Ιστορία χωρίς ιστορικούς
Συντάκτης:
Πολυμέρης Βόγλης*
Το θέμα της ονομασίας της
γειτονικής χώρας έχει κυριαρχήσει εδώ και εβδομάδες στη δημόσια σφαίρα.
Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, στρατηγοί, πρόεδροι σωματείων,
μητροπολίτες, μουσικοσυνθέτες έχουν τοποθετηθεί για ζητήματα αρχαίας και
σύγχρονης ελληνικής ιστορίας σε εφημερίδες, ιστοσελίδες, ραδιοφωνικές
και τηλεοπτικές εκπομπές, συλλαλητήρια κ.λπ. Εάν κάποιοι δεν συμμετέχουν
έντονα στη δημόσια συζήτηση, είναι αυτοί που κατ' εξοχήν ασχολούνται με
την Ιστορία, οι ιστορικοί.
Ενώ θα ήταν αδιανόητο να γίνει στην Ελλάδα δημόσια συζήτηση για ζητήματα οικονομίας χωρίς τη συμμετοχή οικονομολόγων ή για ζητήματα δικαιοσύνης χωρίς τη συμμετοχή νομικών, κάποιοι θεωρούν ότι μπορεί να γίνει συζήτηση για θέματα Ιστορίας χωρίς τους ιστορικούς. Το αποτέλεσμα, βέβαια, όπως το διαπιστώνουμε για άλλη μία φορά τις τελευταίες εβδομάδες, είναι η κακοποίηση και εργαλειακή χρήση της Ιστορίας.
Ολα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που σήμερα στη χώρα μας λειτουργούν δέκα τμήματα ιστορίας σε αντίστοιχα Πανεπιστήμια, δεκάδες ιστορικών διδάσκουν σε άλλα τμήματα ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών των Πανεπιστημίων, ένας μεγάλος αριθμός ιστορικών εργάζεται σε ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, σε αρχεία και πολιτιστικά ιδρύματα, ενώ δεκάδες Ελλήνων ιστορικών σταδιοδρομούν και διαπρέπουν στο εξωτερικό.
Παρά την κρίση και τις περικοπές στις δαπάνες, η ιστορική επιστήμη ανθεί στην Ελλάδα: κάθε χρόνο οργανώνονται πολλά διεθνή συνέδρια και ημερίδες, εκδίδονται σοβαρές επιστημονικές μελέτες, εκπονούνται υψηλού επιπέδου διδακτορικές διατριβές κ.ο.κ. Η κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών, σε σύγκριση με το παρελθόν, είναι πολύ πιο δραστήρια, εξωστρεφής, πλούσια σε έργο και ιδέες, με διεθνή παρουσία.
Τότε, γιατί ελάχιστοι από όσους κόπτονται για την ελληνική ιστορία, ενδιαφέρονται για το τι λένε οι ιστορικοί για την Ιστορία;
Μάλλον γιατί αυτά που για τους ιστορικούς στην Ελλάδα σήμερα αποτελούν κοινούς τόπους, δεν θα ενθουσίαζαν πολλούς, όπως π.χ. ότι στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί στη μετέπειτα ελληνική Μακεδονία ήταν περίπου 260.000 και αποτελούσαν το 21,75% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής ή ότι στη Θεσσαλονίκη του 1913 ζούσαν περίπου 40.000 Ελληνες, 45.000 μουσουλμάνοι και 61.000 Εβραίοι.
Ο μετασχηματισμός της πολυεθνικής Μακεδονίας σε ελληνική είναι επίσης μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορική διαδικασία που συντελείται μέσα σε τρεις δεκαετίες και περιλαμβάνει την εγκατάσταση από την κυβέρνηση 638.000 προσφύγων από τη Μ. Ασία και τον Πόντο στη Μακεδονία με στόχο ακριβώς να ενισχυθεί το ελληνικό στοιχείο στα βόρεια σύνορα της χώρας, την αναχώρηση των μουσουλμάνων με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, την εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί, και, τέλος, τη φυγή των Σλαβομακεδόνων στη λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
Τα ίχνη της παρουσίας άλλων λαών και πολιτισμών στον χώρο της Μακεδονίας επιμελώς διαγράφηκαν, ενώ η εθνική ιστορία για δεκαετίες επέλεξε να αποσιωπήσει την ύπαρξή τους. Η ιστορική διαδικασία του μετασχηματισμού της εθνολογικής σύνθεσης της Μακεδονίας, ενώ έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής ιστορικής έρευνας τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παραμένει για τους περισσότερους Ελληνες, δυστυχώς, άγνωστη. Κάτι που υπογραμμίζει το χάσμα που χωρίζει την επιστημονική ιστορία και τη δημόσια ιστορία.
Επιπλέον, στην περίπτωση του Μακεδονικού η δημόσια συζήτηση για την Ιστορία μάς υπενθυμίζει τη «βαριά σκιά» των συλλαλητηρίων του 1992. Τα συλλαλητήρια του 1992, στο ευρύτερο πλαίσιο της αναζωπύρωσης των εθνικισμών στα Βαλκάνια, διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο στη δημόσια σφαίρα.
Σταδιακά συγκροτήθηκε μια νέα «εθνικοφροσύνη», η οποία διαχώρισε τους Ελληνες σε «πατριώτες» και «εθνομηδενιστές», εφηύρε «εθνικούς κινδύνους», στοχοποίησε και διέσυρε όποιον δεν την ασπαζόταν - ιδιαίτερα, οι πανεπιστημιακοί ιστορικοί επανειλημμένα βρέθηκαν στο επίκεντρο τέτοιων επιθέσεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δημόσιας συζήτησης, όπως διαμορφώθηκε έκτοτε, δεν υπάρχει χώρος για τους ιστορικούς και μάλλον είναι ανεπιθύμητοι, επειδή δεν πρόκειται να επιβεβαιώσουν τον «εθνικό πανικό», τους μύθους, τις θεωρίες συνωμοσίας, τα φοβικά σύνδρομα που διακινούν οι κύκλοι της νέας «εθνικοφροσύνης» και οι οποίοι χρησιμοποιούν κατά το δοκούν την Ιστορία για να κατασκευάσουν το αφήγημα ενός έθνους που διαρκώς απειλείται και μια αντίστοιχη εθνική ταυτότητα, που να παραπέμπει περισσότερο στον 19ο αιώνα παρά σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία του 21ου αιώνα.
Ολοι έχουν δικαίωμα να έχουν άποψη για ζητήματα Ιστορίας και να την καταθέτουν στη δημόσια συζήτηση. Ωστόσο, οι ιστορικοί δεν έχουν, απλά, άλλη μία άποψη δίπλα στις άλλες. Οι ιστορικοί έχουν αφιερώσει πολλά χρόνια ή και δεκαετίες από τη ζωή τους στη μελέτη και την έρευνα, έχουν περάσει ατελείωτες ώρες σε βιβλιοθήκες και αρχεία, έχουν παρουσιάσει το έργο τους και έχουν κριθεί γι' αυτό από άλλους ιστορικούς.
Η γνώση και η γνώμη των ιστορικών είναι πολύτιμες για την ιστορική αυτοσυνειδησία της κοινωνίας μας και η πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα είναι ακριβώς να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην επιστημονική και τη δημόσια ιστορία. Μέχρι να συμβεί αυτό, όμως, ας αναλογιστούμε: μια συζήτηση για την Ιστορία χωρίς τους ιστορικούς, τι είδους Ιστορία προάγει;
* Αναπληρωτής καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Ενώ θα ήταν αδιανόητο να γίνει στην Ελλάδα δημόσια συζήτηση για ζητήματα οικονομίας χωρίς τη συμμετοχή οικονομολόγων ή για ζητήματα δικαιοσύνης χωρίς τη συμμετοχή νομικών, κάποιοι θεωρούν ότι μπορεί να γίνει συζήτηση για θέματα Ιστορίας χωρίς τους ιστορικούς. Το αποτέλεσμα, βέβαια, όπως το διαπιστώνουμε για άλλη μία φορά τις τελευταίες εβδομάδες, είναι η κακοποίηση και εργαλειακή χρήση της Ιστορίας.
Ολα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που σήμερα στη χώρα μας λειτουργούν δέκα τμήματα ιστορίας σε αντίστοιχα Πανεπιστήμια, δεκάδες ιστορικών διδάσκουν σε άλλα τμήματα ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών των Πανεπιστημίων, ένας μεγάλος αριθμός ιστορικών εργάζεται σε ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, σε αρχεία και πολιτιστικά ιδρύματα, ενώ δεκάδες Ελλήνων ιστορικών σταδιοδρομούν και διαπρέπουν στο εξωτερικό.
Παρά την κρίση και τις περικοπές στις δαπάνες, η ιστορική επιστήμη ανθεί στην Ελλάδα: κάθε χρόνο οργανώνονται πολλά διεθνή συνέδρια και ημερίδες, εκδίδονται σοβαρές επιστημονικές μελέτες, εκπονούνται υψηλού επιπέδου διδακτορικές διατριβές κ.ο.κ. Η κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών, σε σύγκριση με το παρελθόν, είναι πολύ πιο δραστήρια, εξωστρεφής, πλούσια σε έργο και ιδέες, με διεθνή παρουσία.
Τότε, γιατί ελάχιστοι από όσους κόπτονται για την ελληνική ιστορία, ενδιαφέρονται για το τι λένε οι ιστορικοί για την Ιστορία;
Μάλλον γιατί αυτά που για τους ιστορικούς στην Ελλάδα σήμερα αποτελούν κοινούς τόπους, δεν θα ενθουσίαζαν πολλούς, όπως π.χ. ότι στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί στη μετέπειτα ελληνική Μακεδονία ήταν περίπου 260.000 και αποτελούσαν το 21,75% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής ή ότι στη Θεσσαλονίκη του 1913 ζούσαν περίπου 40.000 Ελληνες, 45.000 μουσουλμάνοι και 61.000 Εβραίοι.
Ο μετασχηματισμός της πολυεθνικής Μακεδονίας σε ελληνική είναι επίσης μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορική διαδικασία που συντελείται μέσα σε τρεις δεκαετίες και περιλαμβάνει την εγκατάσταση από την κυβέρνηση 638.000 προσφύγων από τη Μ. Ασία και τον Πόντο στη Μακεδονία με στόχο ακριβώς να ενισχυθεί το ελληνικό στοιχείο στα βόρεια σύνορα της χώρας, την αναχώρηση των μουσουλμάνων με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, την εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί, και, τέλος, τη φυγή των Σλαβομακεδόνων στη λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
Τα ίχνη της παρουσίας άλλων λαών και πολιτισμών στον χώρο της Μακεδονίας επιμελώς διαγράφηκαν, ενώ η εθνική ιστορία για δεκαετίες επέλεξε να αποσιωπήσει την ύπαρξή τους. Η ιστορική διαδικασία του μετασχηματισμού της εθνολογικής σύνθεσης της Μακεδονίας, ενώ έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής ιστορικής έρευνας τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παραμένει για τους περισσότερους Ελληνες, δυστυχώς, άγνωστη. Κάτι που υπογραμμίζει το χάσμα που χωρίζει την επιστημονική ιστορία και τη δημόσια ιστορία.
Επιπλέον, στην περίπτωση του Μακεδονικού η δημόσια συζήτηση για την Ιστορία μάς υπενθυμίζει τη «βαριά σκιά» των συλλαλητηρίων του 1992. Τα συλλαλητήρια του 1992, στο ευρύτερο πλαίσιο της αναζωπύρωσης των εθνικισμών στα Βαλκάνια, διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο στη δημόσια σφαίρα.
Σταδιακά συγκροτήθηκε μια νέα «εθνικοφροσύνη», η οποία διαχώρισε τους Ελληνες σε «πατριώτες» και «εθνομηδενιστές», εφηύρε «εθνικούς κινδύνους», στοχοποίησε και διέσυρε όποιον δεν την ασπαζόταν - ιδιαίτερα, οι πανεπιστημιακοί ιστορικοί επανειλημμένα βρέθηκαν στο επίκεντρο τέτοιων επιθέσεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δημόσιας συζήτησης, όπως διαμορφώθηκε έκτοτε, δεν υπάρχει χώρος για τους ιστορικούς και μάλλον είναι ανεπιθύμητοι, επειδή δεν πρόκειται να επιβεβαιώσουν τον «εθνικό πανικό», τους μύθους, τις θεωρίες συνωμοσίας, τα φοβικά σύνδρομα που διακινούν οι κύκλοι της νέας «εθνικοφροσύνης» και οι οποίοι χρησιμοποιούν κατά το δοκούν την Ιστορία για να κατασκευάσουν το αφήγημα ενός έθνους που διαρκώς απειλείται και μια αντίστοιχη εθνική ταυτότητα, που να παραπέμπει περισσότερο στον 19ο αιώνα παρά σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία του 21ου αιώνα.
Ολοι έχουν δικαίωμα να έχουν άποψη για ζητήματα Ιστορίας και να την καταθέτουν στη δημόσια συζήτηση. Ωστόσο, οι ιστορικοί δεν έχουν, απλά, άλλη μία άποψη δίπλα στις άλλες. Οι ιστορικοί έχουν αφιερώσει πολλά χρόνια ή και δεκαετίες από τη ζωή τους στη μελέτη και την έρευνα, έχουν περάσει ατελείωτες ώρες σε βιβλιοθήκες και αρχεία, έχουν παρουσιάσει το έργο τους και έχουν κριθεί γι' αυτό από άλλους ιστορικούς.
Η γνώση και η γνώμη των ιστορικών είναι πολύτιμες για την ιστορική αυτοσυνειδησία της κοινωνίας μας και η πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα είναι ακριβώς να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην επιστημονική και τη δημόσια ιστορία. Μέχρι να συμβεί αυτό, όμως, ας αναλογιστούμε: μια συζήτηση για την Ιστορία χωρίς τους ιστορικούς, τι είδους Ιστορία προάγει;
* Αναπληρωτής καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου