Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2018

Στο κουκούλι του "καθαρού" πανεπιστημιακού βίου

https://www.dardanosnet.gr//books/9559354.jpg 

 

JOHN WILLIAMS, Ο Στόουνερ, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 409

Το μυθιστόρημα περιγράφει τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Στόουνερ, ενός βοηθού καθηγητή της Αγγλικής Φιλολογίας: τη διδασκαλία του, τις σχέσεις του στο Πανεπιστήμιο, τις φιλίες του, την αποτυχία του γάμου του αλλά και τον έρωτά του για μια νεαρή καθηγήτρια, σχέση που θα εμπλακεί αναπόφευκτα στις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς της πανεπιστημιακής ζωής. "Το σημαντικότερο στοιχείο του μυθιστορήματος, γράφει ο συγγραφέας, είναι η συνείδηση του έργου, του επαγγέλματος που έχει ο Στόουνερ... Η αγάπη για κάτι είναι αυτό που μετράει".

"Ένας βίος που δεν θα τον ζήλευε κανείς, μια σταδιοδρομία που δεν έχει την παραμικρή λάμψη, ένας αγρόσυρτος περίπατος κάτω από έναν φαιό ουρανό που διαρκεί εξήντα πέντε χρόνια, μια οικογενειακή ζωή κάτω του μετρίου, ένας έρωτας προορισμένος να ναυαγήσει, καμία εκτίναξη πάθους: αυτή είναι η επιφάνεια, αυτό είναι ό,τι βλέπει κανείς - ή, μάλλον, αυτό που ο ήρωας, ο Στόουνερ, θέλει να βλέπουν οι πάντες... [...] Ο Γουίλιαμ Στόουνερ του Τζον Γουίλιαμς είναι ένας Τζιμ Μόρισον σε συσκευασία Ντίνου Ηλιόπουλου, είναι ένας Μιχαήλ Μπακούνιν σε συσκευασία Ηλία Ηλιού. Ο Γουίλιαμ Στόουνερ του Τζον Γουίλιαμς είναι ένας νέος τύπος ήρωα που τώρα, ύστερα από μισόν αιώνα, διακρίνουμε με δυναμική διαύγεια τη βαθύτατη και κρίσιμη σημασία του. "

  Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

__________________________________________________

Το επιτήδευμα της ζωής


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

Η Αυγή/Αναγνώσεις της Κυριακής


«Η λογοτεχνία γράφεται προς τέρψη του αναγνώστη». Αυτή η αξιωματική πρόταση του John Williams, με μεγάλες συνέπειες για τον αφηγηματικό λόγο, τηρείται μέχρι τέλους στο απολαυστικό μυθιστόρημά του Ο Στόουνερ. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνεύσει κανείς τις τόσο διαφορετικές οπτικές γωνίες, τους τρόπους με τους οποίους βυθίζονται μέσα στην αφήγησή του αναγνώστες, όπως ο John Mcgahern και ο Άρης Μπερλής, για να αναδυθούν στη συνέχεια με εντελώς διαφορετικές απαντήσεις για τον γρίφο του εν λόγω μυθιστορήματος. Απαντήσεις που διαρρηγνύουν τη συνέχεια του μυθιστορήματος και ερμηνεύουν τους μυθιστορηματικούς ήρωες με βάση τις ζωτικές σταθερές της προσωπικότητας ενός εκάστου.

Ο Στόουνερ είναι η ιστορία ενός ασήμαντου βοηθού καθηγητή της αγγλικής φιλολογίας που, καθώς μας λέει ο συγγραφέας, θα είχε απ’ όλους ξεχαστεί αν δεν είχε φροντίσει να τη διασώσει. Η προσωπική ιστορία του Στόουνερ διαπλέκεται με μια σειρά δευτερευόντων ηρώων, τόσο ολοκληρωμένων ώστε η παρουσία τους και μόνο αφήνει περιθώρια στον αναγνώστη να επικεντρωθεί στη σχέση με κάποιον απ’ αυτούς για να  ερμηνεύσει το σύνολο του μυθιστορήματος.


Έτσι ο Mcgahern στην Εισαγωγή του θα σταθεί στην ερωτική περιπέτεια-αναλαμπή του Στόουνερ με μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Πρόκειται για μια σχέση που χωρίς ν’ αποτελεί κάποια ρομαντική εξέγερση δεν παύει να ’ναι ένα πάθος που εκδηλώνεται σαν άρνηση και συνάμα συμπλήρωμα της συζυγικής σχέσης του με την Ίντιθ. Η τελευταία είναι ο αρχετυπικός χαρακτήρας μιας κόρης καλής οικογενείας, γαλουχημένης να συνοδεύσει μια αξιοπρεπή σταδιοδρομία ως σύζυγος, αλλά συναισθηματικά ανώριμης, με ξεσπάσματα υστερικής έκφρασης μίσους προς τον σύντροφό της, που ξεσηκώνουν κάποιες φορές την αγανάκτηση του αναγνώστη, ίσαμε την τελευταία στιγμή. Γίνεται έτσι κατανοητό πώς για έναν επίσης καθηγητή, όπως ο Mcgahern, η όλη συναισθηματική ένταση ενός εξωσυζυγικού ερωτικού δεσμού –πνευματικού και σαρκικού– αποκτά μια μείζονα σημασία στην όλη πλοκή, όταν τον αντιδιαστέλλει με τον ευθύγραμμο, εκ πρώτης όψεως θλιβερό, βίο ενός καθηγητή όπως ο Στόουνερ.

Δεν μπορώ, όμως, παρά να συμφωνήσω με τον Άρη Μπερλή, ο οποίος αντιτείνει στο επίμετρό του ότι ο Στόουνερ δεν είναι ερωτικό μυθιστόρημα. Για τον Μπερλή ο Στόουνερ είναι ένας τραγικός ήρωας. Ωστόσο τα διλήμματα που έρχεται να αντιμετωπίσει ο ήρωας μας δεν φαίνεται να αποκτούν την υπαρξιακή ένταση μιας τραγικής συνείδησης, αφού ο Στόουνερ δεν ακολουθεί την οδό της εξέγερσης ή έστω της ταλάντευσης, αλλά της «καθυπόταξης» ή ορθότερα της μετουσίωσης των παθών του σε μια καλλιεργημένη προσωπικότητα, η οποία προκύπτει αβίαστα από την πρωταρχική υπαρξιακή απόφασή του:

Ο Στόουνερ, γόνος αγροτικής οικογένειας, θα πάει στο πανεπιστήμιο για να γίνει γεωπόνος, αλλά εκεί θα συναντήσει στο δευτερεύον μάθημα της φιλολογίας τον μέντορά του, τον καθηγητή Άρτσερ Σλόουν. Αυτός, όπως μας λέει ο Williams, θα του εμπνεύσει εκείνο το πάθος για τη γνώση  που θα καθορίσει την ολότητα του βίου του. Αυτή η στιγμή της αποκάλυψης ενός βαθύτερου ενδιαφέροντος για την αναζήτηση της γνώσης ασφαλώς είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη σκέτη απόλαυση ενός μυθιστορήματος, το οποίο ο συγγραφέας ζητά από τη λογοτεχνία στη σχέση της με τον αναγνώστη. Είναι ένα πάθος το οποίο μετουσιώνεται σε μια ιδεώδη αναζήτηση μέσω της διανοητικής καλλιέργειας.

Από κει και πέρα ο αναγνώστης εισάγεται σ’ όλες τις πτυχές του επιτηδεύματος της ζωής, το οποίο μετουσιώνει όλα τα πάθη σε στιγμές ενός καλλιεργημένου βίου: στις φιλίες, στη οικογένεια, στον έρωτα, στους ανταγωνισμούς της πανεπιστημιακής κοινότητας. Η ασημαντότητα του Στόουνερ αποκαλύπτεται έτσι σαν το έπος της καλλιεργημένης φύσης, της ψυχικής καλλιέργειας,  της πρωταρχικής έννοιας της κουλτούρας.

Ο Williams επιλέγει την πανεπιστημιακή κοινότητα ως τον προνομιακό τόπο όπου μπορεί να εκδηλωθεί το ιδεώδες της κουλτούρας. Αυτός ο πανεπιστημιακός βιόκοσμος, που έρχεται σε αντίθεση με την κίνηση του εξωπανεπιστημιακού κόσμου, φανερώνεται στο βαθύτερο είναι του από τον φίλο του Στόουνερ, τον Μάστερς, σ’ έναν διάλογο με τον ίδιο και τον Φιντς, τον τρίτο της πανεπιστημιακής παρέας, καθοριστικό για την κατανόηση του μυθιστορήματος. Με μια ειρωνική διάθεση ανάμικτη με μοχθηρία, όπως μας λέει ο συγγραφέας, ένδειξη του καθαρού πνεύματος που σαρκάζει μ’ οξυδέρκεια θα προσέθετα, ο Μάστερς αναλύει τη χαρακτηροδομή των τριών τους. Ο Στόουνερ είναι ένας ανάπηρος, λέει ο Μάστερς, δηλαδή ένας ονειροπόλος, μέσα σ’ έναν τρελό κόσμο· κάποιος ο οποίος νομίζει πως υπάρχει κάτι μέσα στον περίκλειστο πανεπιστημιακό κόσμο που αν ψάξει με τον σωστό τρόπο θα το βρει· κάτι που μέσα στον κόσμο θα μάθαινε γρήγορα πως δεν υπάρχει, θα ’παιρνε το μάθημά του και θα ήταν καταδικασμένος σύντομα να αποτύχει. Κοντολογίς, είναι κάποιος ο οποίος, όμοια με τους φίλους του, δεν έχει πού να πάει μέσα στον κόσμο.

Ο Μάστερς σ’ αυτόν τον διάλογο θα δώσει με μοντέρνους όρους όσους λόγους ακούγονται από τις απαρχές της δυτικής σκέψης για την αφοσίωση στον θεωρητικό βίο εν γένει, σ’ αντίθεση με την πράξη: «Η πρόνοια ή η κοινωνία ή η μοίρα ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε», λέει, «έφτιαξε για χάρη μας αυτήν την τρώγλη, για να χωθούμε μέσα και να γλιτώσουμε από τη θύελλα. Για χάρη μας υπάρχει το πανεπιστήμιο, για τους απόβλητους της κοινωνίας… όσο κακοί κι αν είμαστε, οπωσδήποτε είμαστε καλύτεροι από τους έξω, αυτούς στον βόρβορο, τους φτωχοδιάβολους του κόσμου…»

Ο Μάστερς, με το λαμπρό πνεύμα, είναι ο ήρωας που θα ακολουθήσει το ρομαντικό πνεύμα του μεγάλου πολέμου, μαζί με χιλιάδες νέους της εποχής, για να καταταγεί και να σκοτωθεί σε κάποιο πεδίο μάχης. Ωστόσο τα λόγια του θα επανέρχονται συχνά στον νου του Στόουνερ, όπως λέει ο Williams, στις πιο κρίσιμες στιγμές του μυθιστορήματος.

Στην εξαίρετη περιγραφή των τελευταίων στιγμών του Στόουνερ, ο  Williams θα υπενθυμίσει τούτο τον διάλογο, και θα μας δώσει έναν απολογισμό για την άσκηση του επιτηδεύματος μιας καλλιεργημένης ζωής. Αυτή απαιτεί μια ένταση των παθών εξ ίσου ηρωική μ’ εκείνη του πάθους της εξέγερσης, που ο Στόουνερ την έφερε εις πέρας στο ακέραιο. Η διάσταση του ιδεώδους από την πραγμάτωσή του σ’ όλες τις πτυχές της ζωής, οι συμβιβασμοί και οι ματαιώσεις δεν φανερώνονται σαν άρνηση του ιδεώδους αλλά σαν ένας αέναος ψυχικός αγώνας, και σε τελική ανάλυση σαν συμφιλίωση με τις αντινομίες της ίδιας της ζωής που ο ίδιος επέλεξε.

Ο  Williams έγραψε ένα γοητευτικό μυθιστόρημα-ύμνο για τον «ασήμαντο» άνθρωπο του πνεύματος, της πολιτιστικής καλλιέργειας. Σ’ αυτήν την προοπτική, ο Στόουνερ είναι ο επικός ήρωας που μετουσιώνει τα πάθη του σε τόπους του πολιτισμού, μ’ ό,τι τίμημα αυτό συνεπάγεται.

Γιώργος Γυπαράκης, Plant Blindness, 2016, ξύλο, καρυδιές, διαστάσεις μεταβλητές

Δεν υπάρχουν σχόλια: