Τρίτη, Νοεμβρίου 14, 2017

Αλλά "Νοέμβριος" είναι και μια αίσθηση, τωρινά και παλαιά ρίγη, αναστοχασμός, εγκλεισμός, καταβύθιση

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgji8dVaC0x8iqMPW70ZgaalhV7hcdYP_x6GPudIfySLfcF_lFOGQ-klY4w8LJia0W4trKQ5LgyXUyzAqLOgjxZaSS5FFXCw7WgpfDx5uHe_UIHqmjXAnpNLCVnQVFNMlWOcLbD0g/s640/%25CE%25BD%25CE%25BF%25CE%25B5%25CE%25BC%25CE%25B2%25CF%2581%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%2582-%25CF%2583%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25BC%25CF%2580%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25B4%25CF%2589%25CE%25BD%25CE%25B7%25CF%2582.jpg «Από άποψη ηλικίας είμαι λίγο πριν τον Δεκέμβριο. Αλλά "Νοέμβριος" είναι και μια αίσθηση, τωρινά και παλαιά ρίγη, αναστοχασμός, εγκλεισμός, καταβύθιση. Η ψυχή μου είχε γίνει κουβάρι κι ήθελα να λυτρωθώ. Να μιλήσω τραυλά, αποσπασματικά, σταυρωτά, για τους μεγάλους δασκάλους, τον Μανουήλ Πανσέληνο, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Τάκη Κανελλόπουλο και άλλους. Για εκείνους που μ’ έμαθαν γράμματα στο δημοτικό. Για τους χριστιανούς και τους εβραίους, για τα επιφανή καταστήματα της μνήμης, όπως το βιβλιοπωλείο Μόλχο και το Ντορέ. Για τα μυθικά φαρμακεία της Θεσσαλονίκης. Για τη γυναίκα και το αίνιγμά της. Να υμνήσω δουλοπρεπώς τα σκυλιά, τους σκαντζόχοιρους, τα τρυγόνια κι άλλα ζώα που σέβομαι. Να μιλήσω, μεθυσμένος, για τους φίλους και τους συγγενείς».
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ

1. Το ελάχιστο: «Διάβαζα ένα τεράστιο μυθιστόρημα που δεν διαβάζεται. Κουράστηκα. Μπάφιασα. Πόθησα την απόλαυση του συμπυκνωμένου ελάχιστου –θυμήθηκα τον παππού μου τον Θόδωρο, που στην Αρετσού της Πόλης, κάποτε, επί ώρες έπινε μιαν ολόκληρη νταμιτζάνα ούζο χωρίς ψωμί, χωρίς μεζέ, χωρίς τίποτε, παρά γλείφοντας μόνο το κεφάλι ενός παστωμένου τσίρου»
Αποτέλεσμα εικόνας για βιβλιοπωλείο του Μόλχο2. Στη σκάλα του Μόλχο:  Νοσταλγία για αγαπημένους και άξιους, θύμησες για Ναζί και καταδότες…
 Το βιβλιοπωλείο του Μόλχο, δυο χρόνια κλειστό και γκρίζο, το παλιό βιβλιοπωλείο, των εκατόν είκοσι πέντε χρόνων, όπου αποφεύγει ο αφηγητής μας να περνάει απ’ εκεί γιατί καίγεται η καρδιά του. Το βιβλιοπωλείο του Μόλχοε το θρυλικό πατάρι. Και ξάφνου να ‘το φωτισμένο, κόσμος πολύς. Τα ράφια γεμάτα βιβλία. Στην υποδοχή ο κατοχικός ραβίνος Κόρετζ, μέσα γνωστοί Θεσσαλονικείς Εβραίοι, άλλοι κοκαλιασμένοι, άλλοι ημιθανείς, ντυμένοι με τις ριγέ στολές στρατοπέδων. Να και ο μηχανικός  Σαμ Προφέτα του κιν/φου Ολύμπια, ο συγγραφέας Nehama, οι αδελφοί Κοέν …. Μερικά πρόσωπα χαρούμενα, άλλα αποτρόπαια…. Η σαπισμένη σκάλα γκρεμίζεται, ο κόσμος καταρρέει μαζί της…. Σηκώνεται σκόνη απ’ το δάπεδο, αρχαία σκόνη, γκρίζα.
Αποτέλεσμα εικόνας για βιβλιοπωλείο του Μόλχο
3. Στο ΑΤΜ που δίνει ποιήματα
ΠΛΗΣΙΑΖΩ-ΜΕΣΗΜΕΡΑΚΙ- στο ΑΤΜ που δίνει ποιήματα , στην άκρη της πλατείας. Είναι έμπνευση του δημάρχου που βασίζεται σε μια ευρεσιτεχνία ενός κατοίκου της περιοχής.Ρίχνεις στη σχισμή ένα δίευρο και πατάς στα κουμπιά ποιανού ποιητή ποίημα προτιμάς, ή, αν θες , να είναι αγνώστου.Το μηχάνημα περιέχει γώρω στο ένα εκατομμύριο ποιήματα, Ελλήνων και ξένων, κι εμπλουτίζεται συνέχεια. Η επιλογή, μετά το διάλεγμα του ποιητή, γίνεται τυχαία. Ρίχνω το νόμισμα και πατάω στα πλήκτρα τη λέξη ΑΓΝΩΣΤΟΥ. Το μηχάνημα γουργουρίζει εσωστρεφώς και μου βγάζει, τυπωμένο σε χαρτί, το παρακάτω ποίημα:
 Ία, MADRE PERLA
Είσαι μια καλλωπιστική δαμασκηνιά
είσαι το ασπράδι του αυγού, πρωτόγαλα
είσαι «ΙΟΝ» βουτύρου  με ευκάλυπτο
 
 Γυαλιστερό κοχύλι της Ερυθράς Θαλάσσης 
 MADRE PERLA-Μαργαριτομήτωρ
Είσαι ζεστή σαν την κοιλιά μικρής δεκαοχτούρας
Θηλαρχή έφηβης
κι άνθος αραβοσίτου
Κανείς δεν φτιάχνει σαν κι εσένα 
τις  τηγανητές πατάτες – με γνήσιο ελαιόλαδο
Στα μάτια σου βλέπω
σκηνές απ΄τη μάχη στο Δραγατσάνι
αρχαίες θυσίες αλόγων
και βυσσινιά φεγγάρια απαθή πάνω
από φονικά πεδία μάχης
Εμφύλιες προδοσίες και φόβο του πατέρα
μια φουφούλα της πρώτης δημοτικού
και το βρακάκι σου να κρέμεται
Είσαι πιο καθαρή κι απ΄το ένστικτο
πιο επιδέξια απ΄τον Στρυμόνα
τα ψέματά σου είναι θηλυκά, αυθόρμητα
κι άλλοτε είσαι στάχτη στο ουίσκι και ειλικρινής
σαν το εκκαθαριστικό του Ιούδα
Σε βλέπω ν΄αλείφεις «Φιλαδέλφεια»
πάνω στο πεντάσπορο ψωμί
κι ο καφές σου ως στη μέση
και το φουστάνι σου πιο ανάερο κι από αναθυμίαση
αρώματος της Apivita
Μήπως είσαι τέττιξ (=τζιτζίκι) αιτούμενη δρόσον
πάνω στο ασήμι της οξιάς
Ή ένα τρένο φορτωμένο επίθετα
καρτέρι χρώματος
κι όλη η εξουσία στα σοβιέτ
Ναι, είσαι χουζάμ νιαβέντι *, τζιβαερικό (=θησαυρός) της Σμύρνης
κι επιστροφή πλούσιων εκδρομέων από εξοχικό
της Τραπεζούντας 

Θα σ΄έλεγα λωλή αμυγδαλιά
και ομελέτα με αυγοτέμπερες
συνθήκη ελαφράς υγρασίας
χρυσό συκοφάγο πάνω σε κρανιά

Αν και τα χέρια σου είναι πιο όμορφα
από κουτάβια λαμπραντόρ
πιο καθαρά από στόμα βρέφους

Τα πέλματά σου λίγο  en dehors (=πεταχτά)
γαμψό το δεύτερο δαχτυλάκι του ποδιού σου
κι αστράγαλος όχι τέλειος, όχι ανάγλυφος
αλλά τρυφερά καμπύλος σαν τα θρακικά παράλια

Αφότου έκοψες το τσιγάρο έγινες φιλύποπτη
έβαλες μερικά κιλά
κι έχεις πιο εύκολα τα δάκρυα

Ανάμεσα στα πόδια σου χαράζει
η διασφάξ (=φαράγγι, βαθιά σχισμή) των Τεμπών
στα στήθια σου πάλλεται
η θηριωδεστάτη θάλασσα

Κι εγώ κάθομαι δίπλα σου σε ήρεμη εγρήγορση
είμαι το σκυλί της καντίνας
που περιμένει το μερίδιο του Ησαύ- διότι πάντα
τω απροσίτω προσάγεις


Το περπάτημά σου έχει κάτι
από αϊδίνικο ζεϊμπέκικο
κάτι από βήματα μπαϊντούσκας
και θέλω να φωνάξω «Μπιρ Αλλάχ!» όταν περνάς

Είσαι ένας κόρφος ζεστά κάστανα
το αίμα από τη μύτη
* χουζάμ νιαβέντι (=μινόρε) *: Ο δρόμος Χουζάμ είναι ένας από τους δρόμους που χρησιμοποιούνται στην ελληνική λαϊκή μουσική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...