Το ένδυμα μιας αστυνομικής
ιστορίας έχει επιλέξει ο Ανδρέας Μήτσου για να ντύσει τη νέα νουβέλα του
με τίτλο Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός. Για προμετωπίδα ο
συγγραφέας έχει επιλέξει το παρακάτω απόσπασμα από ποίημα του Τάσου
Λειβαδίτη: «…ενώ εγώ περιπλανιόμουν εδώ κι εκεί μαζεύοντας τα κρυφά
νοήματα της μέρας που είχε φύγει για πάντα. Από τότε έχω κάθε μέρα μια
σκοτεινή υπόθεση να ξεμπλέξω».
Αριστος στη διαλεύκανση σκοτεινών, εγκληματικών υποθέσεων έχει υπάρξει το κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας, ο ανθυπασπιστής Μπεκιάρης, που γι' αυτό, όσο υπηρετούσε στη Χωροφυλακή, ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Σέρλοκ». Το λαγωνικό αυτό της Αστυνομίας, εβδομήντα οκτώ χρόνων πλέον στον παρόντα χρόνο της αφήγησης, συναντά ο πενηνταεξάχρονος αφηγητής, τέως συνάδελφός του και νυν συγγραφέας, σε ένα καφέ του κέντρου.
Η τυχαία αυτή συνάντηση θα αποτελέσει τον πρώτο κρίκο στην αλυσίδα συναντήσεων που ακολουθεί, την οποία νιώθει ο αφηγητής να σφίγγει σιγά σιγά απειλητικά γύρω του καθώς σε κάθε συνάντηση ο Μπεκιάρης τού διηγείται κομμάτι κομμάτι την ιστορία της Γκαλίνας, μια ιστορία που ο αφηγητής διαισθάνεται πως θα τον αιχμαλωτίσει στο τέλος με τρόπο ύπουλο και μοιραίο.
Ο Μήτσου, δεξιοτέχνης χειριστής της αφηγηματικής τεχνικής, επιλέγει εδώ να έχει ο αφηγητής άγνοια των όσων αφηγείται, να τα μαθαίνει τμηματικά, με τον ρυθμό αλλά και με τον «τρόπο» που τα μαθαίνει κι ο αναγνώστης, μια που τα διαβάζει κι ο ίδιος από ένα σημειωματάριο που σε κάθε συνάντηση φέρνει μαζί του ο Μπεκιάρης.
Αυτή η επιλογή όχι μόνον εντείνει το αίσθημα μυστηρίου που οφείλει να διαποτίζει κάθε αστυνομική ιστορία, αλλά επιτελεί και μια διπλή λειτουργία: από τη μια φέρνει πολύ κοντά τον αφηγητή με τον αναγνώστη της νουβέλας, δημιουργώντας έναν ισχυρό δεσμό ταύτισης, και από την άλλη υποβάλλει το -απατηλό- αίσθημα του πραγματικού εφόσον ο αφηγητής/συγγραφέας δεν επινοεί τάχα αλλά απλώς μεταφέρει την ιστορία της Γκαλίνας. Ποια είναι όμως αυτή η «σκοτεινή» οικιακή βοηθός; Ας ακούσουμε από το στόμα του αφηγητή:
«Το όνομα Γκαλίνα μου θύμιζε τότε κότα. Τώρα, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, τη σκέφτομαι σαν όρνιο. Εκείνα τα τρομακτικά πτηνά των κούφιων βουνών με τους γυμνούς καμπυλωτούς λαιμούς και το δυσανάλογα μικρό κεφάλι που μοιάζει με αγκίστρι».
Από αυτό το αγκίστρι θα αγκιστρωθεί το πεπειραμένο λαγωνικό και θα συρθεί στην ανίχνευση μιας παράξενης ιστορίας -η Γκαλίνα ζητιανεύει στον Ηλεκτρικό αγκαλιά με ένα μονίμως κοιμισμένο μωρό, εμφανώς όχι δικό της- που θα τον οδηγήσει στην όμορφη γιατρίνα Ευτέρπη, την «κυρία» της Γκαλίνας και μητέρα του βρέφους. Ο Μπεκιάρης γράφει στο σημειωματάριό του πως, όταν την πρωτοαντίκρισε, ένιωσε έναν οξύ πόνο και στα δυο πλευρά ταυτόχρονα. «Μετά», λέει, «έβγαλα ξαφνικά φτερά».
Γιατί αυτό κάνει η μοίρα (ή, στην περίπτωση ενός βιβλίου, ο συγγραφέας) όταν θέλει να κατακρημνίσει κάποιον: του δίνει αρχικά φτερά. Εδώ: τα φτερά του έρωτα. Και ο Μπεκιάρης (που το όνομά του σημαίνει «αυτός που ζει μονάχος»), συνηθισμένος πάντα να παρατηρεί τις ζωές των άλλων, να χώνει τη μύτη του σε ξένα μυστήρια χωρίς να οσφραίνεται το δικό του, έχει όλα τα προσόντα για να τσακιστεί.
Αυτή την πτώση παρακολουθούμε στη διάρκεια της νουβέλας, μια πτώση που θα τον οδηγήσει, μέσα από τα πιο επώδυνα μονοπάτια του έρωτα, στη γνώση του εαυτού και την άδολη ουσία της αγάπης, την οποία ενσαρκώνει το παιδί της γιατρίνας, ο καθυστερημένος νοητικά Ορέστης, που σαν αμνός σηκώνει το βάρος της αμαρτίας.
Οπως και σε άλλα του βιβλία, έτσι κι εδώ ο βραβευμένος συγγραφέας επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις πλέον σκοτεινές περιοχές του έρωτα, να βολιδοσκοπήσει αυτό το πεδίο μάχης όπου οι ερωτευμένοι αναμετρώνται με κάθε είδους όπλο. Η ζήλια, το πάθος, η κτητικότητα, η προδοσία, η εκδίκηση είναι τα ματωμένα τοπία στα οποία ρίχνει τον φακό του ο άλλοτε «εξιχνιαστής» εγκλημάτων, που τώρα αγωνίζεται να βγάλει το μαχαίρι από τη δική του πληγή.
Η πένα του Μήτσου, σαν μαχαίρι κι αυτή, ακριβής και κοφτερή, σκίζει σιγά σιγά το ένδυμα της αστυνομικής ιστορίας για να φανερωθεί από κάτω το σώμα της αφήγησης όπου μέσα πάλλει η καρδιά του βιβλίου. Και μπορεί η μία κοιλία της καρδιάς να είναι ο έρωτας, όμως η άλλη είναι η ίδια η λογοτεχνία.
Σταθερό προβληματισμό του Μήτσου αποτελεί ο ρόλος της λογοτεχνίας, που σε αυτή τη νουβέλα είναι διπλός: αφενός είναι αυτή που έχει καταστήσει μέχρι σήμερα τον αφηγητή-συγγραφέα απλό παρατηρητή, κάποιον που σκοπό του έχει (σαν τον Μπεκιάρη κι αυτός) να παρατηρεί τους άλλους, αφετέρου όμως γίνεται στη συνέχεια η οδός της αγάπης, καθώς μετά την ανάγνωση της ιστορίας ο αφηγητής θα προβεί σε μια δέσμευση έμπρακτης αγάπης, βγαίνοντας από τον κόσμο των παρατηρητών και μπαίνοντας άπαξ και διά παντός σε αυτόν των πασχόντων.
Αριστος στη διαλεύκανση σκοτεινών, εγκληματικών υποθέσεων έχει υπάρξει το κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας, ο ανθυπασπιστής Μπεκιάρης, που γι' αυτό, όσο υπηρετούσε στη Χωροφυλακή, ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Σέρλοκ». Το λαγωνικό αυτό της Αστυνομίας, εβδομήντα οκτώ χρόνων πλέον στον παρόντα χρόνο της αφήγησης, συναντά ο πενηνταεξάχρονος αφηγητής, τέως συνάδελφός του και νυν συγγραφέας, σε ένα καφέ του κέντρου.
Η τυχαία αυτή συνάντηση θα αποτελέσει τον πρώτο κρίκο στην αλυσίδα συναντήσεων που ακολουθεί, την οποία νιώθει ο αφηγητής να σφίγγει σιγά σιγά απειλητικά γύρω του καθώς σε κάθε συνάντηση ο Μπεκιάρης τού διηγείται κομμάτι κομμάτι την ιστορία της Γκαλίνας, μια ιστορία που ο αφηγητής διαισθάνεται πως θα τον αιχμαλωτίσει στο τέλος με τρόπο ύπουλο και μοιραίο.
Ο Μήτσου, δεξιοτέχνης χειριστής της αφηγηματικής τεχνικής, επιλέγει εδώ να έχει ο αφηγητής άγνοια των όσων αφηγείται, να τα μαθαίνει τμηματικά, με τον ρυθμό αλλά και με τον «τρόπο» που τα μαθαίνει κι ο αναγνώστης, μια που τα διαβάζει κι ο ίδιος από ένα σημειωματάριο που σε κάθε συνάντηση φέρνει μαζί του ο Μπεκιάρης.
Αυτή η επιλογή όχι μόνον εντείνει το αίσθημα μυστηρίου που οφείλει να διαποτίζει κάθε αστυνομική ιστορία, αλλά επιτελεί και μια διπλή λειτουργία: από τη μια φέρνει πολύ κοντά τον αφηγητή με τον αναγνώστη της νουβέλας, δημιουργώντας έναν ισχυρό δεσμό ταύτισης, και από την άλλη υποβάλλει το -απατηλό- αίσθημα του πραγματικού εφόσον ο αφηγητής/συγγραφέας δεν επινοεί τάχα αλλά απλώς μεταφέρει την ιστορία της Γκαλίνας. Ποια είναι όμως αυτή η «σκοτεινή» οικιακή βοηθός; Ας ακούσουμε από το στόμα του αφηγητή:
«Το όνομα Γκαλίνα μου θύμιζε τότε κότα. Τώρα, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, τη σκέφτομαι σαν όρνιο. Εκείνα τα τρομακτικά πτηνά των κούφιων βουνών με τους γυμνούς καμπυλωτούς λαιμούς και το δυσανάλογα μικρό κεφάλι που μοιάζει με αγκίστρι».
Από αυτό το αγκίστρι θα αγκιστρωθεί το πεπειραμένο λαγωνικό και θα συρθεί στην ανίχνευση μιας παράξενης ιστορίας -η Γκαλίνα ζητιανεύει στον Ηλεκτρικό αγκαλιά με ένα μονίμως κοιμισμένο μωρό, εμφανώς όχι δικό της- που θα τον οδηγήσει στην όμορφη γιατρίνα Ευτέρπη, την «κυρία» της Γκαλίνας και μητέρα του βρέφους. Ο Μπεκιάρης γράφει στο σημειωματάριό του πως, όταν την πρωτοαντίκρισε, ένιωσε έναν οξύ πόνο και στα δυο πλευρά ταυτόχρονα. «Μετά», λέει, «έβγαλα ξαφνικά φτερά».
Γιατί αυτό κάνει η μοίρα (ή, στην περίπτωση ενός βιβλίου, ο συγγραφέας) όταν θέλει να κατακρημνίσει κάποιον: του δίνει αρχικά φτερά. Εδώ: τα φτερά του έρωτα. Και ο Μπεκιάρης (που το όνομά του σημαίνει «αυτός που ζει μονάχος»), συνηθισμένος πάντα να παρατηρεί τις ζωές των άλλων, να χώνει τη μύτη του σε ξένα μυστήρια χωρίς να οσφραίνεται το δικό του, έχει όλα τα προσόντα για να τσακιστεί.
Αυτή την πτώση παρακολουθούμε στη διάρκεια της νουβέλας, μια πτώση που θα τον οδηγήσει, μέσα από τα πιο επώδυνα μονοπάτια του έρωτα, στη γνώση του εαυτού και την άδολη ουσία της αγάπης, την οποία ενσαρκώνει το παιδί της γιατρίνας, ο καθυστερημένος νοητικά Ορέστης, που σαν αμνός σηκώνει το βάρος της αμαρτίας.
Οπως και σε άλλα του βιβλία, έτσι κι εδώ ο βραβευμένος συγγραφέας επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις πλέον σκοτεινές περιοχές του έρωτα, να βολιδοσκοπήσει αυτό το πεδίο μάχης όπου οι ερωτευμένοι αναμετρώνται με κάθε είδους όπλο. Η ζήλια, το πάθος, η κτητικότητα, η προδοσία, η εκδίκηση είναι τα ματωμένα τοπία στα οποία ρίχνει τον φακό του ο άλλοτε «εξιχνιαστής» εγκλημάτων, που τώρα αγωνίζεται να βγάλει το μαχαίρι από τη δική του πληγή.
Η πένα του Μήτσου, σαν μαχαίρι κι αυτή, ακριβής και κοφτερή, σκίζει σιγά σιγά το ένδυμα της αστυνομικής ιστορίας για να φανερωθεί από κάτω το σώμα της αφήγησης όπου μέσα πάλλει η καρδιά του βιβλίου. Και μπορεί η μία κοιλία της καρδιάς να είναι ο έρωτας, όμως η άλλη είναι η ίδια η λογοτεχνία.
Σταθερό προβληματισμό του Μήτσου αποτελεί ο ρόλος της λογοτεχνίας, που σε αυτή τη νουβέλα είναι διπλός: αφενός είναι αυτή που έχει καταστήσει μέχρι σήμερα τον αφηγητή-συγγραφέα απλό παρατηρητή, κάποιον που σκοπό του έχει (σαν τον Μπεκιάρη κι αυτός) να παρατηρεί τους άλλους, αφετέρου όμως γίνεται στη συνέχεια η οδός της αγάπης, καθώς μετά την ανάγνωση της ιστορίας ο αφηγητής θα προβεί σε μια δέσμευση έμπρακτης αγάπης, βγαίνοντας από τον κόσμο των παρατηρητών και μπαίνοντας άπαξ και διά παντός σε αυτόν των πασχόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου