ΗΔΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΛΗΝ ΟΧΘΗ
Δημοσίευση:Η Αυγή, 28 Μαΐου 2017Μια μέρα πριν από χρόνια το ακατοίκητο νεοκλασικό απέναντι στο σπίτι που έμενα τότε άρπαξε φωτιά. Κάποιοι περίοικοι ισχυρίστηκαν ότι διέκριναν μια ύποπτη σκιά να τριγυρνά παραπατώντας μ’ ένα κερί στο χέρι αλλά έτσι κι αλλιώς σε λίγο μια δειλή γλώσσα από σπίθες έγλειφε το υπέρθυρο και πυκνές τουλούπες καπνού έβγαιναν από τα παράθυρα του δεύτερου πατώματος. Όταν ακούστηκαν οι σειρήνες το ρημάδι είχε τυλιχτεί στις φλόγες και συγχρόνως με το πρώτο όχημα της Πυροσβεστικής κατέφθασε στο σπίτι μου ο Δημήτρης Αρμάος. Μέχρι να ξετυλιχτούν οι μάνικες για την κατάσβεση είχαμε εγκατασταθεί στον εξώστη για πλήρη θέα των επιχειρήσεων και συνοδεία ενός εύφλεκτου σκωτσέζικου υγρού αραιωμένου εκτάκτως με παγάκια πιάσαμε δουλειά. Δική μας αποστολή ήταν η αναζωπύρωση της πυρκαγιάς και μάλιστα σε ιδιαίτερα εκτεταμένο πεδίο αναφορών, η βραδιά λοιπόν προβλεπόταν κοπιώδης.
Ανάθεμά τες τις φωτιές! — σήκωσε το ποτήρι του ο Αρμάος και παρά την αναλαμπή της καταγγελίας η αποστροφή του ακούστηκε σαν πρόποση για τις διαβόητες φωτιές που στοιχειώνουν τη λογοτεχνία. Με τις πρώτες γουλιές, τακτικός άνθρωπος καθώς ήταν, προτού ρίξει στο παραγώνι τα μεγάλα κούτσουρα στοίβαξε για προσάναμμα μερικούς στίχους του Ρόμπερτ Φροστ από το Φωτιά και Πάγος και μόλις το πράμα φούντωσε σαλτάρισε στον Ντίκενς: Όπως όλοι οι βικτωριανοί τρελαινόταν με τις εξοχές αλλά δεν ήταν τυφλός, έβλεπε πως με τα φουγάρα της βιομηχανικής επανάστασης το γοτθικό στοιχείο που θέριευε ώς τότε σε γκρεμούς και δαιμονικά κάστρα είχε μεταναστεύσει απογυμνωμένο από τα επιβλητικά του λοφία στην εξαθλίωση των λαϊκών συνοικιών, στους ζοφερούς οίκους των μητροπόλεων και, θυμήσου το Barnaby Rudge, δεν ησυχάζει πριν βάλει φωτιά στο Λονδίνο με μια χειρονομία τιμωρητικού εξαγνισμού. Ως προς τη διάθεση συγγενεύει με τον Τολστόι, έναν οπαδό του αγροτικού αναχωρητισμού και των ποιμενικών ειδυλλίων, μακρινό απόγονο της νοσταλγίας απολεσθέντων αρκαδικών παραδείσων που επιχαίρει κρυφά με την πυρκαγιά της Μόσχας. Ο Ντοστογιέφσκι πάλι, για να καλύψει με προπέτασμα καπνού μερικούς φόνους ιδιωτικής σκοπιμότητας τους συνδέει υπογείως και εντελώς καταχθόνια με το μηδενιστικό πρόγραμμα των Δαιμονισμένων και βάζει φωτιά ο άθλιος σε μια ολόκληρη συνοικία!
Περασμένα μεσάνυχτα απέναντι στο νεοκλασικό η φωτιά είχε σβήσει και οι πυροσβέστες αποχώρησαν αλλά ο κίνδυνος από τίποτα κρυφές εστίες καραδοκούσε κι εμείς, επαγγελματίες των αναζωπυρώσεων, είχαμε βάρδια επιφυλακής, οπότε μεταφερθήκαμε στο άψε-σβήσε σε κοντινό μπαράκι κι αναθερμαίνοντας με φρέσκα ποτά τη γραμματολογική μας προοπτική συνεχίσαμε απρόσκοπτα πλέον την εποπτεία του φλεγόμενου λογοτεχνικού πεδίου. Αφού σκάλισε λιγάκι επιπόλαια τις στάχτες από την Ψυχανάλυση της Φωτιάς και κοντέψανε να καούν τα χέρια του ο Αρμάος, πιστός στη στρατηγική της τραυματικής επιδείνωσης, έκανε ένα άλμα από τον Γκαστόν Μπασελάρ στον Ρενέ Ζιράρ και βρέθηκε τυλιγμένος στις Φλόγες της Ζηλοτυπίας. Οι πυρκαγιές, υποστήριξε, αποτελούν μια υπερχείλιση της συνείδησης, προέρχονται από την ανάφλεξη βαθιά αποσιωπημένων παθών, τα φρύγανα παλαιών αισθημάτων ανάβουν σε αρχοντικά και καλύβες, πράγμα που, με φόντο τον κοχλασμό των μεγάλων πόλεων, φαίνεται καλύτερα στις ιδιωτικές αποτεφρώσεις. Πρωθιέρεια στον χορό της φωτιάς είναι πάντα μια τρελή που λαμπαδιάζει στην εκδίκηση ή στην απόγνωσή της. Στη Ρεβέκα της Δάφνης ντυ Μωριέ είναι η μνησίκακη οικονόμος που κατακαίει το Μάντερλεϊ. Στην Τζέην Έυρ της Σαρλότ Μπροντέ η τρελή γυναίκα του Ρότσεστερ θα κάψει το Θόρνφιλντ και η επίσης τρελαμένη Αλεξάνδρα στο Περί Ηρώων και Τάφων του Ερνέστο Σάμπατο θα κάψει το Παρατηρητήριο που στέγαζε τα φοβερά της οράματα… Στο μεταξύ διάφοροι φίλοι μαζεύονταν στο μπαράκι, η Κατερίνα, ο Γιώργος, η Ευαγγελία, ο Παναγιώτης, η Αλεξάνδρα, ο Σωτήρης, ο γιος του ο Κωνσταντίνος — και ο Αρμάος τούς καλωσόριζε με το βροντερό του γέλιο: Ελάτε, παίδες εν καμίνω! φώναζε και η συζήτηση, μια που καθένας έφερνε το δικό του κούτσουρο, άναψε και κόρωσε ώς το ξημέρωμα.
Τέτοιος ήταν ο Δημήτρης Αρμάος και με τέτοια ζέση συνδαύλιζε τα κάρβουνα της ζωής ώς την πλήρη λογοτεχνική τους ανάφλεξη ή αντιστρόφως αξιοποιούσε έναν λογοτεχνικό σπινθήρα ως καύσιμο της τρέχουσας ζωής. Στο διήγημα του Παπαδιαμάντη Βαρδιάνος στα Σπόρκα ένας φύλακας βεβαιώνει ότι θα πιεί το ultimo ποτήρι αλλά λίγο μετά κατεβάζει το contra ultimo που εξουδετερώνοντας το προηγούμενο εξασφαλίζει την επ’ αόριστον συνέχεια της μέθης. Αυτό το τέχνασμα μετέφερε ατόφιο ο Αρμάος στην παρέα για να παρατείνουμε μέχρι πρωίας τα νυχτέρια μας είτε σε κανένα σπίτι είτε σολωμικά απαγγέλλοντας με την εξαισίως καλλιεργημένη του φωνή, έξω στη νύχτα της ανάστασης που πέφτει στου ολόστρωτου πελάου μες στον καθρέφτη... Κάποτε πάλι που βρισκόμαστε στην πατρίδα του, όντας εμβριθέστατος επιμελητής εκδόσεων, περιέγραψε σε κάποιον κατάπληκτο περαστικό την Ιτέα ως… επίμετρο της Άμφισσας! Κρίμα που ο ίδιος με τόσα αγίνωτα ταξίδια βιάστηκε να συμψηφίσει το γινόμενό τους γράφοντας τόσο πρόωρα το …επίνειο της δικής του ζωής!
Τώρα που απομακρύνεται στην αιωνιότητα για να σμίξει σαν ήρωας πλέον κι αυτός με τους αγαπημένους του ήρωες στο λογοτεχνικό πάνθεον, η κάθε του ελαφρά επίνευση στα γράμματα και στα πράγματα του κόσμου αποκτά άλλη βαρύτητα και τα καθιστά ομοούσια. Για άνθρωπο με το ανάστημα και τον διασκελισμό του η μεσοτοιχία ζωής και λογοτεχνίας δεν αποτελούσε εμπόδιο προς αποφυγήν αλλά πρόκληση για την υπέρβασή του. Συνήθως μ’ έναν πήδο αλλά και κάποτε, στα ζόρικα, από το παραπόρτι των παράνομων εραστών, περνούσε από τη μία μεριά στην άλλη και ανάλογα με την περίσταση, πότε με χαρακτηριστική άνεση και πότε εσπευσμένα σαν μυστικός αγγελιοφόρος, εκόμιζε με τη διαδικασία του επείγοντος τα κρυπτογραφημένα μηνύματα της ζωής προς τη λογοτεχνία και της λογοτεχνίας προς τη ζωή. Ο Αρμάος ήταν πεπεισμένος ότι η τέχνη οφείλει να είναι αληθοφανής ενώ η ζωή ούσα αληθινή δεν είχε τέτοια υποχρέωση. Ακόμα και αυτά όμως τα αναγνωρισμένα μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας όρια, χωρίς να τα καταργεί τα γονιμοποιούσε με την επιγαμία τους στην ενδιάμεση, μεταξύ δράσης και στοχασμού, περιοχή. Προσφεύγοντας στην αναλογικότητα των μορφών γεφύρωνε με μια χειρονομία τις πιο απρόσμενες καταστάσεις βίου και τέχνης επικαλούμενος τις εκλεκτικές τους συγγένειες. Με την ίδια μάλιστα ομιλούσα χειρονομία φαίνεται πως γεφύρωνε τη ζορισμένη σχέση του με τον κόσμο. Την ανυπομονησία του για μια δίκαιη κοινωνία και την απογοήτευσή του από την καθυστέρηση της ελεύσεώς της, την ορμή του προς το μέλλον και τη θλίψη για τον κλειστό του ορίζοντα, τη λαχταρισμένη αγάπη του για τη ζωή και τον διαρκή καυγά που είχε μαζί της. Έτσι ο Αρμάος, τόσο ξέφρενα κοινωνικός στις εκτινάξεις του, ήταν ενίοτε, όταν τη σπλήνα του την κυβερνούσαν πικρά και σκοτεινά φεγγάρια, απρόσιτος και μονήρης σε παθολογικό βαθμό.
Κλεινόταν στη μνημειακή βιλιοσπηλιά που είχε για γραφείο, μια φαουστική κρύπτη με αυθεντικά γοτθική ατμόσφαιρα, και δούλευε σκληρά, ακούραστα για ώρες ατελείωτες, μερόνυχτα ολόκληρα καμιά φορά, σκυμμένος πάνω στους κλασικούς της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας από τον Όμηρο ώς τον Παπαδιαμάντη και τον Σολωμό και από τον Δάντη ώς τον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε. Η καθ’ όλα εμπρηστική συναλληλία του με παρόμοια αναστήματα και η ραγδαία του εξοικείωση με τις δρασκελιές τους διαμόρφωσαν το σφοδρό ήθος του γενναίου αναγνώστη, σφυρηλάτησαν τη στερεότητα του βουτηχτή και προσέδωσαν στο απόκρημνο ύφος τού συνολικού του έργου ευγενή αγωνιστικά χαρακτηριστικά. Πολεμώντας σαν ιππότης και στοιχίζοντας τον βαρύ του οπλισμό, τα μελετήματα και τις διατριβές, τα λεξικά και τα εγχειρίδιά του τα ερμηνευτικά σε παράταξη μάχης, ανοιγόταν καλπάζοντας στα ποικίλα πεδία των λογοτεχνικών του εξορμήσεων, πολιορκούσε επίμονα τα πιο δύσβατα θέματα και η ψυχή του δεν ειρήνευε αν δεν έφτανε σε νικηφόρο αποτέλεσμα. Ο γνωστικός του διαβήτης είχε τεράστιο άνοιγμα, μα η προκύπτουσα διάμετρος κατά τρόπο γοητευτικό και παράδοξο υπερέβαινε τον κύκλο της γιατί δεν υπαγορευόταν απλώς από τη διαφορότροπη φύση των δραστηριοτήτων του αλλά κυρίως από την ανήσυχη και ταραγμένη του διάθεση που συνεχώς τον προέτρεπε σε απροσδόκητα νέους αλματικούς συσχετισμούς. Απ’ αυτή την πολυκύμαντη διαθεσιμότητα εκπορευόταν η συνδυαστική τριβή των εργασιών του ως φιλολόγου, επιμελητή εκδόσεων και ποιητή — ιδιότητες που ξεπερνούσε εξακολουθητικά και προς κάθε κατεύθυνση.
Τον όγκο και τη βαθύτητα της μόρφωσης του Αρμάου τα αντιλαμβανόταν αμέσως και ο πιο άσχετος — αλλά το κρίσιμο ήταν η πνευματικότητά του, απτή και συνάμα διαφεύγουσα. Η αυστηρότητα πίσω από τη φαινομενική αταξία εύθυμων επιφωνημάτων, ο αποσπασματικός χαρακτήρας των εκρήξεών του και η τέλεια ορχηστρική τους μορφή. Η ομιλία του με τον βόγγο μιας καταιγισμένης ύπαρξης να σκεπάζεται από την μπόρα. Η κίνησή του ανάμεσα σε χαρακιές, με τη σιγουριά ενός μάστορα και τις αιφνίδιες αστάθειες απειλούμενου χορευτή. Τα σκιρτήματα μιας επικείμενης κι αναπόδραστης πτώσης να αποκαλύπτουν στην πιο κρίσιμη στροφή τις μισές φιγούρες στην αμφίσημη ολοκληρία τους. Ο χορός στο φρύδι του γκρεμού με δίχτυ ασφαλείας ένα πλέγμα από μελετημένες αστάθειες. Οι ατέλειωτες συστροφές στον αέρα, οι άτακτες περιδινήσεις και τα πλάγια βήματα, όλες τέλος πάντων οι ολισθηρές μεταπτώσεις στις αναδιπλούμενες κλίμακες έξοχων και ετοιμόρροπων συσχετισμών στην πάλη του με κείνη τη λεπτή μεμβράνη που μονάχα αυτή όπως έλεγε τον χώριζε από την ευτυχία. Μακάρι να τη σκίσουμε για χάρη του Δημήτρη όσοι τον αγαπάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου