Σάββατο, Μαΐου 27, 2017

Η ΜΥΘΙΚΗ ΘΟΥΛΗ, Η ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Η... ΑΡΕΙΑ ΦΥΛΗ

1. Θούλη - Βικιπαίδεια

Αποτέλεσμα εικόνας για ΘΟΥΛΗΑποτέλεσμα εικόνας για ΘΟΥΛΗ

2. Η Εταιρεία της Θούλης, ο ναζισμός και η γερμανική προσπάθεια για ταυτότητα.


Johann Wolfgang von Goethe
[1749 – 22 Μαρτίου 1832]

ΑΚΟΥΜΕ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ
ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΦΑΟΥΣΤ"
(Το τραγουδά η Μαργαρίτα λίγο πριν κοιμηθεί)

"Der König in Thule"
Es war ein König in Thule 
 Ήταν ένας βασιλιάς στη Θούλη 
 Gar treu bis an das Grab,
Πιστός μέχρι τον τάφο.
Dem sterbend seine Buhle
Πεθαίνοντας η αγαπημένη του
Einen goldnen Becher gab.
τού 'δωσε ένα κύπελο χρυσό.

Es ging ihm nichts darüber,
Τίποτε δεν αγαπούσε πιο πολύ,
Er leert' ihn jeden Schmaus;
Το άδειαζε σε κάθε φαγοπότι'
Die Augen gingen ihm über,
Τον έπιαναν τα δάκρυα,
Sooft er trank daraus.
Κάθε φορά που έπινε μ' αυτό.

Und als er kam zu sterben,
Κι όταν έφτασε η ώρα να πεθάνει,
 
Zählt' er seine Städt' im Reich,
Λογάριασε τις πόλεις μες στο βασίλειό του,
Gönnt' alles seinem Erben,
Τις χάρισε όλες στο διάδοχό του,
Den Becher nicht zugleich.
Το κύπελο όμως όχι.

Er saß beim Königsmahle,
Καθόταν στο βασιλικό τραπέζι,
Die Ritter um ihn her,
Τριγύρω του οι ιππότες,
Auf hohem Vätersaale,
Στην ψηλοτάβανη την πατρική σάλα,
Dort auf dem Schloß am Meer.
Εκεί στον πύργο δίπλα στ' ακροθαλάσσι.

Dort stand der alte Zecher,
Στάθηκε εκεί ο παλιός ο πότης,
Trank letzte Lebensglut,
Ήπιε την τελευταία θέρμη της ζωής,
Und warf den heil'gen Becher
Και πέταξε το άγιο κύπελο
Hinunter in die Flut.
κατευθείαν μες στο κύμα.

Er sah ihn stürzen, trinken
Το είδε να πέφτει, να γεμίζει
Und sinken tief in's Meer.
Και να βυθίζεται βαθιά στη θάλασσα.
Die Augen täten ihm sinken;
Τα μάτια του έκλεισαν,
Trank nie einen Tropfen mehr.
Και δεν ξανάπιε πια ούτε σταγόνα.

Μετάφραση: Gerontakos 



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

In Thule lived a noble king,
All faithful to the grave;
Him, dying, his love—O, sacred thing!
A golden beaker gave.

More prized than all his wealth beside,
5
He drained it every meal;
Each time he quaffed its rosy tide,
The tears began to steal.

And when death claimed him as his slave,
His towns he reckoned up,
10
All to his heir he gladly gave,
But not that golden cup.

A rich, right royal feast for all
His faithful knights made he,
There in his high, ancestral hall,
15
In his castle by the sea.

And there the aged toper rose;
He drinks life’s last glad glow,
And then the sacred cup he throws
Into the waves below.
20

He sees it fall, fill, disappear
Beneath the deep, deep sea,
Then closed his eyes without a tear.
And no more a drop drank he.
ΜΕΤΑΦΑΣΗ :Nicholas Flood Davin

Δεν υπάρχουν σχόλια: