Μαρία Αρχιμανδρίτου*
Δύο ποιήματα από τη συλλογή Η κατίσχυση των ρόδων (2002)
1. Προσταγή αυτοκτόνος
[ή η βυζαντινή προέλευση της αράς «άει τσακίσου»]
[Από το Μέρος ΙΙ]
Το χρόνο σκίζαν αστραπές οργής
Άδειαζαν το σκοτάδι τους οι ώρες
Την αυτοκτόνο προσταγή ο αφέντης έστελνε:
Αγχόνη χρήσαι ή κρημνίσαι εαυτόν.
Ποιος ώμος μοίρα αντίθετη τη σήκωνε;
Και χέρι ποιο στη σκέψη
τ’ αγκάθι απ’ την πληγή το βγάζει;
Ήταν κι ο δρόμος που τα βήματα δεν άκουγε
Πιο λίγος απ’ τη ζήση σου να γεννηθείς αν τύχαινε.
Στο χρόνο λένε τσακιστήκανε πολλοί
Κι άλλων τα βήματα απ’ την κόψη του χαμού επιστρέψαν
Καιρός πολύς χειμώνιασε στη σκέψη τους
Ώσπου να μάθουν οι άνθρωποι
Πως στη ζωή τους να υπακούουν όφειλαν
και τέτοια προσταγή ν’ αδειάζουν από πράξη.
Γράψαν λοιπόν Νομομαθείς στη Βασιλεύουσα,
Ευρυμαθείς γραμματικοί φωνάξαν
Ουδείς επί τω κατακρημνισθήναι καταδικάζεσθαι.
Δεν πας εσύ να γκρεμιστείς, είπε του αφέντη του,
Που αγχόνη εγώ στη ζήση μου θα φτιάξω;
[ή η βυζαντινή προέλευση της αράς «άει τσακίσου»]
[Από το Μέρος ΙΙ]
Το χρόνο σκίζαν αστραπές οργής
Άδειαζαν το σκοτάδι τους οι ώρες
Την αυτοκτόνο προσταγή ο αφέντης έστελνε:
Αγχόνη χρήσαι ή κρημνίσαι εαυτόν.
Ποιος ώμος μοίρα αντίθετη τη σήκωνε;
Και χέρι ποιο στη σκέψη
τ’ αγκάθι απ’ την πληγή το βγάζει;
Ήταν κι ο δρόμος που τα βήματα δεν άκουγε
Πιο λίγος απ’ τη ζήση σου να γεννηθείς αν τύχαινε.
Στο χρόνο λένε τσακιστήκανε πολλοί
Κι άλλων τα βήματα απ’ την κόψη του χαμού επιστρέψαν
Καιρός πολύς χειμώνιασε στη σκέψη τους
Ώσπου να μάθουν οι άνθρωποι
Πως στη ζωή τους να υπακούουν όφειλαν
και τέτοια προσταγή ν’ αδειάζουν από πράξη.
Γράψαν λοιπόν Νομομαθείς στη Βασιλεύουσα,
Ευρυμαθείς γραμματικοί φωνάξαν
Ουδείς επί τω κατακρημνισθήναι καταδικάζεσθαι.
Δεν πας εσύ να γκρεμιστείς, είπε του αφέντη του,
Που αγχόνη εγώ στη ζήση μου θα φτιάξω;
2. Τα χρώματα μιας ιστορίας
[Από το Μέρος ΙΙΙ]
Με υφάσματα δαμασκηνά της Προύσας χρυσοκέντητα
έγραψε μες στις λέξεις της το σώμα
σαν παραμύθι στις κινήσεις του ενέδωσε
και νίκη έδωσε στα βήματα κατακτητή.
*
Να μ’ αγαπάτε, είπε,
με τα λόγια που φορώ για ν’ αντέχω στο κρύο.
Να μ’ αγαπάτε, ίσως, γιατί με λέξεις ανυπόδητες
Θ’ ανέβω τη ζωή μου ως την κορφή.
[Από το Μέρος ΙΙΙ]
Με υφάσματα δαμασκηνά της Προύσας χρυσοκέντητα
έγραψε μες στις λέξεις της το σώμα
σαν παραμύθι στις κινήσεις του ενέδωσε
και νίκη έδωσε στα βήματα κατακτητή.
*
Να μ’ αγαπάτε, είπε,
με τα λόγια που φορώ για ν’ αντέχω στο κρύο.
Να μ’ αγαπάτε, ίσως, γιατί με λέξεις ανυπόδητες
Θ’ ανέβω τη ζωή μου ως την κορφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου