Νίκη κατά της «gig economy»
Δεν νίκησαν απλώς μια μεγάλη εταιρεία, μια πολυεθνική αξίας 62,5 δισ. δολαρίων, έναν πανίσχυρο εργοδότη, αλλά ένα ολόκληρο επιχειρηματικό μοντέλο πάνω στο οποίο επιχειρεί να στηριχτεί η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης στον 21ο αιώνα και η ακόμη μεγαλύτερη εξαθλίωση του ανθρώπου.Ο λόγος για τους Γιασίν Ασλάμ και Τζέιμς Φάραρ, δύο οδηγούς της Uber στη Βρετανία που οδήγησαν τον περασμένο Ιούλιο την καλιφορνέζικη εταιρεία μεταφορών στο δικαστήριο επίλυσης εργασιακών διαφορών για το καθεστώς απασχόλησης που τους επέβαλε.
Αντιμετωπίζοντάς τους ως αυτοαπασχολούμενους και όχι ως κανονικούς εργαζόμενους, η Uber στερούσε από τους δύο οδηγούς και χιλιάδες ακόμη συναδέλφους τους βασικά εργασιακά δικαιώματα όπως τον ελάχιστο κατώτατο μισθό, το επίδομα αδείας, τις εισφορές για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, τις εργοδοτικές συνταξιοδοτικές εισφορές.
Οι δύο οδηγοί, που ουκ ολίγες φορές έφτασαν εξαιτίας αυτού του καθεστώτος να αμείβονται με 5 στερλίνες την ώρα -ωρομίσθιο αρκετά χαμηλότερο του κατώτερου των 7,2 στερλινών που ισχύει στη Βρετανία- κατήγγειλαν στο δικαστήριο ότι δέχονταν τρομακτικές πιέσεις από την εταιρεία προκειμένου να εργάζονται επιμηκυμένα ωράρια και να αποδέχονται κούρσες που δεν επιθυμούσαν. Υπήρχαν «επιπτώσεις» από την εταιρεία αν ακύρωναν μια μεταφορά, τόνισαν.
Την περασμένη Παρασκευή, όμως, το δικαστήριο με μια απόφαση-σταθμό (που πιθανότατα θα επηρεάσει τη ζωή εκατομμυρίων εργαζομένων στον πλανήτη) έκρινε ότι οι δύο οδηγοί της Uber… με καμία κυβέρνηση δεν είναι αυτοαπασχολούμενοι και ότι θα πρέπει να αμείβονται με τον «ελάχιστο μισθό διαβίωσης» που ισχύει στη Βρετανία.
Η Uber δημιουργήθηκε πριν από επτά χρόνια στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ και δραστηριοποιήθηκε αρχικά στις πολυτελείς ιδιωτικές μετακινήσεις. Εν συνεχεία αναπτύχθηκε στον χώρο των «διαμοιρασμένων διαδρομών», αξιοποιώντας εφαρμογές παροχής υπηρεσιών στο διαδίκτυο.
Η ηλεκτρονική πλατφόρμα της παρέχει σε ιδιώτες κατόχους οχημάτων τη δυνατότητα να μετατραπούν σε οδηγούς προς ενοικίαση και να κερδίσουν κάτι, διαθέτοντας το αυτοκίνητό τους ως μεταφορικό μέσο σε χρήστες της εφαρμογής που αναζητούν μια διαδρομή.
Σε 40 χώρες
Σταδιακά η Uber δημιούργησε και άλλες ανάλογες υπηρεσίες όπως την Uber Taxi σε συνεργασία με επαγγελματίες οδηγούς και επεκτάθηκε ραγδαία σε περισσότερες από 40 χώρες του κόσμου. Σήμερα η αξία της ανέρχεται σε 62,5 δισ. δολάρια.Ενα μεγάλο μέρος της επιτυχίας της το οφείλει στο γεγονός ότι πλασάρεται ως ενδιάμεσος δύο συμβαλλομένων κατηγοριοποιώντας ψεύτικα εργαζομένους της ως αυτοαπασχολούμενους.
Το καθεστώς μειώνει κάθετα το εργασιακό κόστος της αφού της επιτρέπει να μην πληρώνει εισφορές και να εξοικονομεί μια σειρά από δαπάνες όπως ο κατώτατος μισθός, οι εργοδοτικές εισφορές, το επίδομα αδείας, ασθένειας και έτσι να υπερτερεί των ανταγωνιστών της.
Η Uber όπως και μια σειρά άλλων εταιρειών από τον χώρο των ταχυμεταφορών, υπηρεσιών διανομής έτοιμου φαγητού, καθαρισμού έως τον τομέα των κατασκευών εκμεταλλεύονται βασικά την υψηλή ανεργία στον σύγχρονο κόσμο, την αποδυνάμωση των συνδικάτων, την ψηφιοποίηση και τις τεχνολογικές αλλαγές προκειμένου να επιβάλει ένα νέο μοντέλο απασχόλησης.
Στο μοντέλο αυτό, που ευρύτερα ονομάζεται «gig economy», οι περισσότερες θέσεις εργασίας είναι προσωρινές και κοινές. Καλύπτονται με ατομικές συμβάσεις ανεξάρτητων «αυτοαπασχολούμενων» ατόμων.
Το μοντέλο αυτό εκλαμβάνει ούτε λίγο ούτε πολύ απλούς κακοπληρωμένους εργαζόμενους ως… επιχειρηματίες. Μελέτες προβλέπουν μάλιστα ότι πολύ γρήγορα, ώς το 2020, το 40% των εργαζόμενων στις ΗΠΑ θα απασχολούνται με τους όρους αυτού του μοντέλου ως ψευδοαπασχολούμενοι.
Στη Βρετανία, ήδη περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι εργάζονται και εκλαμβάνονται λανθασμένα ως αυτοαπασχολούμενοι. Εξ αυτών οι 40.000 είναι οι οδηγοί της Uber.
Ομως οι εργαζόμενοι της Uber, όπως και οποιασδήποτε άλλης εταιρείας της gig economy, δεν είναι ούτε αυτοαπασχολούμενοι ούτε ανεξάρτητοι. Υποχρεώθηκαν σε αυτό το καθεστώς απασχόλησης επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή εργασίας και όχι επειδή το ήθελαν.
Εχουν ελάχιστα περιθώρια ελευθερίας από αυτά που απολαμβάνουν οι κανονικοί αυτοαπασχολούμενοι επιχειρηματίες καθώς περνούν από συνέντευξη, προσλαμβάνονται και ελέγχονται από την εταιρεία.
Η Uber είναι αυτή που καθορίζει τις διαδρομές που θα ακολουθήσουν, τις τιμές που θα χρεώσουν, η Uber τούς κατευθύνει πώς θα εργαστούν, η Uber τούς επιβάλλει πειθαρχικές διαδικασίες αν παραβούν τους όρους της. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι επιχειρηματίες, όπως τους θέλει η Uber και η gig economy.
Στην απόφασή του ο Βρετανός δικαστής ήταν ξεκάθαρος: «Ο ισχυρισμός της αμερικανικής εταιρείας ότι η Uber είναι ένα μωσαϊκό 30.000 μικρών επιχειρήσεων που συνδέονται σε μια κοινή πλατφόρμα είναι γελοίος… Οι οδηγοί δεν μπορούν να διαπραγματευτούν με τους επιβάτες, τους προσφέρονται διαδρομές και τις αποδέχονται υπό τους όρους της Uber».
Η απόφαση αποτελεί αναμφισβήτητα καταλύτη για τους αγώνες των εργαζομένων. Στη Βρετανία βρίσκονται σε εξέλιξη ακόμη τέσσερις δικαστικές διαμάχες μεταξύ εταιρειών κούριερ και δικυκλιστών part-timers που παλεύουν να αναγνωριστούν ως εργαζόμενοι με πλήρη δικαιώματα και όχι ως ψευδοαπασχολούμενοι και επιχειρηματίες.
Σε μια εποχή που τα επίσημα συνδικάτα κοιμούνται, οι κυβερνήσεις ψηφίζουν εξαθλιωτικές για την ανθρωπότητα εμπορικές συμφωνίες τύπου CETA και TTIP, η νίκη των δύο οδηγών της Uber, είναι καθοριστική.
Οχι απλά γιατί δημιουργεί δικαστικό προηγούμενο χρήσιμο στον αγώνα των κολασμένων ντελιβεράδων με τα παπιά αλλά γιατί χαράσσει μονοπάτι, δημιουργεί φωτεινό παράδειγμα δείχνοντας ότι τίποτε δεν έχει ακόμη χαθεί στον αγώνα για μια πιο δίκαιη κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου