Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2018

https://www.iapopsi.gr/wp-content/uploads/2018/09/politismos_19_09_18_slide-1090x630.jpgΜε αφορμή το 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών

 

του Δημήτρη Αγγελή

Αν θα θέλαμε να πληροφορηθούμε ποια είναι η εικόνα που έχει η ελληνική κοινωνία για τον ποιητή αρκεί ν’ ανατρέξουμε στις κλασικές ελληνικές ταινίες: στο «Δόλωμα» του Αλέκου Σακελλάριου (1964) ο Ηλιόπουλος μαθαίνει την ποίηση στην Αλίκη Βουγιουκλάκη για να μπορεί να μπει στους κύκλους της ανώτερης κοινωνίας, οπότε σχολιάζει: «Έτσι άντε-άντε είναι η ποίηση; Να την καταλαβαίνουμε; Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να το απαγγείλεις με μια φωνή άχρωμη, συρτή και μελαγχολικιά», ενώ στην ταινία «Τύφλα να ’χει ο Μάρλον Μπράντο» του (και) ποιητή Ορέστη Λάσκου (1963), ο Θανάσης Βέγγος παίρνει τη θέση του ρομαντικού γυναικοκατακτητή Στέφανου Αυγερινού –και πάλι εδώ ο ποιητής είναι ένα αξιοπερίεργο ον, στα όρια του γραφικού.

Ασφαλώς, η πιο χαρακτηριστική μορφή στον ελληνικό κινηματογράφο είναι αυτή του στομφώδη ποιητή Φανφάρα από την ταινία «Ξύπνα Βασίλη» του Γιάννη Δαλιανίδη (1969). Εδώ, ο ποιητής είναι ο υμνητής του καθεστώτος, ο οποίος απαγγέλλει το πολιτικό του ποίημα με τις ξεκάθαρες αναφορές στα μαύρα και τα κόκκινα κοράκια –που παραπέμπουν βέβαια και στο εμβληματικό κοράκι του Ε.Α. Poe, σύμβολο πια διαχρονικό και του ανθρώπου που διολισθαίνει στην παραφροσύνη.

Ο ποιητής, σε όλες τις παραπάνω ταινίες, είναι μια περιθωριακή φιγούρα, ένας «καλλιτέχνης της πείνας» (για να θυμηθούμε το ομώνυμο αφήγημα του Κάφκα) στα όρια της γελοιότητας, και η ποίηση μια ακατανόητη πολυτέλεια που δεν μπορεί να έχει θέση στην καθημερινότητά μας. Είναι ένα παράδοξο, πάντως, το γεγονός ότι όλες οι ταινίες έχουν γυριστεί μέσα στη δεκαετία του 1960, που θεωρείται ως η χρυσή εποχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας στη χώρα μας κι ωστόσο, στον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής η λαϊκή συνείδηση υποτιμά, για να μην πούμε ότι διακωμωδεί τον ποιητή. Αξίζει στ’ αλήθεια αυτήν την απαξίωση η ποίηση; Μήπως γι’ αυτήν υπεύθυνοι είναι και οι ποιητές με τον αυτοαναφορικό, κρυπτικό, αφηρημένο και τελικά δυσνόητο λόγο τους; Και τελικά, μπορεί η ποίηση ν’ αγγίξει τον κόσμο, να γίνει γιορτή που να αφορά τους πολλούς;

Η γιορτή της ποίησης

Γιορτή της ποίησης δεν είναι οι περιστασιακές απαγγελίες ποιημάτων (που κάποτε θυμίζουν σχολικές γιορτές), οι ποιητικίζουσες δράσεις, τα σλαμ σε μπαρ, επειδή αφορούν μια μειοψηφία ανθρώπων. Ο Ηλίας Λάγιος έλεγε ότι γνωρίζει με το όνομά τους όλους τους αναγνώστες των βιβλίων του και σε αυτό είχε σε μεγάλο βαθμό δίκιο. Γιορτή της ποίησης δεν είναι η 21η Μαρτίου, επειδή είναι η μέρα που λογοτέχνες και παραλογοτέχνες μαζί υπενθυμίζουν σε επαναλαμβανόμενα ανούσιες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δημόσιες αναγνώσεις γιατί η παγκόσμια ημέρα ποίησης συνεορτάζεται με την παγκόσμια ημέρα ύπνου.

Γιορτή της ποίησης είναι τα φεστιβάλ. Γιατί εκεί γίνονται οι απαραίτητες οσμώσεις, οι ουσιαστικές ανταλλαγές, οι απαραίτητες συζητήσεις, εκεί μπορείς να πληροφορηθείς τις διεθνείς τάσεις και να γίνεις καλύτερος στις γραφές και τις αναγνώσεις σου. Απαραίτητη προϋπόθεση, ασφαλώς, το να είσαι ανοιχτός στο καινούργιο και στο διαφορετικό, να μην προσέρχεσαι στις συναντήσεις οχυρωμένος πίσω από την περίκλειστη αυτάρκεια της ποιητικής μεγαλοσύνης σου και την αθεμελίωτη άποψη ότι στην Ελλάδα γράφουμε την καλύτερη ποίηση (η πιο ενδιαφέρουσα ποίηση σήμερα γράφεται στις ΗΠΑ και στη Λατινική Αμερική).

Πριν κάποια χρόνια ιδρύθηκε ο Κύκλος Ποιητών, που έθεσε ως αποστολή του και τη διοργάνωση ενός Διεθνούς Φεστιβάλ στην Αθήνα –ενός θεσμού που έλειπε ως το 2013. Ολοκληρώθηκε μόλις το 4ο Διεθνές Φεστιβάλ, το οποίο διοργανώνεται κυριολεκτικά από μια δράκα ανθρώπων με μεγάλο όμως ενθουσιασμό, με μικρό προϋπολογισμό και τεράστιες δυσκολίες, γιατί η ποίηση είναι πάντα είδος περιθωριακό άρα δύσκολα επιχορηγούμενο. Κι ωστόσο, πολύ σπουδαίοι ποιητές πέρασαν ως σήμερα από τη χώρα μας –ενδεικτικά να αναφέρω μόνο τους Ζαγκαγιέφσκι, Τάφντρουπ, Μέστρε, Τάουφερ, Γιαξίν, Στέγκερ κ.ά.– γράφτηκαν άρθρα υμνητικά για την Αθήνα σε μεγάλα ξένα έντυπα, Έλληνες ποιητές μεταφράστηκαν ή ταξίδεψαν στο εξωτερικό λόγω του Φεστιβάλ.

Το φεστιβάλ έφερε αποτελέσματα, όμως έδειξε και τις δικές μας εγγενείς αδυναμίες. Ελάχιστοι ποιητές, πλην των συμμετεχόντων, παρακολούθησαν τις αναγνώσεις, προσέγγισαν τους ξένους, έστησαν πηγαδάκια και συζήτησαν για θέματα λογοτεχνικά. Είναι ο γνωστός επαρχιωτισμός που μας χαρακτηρίζει, η αυτάρκεια που σημειώσαμε και πριν, οι παράλληλοι μονόλογοι στους οποίους είμαστε συνηθισμένοι;
Προσωπική αναφορά

Τα φεστιβάλ είναι, στ’ αλήθεια, μεγάλες γιορτές της ποίησης. Έχοντας εμπειρία συμμετοχής σε αρκετά ανά τον κόσμο, μπορώ να πω ότι ένα από αυτά, στη Γρανάδα της μακρινής Νικαράγουα, άλλαξε τελείως τον τρόπο θεώρησής μου των πραγμάτων. Δεν ήταν μόνο ο εξωτικός τόπος (άλλος τρόπος ζωής, μια χώρα που ζει με τη μνήμη και τις μυθολογίες μιας επανάστασης, μια λίμνη με καρχαρίες γλυκού νερού και εκατοντάδες νησάκια κ.ά.) ή η συμμετοχή χιλιάδων ακροατών σε κάθε απαγγελία. Μέσα από το φεστιβάλ άλλαξε η ποιητική γεωγραφία μέσα μου, έμαθα για ποιητές που δεν ήξερα, οι συζητήσεις με άλλους προσανατόλισε τα ενδιαφέροντά μου, ακόμα και το ύφος μου σε διαφορετικές κατευθύνσεις, οι γνωριμίες που απέκτησα εκεί έγιναν στέρεες φιλίες.

Τα φεστιβάλ σημαίνουν εξωστρέφεια, φυγή προς τα εμπρός –κι ίσως αυτή να είναι η απάντηση στη διαρκή κρίση ταυτότητας που βιώνουμε.

[Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής στις 14.10.2018.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: