Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ
Διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα
σε δίγλωσση μορφή
Tον
καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για
την καλή καρδιά, τη
γρήγορη
γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι
προξενήτρες στο
νησί
για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν:
Καλόγνωμος σαν τον
καπετάν
Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να
συστήσουν κάποιο
καράβι:
Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν
Παλούμπα. Και οι
νέοι
όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους:
Όμορφη σαν τη γυναίκα
του
καπετάν Παλούμπα. Ήταν φημισμένος σε
όλα τα Δωδεκάνησα αυτός
και
το έχει του.
— Τήρα
καλά, κακομοίρη· την καπετάνισσα και
τα μάτια σου! μου
είπε
όταν την έφερε στη γολέτα. Δεν ξέρεις,
καλό παιδί, πόσο την
αγαπώ!...
Τρέμω να την αφήσω μονάχη και να φύγω.
Ε,
καλά! και ποιος δεν το ήξευρε; Απάνω
στα εξήντα χρόνια του ο
καπετάν
Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτή. Το
αποφάσισε όχι·
ψέμματα
είπα. Η τύχη το έφερε. Εκεί που εγύριζε
σε κάποιο νησί
είδεν
άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και
ανατρίχιασε σύψυχος. Μια
πάνα
εσηκώθηκε από τα μάτια του και είδε
τη ζωή καθόλου
διαφορετική.
Το βλέμμα της κόρης ράβδος έγινε μαγική
του Μωϋσή
και
άνοιξε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού
κ' επήδησεν εκείθε
κεφαλόβρυσο
το αίσθημα. Το λυγερό κορμί που έφευγε
λαυράκι στα
νερά
εξάφνισε στον οργασμό τα νεύρα του
και το γέλοιο που
απέμεινεν
οκνό στον αιθέρα ετύλιξε τον απαλά σε
πόθους και
όνειρα.
Δεν
χασομερίζει καθόλου. Πλένεται λιγάκι,
βάνει τα γιορτινά ρούχα
του,
τη φουφουλοβράκα τσακιστή ανεμιστή,
γαλάζες κάλτσες, μυτερά
παπούτσια·
ζώνη στη μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι·
περνά το κεντητό
γιλέκο·
λεβέντικα τσακίζει στο πλευρό το
τουνεζίνικο φέσι και
τρέχει
στο σπίτι της Λενιώς. Πριν όμως πατήση
στη βάρκα
πισογυρίζει
και κρεμά στην αριστερή μασχάλη
χρωματιστό
μεταξομάντηλο
και παίρνει στο χέρι γαρουφαλοκέντητο
πορτοκάλι. Το
ένα
γάμου κάλεσμα, το άλλο συμπεθεριάς
σημάδι.
— Γεια
σας κ' ήρθα, λέγει της γριάς. Είμαι ο
καπετάνιος της
«Κυραδέσποινας»
που άρραξε προχτές στο νησί σας. Τ'
όμορφο καράβι
ταιριάζει
με όμορφη καπετάνισα. Ήρθα να πάρω το
Λενιώ γυναίκα
μου.
Αν είνε με το θέλημα του Θεού και την
ευχή σου, αύριο τη
στεφανώνω.
— Καλώς
ήρθατε και καλώς κοπιάσατε σαν τον
καλόν το χρόνο·
απάντησεν
η γριά γλυκομίλητη. Ο λόγος απ' το στόμα
σου και στου
Θεού
τ' αυτί.
Ήταν
έξυπνη η μάνα της Λενιώς, ψημένη στη
ζωή, από τα μικρά της
χρόνια
χήρα. Ο άντρας της βουτηχτής, έγινε
του σκυλόψαρου τροφή
στης
Μπαρμπαριάς τα νερά και άφησε πεντάρφανο
το κορίτσι. Εκείνη
επάλαιψε
με τον κόσμο, ανάθρεψε γαρυφαλίτσα
πρόσχαρη τη Λενιώ.
Δεν
έλεγεν όμως ποτέ να της δώση άντρα
γέροντα. Ούτε καν
εδιάβαινε
στον νου της τέτοιο κακό. Όταν συχνά
— πυκνά
εσυλλογιζόταν
τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο
και γερό
παληκάρι
χρόνων είκοσι με κατσαρά μαλλιά,
μουστάκι μαύρο, βλέμμα
ζωηρό,
δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ ν'
αντιστέκη άφοβα στου
πελάγου
τη μανία και ν' αλλάζη άκοπα της τύχης
τον κατατρεγμό.
Αλλά
τόρα μόλις είδε τον καπετάν Παλούμπα
καλοδέματον αληθινά,
πάντα
όμως ψαρομάλλην, ταμπακορρούφην,
σαλιάρην και τέλος
γέροντα,
δεν εδίστασε να δώση αμέσως τον λόγο
της. Γέροντας, σου
λέγει,
αλλά καπετάνιος· και καπετάνοι δεν
βρίσκονται κάθε ημέρα
στο
νησί!
Ο
καπετάν Παλούμπας εστεφανώθηκε τη
Λενιώ και μόλις έφτασε στη
Σύρα
ολάκερο βιος εξώδεψε για τα στολίδια
της.
— Γυναίκα
μου, κυρά μου, αφέντρα μου! να τα φορής
να χαίρεσαι·
της
είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνεια
όταν την είδε
λαμπροστολισμένη
σαν την Ηλιογέννητη. Αν δεν σου φτάνουν
αυτά,
σου
παίρνω κι' άλλα. Κι' αν δεν αρκούν κ'
εκείνα, πουλώ και τη
γολέτα
μου να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά.
Εκείνη
δεν είπε τίποτα, μόνον απόμεινε
κυτάζοντας λαίμαργα τα
φανταχτερά
ρούχα της. Καθρέφτης ο ίσκιος της. Και
όταν αργά
εσήκωσε
τα μάτια επάνω του, το πικρό χαμόγελό
της δεν ήθελε να
ειπή
αν έβγαινεν απρόθυμη από το νησί είτε
αν της έδωσαν άντρα
γέροντα.
Μέσα
στη γολέτα είμαστε όλοι και όλοι έξη
νομάτοι. Ο καπετάνιος
με
τον γραμματικό του δυο· εγώ και το
ναυτόπουλο άλλοι δυο και
δυο
ναύτες Μυκωνιάτες. Άλλος κανείς. Μα ο
γραμματικός, ο Πέτρος
Ζούμπερος
ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή,
και στόλος της
όμορφης
γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι
του. Τα μαύρα του
μαλλιά
έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν
στην κορφή,
εκατέβαιναν
κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι
που ζη
δροσερό
— μεταξωτό απάνω σε μελαχροινό
κεφαλοκόλωνο. Είχε τα
μπράτσα
δυνατά, πλατύ το στήθος, άτρομο το
βλέμμα, άστρο νομίζεις
αυγινό
που ρίχνεται από την άπειρη δύναμι να
σύρη σε ανατολή και
δύσι
λαμπρό και αδαπάνητο. Αν τον έβλεπεν
η γριά μάνα της Λενιώς,
βέβαια
θα εγνώριζεν ευθύς τον ονειρεμένο της
γαμπρό. Τον είδε
όμως
η κόρη. Τον είδε και τον αναγνώρισεν
ευθύς για φαντασιά της
μάνας
της, ίσως και για στοχασμόν δικό της.
Έβγαλεν αμέσως τα
μεταξωτά
φουστάνια, έκλεισε τα χρυσαφικά σ' ένα
κοχυλοστόλιστο
κουτάκι
κ' έλαμψε στο κατάστρωμα, με το κόκκινο
μεσοφόρι και τον
άσπρο
σάκκο της όλη αρμονία και χάρις. Ωιμέ
τ' ήταν εκείνο! τι
πλάσμα
ήταν εκείνο που έπεσε δώρον τ' ουρανού
ή του κυμάτου
γέλασμα
στο σκυθρωπό σκαφίδι μας! Άλλαξεν
ευθύς η έρμη ζωή του
ναύτη.
Το καράβι έγινε σπίτι της. Από την αυγή
ως το βράδυ το
εγύριζε,
το εστόλιζε, το επεριποιόταν σαν
νοικοκυριό της.
Ανέβαινε
στο κάσαρο, εκατέβαινε στην πλώρη,
εσυγύριζε τα
φτωχόρουχα
στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό,
έβγαινε στο
τσιμπούκι
να δέση μαζί μας τους φλόκους. Τ' ήθελες
και δεν έκανε
του
καθενός; Ποιος είχε ράψιμο να του ράψη·
ποιος είχε μπάλωμα να
τον
μπαλώση· ποιος είχε λύπη στην καρδιά
να την σηκώση με το
δροσάτο
γέλοιο της, με τον γλυκόλογό της.
Πουλάκι, νομίζεις,
αγαπησάρικο
και ομορφόπλουμο, επέταξεν από τα
δέντρα της
Παράδεισος
στη σκοτεινή την κούρνια μας και με
το απαλό
φτερούγισμα,
με τον κελαϊδισμό, με το είνε του,
άπλωσε βάλσαμο
στις
τυρανισμένες ψυχές, ανάδωσε γιγαντωμένη
τη χαρά, πλανεύτρα
την
ελπίδα, τον πόνο και τον μόχθον άβλαβα
και ποθητά. Έφευγεν η
μαρτιάτικη
ημέρα γοργή σαν γυρευτό διάνεμα.
Ερχόταν η αυγή κ'
ελέγαμε:
ποτέ να μη νυχτώση! Ενύχτωνε κ' ελέγαμε:
πότε θα
ξημερώση;
Την ημέρα όλοι μαζί· χαρά, τραγούδι,
γέλοια. Τη νύχτα
μοναχός
καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος!
Ένας του άλλου
απόφευγε
το συναπάντημα, παρεξηγούσε το βλέμα,
με τον παραμικρό
λόγο
άπλωνε το χέρι στον λάζο σαν να είχε
αντίδικο. Κάθε χαραυγή
το
μάτι ανυπόμονο εγύριζε στου καπετάνιου
την κάμαρη, λέγεις κ'
ήταν
σημάδι τ' ουρανού να δείξη της ημέρας
τον άνεμο. Και όταν
τέλος
εχάραζε στο κεφαλόσκαλο το κόκκινο
μεσοφόρι κ' έχυνε στο
κατάστρωμα
ψυχάρπαστους του κρεβατιού τη ζεστασά,
της γυναικός το
άρωμα
και της νυχτός τα μυστικά, αλοί στους
ταύρους και τα
κόκκινα
μεσοφόρια!
Άξαφνα
ο ουρανός εσυγνέφιασεν. Όχι ο ουρανός
ψηλά, ο πλατύχωρος
θόλος
που έγινε μια φορά σκάλα του Ιακώβ για
ν' ανεβή στον θεό
του.
Εκείνος εξακολουθούσεν ολογάλαζος
και ηλιολουσμένος την
ημέρα,
τη νύχτα κοσμοστόλιστος να σκέπη το
τρυφερό θαύμα που
έπεσε
στη γολέτα μας. Ερωτευμένος, λέγεις,
ήταν κ' εκείνος μαζί
του
κ' έβλεπε και αναγάλλιαζεν. Άλλος
ουρανός εσυγνέφιασε· το
μέτωπο
του καπετάν Παλούμπα. Η καλόγνωμη
σπατάλη της Λενιώς δεν
του
άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του· μα
την ήθελε για τον εαυτό
του.
Ούτε από τον αέρα της δεν εχάριζε
κουρέλι στους άλλους. Στην
αρχή
έκαμε παράπονα· έπειτα την επεριόρισε.
— Από
την άκρη του κάσαρου δεν έχεις να κάμης
βήμα· της είπεν
ορθά
— κοφτά.
Και
για να χαράξη διακριτικό σύνορο, άπλωσε
στο ξύλο που κρατά
τους
κουβάδες ένα σταχτόμαυρο καραβόπανο.
Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο
η
γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος.
Εκείνη εθύμωσε.
— Παλιόγερε!
του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε!
Με πήρες
περιστέρι
από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις
να με κάμης
κουρούνα
με τις γρίνιες σου.
Κ'
ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε
πολύ. Σε λίγω πάλι τα
γέλοια
και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε
άκρη στο
κατάστρωμα.
Το μεσοτοίχι που επίστεψεν ακλόνητο
εκείνος, έγινε
μαγνάδι
αέρινο στην ανίκητη θέλησι της γυναίκας.
Την κονταυγή
όταν
ο καπετάνιος ξενυχτισμένος εβαρυροχάλιζε
κάτω στην κάμαρη,
εξέφευγεν
αχτίνα εκείνη από το πλευρό του κ'
ερχόταν να πλύνη
μαζί
μας το κατάστρωμα.
Ωχρόδροση
σαν αυγινή μοσκιά με τα χρυσόμαλλα
κυματιστά στον
άνεμο,
με τον άσπρο σάκκο αφρόντιστα κουμπωμένον
και το κόκκινο
μεσοφόρι
σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα, ετσαλαβουτούσε
στα νερά κ'
έτριβε
τα σανίδια ξαναμένη, τρελλή. Μέσα στα
σμιχτά φορέματα το
λυγερό
κορμί παράμεστο, λαχταριστό, ολότρεμο,
ελάχτιζε σαν
αρμονία
μουσικής αγρίας την ψυχή μας. Κάτω από
τα χυτά
μαρμαροτράχηλα
ανέτελεν αυγερινός το στήθος της· και
κάτω από το
μεσοφούστανο
— π’ ανάθεμά το! — οι κνήμες τορνευτές,
τα σφυρά, τα
ρόδιν'
ακροδάχτυλα, ξέφευγαν ανεμόφτερα με
τη χάρι της Αυγής.
Εκείνη
όμως αδιάφορη στον πειρασμό μας, έτριβε
με πάθος τα
σανίδια
και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε
στον Πέτρο Ζούμπερο.
— Ε,
καλό γραμματικούδι· δεν με παίρνετε
μούτσο σας;
Κ'
εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια
γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα
των
χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ'
έτρεχε να κολλήση σε
γλυκόχυμον
ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το
κάμωμά της. —
Σουτ!
εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα
διψασμένα χειλάκια της
και
βλέποντας ολόγυρα — σουτ! μη μας ακούση
ο γέρος!...
Και
λέγοντας σουτ! έβαζε κάτι γέλια, κάτι
τρελούτσικα, πεταχτά,
κυματιστά
γέλια που και νεκρόν ημπορούσαν ν'
αναστήσουν. Αλλά σε
λίγο
το γκουχ! γκουχ! εσαχλοβρόντα μέσα
στην κάμαρη και η Λενιώ
έσβυνε
πίσω στο κάσαρο. Έκλειεν ευθύς η πύλη
της Παράδεισος κ'
έμεναν
απέξω ταλαιπωρημένοι, άθλιοι, ταπεινοί
και περίλυποι οι
εξώριστοι
δαίμονες.
Εδώ
ανέτελε κ' εκεί εφώτιζεν η ημέρα. Γέλοια
εκεί, τραγούδια και
μπουζούκια·
βάσανα εδώ, δουλειά και καταφρόνια.
Εγωιστής ο
μπούφος
σφυχτοκρατεί στα νύχια την άδολη
τριγόνα, ελεύθερος
αναγυρίζει
τα φτερά της, ψηλαφά τους κόρφους, μαδά
λυσσάρης τα
μεταξένια
πούπουλα, σφίγγει την και πνίγει στα
νεκρά στήθη του.
Δεν
φτάνει πλέον σ' εμάς παρά το σβυσμένο
γέλοιο της. Το γέλοιο
που
φορτώνει μολίβι την καρδιά, σφίγγει
μάγγανο τη συνείδησι, το
αίμα
φέρνει πλημμύρα στο κεφάλι μας. Έτσι
την εσυνειθίσαμε πάντα
μαζί,
που επίστεψε καθένας πως η γυναίκα
εκείνη ήρθε να σκορπίση
σε
όλους την άμετρη χάρι της και ποτέ σ'
ένα μοναχά· ποτέ! Έτσι
φαίνεται
το εσυνήθισε κ' εκείνη· έτσι το επίστεψε
και το ήθελε.
Γιατί
άξαφνα, εκεί που ετριβόταν μικρή κ'
ελάχιστη σαν χαϊδεμένη
γάτα
κοντά στον καπετάνιο, επεταγόταν απάνω
κ' εμέριαζε το
καραβόπανο
φωνάζοντας τρομαχτικά:
— Παναγία
βόηθα!... Παναγία βόηθα!...
Κ'
ευθύς που εδροσόλουζε το καράβι με το
βλέμμα της εγύριζε πίσω,
γελαστά
ψιθυρίζοντας στον τρομαγμένον δεσπότη
της:
— Τίποτα,
καλέ! τίποτα... Έλεγα πως ήταν βαπόρι
να μας κόψη...
Έτσι
εξημερωθήκαμε εμπρός στην Καλλίπολι.
Να ειπώ την αλήθεια
εξημέρωσεν
η ημέρα και όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα»
στο σύθαμπο
αρμένιζεν
ακόμη. Πυκνή ομίχλη επλάκωνε τον
Ελλήσποντο και ούτε
θάλασσα,
ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε.
Μόνον μια στιγμή,
μια
μοναχή στιγμή, δεξιά μου ιχνογραφήθηκεν
ένας μιναρές, κάποιο
σπιτάκι,
ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές,
κάτι αληθινό και μαζί
ψεύτικο!
Χρυσό ετρεμόφεγγε το μισοφέγγαρο του
μιναρέ· έσβυνε κ'
εθάμπωνε,
έλαμπε κ' έσβυνε. Το σπιτάκι παραφουσκωμένο
επισωπατούσε,
μουλωχτά έφευγε. Οι φτερωτές του μύλου
ακίνητες,
πείσμα
έδειχναν και την απλή έκπληξι ενός
γίγαντα. Σύντροφοι όμως
ήσαν
και τους εκύταζα με ψυχοπόνια. Μα
ζηλιάρα η ομίχλη έσυρε κ'
εκεί
την υγρή σκέπη της, μας απομόνωσε στη
γολέτα· έκλεισε τα
πάντα
στο μυστήριο. Καθένας έπιασε τόρα τη
θέσι του. Ο καπετάν
Παλούμπας
κοντά στο τιμόνι· ο γραμματικός ορθός
στο τσιμπούκι σαν
να
ήταν φυγούρα· οι άλλοι ναύτες κρεμασμένοι
ζερβόδεξα στις
κουπαστές·
το ναυτόπουλο στο κορζέτο ψηλά· εγώ
με τον κόχυλα και
το
γλωσσίδι της καμπάνας στα χέρια.
— Μπου!...
μπου!... Νταγκ!... Νταγκ — νταγκ!..
Εσφύριζα
μια και δεκαείκοσι απαντούσαν ευθύς
στο θλιβερό σύνθημά
μου.
Μπουρούδες εμπρός, καμπάνες πίσω,
δεξιά σφυρίχτρες, αριστερά
μας
σήμαντρα. Κάθε λογίς φωνή· εκφράσεως
κάθε ήχος. Και μόνον
σύμφωνες
όλες στο κυρίαρχον αίσθημα του τρόμου
και της
καταστροφής.
Κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και
ανθρώπινα
λαρύγγια
δεν εβροντοφωνούσαν άλλο με κάθε
τρόπο, βραχνά, πένθιμα,
παραπονιάρικα
είτε απειλητικά, παρά την τρομερή
προσταγή: —
Σταθήτε!...
φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... Όλοι
το έλεγαν και
το
αισθάνονταν όλοι να πέφτη χιονοβολή
στην ψυχή τους. Και μόνον
η
ομίχλη αδιάφορη, ασυγκίνητη επίμενε
να πυκνώνη τους ατμούς
κρύους
και να τυλίγη, να τυλίγη τα τόσα τέρατα
που εβρυχόταν
περίτρομα
στους κόρφους της.
Άξαφνα
βλέπω κάτω και γνωρίζω ασημοστρωμένη
τη θάλασσα. Μπουλούκι
θαλασσοπούλια
επέταξαν, λέγεις από την πλώρη μας,
ετεντώθηκαν
γραμμή
ολότρεμη, εξύρισαν με το φτερό τα νερά,
εχάθηκαν πέρα σαν
μαύρο
φείδι μακρύτατο που φεύγει τη φωτιά.
Και ζερβόδεξα
φαντάσματα
να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο
τους να μας
πνίγουν,
πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που
έτρεχαν
αιθεροπλανημένα
νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι
ναύτες
τυλιγμένοι
στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές
ανεμοκίνητες που
ταξειδεύουν
στο χάος. Έτρεχαν κ' εκείνοι ζερβόδεξα,
εκύταζαν
ολόγυρά
τους, κάτω στα νερά και απάνω στον
αιθέρα, μήπως ξεβράσει
κακό
η θάλασσα και μήπως βρέξη χάλαρα ο
ουρανός. Έτρεχαν κ'
εφώναζαν
κ' εσφύριζαν δαιμονισμένα: — Σταθήτε!...
φυλαχθήτε!...
μη
και τρακάραμε!...
— Μπου!...
μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!...
Φυσώ
κ' εγώ τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι
της καμπάνας
ξετρελαμένος.
Σαν να εφύσηξαν Τρίτωνες στ' όργανό
μου η ομίχλη
εσηκώθηκεν
ευθύς Λευκοθέας πέπλος από τη Ρούμελη.
Εφάνηκαν τόρα
οι
πλαγιές καταπράσινες, τα χτίρια
ροδισμένα, τ' ακρογάλια
γελαστά,
κατάγλαυκη η θάλασσα. Ο ήλιος χρυσόθρονος
ανέβαινε στον
αιθέρα,
σπέρνοντας παντού στο χόρτο και το
λιθάρι, στον άμμο και
τα
νερά σωρό τις διαμαντόπετρες. Τα
ελευθερωμένα πλεούμενα με
κατάβροχα
πανιά εφρόντιζαν να πιάσουν τη γραμμή
τους. Και κάτω
εκεί
από το στενό της Μάδητος επρόβαλλε
τρεχάτο σαν να έκοψε τις
αλυσίδες
του, σύγνεφο μαύρο το Αράπικο βαπόρι
ερχάμενο καταπάνω
μας.
Αλλά
η «Κυραδέσποινα» αρμένιζεν ακόμη στο
σύθαμπο. Γύρω μας και
γύρω
στ' άλλα τέρατα που δεν έπαυαν να
βρυχώνται και να βογγούν
με
απελπιστικήν επιμονή και στην Ανατολή
αντίκρυ έστεκεν η ομίχλη
βαρυθεμέλιωτη,
κρύα, σκοταδερή, αέρινος Καύκασος σαν
να μας είχε
πείσμα.
Μόνον δυο τρεις φορές οι αχτίνες του
ήλιου ελόγχισαν με
δύναμι
τ' αδυνατώτερα μέρη κ' έδειξαν ολόγυρα
τη φυλακή μας
ασημοχρύσωτο
κρύσταλλο. Κάτω στα νερά μονοπάτι
φιδωτό έδενε τ'
αντίθετ'
ακρογιάλια, σαν να εμαρμάρωσε πλοίο
παραμυθιού τη γραμμή
του
πίσω, είτε θαλασσινοί Θεοί εχάραξαν
εκεί σύνορο στα υγρά
κράτη
τους. Μα εγώ ούτε το σύνορο ούτε τα
ρέματα έβλεπα.
Εξακολουθούσα
πάντα να προσθέτω με τον κόχυλα και
την καμπάνα μου
βουή
και κλάγγασμα στον αλλαλαγμόν εκείνον
και τον θρήνο.
— Μπου!...
μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!...
Μια
στιγμή κάπως άκουσα ψιθυρίσματα
εμπρός, στην πλώρη κατάνακρα.
Βάνω
τ' αυτί μου. Ένα γέλοιο μικρό, γαργαλιστικό,
κομματιασμένο,
γνώριμο
γέλοιο έρχεται να μου παγώση την
καρδιά. Και μια φωνίτσα
μασημένη,
κελαϊδιστή ακούω να λέγη:
— Αχ,
τι καλά!... Τι όμορφα... Έτσι πάντα!...
έτσι πάντα!...
αιώνια
έτσι!...
Ήταν
η φωνή της καπετάνισας.
— Γιατί
έτσι πάντα; ρωτάει του γραμματικού η
φωνή, τρυφερή κ'
εκείνη.
— Για
να είμαστε οι δυο μόνοι, οι δυο μας σ’
όλον τον κόσμο!...
Και
γύρω μας μεταξοσέντονα όπως τόρα·
μεταξοσέντονα με χρυσές
ούγιες,
με δαντελένιες άκρες, με στιμόνι από
δροσιά. Γύρω και
απάνω
και κάτω μας μεταξοσέντονα σαν αυτά
που δεν τα γνώρισεν
αργαλιός,
που δεν τα ύφανεν υφάντρα. Μεταξοσέντονα
σαν αυτά που
δεν
τα πέρασε σαγίτα και δεν τα μάλαξε
ξυλόχτενο· που υφάνθηκαν
ψηλά
στον ουρανό και τ' άπλωσε στη θάλασσα
νεράιδας χέρι, να
κρύψουν
στις χάρες τους εσέ καλέ μου κ' εμέ τη
σκλάβα σου!...
Άνοιξα
τα μάτια μου διπλά· τίποτα δεν έβλεπα.
Η ομίχλη επύκνωσε
πάλι
τόρα κ' εθάμπωσε κ' εσκέπασεν όλα με
φοβερό μυστήριο.
Εχάθηκεν
η Ρούμελη, έσβυσεν η θάλασσα, πάνε τα
καράβια που
εγύρευαν
τη γραμμή τους· έσβυσε και το Αράπικο
που έτρεχε πριν
σύγνεφο
μαύρο απάνω μας. Και μέσα στον
σταχτόμαυρον πλοκό τον
άπιαστον,
πύρινα φίδια οι σαγίτες έφευγαν ψηλά
με βραχνό
σφύριγμα,
με τρελή γοργάδα, εκουφοβρόντουν στο
άπειρο διάστημα,
έβρεχαν
καντήλια περαδώθε, λέγεις κ' ήθελαν
να ιστορίσουν στ'
αστέρια
την καταδίκη μας. Όχι στην πλώρη· μήτε
δίπλα μου δεν
εξεχώριζα
τίποτα. Τον κελαϊδισμό τους μόνον
άκουα κ' εκείνον όμως
κοματιαστόν,
βουβόν, πνιγμένον σαν να ερχόταν από
μακριά, από
πηγάδι
μέσα.
Δαίμονας
μ' έπιασε να πάω κοντά. Έλα όμως που
δεν ημπορούσα ν'
αφήσω
τη θέσι μου. Έπρεπε ν' απαντάω κ' εγώ
κάθε δυο λεφτά στον
αλλαλαγμό.
Ήμουν εκείνη την ώρα εγώ η φωνή της
γολέτας· η ψυχή
της
ήμουν. Άλλος κανείς· μήτε ο καπετάν
Παλούμπας! Κ' εξακολούθησα ταχτικά να
φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας
το
γλωσσίδι με σπαραγμό, λέγεις κ' ήθελα
να την σπάσω.
— Μπου!...
Μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!...
Εκείνη
την ώρα τον καπετάνιο ακούω με φωνή,
πεισμωμένη να κράζη
κοντά
μου το μικρό ναυτόπουλο. Απελπίστηκε
να περιμένη του ανέμου
το
θέλημα κ' εσκέφθηκε να το βιάση με του
Επιτάφιου το κερί. Σ'
εκείνο
δεν αντιστέκεται η ομίχλη ούτε στιγμή.
Το ναυτόπουλο ήταν
ο
μικρότερος και ο αγνότερος μέσα στη
γολέτα. Ενίφτηκε αμέσως,
εφόρεσε
τα γιορτινά του ρούχα, έβαλε το κερί
μ' ευλάβεια σ' ένα
κουτάκι,
το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή
κάτω στα νερά.
— Λύτρωσέ
μας Χριστέ, όπως ελύτρωσες τον κόσμο·
εδεήθηκεν
εγκαρδιακά.
Στη
στιγμή — τ' ορκίζομαι — στη στιγμή
έρχετ' ένα φύλλο και
σαρώνει
από τη γολέτα την ομίχλη. Την εκουρέλιασε,
την έσπρωξε,
την
συνεπήρε, μέσα την έκλεισε στις
σκοτεινές σπηλιές σαν
κατάδικο.
Ο ήλιος εχρύσωσε τόρα τα σίδερα,
εδιαμαντοστόλισε τα
σχοινιά,
εβερνίκωσε το μπαστούνι, τα κατάρτια,
τις σταύρωσες·
έδειξε
νοτισμένα ξύλα και πανιά. Έδειξεν όμως
σύγκαιρα κ' ένα
ταιριαστό
αντρόγυνο να γλυκοφιλιέται
σφυχταγκαλιασμένο δίπλα στον
αργάτη.
Δεν
επρόφτασα να καλοκυτάξω και ακούω
πίσω μου τέτοιο βόγγο, που
ενόμισα
πως τέρας εχύθηκε να μας καταπιή. Δεν
ήταν τέρας. Ήταν ο
καπετάν
Παλούμπας που έτρεξεν από τα κάσαρο
κακό δρολάπι απάνω
τους.
Μόλις εκείνοι άκουσαν τη φωνή, εκατάλαβαν
πως τα
μεταξοσέντονα
προδότρα η νεράιδα τα εσήκωσεν από
πάνω τους.
Ετινάχθηκαν
και οι δυο ντροπιασμένοι.
— Έλα!
φωνάζει ο γραμματικός. Έλα μαζί μου!
Και
με τον λόγο πηδά στη θάλασσα. Έκαμε να
τον ακολουθήση το
Λενιώ.
Αλλά μόλις αντίκρυσε το κρύο κύμα
επισοπάτησε δισταχτική
και
ολότρεμη. Επλάκωσε τότε ο καπετάν
Παλούμπας και άπλωσε τα
χοντρόχερά
του ν' αρπάξη τα χρυσά μαλλιά. Δεν
επρόφτασε. Αντήχησε
πάταγος
κ' ετινάχθηκαν ξύλα και ανθρώποι στη
θάλασσα, σαν να
εξέσπασεν
ηφαίστειο. Το Αράπικο τρέχοντας να
κερδίση τον δρόμο
του,
ήρθε σωτήρας άγγελος της λυγερής κ'
εσκόρπισε πανιά —
μαδέρια
την «Κυραδέσποινα». Τι απόγινεν ο
γραμματικός; πώς
εσώθηκεν
η ερωταριά; Δεν ξεύρω τίποτα. Ίσως
κρατούνε κάτω της
Έλλης
συντροφιά· ίσως απάνω χαίρονται τη
ζωή όπως την
ονειρεύθηκεν
ο καπετάν Παλούμπας. Εκείνον όμως τον
είδα
σακατεμένον,
άγριον, μελαγχολικόν στο περιγιάλι.
Τίποτα πλέον δεν
εύρισκε
κανείς να του παινέψη.
Πάει
και η καλή καρδιά, πάει και η γρήγορη
γολέτα, πάει και η
όμορφη
γυναίκα του.
THE
CAPTAIN’S WIFE
Short story
By
Andreas Karkavitsas*
Rendered
by Vassilis C. Militsis
They
all blessed our captain for his heart of gold, his speedy ketch and
his beautiful wife. The matchmakers of the island used to praise the
aspiring bridegroom with the following favorable remarks:
good-natured like Captain Paloumbas. When sailors recommended a ship,
they likened it to Captain Paloumbas’ seaworthy and speedy vessel.
And when young men referred to their sweethearts, they compared them
to Captain Paloumbas’ fair spouse. The captain himself and his
fortune were renowned throughout the Aegean Islands.
“Listen
up, buster; look after my wife and keep your eyes skinned for
anything!” he told me when he brought her aboard the ketch. “You
can’t imagine how much I love her!.. I dread to leave her alone
while I’m at sea.”
Oh,
well! Everybody knew it! At the age of sixty Captain Paloumbas
decided to take a wife. To tell the truth, it was a moment of
serendipity. When he was sailing to some island or other, he saw
Lenio swimming and he got butterflies in his stomach. A veil was
lifted from his eyes and he saw life from a quite different angle.
The maiden’s look was transformed into Moses’ magical staff and
cracked his heart of stone from where strong feelings gushed out as
if from a fountain head. Her lissome body that gracefully skimmed the
waters like a sea bass excited his nerves into orgasm and her faint
smile that hovered in the air enwrapped him gently in desires and
dreams.
Not
tarrying at all, he washed removing his grime from his face, donned
his best Sunday clothes – his well-pressed and creased loose
breeches that flapped in the wind, sea blue stockings, pointed shoes,
a scarlet, silk sash and an embroidered waistcoat. He put his
Tunisian fez tilted on his head and was about to hurry to Lenio’s
house. But before he got on board the longboat, he went back to the
ship and hung under his left armpit a colored silk kerchief and held
a carnation-adorned orange in his hand: the former was meant as a
marriage proposal and the latter was a sign of contracting relations
by marriage.
“Howdy;
here I’m come,” he said to the old woman. “I’m the captain of
the Our Lady
that landed on your island two
days ago. You know the beautiful vessel appropriate to a beautiful
captain’s wife. I’m come to take Lenio to wife. God willing and
with your blessing, we’re having the wedding tomorrow.”
“You’re
most welcome as a propitious year,” replied the sweet-spoken old
lady. “From your lips to God’s ear!”
Lenio’s
mother was clever and hard-boiled in life. She had been a widow since
her early married years. Her husband, a sponge diver, fell prey to a
shark in the sea of Maghreb, leaving behind [besides a widow] a
desolate, orphaned daughter. Her mother struggled and wrestled with
the world to rear Lenio, like a cheerful gillyflower. In no way,
however, did she intend to marry her off to an elderly man. Never did
such a thing cross her mind. When she often contemplated a
bridegroom, she pictured him as a twenty-year old gallant young man,
with curly hair and a black moustache, a piercing look, strong arms
and broad chest so that he could fearlessly resist the rage of the
sea and effortlessly change the vicissitudes of fate. But as soon as
she saw Captain Paloumbas, a real stalwart, grey-haired, though
tobacco snuffer, slobbery and finally rather old, she did not
hesitate to give her word. Elderly as he may be, he was a captain;
and captains are rare to find on the island these days!
Captain
Paloumbas wedded Lenio with the blessings of the church and on his
return to Syros he spent an entire fortune on her jewelry.
“My
wife, my lady, my mistress! Here, put them on and glory in them,”
he said with tears of joy and pride on seeing her brightly bejeweled
like the Sun-born Maiden. “And if these are no enough, I’ll get
you more. And still should you not be content, I’ll sell my ketch
and clothe you in gold like Our
Holy Lady of
Tinos.”
She
remained silent; only she kept gloating on her fancy clothes. Her
shadow was as shiny as a mirror. And then when she slowly lifted her
eyes on him, in no way did her bitter smile betray that she was
grudgingly leaving her island or show her displeasure for having to
take a husband rather old.
The
ship’s crew constituted only of six hands: the captain, the mate,
the deck boy and I, besides two more sailors from Mykonos; none else.
But Petros Zoumberos, our mate was our co-seaman, our skipper, the
soul and the fleet, as it were, of our ship. His black hair was
combed back to the crown from his high forehead and cascaded in curls
down his nape like a hairy, silk forest that thrives cool on a dark
column of a neck.
He
had strong arms, a broad torso, an intrepid regard; he was a morning
star that by his infinite power launches into east and west bright
and unspent. If Lenio’s old mother had seen him, she would
certainly have recognized her son-in-law of her dreams. However her
daughter saw him acknowledging at once her mother’s phantasy – or
perhaps her own wishful thinking. She immediately took off her fancy,
silk dresses, hid her jewelry in a shell-adorned box and came up on
the deck in her red petticoat and her white jacket shining with
harmony and grace. Alas, what a miracle! What a creature fell as a
gift from the sky or emerged from the waves, a beaming smile on our
sullen vessel! The sailor’s bleak life changed at once. The ship
became her home. From the dawn to the evening she went about, tidying
and embellishing it as if it were her household. She used to go up to
the cabin, climb down to the forecastle and tidy up our cheap clothes
on our beddings. She would help with the galley or straddle the
bowsprit to help us make fast the jibs. She was eager to attend to
everyone’s needs. She saw to darning our threadbare clothes; she
lifted our spirits with her dewy laughter and a sweet word when our
hearts were heavy and sad. You thought she was a little bird,
beautifully plumed and affectionate, which had flown from the trees
of Paradise right down to our dark coop and with her soft flutter,
her twitter and her mere existence, instilled a balm in our tormented
souls, enlivened and immensely expanded our joy, boosted our
beguiling hopes, and rendered our pains and drudgery not only
innocuous but also desirable.
The
March day sped by like an undesirable nod. Dawn came and we wished
evening never came! Night fell and we looked forward to morning. All
night long, each of us was brooding and turning into a misanthrope!
One avoided meeting his comrade, grudged his glance, and at the
slightest thing he would reach for his dagger as though he
encountered an enemy. At the break of day, however, we all turned our
eyes to the captain’s cabin as though it were a heaven-sent sign
showing the day’s wind. And when at last her red petticoat appeared
on the companionway and bathed our misery with her bed’s warmth,
her feminine perfume and the secrets of the night, woe to bulls and
red petticoats!
All
of a sudden the sky clouded over; not the sky high, the spacious dome
that had once turned into a ladder for Jacob to ascend to his God.
The real sky remained deep blue and sun-bathed during the day and
star-spangled at night to shelter the tender miracle that happened to
fall on our ketch. You see, the sky was also in love with her and
exulted in seeing her. It was another sky that grew overcast; and
that was Captain Paloumbas’ brow. He did not like at all Lenio’s
good-natured lavishness. He wanted his wife to be exclusively his. He
could not even tolerate her sharing her ambience with the crew. At
first he grumbled; but then he put a curb on her liberty to roam
around the deck.
“You
shan’t budge beyond the edge of the cabin,” he told her flatly.
And
to mark a boundary, he spread on the beam the buckets are hung on a
dark-grey piece of canvass. Thus the ketch was divided into two
parts: on this side was Hell; on that Paradise. She was vexed.
“You
old geezer!” she whispered spitefully; “you senile bastard! You
took me a dove from my mother’s bosom and you’re going to turn me
into a crow with your nagging.”
And
she broke down in tears. But she did not last long. In a while
giggles and laughter were heard again on board ship. She began anew
to roam around the deck. The obstacle that he believed to be
irresistible proved an airy veil against the woman’s invincible
will. In the twilight before dawn when the captain was heavily
snoring after a wakeful night, she left his side as fleetingly as a
ray of light and hurried fore to help us wash the deck.
Whey-faced
like the morning dewy fragrance, her golden hair playing in the wind,
with her white jacket carelessly buttoned and her red petticoat
tucked tightly up to her knees, she splashed in the water and scoured
the planks, a flushed hoyden.
Her
lissome body, truculent, coveted, all-trembling, excited our souls
like a wild, yet harmonious music.
Under
her shapely sculptured neck the morning star rose on her breast; and
under her tucked up petticoat – damnation upon it – her graceful,
chiseled shins, ankles and rosy toes she flitted away with the grace
of dawn. But she, insensible, to our temptation kept scrubbing
passionately the planks and once in a while she addressed Petros
Zoumberos with her silvery laughter.
“Hey,
good mate, will you take me on as your deck hand?”
And
she was forgetting herself looking at him with dreaming eyes and
pursing her lips in such a way that she resembled a honey-bee that
flew onto a sweet juicy flower. But immediately startled by her
affectation she would shush herself and put her rosy finger on her
thirsty lips, and looking around her she whispered; “Shush! The old
man might hear us.”
And
saying ‘shush’ she would burst out in mad, roaring and undulating
laughter, which could raise even the dead. But as soon as heavy
coughing was heard in the cabin, Lenio vanished back to it. The gates
of heaven were immediately shut leaving outside the bedraggled,
miserable, humble and grieved exiled demons.
The
sun rose here but it shone yonder. There was laughter, music and
singing there but labor, toil and contempt here. The selfish
eagle-owl holds tightly the innocent turtledove in his claws,
liberally upturns her wings, fumbles her bosom, insatiably plucks her
silk feathers, clenches and smothers her in his dead chest. We could
hear but her faint laughter – the laughter that rendered our hearts
leaden, clenched viselike our consciences and makes our blood flood
our heads. In this way we had grown accustomed to having her always
in our company; we all believed that that woman had come to grant her
grace to all and never to one only. It seems she also became used to
it; she believed and willed it. For while she was cuddling and
purring like a weeny kitten by the captain, she would all of a sudden
spring up and jump over the canvass fiercely screaming:
“Holy
Mary, help us!”
And
at once she freshened up the ship with her beaming countenance and
then went back to her alarmed tyrant:
“It’s
nothing, dear! Nothing at all… for a moment I thought there was a
ship coming to ram us…”
Thus
dawn found us at Gallipoli. To be frank, day came but it was still
dark. The Our
Lady was
still sailing in the twilight. Because of the thick fog that covered
the Dardanelles we could make out neither sea nor land, not even a
tree. Only for a short moment we could trace out on the right a
minaret, a cottage, and a windmill with its open sails – something
real that melted in deceit! The crescent at the top of the minaret
shimmered golden; it bedimmed, then shone and went dim again. The
cottage, overblown, seemed to retreat and sneak away. The windmill
sails stayed obstinately still and expressed the simple surprise of a
giant. But those inanimate objects were also my comrades and I was
regarding them with pity. However, the envious fog dragged her damp
veil over them and thus we were cut off on board our ketch enveloped
in mystery.
Each
of us went to his post. Captain Paloumbas at the helm, the mate stood
up at the prow like a statue, the other hands hung on the port and
starboard gunwales, the deck hand perched high up on the mizzen mast.
I held the conch shell in one hand and the bell hammer in the other.
“Boo!
Boo! Ding – dong!”
I
blew and I received ten to twenty responses immediately to my signal.
Conches boomed fore, bells clanged from aft, whistles blew from the
port and chimes sounded from the starboard. All sorts of voices and
all sounds of expression consonant with the prevailing feeling of
terror and disaster. Horns, shells, sticks of wood, metal and human
throats did not create such din in expressing in every husky,
lugubrious, plaintive or menacing manner none other from the
horrendous warning command:
“Heave
to! On guard! Lest we collide!” Everyone uttered it and felt it as
though a blizzard swept their souls. Only the fog remained
indifferent and aloof, and insisted on thickening its cold wisps and
enveloping the host of monsters that roared in fear within its bosom.
Suddenly
I cast a look down and saw the silver-strewn sea. A flock of sea
birds flew from our bows, making a tremulous wedge, whisked the
waters and vanished in the distance like a long, dark snake that
flees from fire. From both sides phantoms swooped upon us to smother
us with their bulk – none other from sails and rigging of the other
ships that sped along as if they were led astray by harpies and
sought to find their course.
The
sailors, shrouded in the fog, were barely discernible, windblown
souls traveling in chaos. They ran about, looked around them, down at
the sea and up in the sky in fear of the sea washing up something
evil or expecting a salutary, soft rain from the sky. They ran,
screamed and whistled demoniacally:
“Heave
to! On guard! Lest we collide!”
“Boo!
Boo! Ding – dong!”
I
blew the shell and maddeningly shook the bell clapper. As though
Tritons blew into my shell, the white veil of the fog was lifted from
Roumeli. Now we could clearly see the lush green slopes, the rosy
houses, the smiling shores and the deep blue sea. The sun on his
golden throne was climbing into the ethers strewing heaps of diamond
stones everywhere; upon the turf and the rock, on the sand and on the
sea. The freed vessels in soaked sails sought to go back to their
right course. And then from down the straits of Madytos a black
Arabic steamer, as if she had broken loose from her fetters, like a
pitch black cloud, was coming towards us in a collision course.
The
Our Lady
was sailing in the twilight. On
the eastern shore all around us and around the other monster-ships,
which never ceased to roar and moan, the fog, deep founded, cold and
dark like a spiteful, airy huge mountain stood with desperate
persistence. Only a couple of times did the sun’s rays spear
forcefully the slackest blankets of the fog and showed our
silver-gold crystal prison that we were shut in.
On
the waters a winding path connected the opposite shores as if the
wake of a fairy ship were turned into marble or the gods of the sea
demarcated a boundary of their watery domain. But I saw neither the
boundary nor the streams. I kept adding with my shell and bell din
and clangor to that ululation and wailing.
“Boo!
Boo! Ding – dong!”
For
a moment I heard whispers at the very edge of the prow. I
eavesdropped and heard a short, provocative, staggered and familiar
giggle that froze my heart. A thin and singing murmur:
“Ah,
fine! Wonderful! I want it to be so forever, till the end of time!”
It
was the voice of the captain’s wife.
“Why
so forever?” I heard the tender mate’s voice.
“So
the two of us can be alone in the whole world! And we’ll be huddled
in silk bed sheets with golden laced selvedge woven in dew. All round
us there’ll be such silk sheets as no loom had ever known or no
weaver had ever woven. Such silk covers as no shuttle had ever passed
through their warp and no beater had ever pressed. Sheets that were
woven high in the sky and were spread on the sea by a fairy hand and
were meant to hide you and me, your slave, in their charms, my dear!”
I
opened my eyes wide but I could see nothing. The fog thickened again
now, darkened and covered everything in an awesome mystery. Roumeli
disappeared, the sea vanished and the course seeking vessels melted
in the dark. The Arabic steamer that was speeding like a black cloud
at us a few moments ago fainted away, too. And in among this
grey-dark immaterial fence, arrows were shot high like flaming
serpents with a raucous whistle and with mad swiftness rumbled in the
infinite space and rained fireballs here and there, as though they
wished to witness our doom to the stars. I could make out nothing
fore or aft. I could only hear their piping – and that was
staggered, muffled and drowned as if it were coming from afar or from
within a well.
A
demon tempted me to go near them, but I could not leave my post. I
had to respond to the ululation every two minutes, for in that hour I
was the voice and the soul of the ketch; none else was, not even
Captain Paloumbas! And I kept blowing the shell and shaking the bell
hammer in anguish as though I meant to break it.
“Boo!
Boo! Ding – dong!”
At
that moment I heard the captain calling to the little deck boy
harshly. He despaired of waiting for the wind to blow and disperse
the fog, and thought of making it blow with the candle sanctified at
the Good Friday epitaph.
The deck boy was the youngest and the most chaste in the ship. He
washed himself, dressed in his Sunday clothes, put reverently the
candle in a box, lit it and lowered it down onto the waters on a
string.
“Deliver
us, Jesus Christ, as you have delivered the world,” we prayed
earnestly.”
And
immediately – upon my word – a gust of wind blew and swept the
fog off the ketch. It scattered, blew and swept it away imprisoning
it like a convict in dark caves. The sun shed its golden rays on the
railings, adorned with diamonds the yards and varnished the bowsprit,
the masts and the booms. It disclosed the damp sails and the
woodwork. It also disclosed a becoming couple in a passionate embrace
kissing sweetly next to the windlass.
I
barely had the time to take a better look when from behind me I heard
such a groan that I thought a monster had rushed on to swallow us.
There was no monster; it was Captain Paloumbas that swooped on them
from the cabin like a deadly windstorm. As soon as the couple heard
his voice, they realized that the treacherous fairy had lifted their
silk sheets from them. They both started up in shame.
“Come!”
cried the mate. “Come with me!”
And
they jumped into the sea. Lenio was about to follow him but facing
the cold waves shrank back trembling all over. And then Captain
Paloumbas reached his rugged hands to grab her golden hair. He did
not make it, for a bang was heard and wood and people were ejected
into the sea as if from a volcano. The Arabic steamer speeding on her
course came like an angel to save the fair maiden, but rammed the Our
Lady scattering
her in torn sails and splintered beams. I have no idea what has
become of the mate or if his sweetheart has been rescued. They may be
keeping company with Helle* in the bottom of the sea or they may be
enjoying their lives in the real world the way Captain Paloumbas had
dreamed of it. I saw him crippled, gloomy and wild-faced on the
shore. He had nothing to be praised for.
He
lost his good nature, his speedy ketch and his beautiful wife.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου