«Τι γίνεται με τον άνθρωπο; Αυτό είναι το ερώτημα»
Ο Στέφανος Ροζάνης είναι Φυσικός και καθηγητής Φιλοσοφίας. Γνωστός ως «αναρχικός» φιλόσοφος (αν και, όπως μας λέει, οι αναρχικοί μάλλον δεν το ξέρουν, ούτε καν τον ξέρουν, καθώς «δυστυχώς οι περισσότεροι νέοι από αυτούς δεν διαβάζουν»), έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά και στο εξωτερικό (στα Πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και της Νέας Σορβόννης και πλέον κάνει διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης).Στην Ελλάδα συνεργάζεται με τις εκδόσεις Εξάρχεια και μαζί βγάζουν το περιοδικό Λόγου και Κριτικής, «Ερμα».
Μόλις ξεκίνησε σειρά ομιλιών με θέμα «επιστήμη και φιλοσοφία» στο Μουσείο Ηρακλειδών και με αυτό ως αφορμή, κάνει μια εκ βάθρων ανάλυση του τι ζούμε, γιατί και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.
Η «κρίση» όπως και η «πρόοδος» είναι επινοήματα του καπιταλισμού
◼ Φιλοσοφία και επιστήμη δείχνουν να συνυπάρχουν και χρονικά. Δεν είναι τυχαίο πως την ίδια περίοδο (περί το 1867) βγήκε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, η ηλεκτρομαγνητική θεωρία του Μάξγουελ και η δαρβινική θεωρία της εξέλιξης των ειδών. Πώς συνδέονται τελικά;
Θα ξεκινήσω, συμπληρώνοντας πως την ίδια εποχή που ο Χάιντεγκερ γράφει το «Είναι και Χρόνος» (1927), ο Χάιζεμπεργκ αποκαλύπτει την Αρχή της Αβεβαιότητας στη Φυσική. Δηλαδή, βάζει στην κίνηση του ηλεκτρονίου τον παρατηρητή μαζί και τον χρόνο.
Αρα, θέτει αυτούς τους δύο παράγοντες, ως προς την ύλη. Την ίδια στιγμή ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ θέτει τον παρατηρητή και τον χρόνο ως προς την Ιστορία.
Ακριβώς αυτό θέλω να δείξω και στο Ηρακλειδών, ότι φιλοσοφία και επιστήμη πάνε μαζί. Επίσης, κάθε φορά που έχουμε μια κρίση στη φιλοσοφία, ακολουθεί κρίση και στην επιστήμη. Αυτό το ξέρουμε ήδη από την προνεωτερική εποχή.
Η εποχή του Γαλιλαίου, για παράδειγμα, συμπίπτει με την κρίση της αριστοτελικής αρχής του κόσμου. Αυτός (σ.σ. ο Γαλιλαίος) φέρνει τη σχετικότητα της κίνησης έναντι της απολυτότητας της κινήσης του Αριστοτέλη, με αποτέλεσμα δύο παράλληλες κρίσεις.
Αυτό συμβαίνει συνεχώς, έως σήμερα. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, καθώς επιστήμη και φιλοσοφία μιλούν την ίδια γλώσσα: τα ελληνικά.
Ειδικά η φιλοσοφία μιλάει μόνο ελληνικά, καθώς βασίζεται πάνω στο βασικό ερώτημα: τι έστι; Αυτό το ερώτημα η ελληνική φιλοσοφία το απεύθυνε στον κόσμο. «Τι έστι;», χωρίς κατηγορούμενο. Αυτή είναι η πεμπτουσία της φιλοσοφίας.
◼ Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για μία ακόμη τέτοια κρίση;
Σήμερα, ιδιαιτέρως. Βιώνουμε μια τεράστια κρίση στην επιστήμη, που εμφανίζεται τόσο στην κβαντική Φυσική όσο και στην αποδομητική φιλοσοφία. Αυτές οι δύο βρίσκονται σε παράλληλες κρίσεις: μετά τον Χάιζεμπεργκ και την Αρχή της Αβεβαιότητας, έχουμε μία αλλαγή του κοσμοειδώλου.
Αλλάζει η ιδέα που έχουμε για την ύλη: δεν είναι κάτι αντικειμενικό πια, αλλά αποδίδεται ως συμπύκνωση παλμικών κινήσεων χορδών. Αρα μιλάμε για θεωρία του χάους.
Η ύλη και ο κόσμος αποτελούν πλέον χαοτικές καταστάσεις. Με απλά λόγια, αυτό που βλέπουμε ως ύλη δεν είναι αυτό που βλέπουμε.
Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και στη μοριακή βιολογία. Ταυτόχρονα, στη φιλοσοφία, γίνεται μία στροφή, που εμφανώς συμβαδίζει με τη στροφή που γίνεται στην επιστήμη.
Ας πάρουμε τον δικό μας φιλόσοφο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, με τη θεωρία του μάγματος. Ή τον Ντεριντά, με τη θεωρία της αποδόμησης: δεν με ενδιαφέρει τι λέει ένα κείμενο. Με ενδιαφέρει τι δεν λέει. Ολη η προσπάθεια των αποδομιστών είναι ακριβώς αυτή: να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον μη βεβαιότητας. Αυτή η πλήρης αβεβαιότητα καταρρίπτει το κυρίαρχο διαφωτιστικό ιδεώδες της πλήρους βεβαιότητας του «εγώ», που εδραιώθηκε με τον Ντεκάρτ και έθεσε την τομή της νεωτερικότητας.
◼ Και τα δύο αυτά τα βλέπουμε σε κάθε μας βήμα, καθημερινά: κάτι «άυλο» να κυριαρχεί στις ζωές μας, που δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι, οπότε δεν μπορούμε και να το αντιπαλέψουμε εύκολα, και την ίδια στιγμή, υπάρχει μια αίσθηση πλήρους αποδόμησης της ζωής όπως την ξέραμε. Για παράδειγμα, πρώτη φορά στην Ιστορία, η νέα γενιά θα είναι φτωχότερη από την προηγούμενη εκ προοιμίου.
Ακριβώς. Αυτή η αβεβαιότητα κατά παράδοξο τρόπο είναι η μόνη μας βεβαιότητα. Αυτό που μου περιγράφεις είναι μια κρίση. Μα η κρίση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα επινόημα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Η κρίση δεν είναι πραγματική. Θα το λέω ξανά και ξανά. Είναι δημιούργημα του σύγχρονου καπιταλισμού, προκειμένου να βγει από τα αδιέξοδα που ο ίδιος δημιούργησε.
◼ Ποια είναι αυτά;
Χρησιμοποιώντας καθαρά μαρξικούς όρους, το κεφάλαιο έχει αυτονομηθεί από την έργασία. Ο Μαρξ μιλούσε γι' αυτούς τους δύο πόλους, που δεν υπάρχουν όμως πια. Το κεφάλαιο έχει γίνει πλέον άυλο. Εχει γίνει «φούσκα». Σκάει και επαναδημιουργείται με το πάτημα ενός κουμπιού. Και αυτό δημιουργεί την «κρίση» που λέμε πως ζούμε.
◼ Και η έννοια της προόδου δέχεται ολοένα και πιο σκληρή αμφισβήτηση, αν όχι ολοκληρωτική απόρριψη. Πληθαίνουν οι φωνές για αποανάπτυξη, μετάβαση σε ένα απλούστερο και πιο φιλικό προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον τρόπο ζωής. Στη δική μας εποχή έχουμε επανακαθορίσει ή πρέπει να επανακαθορίσουμε την έννοια της προόδου και με ποιους όρους;
Η έννοια της προόδου είναι καθαρά έννοια που βάζει η Βιομηχανική Επανάσταση. Και αυτή είναι ένα επινόημα. Πρόοδος δεν υπάρχει. Εξέλιξη υπάρχει. Αυτό το τριμερές του χρόνου, το βέλος του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον), είναι εφεύρημα του Διαφωτισμού. Ούτε αυτό υπάρχει.
Ο Ελιοτ έλεγε «μέσα στην αρχή είναι και το τέλος μου». Αρα αυτή η κατάτμηση του χρόνου είναι μια ψευδαισθησιακή κατάσταση, που έγινε προκειμένου να στηριχθεί η έννοια της προόδου.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν έλεγε πως «τα όνειρα παίρνουν εκδικήσεις». Πως παρόν και παρελθόν είναι ένα, με μια απλώς πρόσβλεψη προς το μέλλον – όχι πρόοδο. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως η λέξη «πρόοδος» δεν υπήρχε με το νόημα που έχει σήμερα, προ της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Στα αρχαία σήμαινε ή το κατώφλι (προ της οδού) ή εμπροσθοφυλακή (αυτοί που προπορεύονται). Στη νεωτερικότητα της έδωσαν τη σημερινή έννοια, μόνο και μόνο για να συγκροτηθεί αυτό το οποίο κατέστρεψε τελικά τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση.
◼ Το οποίο ήταν;
Η φύση και ο άνθρωπος να βρίσκονται σε αντιπαλότητα. Αυτό ήταν. Πλέον, ο άνθρωπος είναι το «αφεντικό» και μπορεί να καταστρέφει κατα το δοκούν τη φύση, θεωρώντας τη, όχι ως κομμάτι του «είναι», αλλά ως πλουτοπαραγωγική πηγή. Εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι της νεοτερικότητας, το οποίο εν τέλει δεν είναι παρά ένα βαθύτατο τραύμα... το κατέδειξε ο Νίτσε, ο Χάιντεγκερ, ο Λεβινάς. Ουσιαστικά, αν καταστράφηκε η μόνη σχέση που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη πάνω στη γη, αυτή είναι η σχέση ανθρώπου - φύσης.
◼ Αφού ο άνθρωπος νιώθει τα πράγματα, γιατί δεν το καταλαβαίνουμε αυτό που λέτε; Γιατί δεν το βιώνουμε συνειδητά;
Ακριβώς γιατί έχει γίνει μία υπερπλασία της επινόησης. Η επιστήμη, με την πραγματική έννοια του «επίσταμαι», έχει όρια. Και μάλιστα πολλές φορές τα όρια της επιστήμης συμβαδίζουν με τα ηθικά όρια, που ενυπάρχουν μέσα της. Ενα δεν έχει όρια: η τεχνολογία/τεχνική.
Η τεχνολογία μπορεί να γίνεται ένας διαβολικός μηχανισμός, που συνέχεια αναπαράγει τον εαυτό του. Μέσω της Βιομηχανικής Επανάστασης και των νέων τεχνολογιών (διαδίκτυο, smartphones κ.λπ.), η τεχνολογία έχει καταφέρει να εξαλείψει το «επίσταμαι» και το «θεωρείν» και να κατοχυρώσει το «εξετάζω». Η ελληνική λέξη «θεωρία» έγινε «conteplatio» (εξετάζω) στα λατινικά.
Το «θεωρείν» τον κόσμο έγινε «εξετάζω/αποδεικνύω τον κόσμο» και όχι «επίσταμαι», όπως ήταν αρχικά. Δηλαδή, συμ-βιώνω, είμαι με. Αυτό το «είμαι με», μαζί δηλαδή και όχι απέναντι, διαλύθηκε με την τεχνολογία και την τεχνική.
Γι' αυτό ο άνθρωπος, για να επιστρέψω στο ερώτημα, δεν κατορθώνει να «κατανοήσει» τι του συμβαίνει. Γιατί δεν είναι «με». Είναι «απέναντι», δηλαδή «εκτός».
◼ Σε ένα νέο παιδί, που είναι διαρκώς συνδεδεμένο με το κινητό του, πώς θα μιλούσατε;
Θα το ρωτούσα αν αυτό που κάνει εξυπηρετεί την επιθυμία του. Και φυσικά, η απάντηση είναι πως είναι κενό επιθυμιών. Γιατί η τεχνολογία δεν εξυπηρετεί καμία απολύτως επιθυμία. Αλλο θα 'θελε ο νέος. Αυτό το «άλλο», όμως, κατά την άποψή του, δεν είναι εφικτό.
Είναι κάτι δύσκολο, αδύνατο ίσως. Μα, δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν θα 'θελε να ζει μια ζωή «εν έρωτι». Απλά, νομίζουμε πως αυτό δεν γίνεται. Πως δεν γίνεται να είμαστε ερωτευμένοι με αυτό που κάνουμε, που βλέπουμε, που ακούμε... Εκεί κάνουμε το λάθος.
◼ Εχετε μιλήσει για ήττα της υποκειμενικότητας, καθώς αναδύεται ο «εργαλειακός άνθρωπος». Ωστόσο, οι νέες «ευφυείς» υπολογιστικές μηχανές, δεν σχετίζονται πλέον με την αντικατάσταση του ανθρώπου σε μηχανικές εργασίες, αλλά στις ανώτερες πνευματικές. Ποια στάση πρέπει να τηρήσει η σημερινή κοινωνία απέναντι σε αυτή την πρόκληση;
Η πρόσκληση έρχεται από μια μεγάλη ανησυχία του ανθρώπινου στοχασμού, που οδηγεί όχι σε μία επιστροφή (στη φύση) αλλά σε μια άλλου είδους σχέση του ανθρώπου με τη φύση του.
Οταν κάποιοι από μας μιλάνε σήμερα με τέτοιο πάθος για τα «κοινά» (νερό, αέρα), όταν μιλάνε με τέτοιο πάθος εναντίον της ανάπτυξης, ουσιαστικά μιλάν εναντίον της προόδου. Θέλουμε (και βάζω και τον εαυτό μου μέσα) να εγκαθιδρύσουμε μια καινούργια σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον.
Μέσα σ' αυτό, ο άνθρωπος θα εντάσσεται οργανικά (όπως λέγαν οι ρομαντικοί), έτσι ώστε να προκύψει ένα νέο είδος ανθρώπου που να μην εξαρτάται ούτε από την τεχνική ούτε από το καθαρά «λογικώς σκέπτεσθαι»... Αυτό είναι εναντίον της προόδου και υπέρ της εξελίξεως.
◼ Αυτό είναι καλό ή κακό;
Είναι η μόνη σωτηρία. Η μόνη λύση στο σημερινό αδιέξοδο. Το οποίο είναι πλήρες αδιέξοδο! Το βλέπεις παντού. Στο πού έχουν καταντήσει τα παιδιά μας, στο πού έχουν καταντήσει τα πανεπιστήμια.
Οι ανθρωπιστικές σπουδές τείνουν να εξαφανιστούν. Βλέπουμε παντού έναν νεοθετικισμό που δεν μας πηγαίνει παραπέρα. Και βαλτώνουμε. Κι άλλο. Κι άλλο.
Κατά συνέπεια, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο. Δεν είναι ένα αδιέξοδο του νου ή της λογικής – αυτή εξάλλου ξέρει κι αναπαράγεται. Είναι αδιέξοδο μιας καταστάσεως υπαρκτικής του ανθρώπου.
◼ Αυτό δεν είναι κάτι νέο, ωστόσο.
Είναι. Υπό την έννοια πως η έντασή του είναι τέτοια, που όμοιά της δεν έχει ξαναζήσει το ανθρώπινο γένος. Είναι στο μέγιστο. Γιατί ακριβώς σήμερα δεν διακυβεύεται απλώς ένα μέλλον του υποκειμένου. Διακυβεύεται το ίδιο το ανθρώπινο υποκείμενο. Οι ιδρυτικοί, οι συστατικοί του όροι.
◼ Αν είναι έτσι, τότε γιατί δεν αντιδρούμε;
Γιατί αυτό που μας έχει συμβεί είναι μία πλήρης γραφειοκρατικοποίηση του εαυτού μας. Οπως λέω για την Ευρώπη: όταν ο ίδιος ο Ευρωπαίος πολίτης έχει γίνει γραφειοκράτης του εαυτού του, είναι φυσικό και η Ε.Ε. να εκφράσει αυτόν τον γραφειοκρατικοποιημένο πολίτη.
Γιατί, δηλαδή, να περιμένουμε κάτι διαφορετικό; Ο σημερινός πολίτης έχει χάσει την έννοια του πολίτη (του «citoyen» όπως λένε οι Γάλλοι) και έχει γίνει μάνατζερ, διαχειριστής του εαυτού του.
Τα πάντα είναι «διαχειρίσιμα». Από τον έρωτα μέχρι το επάγγελμα. Αυτό που κυριαρχεί είναι η «διαχείριση» του εαυτού, ενώ θα έπρεπε να είναι η «ανάταση» του εαυτού.
Ολο το ανθρώπινο μεγαλείο το συναντάμε μόνο μέσα στην «εκστατικότητα» του ανθρώπου – την εκτός στάσης. Αντ' αυτής, βλέπουμε μια συρρίκνωση του ανθρώπου στο επίπεδο της διαχείρισης.
◼ Οπότε, τι να περιμένουμε;
Κάποτε έκαναν την ίδια ερώτηση στον σπουδαίο Γάλλο φιλόσοφο, Εντγκάρ Μορέν. «Ποιο βλέπετε να είναι το μέλλον της ανθρωπότητας;» τον ρώτησαν.
Και αυτός απάντησε: «Προφήτης δεν είμαι, μα ένα μού έχει διδάξει η φιλοσοφία και η επιστήμη: πως όσες πιθανότητες έχει ο άνθρωπος να καταστραφεί, άλλες τόσες έχει και να επιβιώσει».
Ο Λακάν, όμως, όταν τον ρώτησαν το ίδιο, όταν ήταν ήδη πολύ μεγάλος, απάντησε (με κάτι μάτια τρελά, όπως λένε οι παρόντες): «Ολοι στο άσυλο, κύριοι! Ολοι στο άσυλο».
Αυτό που εγώ θα πω είναι πως το μέλλον είναι ήδη μέσα μας... αρκεί να το αποδεχτούμε. Δεν αποδεχόμαστε το μέλλον, γιατί θέλουμε να το προγραμματίσουμε.
◼ Ποιο ερώτημα θα έπρεπε να μας απασχολεί: Τι θα γίνει με την Ελλάδα; Τι θα γίνει με την Ευρώπη;
Πιστεύω σταθερά πως το ερώτημα είναι ένα: τι θα γίνει με τον άνθρωπο. Η Αρεντ το είχε πει: όλες οι εξουσίες, είτε συγκρουόμενες είτε συνεργαζόμενες, δεν είναι ίδιες, μα μιλούν την ίδια γλώσσα. Δεν είναι στην ιδεολογία το πρόβλημα.
Το θέμα είναι τι θα γίνει με τον άνθρωπο. Δεν με απασχολεί ποιος μας κυβερνά ή ποιος μας κυβερνά καλύτερα. Με απασχολεί το πώς θα μπορέσω να εκφέρω έναν λόγο έξω από την περιοχή των δομών και των πλεγμάτων εξουσίας.
Και να αναρωτηθώ: πώς μπορεί ο άνθρωπος να εξυπηρετήσει τις επιθυμίες του; Εμείς νομίζουμε πως το απαντάμε καταναλώνοντας. Τι λάθος. Τι πληγή.
◼ Δεν έχει σημασία δηλαδή πως με την παρούσα κυβέρνηση μπορεί κάποιος να πάρει δωρεάν τα φάρμακά του;
Ναι, είναι σημαντικό πως με αυτή την κυβέρνηση μπορεί κάποιος να πάρει δωρεάν τα φάρμακά του.
Αλλά για μένα το πραγματικό πρόβλημα είναι ποιος ή τι τον αρρωσταίνει, ποιος ή τι τον κάνει άρρωστο. Αυτό θα έπρεπε να μας απασχολεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου