ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η Πάπισσα Ιωάννα
εκδ. The Athens Review of Books, σελ. 208
Στην «Πάπισσα Ιωάννα» όλα είναι ρευστά σαν το φύλο της ηρωίδας. Ρευστός είναι προπαντός ο χρόνος. Ο χρόνος της αφήγησης πλέκεται διαρκώς με τον χρόνο του αφηγητή. Οταν, ας πούμε, ο Ροΐδης περιγράφει τους μοναχούς που κάθονταν έξω από τους ναούς της μεσαιωνικής Αθήνας «ξέοντες τα έλκη των ή αρχαία χειρόγραφα προς εγγραφήν συναξαρίων» και «ευχαριστούντες τον Θεόν ότι εγεννήθησαν Ελληνες και όχι βάρβαροι», ποιους περιγράφει; Δεν περιγράφει και τη δική του Αθήνα – το αρβανιτοχώρι που, μόλις 32 χρόνια πριν από την έκδοση της «Πάπισσας», είχε χριστεί πρωτεύουσα από τους Βαυαρούς;
Δεν περιγράφει τον νεοελληνικό κόσμο που τον περιέβαλλε – εκείνους τους «εφημεριδογράφους» και τους «καλιμαυχοφόρους» που, στη σκιά των αρχαίων ερειπίων και των φρέσκων συμβόλων ενός επείσακτου νεοκλασικισμού, έσβηναν κι έγραφαν την ιστορία τους; Εξυναν κι έγραφαν τη νέα τους ταυτότητα, όπως ξύνει κανείς τα έλκη του. Στον Ροΐδη ακούει κανείς τη φωνή ενός Ευρωπαίου Ελληνα που στην Ελλάδα υποφέρει από διαρκές πολιτισμικό τζετ λαγκ. Δεν είναι όμως μια φωνή καταγγελτική. Δεν ακούγεται στην «Πάπισσα» διδακτισμός. Μόνο χιούμορ. Ανηλεές, αποδομητικό, μαύρο χιούμορ.
Στην οξύτητα του χιούμορ εντοπίζεται η συγγένεια του Χαντζόπουλου με τον Ροΐδη. Επαγγελματίας, υποτίθεται, του γέλιου, ο Χαντζόπουλος σπάνια φτιάχνει γελοιογραφίες που δικαιώνουν ακαριαία το πρώτο συνθετικό της λέξης. Το γέλιο του είναι βάσανο. Και είναι μαύρο σαν τις φιγούρες του.
Παίζοντας στα σοβαρά
Ο Ροΐδης, που είχε για ψωμάκι του τα φαντεζί επίθετα, θα έβρισκε τις χαντζοπουλικές φιγούρες «μελαναυγείς» – φωτεινές μέσα στο σκότος τους. Μπορεί να μη βλέπουμε την έκφρασή τους· σκοτεινιάζοντας όμως οι ίδιες, φωταγωγούν την εικόνα και το κείμενο που τις ολοκληρώνει.
Η συνέργεια του μελανογράφου με τον Ροΐδη, αποτυπωμένη στο φρέσκο graphic novel, φαίνεται να συντελέστηκε ως εξής: Το ροϊδικό κείμενο άνοιξε για τον Χαντζόπουλο την καταπακτή που οδηγεί στο μυθολογικό υπόγειο της θρησκείας – όλον αυτόν τον πλούτο της μεσαιωνικής χριστιανοσύνης. Και ο Χαντζόπουλος λεηλάτησε ό,τι βρήκε, με τον γνωστό του τρόπο: Παίζοντας στα σοβαρά.
Η εικονογράφηση ακολουθεί παραστατικά το κείμενο. Σε πολλά σημεία, όμως, το πατάει για να φτιάξει αυτόνομες αφηγηματικές γραμμές. Η μέθοδος της εικαστικής σύλησης δεν είναι μία. Ολα επιτρέπονται. Η ποπ παραχάραξη των μεγάλων ζωγράφων. Το γκόθικ και η γελοιογραφική φάρσα. Το μελανόμορφο πορνό. Μέχρι και το ίδιο το κείμενο εμφανίζεται ως εικόνα, να παριστάνει τον εαυτό του διαγραμμισμένο – δηλαδή συλημένο.
Ο ίδιος ο Ροΐδης ανοίγεται σε αυτή τη δημιουργική αυθαιρεσία. Εκείνος διασαλεύει πρώτος τα όρια μεταξύ ιστορίας και μύθου, μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, ακόμη και μεταξύ ανθρώπου και ζώου. Ο Χαντζόπουλος αλιεύει φανατικά αυτές τις μεταμορφώσεις, εμφανίζοντας, ας πούμε, τον απατημένο εραστή σαν αφηνιασμένο κάπρο, τον όχλο σαν μαύρο φίδι ή τον Πάπα σαν μιτροφόρα ταραντούλα. Πλάθει όμως και το δικό του σύμπαν, σχεδόν ερήμην του κειμένου: Ο κύκνος που προσκυνά τα χείλη της πάπισσας, η φήμη που αγκαλιάζει ένα βουνό σαν χταπόδι, το ταγκό που χορεύει με τον θάνατο ο νεκρός ποντίφικας – προτού παραδοθεί «εις τους σκώληκας προς ευωχίαν».
Τι είναι όλα αυτά; Δεν είναι πάντως κήρυγμα αθεΐας. Απαντώντας στην Ιερά Σύνοδο, που αποκήρυξε το μυθιστόρημά του ως «βλάσφημο και κακόηθες», ο Ροΐδης δήλωνε ότι ντρέπεται για λογαριασμό των αρχιερέων. Ντρέπεται για την αμάθειά τους και για το γεγονός ότι, ανίκανοι να του απαντήσουν θεολογικά, ζητούν τη συνδρομή του εισαγγελέα. «Είμαι», τους λέει, «ορθοδοξότερος υμών». Ο συγγραφέας αυτοσυστήνεται έτσι ως θεοσεβής βλάσφημος. Ακόμη κι αν για τον ίδιο τον Ροΐδη ο ισχυρισμός αυτός ήταν ρητορικό τέχνασμα, στον Ροΐδη του Χαντζόπουλου φαίνεται να βρίσκει αισθητικά τη δικαίωσή του. Όλη αυτή η φαντασμαγορία –η λειψανομαχία και η πάλη των δαιμόνων με τους αγγέλους, τα εκσφενδονιζόμενα οστά και τα φτερωτά κήτη– δεν θα ήταν εφικτή χωρίς μια ελάχιστη αναγνώριση του κύρους των συμβόλων τα οποία αποκαθηλώνει. Ο Χαντζόπουλος τρολάρει τα θρησκευτικά σύμβολα σαν πρώην αγιογράφος. Σαν εικονοκλάστης που δεν έχει φύγει εντελώς από τον ίσκιο του ιερού.
Οι εικόνες των ουράνιων τεράτων και των επίγειων ηδονών, των ασώματων φαλλών και των αδέσποτων οδόντων, θυμίζουν τις συνθέσεις του Ιερώνυμου Μπος. Δεν εμπνέουν όμως τρόμο. Τις εκτονώνει κωμικά το ένστικτο του γελοιογράφου. Του γελοιογράφου που στο καθημερινό του επιτήδευμα τολμά να πνίγει τα σκίτσα του με κείμενα – όπως τολμούσε να τα πνίγει μόνον ο Μποστ. Ετσι κι αυτό το σεμνό όργιο του Χαντζόπουλου: Είναι ελαφρώς μεταφυσικό και βαρέως σατιρικό. Είναι σαν να έχει προέλθει από το χέρι κάποιου Ιερώνυμου Μποστ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου