Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 13, 2019

Χρίστος Ζαφείρης ο μιναδόρος της Ιστορίας της Θεσσαλονίκης


Χρίστος Ζαφείρης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

diastixo.gr




Χρίστος Ζαφείρης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Χρίστος Ζαφείρης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας (μέλος της ΕΣΗΕΜ-Θ και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης). Γεννήθηκε στην Κρανιά Ελασσόνας το 1945 και είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Από το 1963 ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε στις εφημερίδες Θεσσαλονίκη, Εγνατία, Βήμα, Νέα και διατέλεσε αρθογράφος και διευθυντής σύνταξης στον Αγγελιοφόρο της Κυριακής. Εργάστηκε, παράλληλα, στην τηλεόραση (ΕΡΤ1 και ΕΡΤ3) και το ραδιόφωνο (Ράδιο Παρατηρητής, ως διευθυντής προγράμματος, 9,58 FM της ΕΡΤ3) με εκπομπές για τον ελληνισμό της Διασποράς, την ιστορία της Θεσσαλονίκης και επίκαιρα θέματα. Διατέλεσε επίσης σύμβουλος έκδοσης και αρθρογράφος του περιοδικού Λογοτεχνικός Παρατηρητής. Είναι συγγραφέας δώδεκα βιβλίων ιστορικής έρευνας για τη Θεσσαλονίκη, τον περιφερειακό ελληνισμό και ελληνικούς τόπους. Το 2005 πήρε το δημοσιογραφικό βραβείο του Ιδρύματος Μπότση. Το τελευταίο του βιβλίο, Η Θεσσαλονίκη των Οθωμανών, έδωσε την αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί.
Διαβάζοντας το βιογραφικό σας, διαπιστώνουμε ότι τα περισσότερα βιβλία που έχετε γράψει αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη. Τι σας έχει κάνει να αγαπάτε τόσο πολύ τη Θεσσαλονίκη;
Θέλω να απαντήσω με τα λόγια του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που έγραψε στην εισαγωγή του βιβλίου μου Θεσσαλονίκης τοπιογραφία: «…άπαξ και δεχτεί κανείς την κρυφή ακτινοβολία αυτής της πόλης, δεν μπορεί πλέον να γράφει για άλλα πράγματα. Η Θεσσαλονίκη σε κερδίζει με πολλούς τρόπους, την ιστορική της μνήμη, τη ζωντανή παράδοση, τη γοητευτική τοπογραφία της, την πολυεθνική διαστρωμάτωση των πολιτισμών της, το ακατάβλητο πείσμα της για επιβίωση, την ανεξάντλητη ικανότητά της για ανανέωση…». Κοντά σ’ αυτά ήταν και οι σπουδές μου στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό Τμήμα του ΑΠΘ κοντά σε λαμπρούς δασκάλους, που μου εμφύσησαν αυτή την ερευνητική μονοκαλλιέργεια της Θεσσαλονίκης.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Η Θεσσαλονίκη των Οθωμανών;
Η Θεσσαλονίκη των Οθωμανών είναι το δεύτερο της σειράς (μετά τη Θεσσαλονίκη των Εβραίων, Επίκεντρο, 2016) των ιστορικών και περιηγητικών οδηγών τσέπης που απευθύνονται στο πλατύ κοινό και περιέχουν, πέρα από τους επισκέψιμους χώρους, πολλές ιστορικές πληροφορίες για την κοινωνία και την κουλτούρα της εποχής. Με την ενασχόλησή μου με το ιστορικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι της Θεσσαλονίκης, διαπίστωνα ότι ο πολύς κόσμος αγνοούσε την πόλη του. Αυτό το κενό προσδοκώ να καλύψω με τους εκλαϊκευτικούς οδηγούς –βασισμένους, βέβαια, στη βιβλιογραφία και τα συμπεράσματα των ειδικών επιστημόνων–, που θα συνεχιστούν και σε άλλα ιστορικά πεδία της αγαπημένης μου πόλης.
Αλήθεια, πόσο καιρό κάνατε για να συγκεντρώσετε όλο αυτό το πολύτιμο υλικό;
Δεν μπορεί να μετρηθεί ο συγκεκριμένος χρόνος συγγραφής του ανά χείρας βιβλίου, γιατί είναι μέρος της πολύχρονης και πολυεπίπεδης ερευνητικής δουλειάς μου για τη σύνολη Θεσσαλονίκη. Πάντως, ο μέσος χρόνος ωρίμανσης και συλλογής του υλικού για κάθε βιβλίο της σειράς είναι τα δύο χρόνια.
Η Θεσσαλονίκη είχε Έλληνες, Τούρκους και Εβραίους. Πώς κατάφεραν να συνυπάρξουν για αιώνες;
Υπήρχε μια πειθαναγκαστική θα έλεγα αρμονία και συμβίωση, σύμφωνα με το διοικητικό καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που επέτρεπε κατά κάποιον τρόπο την αυτοδιοίκηση των εθνοτικών ομάδων (τα μιλέτ), αρκεί να συγκεντρώνουν και να αποδίδουν τους φόρους και να μην αντιδρούν κατά της τουρκικής διοίκησης, που ήταν σκληρή σε τέτοιες συμπεριφορές. Μόλις από τα μισά του 19ου αιώνα, με τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, άλλαξε κάπως η κατάσταση, χωρίς βέβαια τα μιλέτ να αποκτήσουν ισοτιμία και συνταγματικά δικαιώματα. Αυτό έγινε το 1908, με το κίνημα των Νεοτούρκων που είχε ορμητήριο τη Θεσσαλονίκη, τέσσερα χρόνια πριν από την απελευθέρωση της πόλης.
Την Παρασκευή είχαν αργία οι μουσουλμάνοι, το Σάββατο οι Εβραίοι και την Κυριακή οι Χριστιανοί. Γιατί οι τρεις αργίες καθόριζαν τις τρεις κυρίαρχες θρησκείες;
Φανταστείτε το κοινωνικό και οικονομικό κομφούζιο με κλειστά καταστήματα τρεις μέρες την εβδομάδα! Την Παρασκευή κλειστά τα μουσουλμανικά μαγαζιά, το Σάββατο τα εβραϊκά και την Κυριακή τα καταστήματα των Ελλήνων-χριστιανών. Βέβαια, η αργία πέρα από την ξεκούραση των εργαζόμενων δόθηκε κυρίως για την απρόσκοπτη εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων τους. Όμως η θρησκευτική αργία έπαιζε τον συνεκτικό κοινωνικό ρόλο κάθε εθνικοθρησκευτικού στοιχείου της πόλης και έδινε κύρος και αίγλη, με τις κοινωνικοθρησκευτικές συναθροίσεις, στη θρησκεία τους και την εκκλησιαστική ηγεσία τους. Έτσι οι ναοί, τα τζαμιά και οι συναγωγές γίνονταν το επίκεντρο των πιστών τους, αλλά αποτελούσαν και τα συμβολικά κτίσματα του διαχωρισμού ανάμεσα στον ετερόκλητο πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Είναι γεγονός ότι τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας γίνονταν βίαιοι και εκτεταμένοι εξισλαμισμοί των χριστιανών. Το φαινόμενο με τα χρόνια μειώθηκε και τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας υπήρχε αλληλοσεβασμός και αρμονική συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων και των ηγεσιών τους στην πόλη.
Άραγε, πώς ένιωθε ένας Θεσσαλονικιός που ζούσε εκείνη την περίοδο σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία;
Όλοι οι κάτοικοι της πόλης αισθάνονταν Θεσσαλονικείς, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή, Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, Ευρωπαίοι κ.λπ. Αυτή η ώσμωση των πληθυσμών ήταν και το πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης, που είχε ως χαρακτηριστικό την ανεκτικότητα του άλλου. Πέρα από την εθνοτική εσωστρέφεια, υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση διαφορετικότητας και συνάμα αίσθηση της κοινής πατρίδας. Δεν ενοχλούσαν οι ετερόκλητες ενδυμασίες, πήγαιναν στα ίδια θέατρα, τις λέσχες και τα κέντρα διασκέδασης (ζυθεστιατόρια, καφέ σαντάν κ.λπ.) και απολάμβαναν τους συρμούς της εποχής που εισάγονταν από τη Δύση. Αυτά βέβαια για την οθωμανική αστική τάξη της πόλης του 19ου αιώνα, που συγκέντρωνε στους κόλπους της αδιακρίτως Τούρκους, Έλληνες, Εβραίους και Ευρωπαίους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 19ου αι. λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη σχολεία όλων των βαθμίδων εννέα θρησκευτικών δογμάτων και δεκατριών εθνοτήτων!
Κανένας άπολις (ανέστιος, χωρίς πατρίδα), όσο υπάρχει η Θεσσαλονίκη!
Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας διατήρησε τα χαρακτηριστικά της τουρκικής πόλης. Ποια ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά και από ποιους διοικούνταν η πόλη;
Η εντός των τειχών ήταν μια βαλκανική πόλη, με στενούς δρόμους, διώροφα σπίτια με σαχνισιά και κεραμιδωτές στέγες, και καλντερίμια όπου έτρεχαν τα απόνερα των σπιτιών. Βέβαια οι πολλοί μιναρέδες των τζαμιών έδιναν την εικόνα μιας τουρκόπολης. Στην παραλία και τις πολυεθνικές συνοικίες εκτός των τειχών, στη Χαμιντιέ ανατολικά και το Τσαΐρ δυτικά, υπήρχαν πολλά σπίτια εκλεκτικιστικού ρυθμού (μείξη πολλών αρχιτεκτονικών τύπων) που κατοικούνταν από εύπορες οικογένειες όλων των εθνοτήτων. Τη διοίκηση της πόλης την είχε ο βαλής (περιφερειάρχης) του βιλαετίου Θεσσαλονίκης, που συγκέντρωνε όλες τις οθωμανικές υπηρεσίες διοίκησης. Η Θεσσαλονίκη ευτύχησε να έχει τον 19ο αιώνα εξαιρετικούς βαλήδες, που άφησαν μεταρρυθμιστικό έργο. Από το 1869 η πόλη είχε και δημοτική αρχή με διορισμένο μουσουλμάνο δήμαρχο και δημοτικό συμβούλιο αντιπροσωπευτικό των θρησκευτικών κοινοτήτων της.
Από τι προήλθε η μεγάλη φωτιά που κατέστρεψε τη Θεσσαλονίκη το 1917;
Από την υπαίθρια «κουζίνα» μιας μουσουλμάνας νοικοκυράς που τηγάνιζε μελιτζάνες στην αυλή της κοντά στο δυτικό τείχος. Με τη βοήθεια του βαρδάρη που φυσούσε άγρια εκείνες τις μέρες του Αυγούστου, η φωτιά επεκτάθηκε στα εύφλεκτα σπίτια (ο όροφος κυρίως είχε πολύ ξύλο ως οικοδομικό υλικό) και τις πυκνοδομημένες συνοικίες καταστρέφοντας το ιστορικό κέντρο της πόλης, πολλά ιδρύματα, καταστήματα και σπίτια. Πάνω στην πυρίκαυστη περιοχή εφαρμόστηκε το νέο πολεοδομικό σχέδιο της επιτροπής Εμπράρ, το οποίο με αρκετές αλλοιώσεις αποτελεί το σύγχρονο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης.
Ιδρύματα, τζαμιά, σπίτια φτιάχτηκαν από τους Οθωμανούς. Ποιος ήταν ο λόγος καταστροφής τους από το 1925 και μετά;
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όπως ήταν επόμενο εφαρμόστηκε μια εθνοκάθαρση, μια ελληνοκεντρική τακτική της ελληνικής Διοίκησης, δίνοντας προτεραιότητα στη διάσωση και προβολή των ελληνορθόδοξων ιστορικών και αρχιτεκτονικών καταλοίπων στη Θεσσαλονίκη. Αυτή η τακτική οδήγησε στην περιθωριοποίηση και την εξαφάνιση πολλών μνημείων που ανήκαν στα σύνοικα εθνοτικοθρησκευτικά στοιχεία της πόλης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Κατεδαφίστηκαν οι μιναρέδες από τα τρία σημαντικά τζαμιά της πόλης και δεν αναστηλώθηκε κανένα μουσουλμανικό μνημείο που είχε καταστραφεί στην πυρκαγιά του 1917. Η τάση αυτή έφτασε στο έσχατο όριό της το 1925 με την κατεδάφιση 26 μιναρέδων από χριστιανικούς ναούς και τζαμιά της Θεσσαλονίκης. Βέβαια, πολλά οθωμανικά δημόσια κτήρια στέγασαν ανάλογες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους.
Από την άλλη, έμειναν και συντηρήθηκαν κάποια σημαντικά κτίρια των Οθωμανών. Μπορείτε να αναφέρετε μερικά από αυτά που υπάρχουν σήμερα;
Η οθωμανική αρχιτεκτονική κληρονομιά είναι μεγάλη στη Θεσσαλονίκη. Ο Λευκός Πύργος, ένα τουρκικό κτίσμα του 15ου αιώνα, αφού γλίτωσε την καταστροφή του μετά το 1912, λόγω του υψηλού κόστους κατεδάφισης, παραμένει το σήμα κατατεθέν της πόλης. Τα τρία εμβληματικά αρχιτεκτονήματα της νεότερης Θεσσαλονίκης, το Διοικητήριο (Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης), το παλιό κτίριο της Φιλοσοφικής Σχολής και το κεντρικό κτίριο του Γ’ Σώματος Στρατού είναι οθωμανικά κτίσματα που διατηρούν την ίδια λάμψη και στη σύγχρονη πόλη. Η ελληνική Πολιτεία στη διάρκεια του 20ού αιώνα έχει κηρύξει διατηρητέα 29 συνολικά μουσουλμανικά μνημεία, τα οποία αναστήλωσε και προστατεύει. Είναι ο μιναρές της Ροτόντας, τρία τζαμιά, έξι χαμάμ, το Μπεζεστένι, δύο τουρμπέδες (μαυσωλεία), τρεις πύργοι στα τείχη της πόλης και 14 κρήνες.
Ποια ήταν τα αισθήματα των Οθωμανών όταν εγκατέλειψαν οριστικά το 1923 τη συμπρωτεύουσα;
Όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης, Τούρκοι και Ντονμέδες (εξισλαμισμένοι Εβραίοι), αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη, από το 1923 ως το 1925, στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Εγκατέλειψαν την πόλη και τα σπίτια τους με μεγάλη θλίψη και το πικρό αίσθημα του ξεριζωμού από τις εστίες τους, ενώ πολλοί Έλληνες, φίλοι και γείτονες, τους κατευόδωσαν με συγκίνηση και θερμές εκδηλώσεις. Τη νοσταλγία για την πρώτη πατρίδα τους την εκφράζουν και στις επιτάφιες επιγραφές στη νέα τους πατρίδα. Τα τελευταία χρόνια, χιλιάδες Τούρκοι επισκέπτονται τη Θεσσαλονίκη και ψάχνουν με συγκίνηση να προσκυνήσουν τα σπίτια των γονιών και των παππούδων τους, όπως άλλωστε κάνουν σε αντίθετη πορεία οι Μικρασιάτες και Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες.
Αν οι άνδρες του ελληνικού στρατού έμπαιναν σήμερα ως ελευθερωτές στην ίδια πόλη, ασφαλώς και δε θα την αναγνώριζαν. Η Θεσσαλονίκη άλλαξε προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο;
Οι Έλληνες στρατιώτες που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη το 1912 έμειναν έκθαμβοι από την ποικιλία των αρχιτεκτονικών ρυθμών, τα πλούσια σπίτια και καταστήματα, αλλά και τις γραφικές συνοικίες της Άνω Πόλης. Ήταν μια μείξη βαλκανικής πόλης με το δάσος των μιναρέδων, που αναζητούσε τον εκσυγχρονισμό της υιοθετώντας αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και αστικές υποδομές από την προηγμένη Ευρώπη. Σήμερα θα ξαφνιάζονταν με τον όγκο της και την πλήρη αστικοποίηση, αλλά και την άναρχη δόμησή της παρά το εξαιρετικό ρυμοτομικό σχέδιο της επιτροπής Εμπράρ. Η Θεσσαλονίκη προφανώς άλλαξε πολύ. Θα μπορούσε να ήταν καλύτερη αν οι τοπικές αρχές σχεδίαζαν μια ανθρωπινότερη πόλη με ανοιχτούς δρόμους, ελεύθερους χώρους, πάρκα και αστικά δίκτυα μεταφοράς. Μια εξέλιξη που θα εντυπωσίαζε τον μαχητή του ’12 αλλά και τον σύγχρονο επισκέπτη είναι η νέα παραλία της, που διαμορφώθηκε με την πολύχρονη επιχωμάτωση της ανατολικής δαντελωτής ακτής του Θερμαϊκού.
Με την ενασχόλησή μου με το ιστορικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι της Θεσσαλονίκης, διαπίστωνα ότι ο πολύς κόσμος αγνοούσε την πόλη του.
Παλαιότερα ζούσαν αρμονικά στη Θεσσαλονίκη, όπως είπαμε, Τούρκοι, Έλληνες και Εβραίοι. Σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η συνεργασία ανάμεσα στους Έλληνες και τους μετανάστες;
Η Θεσσαλονίκη ανέκαθεν υπήρξε χωνευτήρι πληθυσμών –και ιδεών– που έφταναν στην πόλη ως πρόσφυγες ή μετανάστες. Οι δύο μεγάλες προσφυγικές ροές του 20ού αιώνα κατάφεραν να αφομοιωθούν ως ομοεθνείς από το ντόπιο στοιχείο. Αναφέρομαι στην εγκατάσταση 100.000 προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής μεταξύ 1923-1928 και των λεγόμενων «Ρωσοποντίων», των Ελλήνων προσφύγων από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που δεν ξεπέρασαν τις 15.000. Οι ελάχιστοι, Σύροι κυρίως, πρόσφυγες που έφτασαν τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη ζουν σε μια μεταβατική περίοδο προσαρμογής. Πάντως στη Θεσσαλονίκη δεν σημειώθηκαν φαινόμενα αποκλεισμού ή κατατρεγμού από τους κατοίκους, που δείχνουν κατανόηση και αλληλεγγύη στους απάτριδες ικέτες της. Άλλωστε, ισχύει διαχρονικά η φράση του βυζαντινού λόγιου Νικηφόρου Χούμνου «Ουδείς άπολις, μέχρις αν η των Θεσσαλονικέων ή πόλις», δηλαδή: Κανένας άπολις (ανέστιος, χωρίς πατρίδα), όσο υπάρχει η Θεσσαλονίκη!
Διαβάζοντας το βιβλίο σας, έμαθα πολλά ιστορικά στοιχεία για τη Θεσσαλονίκη. Τι ξέρει όμως ο δημότης της πόλης για την ιστορία της;
Πλην μιας μεγάλης, είναι γεγονός, ομάδας φιλιστόρων και «εραστών» της Θεσσαλονίκης, η πλειονότητα του κόσμου αγνοεί βασικά στοιχεία του ιστορικού παρελθόντος της πόλης. Αγνοούν ή αδιαφορούν παντελώς για την τουρκοκρατία, είναι περήφανοι για τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, αλλά δεν γνωρίζουν βασικούς σταθμούς, πρόσωπα και γεγονότα της βυζαντινής περιόδου. Εξάλλου, ως την περίοδο της δημαρχίας σχεδόν του Μπουτάρη, όχι μόνο αγνοούσαν την ιστορία του εβραϊκού επί αιώνες σύνοικου στοιχείου, αλλά αρκετοί εκφράζονταν και αρνητικά μέχρι προκλητικά για το ολοκαύτωμα 45.000 Εβραίων δημοτών της Θεσσαλονίκης, που χάθηκαν στα ναζιστικά κρεματόρια. Τελευταία διαπιστώνω μια αλλαγή στο ενδιαφέρον των συμπολιτών μου για καλύτερη γνωριμία και γνώση του ιστορικού και πολιτιστικού αποθέματος της πόλης. Αυτή την ευοίωνη τάση θέλω να ενισχύσω όσο το δυνατόν με τους εκλαϊκευτικούς οδηγούς μου που τους εμπιστεύονται, αν κρίνω από τις πωλήσεις των βιβλίων.
Οι φωτογραφίες των βιβλίων σας είναι εκπληκτικές. Διακρίνουμε και παρατηρούμε την ανάπτυξη της πόλης, αλλά και πώς ζούσαν οι άνθρωποι. Μία φωτογραφία λέει λοιπόν όσα λένε χίλιες λέξεις;
Σίγουρα οι φωτογραφίες πολλαπλασιάζουν, με την εναργέστερη αποτύπωση των πραγμάτων, τη γνώση για τα θέματα που γράφω. Οι καλές και πολλές, σύγχρονες και παλιές, φωτογραφίες είναι ο κύριος στόχος των οδηγών μου, γιατί έτσι γίνεται πιο κατανοητό και «ζωντανό» το παρελθόν, που δεν μπορούν να εκφράσουν στην εντέλεια οι λέξεις. Οι εκπληκτικές, όπως τις χαρακτηρίζετε, παλιές φωτογραφίες που καταχωρίζονται στους οδηγούς είναι προσφορά πολλών φορέων και αρχείων της πόλης, προς τους οποίους εκφράζω κι από δω δημόσια τις θερμές ευχαριστίες μου.
Το 2080, λένε οι Σουηδοί, η Θεσσαλονίκη θα έχει πληθυσμό γύρω στα πέντε εκατομμύρια και μόνο το 20% θα ομιλεί την ελληνική γλώσσα. Πώς κρίνετε αυτή την πρόβλεψη;
Σίγουρα, σε 50-60 χρόνια η Θεσσαλονίκη θα επεκταθεί πολεοδομικά και θα αυξηθεί σε πληθυσμό. Είναι ένας ελκυστικός προορισμός, που προβλέπεται να προσελκύσει, πέρα από επήλυδες της ελληνικής περιφέρειας, και Βαλκάνιους, όταν ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή διεύρυνση των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Δεν πιστεύω όμως ότι οι προβλέψεις των Σουηδών πως μόνο το 20% θα ομιλεί την ελληνική, θα επαληθευτούν. Η ελληνική θα είναι η κυρίαρχη γλώσσα της μεγαλούπολης και οι νέοι κάτοικοί της, όπως έγινε και παλιότερα, θα αφομοιωθούν στο γλωσσικό χωνευτήρι της πόλης. Άλλωστε, η σχολική εκπαίδευση των Ελληνόπουλων και η ύπαρξη μεγάλων ελληνικών πανεπιστημίων και ιδρυμάτων στην πόλη θα σταθούν εμπόδια στη φαντασιακή μείωση εμβέλειας και χρήσης της ελληνικής γλώσσας.
Η Θεσσαλονίκη των Οθωμανών
Ιστορία, κοινωνία, μνημεία, μουσεία
Χρίστος Ζαφείρης
Επίκεντρο
204 σελ.
ISBN 978-960-458-896-1
Τιμή €15,00

Δεν υπάρχουν σχόλια: