφυκτικόν κλοιόν και με ταχύτατο βήμα θα φθάσει στους κόλπους της Περσεφόνης. Μετά η στερεότυπη ερώτηση και απάντηση. Στην απάντηση του νεκρού σχετικά με την καταγωγή του υπάρχει και η πρόταση: αυτό το ξέρετε και οι ίδιοι (τόδε δ’ ίστε και αυτοί). Μετά ακολουθούν οι εκπληκτικοί στίχοι, που υπάρχουν και σε άλλα ελάσματα: «Στεγνός από την δίψα είμαι και χάνομαι· δώστε μου αμέσως/ το κρύο νερό που ρέει από την λίμνη της Μνημοσύνης./ Κι εκείνοι θα σου δώσουνε να πιεις από την θεία κρήνη/ και τότε εσύ μέσα στους άλλους ήρωες θα βασιλεύεις».[4] Επίσης, στο έλασμα από το Ιππώνιον της Καλαβρίας (5ος π.Χ. αι.) αρχίζει μία επιβλητική περιγραφή. Αυτό είναι το έργον της Μνημοσύνης... (Μνημοσύνας τόδε έργον…). Όταν πεθαίνει κάποιος πηγαίνει στο ανάκτορον του Άδη, με τις δύο κρήνες· εδώ στέκεται η λευκή κυπάρρισος στα δεξιά της κρήνης. Οι φύλακες απαγορεύουν την προσέγγιση. Στέκονται μπροστά στην λίμνη της Μνημοσύνης και ρωτούν τον νεκρόν με λόγια συνετά (φρασί πευκαλίμαισι) τι αναζητά στο ζοφερό σκότος του Άδη. Εκείνος λέγει την στερεότυπη απάντηση για την καταγωγή του και ζητά, στεγνός από την δίψα, να πιει από το νερό της Μνημοσύνης. Εδώ υπάρχει ένας διαφορετικός στίχος: οι φύλακες πρώτα θα ρωτήσουν την υποχθόνια βασίλισσα Περσεφόνη και μετά θα του δώσουνε να πιει.
Οι Φύλακες της πλατωνικής Πολιτείας[5] βρίσκονται επίσης στο σύνορον της πόλης τους με τις άλλες πόλεις. Ήταν η δεύτερη τάξη και εκπροσωπούσαν το θυμοειδές τμήμα της ψυχής, ενώ οι Άρχοντες το λογιστικόν και οι Δημιουργοί το επιθυμητικόν. Από την τάξη των Φυλάκων προέρχονταν οι Άρχοντες, κι έτσι έπαιρναν εξαιρετική εκπαίδευση, που ήταν δύο ειδών: η πνευματική και η σωματική. Η πνευματική περιελάμβανε τους παιδαγωγικούς μύθους και το μέλος, μαθήματα αριθμητικής, γεωμετρίας και αστρονομίας, φιλοσοφίας και μέσω της επιστήμης έφθανε στην ιδέα του αγαθού. Η σωματική στόχευε στην αρίστη φυσική κατάσταση με γυμναστική, οξεία αντίληψη και ρώμη. Οι Φύλακες, ταγμένοι στο έργον τους, δεν έπρεπε να έχουν δική τους περιουσία και οικογένεια. Έτρωγαν σε συσσίτια σαν στρατευμένοι και τους απαγορευόταν η μέθη, η αργία και η μαλθακότητα.
Από τις περιπτώσεις που ενδεικτικώς συλλέξαμε μέσα στον Χρόνο, βγαίνει το συμπέρασμα πως ο φύλαξ (καθώς και τα σύνθετα με την λέξη, όπως φαροφύλαξ, νυχτοφύλαξ, αστυφύλαξ κ.ά.) βρίσκεται πάντοτε στο σημείον τομής δύο αντιθέτων κόσμων, υπηρετώντας με αυταπάρνηση τον έναν εκ των δύο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ορφικοί ύμνοι, μτφρ. Δ.Π. Παπαδίτσας – Ελένη Λαδιά, ύμνοι Κουρήτων 31 και 38, εκδ. Εστία.
[2] αυτόθι, ύμνος 39, Κορύβαντος.
[3] Ελένη Λαδιά, Οι Έλληνες παίδες στην αρχαιότητα, κεφ. Διόνυσος Ζαγρεύς, το κερασφόρο παιδί, εκδ. Gema 2010.
[4] Η μετάφραση δική μου.
[5] Πλάτωνος Πολιτεία, βιβλία Β και Γ, μτφρ. Ανδρ. Παπαθεοδώρου, εκδ. Πάπυρος 1960.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου