Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2018

Βιβλία για την Αθήνα (2)

Δώρα Μέντη: «Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ό αιώνα»

Ανθούλα Δανιήλ ( δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας)



Δώρα Μέντη: «Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ό αιώνα»

 Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ό αιώνα
Η μνήμη της πόλης και η σύγχρονή της λογοτεχνική αναπαράσταση
Δώρα Μέντη
Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
202 σελ.
ISBN 978-960-01-1948-0
Τιμή €10,00

Η Δώρα Μέντη συγκεντρώνει σε ένα βιβλίο οκτώ αυτοδύναμες μελέτες με θέμα λογοτέχνες των οποίων το έργο σχετίζεται με την πόλη της Αθήνας· με άλλα λόγια, προβαίνει σε μια «αθηναιογραφική προσέγγιση με επίκεντρο τα λογοτεχνικά κείμενα» σε ένα πλαίσιο «ιστορικογραμματολογικής χάραξης».
1830-1930. Τα πρώτα εκατό χρόνια. Η Αθήνα επελέγη για πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, διότι, παρά τον σωρό των ερειπίων και τις φτωχογειτονιές που την περιέβαλλαν, μετέφερε τον μέγα μύθο της. Μετέφερε τη μνήμη του λαμπρού παρελθόντος της, καθώς και σημάδια των χρόνων που πέρασαν. Κακεντρεχείς περιηγητές, όπως ο Αυστριακός πρεσβευτής Πρόκες-Όστεν, γράφουν για μια πόλη «ερειπίων, λαμπρών μεν εκ παλαιού, ελεεινών δε από της χθες… χρόνων βαρβαρικών». Παρομοίως και ο Λουδοβίκος Ρος έγραφε στα 1832 ότι η Αθήνα είναι «ένας θεόρατος σωρός ερειπίων, μια άμορφη γκριζωπή μάζα στάχτης και σκόνης». Υπάρχει όμως και η άλλη ματιά. Ο λόρδος Μπάιρον γράφει το ποίημα «Η κατάρα της Αθηνάς», εξοργισμένος με τη λεηλασία της Ακρόπολης από τον συμπατριώτη του λόρδο Έλγιν.
Οι Φαναριώτες διακρίνονται από αρχαιολατρία, οι Επτανήσιοι όχι, η εγχώρια άρχουσα τάξη –άνθρωποι Ανατολίτες κατά βάση και νοοτροπία, Ευρωπαίοι κατά μίμηση– μιμούνται τα ξένα πρότυπα. Οι ομογενείς έρχονται με τα χρήματά τους και κοιτάζουν περιφρονητικά τους ντόπιους, ενώ άλλοι επείγονται να δημιουργήσουν περιουσίες, πριν έρθουν οι ξένοι και φέρουν την ακρίβεια και τα «λούσα». Παραδείγματα μας δίνουν ο Ραγκαβής, ο Τερτσέτης, ο Κουμανούδης, ο Σούτσος και άλλοι που καταθέτουν απόψεις και συναισθήματα για την αναγεννώμενη Αθήνα.
Τα ήθη είναι επαρχιακά και η νοοτροπία οπισθοδρομική. Η οδός Ερμού καταβρέχεται όταν πρόκειται να περάσουν οι βασιλείς την τελευταία στιγμή, καταβρέχοντας και τους Αθηναίους, ο συνωστισμός στα μεταφορικά μέσα μεγάλος.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Κώστας Βάρναλης, που καταφθάνει από τον Πύργο Βουλγαρίας, τριγυρίζοντας στην Ομόνοια παρατηρεί «βρώμα και δυσωδία, αναρχία και ξεχαρβάλωμα παντού», ενώ ο Κ.Π. Καβάφης από την Αλεξάνδρεια, που καταλύει στο Hotel d’Angleterre, σχολιάζει ευμενώς τους γοητευτικούς μενεξεδένιους λόφους, την καλή υποδοχή στο πολυτελές ξενοδοχείο, τις στολές των αξιωματικών και τους αξιωματικούς και στρατιώτες που του «κάνουν την καλύτερη εντύπωση».
Τους Ταπεινούς και Καταφρονεμένους θα τους συναντήσουμε στην Αθήνα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μια πόλη ασύμμετρη, χωρισμένη από τη σιδηροδρομική γραμμή Πελοποννήσου και Λαρίσης. Στο «ανεμικό περίγραμμα» των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Αθηνάς, Μοναστηράκι, Μητρόπολη, Σύνταγμα, τραμ, παλαιά Σφαγεία, φυλακές Συγγρού, ο Σκιαθίτης πεζογράφος μεταβάλλεται σε έναν «μικρό Θεόφραστο των ταπεινών». Αυτή την Αθήνα των ταπεινών αγάπησε, όπως εκτιμά ο Τέλλος Άγρας, ενώ ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, επισημαίνοντας τεκμηριωμένα την ανυπαρξία αστικού χώρου, γράφει ότι εστίασε στον μικρόκοσμο «σπίτι, αυλή, καφενείο, σοκάκι» και φτωχούς ανθρώπους, ανάλογους με εκείνους που συναντούσε ο ίδιος στο νησί του. Μόνο που στην Αθήνα θα συναντήσει και ανθρώπους ποικίλης καταγωγής και θρησκεύματος, όπως ο δερβίσης, ο Ιταλός καθολικός Αλμπέργος, ο Ιταλο-Κερκυραίος μπαρμπα-Νιόνιος, ο Εβραίος από την Κέρκυρα, η Κατερινιώ η Πολίτισσα. Ανάμεσα στους ταπεινούς θα συμπεριλάβει και τη δική του συγγραφική περσόνα, που κυκλοφορεί με το «τετριμμένον ξεθωριασμένον επανωφόριον», σχολιάζοντας την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων των γραμμάτων και όχι μόνον. Η συγγραφέας αναλυτικά θα επισημάνει τόπους, δρόμους και δρώμενα που θα απασχολήσουν τον Παπαδιαμάντη. Κρατώ ως ένδειξη λόγου το ακόλουθο: «σφηκιά λούστρων εβόμβει ανά τας πλατείας… το Λουστραρχείον … είχε ενοικιάσει ο λούστραρχος ο ανδραποδιστής των» (η πλαγιογράφηση δική μου). Στην ίδια γραμμή κινούνται και ο Μητσάκης, Κονδυλάκης, Χρηστομάνος.
Ο Παλαμάς φτάνει στην Αθήνα το 1875, στα δεκαέξι του χρόνια. Η καταγραφή του ξεκινάει το 1882 με περιγραφές στις οποίες εκθειάζει το ουράνιο κλίμα της Αττικής, τους ωραίους περιπάτους και τις θαυμάσιες οικοδομές, καθώς σαν άλλος Μπάιρον ανεβαίνει στην Ακρόπολη με τον Σιλδ Αρόλδον (Τσάιλντ Χάρολντ) υπό μάλης. Γρήγορα όμως θα διαπιστώσει τη δυσαρμονία ανάμεσα στην πόλη του Περικλέους και τη «νυν του Αβδηριτισμού και του αφθόνου κονιορτού». Με περιπαικτική διάθεση σχολιάζει ειρωνικά τα καλλιτεχνικά δρώμενα «εις τους παριλισσίους κήπους και τα Φάληρα», την «αίγλην του φωταερίου βλακωδώς συνεπικουρούσης άνωθεν της σελήνης, έστιν ότε και ηλεκτρικού φωτός, αλλ’ εν σπανιότητι βορείου σέλαος…». Με απαισιοδοξία θα διαπιστώσει ότι η Αθήνα «έχει κατοχυρώσει το μουσειακό της έκθεμα. Έχει τ’ αρχαία. Τίποτε τωρινό. Τα τωρινά. Βάλ’ τους ρίγανη. Έχει τα μουσεία…». Ο εμβληματικός στίχος «Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι» δείχνει την προσπάθεια του αστικού φιλελευθερισμού να γίνει η νέα πόλη η συνέχεια και η κληρονόμος του ελληνισμού.
Η πολιτεία και η μοναξιά, που συμπίπτει με τη λήξη των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων, βρίσκει τον ποιητή διχασμένο. Την ώρα που ο λαός πανηγυρίζει, εκείνος νιώθει μόνος και ενοχλημένος από την «πολυκοσμία, βαρβαροκοσμία, αυτοκινητοκρατία, χαλασμό κόσμου, ακαθαρσία, βρώμα». Η εκσυγχρονισμένη πόλη διαθέτει επιβλητικά κτήρια στην οδό Σταδίου και Πατησίων, αλλά δεν διαθέτει στέγη ή είναι σπάνια και πανάκριβη για τους φοιτητές. Τα ήθη είναι επαρχιακά και η νοοτροπία οπισθοδρομική. Η οδός Ερμού καταβρέχεται όταν πρόκειται να περάσουν οι βασιλείς την τελευταία στιγμή, καταβρέχοντας και τους Αθηναίους, ο συνωστισμός στα μεταφορικά μέσα μεγάλος. Είναι φανερό ότι όσο ο ποιητής γερνάει γκρινιάζει, γίνεται δύστροπος και εστιάζει το βλέμμα του μόνο σε ό,τι είναι δυσάρεστο. Αντίθετα, οι νεότεροι διαβλέπουν τη ζωογόνα πνοή της νιότης. Την κοσμική κίνηση, τους Αθηναίους στον περίπατο. Οι εγγραφές του Γιώργου Σεφέρη στις Μέρες, του Γιώργου Θεοτοκά στο Ελεύθερο πνεύμα, του Νικόλα Κάλα στο ποίημα «Αθήνα 1933», του Διομήδη Πετσάλη και άλλων, συμπληρώνουν την εικόνα της Αθήνας με το ιδιαίτερο του καθενός σχόλιο.
Η Αθήνα στα Δεκεμβριανά. Ποιητές και πεζογράφοι, όπως ο Νικηφόρος Βρεττάκος και η Μέλπω Αξιώτη και πολλοί άλλοι, απέδωσαν από την ίδια οπτική γωνία τα τραγικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην πόλη, με κείμενα έντονα φορτισμένα. Η πλούσια λογοτεχνική παραγωγή δείχνει μια Αθήνα που κυριαρχείται από τη βία. «Ο λαός πανηγύριζε για λογαριασμό του, χωρίς ίχνος υποψίας και φόβου» για την πλαγιοκόπηση από τους πρώην σύμμαχους, τους Άγγλους.
Οι Φαναριώτες διακρίνονται από αρχαιολατρία, οι Επτανήσιοι όχι, η εγχώρια άρχουσα τάξη –άνθρωποι Ανατολίτες κατά βάση και νοοτροπία, Ευρωπαίοι κατά μίμηση– μιμούνται τα ξένα πρότυπα.
Μελετώντας σήμερα το κοινωνικοπολιτικό υλικό εκείνης της εποχής βρίσκουμε την «ποιητική μήτρα που έθρεψε τόσο τον ρομαντικό μύθο της νεότητας όσο και τα τραγικά αδιέξοδα της ήττας στο σύνολο της μεταπολεμικής ποίησης», γράφει η Μέντη. Η αναψηλάφηση της εποχής γίνεται στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όπως συμβαίνει στην Πολιορκία του Αλ. Κοτζιά, στην Τειχομαχία του Φραγκόπουλου, μεταξύ άλλων. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος αποσιώπησε την περιπέτειά του (σύλληψη από την ΟΠΛΑ στα Κρώρα), ενώ ο Σεφέρης έγκλειστος στο σπίτι του στην οδό Κυδαθηναίων πέρασε το θέμα στην Κίχλη, ο Ελύτης, φυγάς από τη Μηθύμνης στην Κυψέλη, στα «Πάθη» του Άξιον Εστί, ο Ρίτσος στις Γειτονιές του Κόσμου. Το τέλος του 20ού αιώνα, με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» θα βρει τους μεταπολεμικούς ποιητές απογοητευμένους αλλά και ελεύθερους να επαναπροσδιορίσουν την κοσμοθεωρία τους, να σκεφτούν αυτούς που σκοτώθηκαν.
Και ενώ η Αθήνα μετασχηματίζεται, οι παλιές πληγές παραμένοντας ανοιχτές τροφοδοτούν τη λογοτεχνική παραγωγή. Μεγάλη είναι η αναφορά της συγγραφέως στο έργο του Κοτζιά, επανέρχεται στον Φραγκιά, Χατζή και όχι μόνο, για να καταλήξει στους σύγχρονούς μας, που δεν βρίσκουν λόγια παρά μόνο για να κατηγορήσουν την πόλη που τους έδωσε χώρο και την ευκαιρία να τυπώσουν την απαισιοδοξία τους και να νοσταλγήσουν το χωριό τους.
Το βιβλίο δεν είναι αθηναιογράφημα. Η συγγραφέας δεν κοιτάζει το τοπίο, παρά μόνο πλάγια, μέσα από τα κείμενα. Είναι μια άλλου τύπου ιστορικο-κοινωνιολογικο-πολιτική μελέτη της Αθήνας, από την ώρα που έγινε πρωτεύουσα, το 1834, μέχρι το 2004, με πλούσια αποσπάσματα από τα λογοτεχνικά έργα και επίσης πλούσιο υπομνηματισμό.
Ωραιότατο και το κολάζ του εξωφύλλου της Χρ. Παρασκευοπούλου, με το τραμ που διασχίζει μνημεία και χρόνο.



dora menti.:BiblioNet : Μέντη, Δώρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: