Ambrose Bierce [Ambrose Bierce - Wikipedia]
A Horseman in the Sky
Άμπρος Μπίρς*
Ένας καβαλάρης στον ουρανό
Ένας καβαλάρης στον ουρανό
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
ΣτΜ: Το διήγημα αναφέρεται στον Αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο (1861 - 1865)
Ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό απόγευμα του 1861 ένας στρατιώτης ήταν
ξαπλωμένος σε μια συστάδα από δάφνες στην άκρη ενός δρόμου στη Δυτική
Βιρτζίνια. Ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα με τα πόδια του να ακουμπούν πάνω στα
δάχτυλά τους και με το κεφάλι πάνω στον αριστερό του πήχη. Το δεξί του χέρι,
απλωμένο, κρατούσε χαλαρά το ντουφέκι του. Εκτός από την κάπως μεθοδική διάταξη
των άκρων του και την ανεπαίσθητη ρυθμική κίνηση της παλάσκας στο πίσω μέρος
του τελαμώνα, θα μπορούσε κανείς να τον περάσει για νεκρό. Αυτός όμως κοιμόταν
εν ώρα υπηρεσίας, και εάν τον έπιαναν να κοιμάται, αμέσως θα ήταν νεκρός, διότι
ο θάνατος θα ήταν η νόμιμη και δίκαια ποινή του σοβαρού παραπτώματός του.
Η συστάδα από δάφνες όπου ήταν ξαπλωμένος ο παραπτωματίας
στρατιώτης βρισκόταν στη στροφή ενός δρόμο που γινόταν προς τα νότια απότομος
ανηφορικός προς ένα σημείο που έστρεφε αμέσως δυτικά και διέτρεχε την κορυφή
ενός λόφου για περίπου εκατό μέτρα. Μετά κατέβαινε ελικοειδώς πάλι νότια και
διέσχιζε ένα δάσος. Σε περίοπτη θέση στη δεύτερη στροφή υπήρχε μια τεράστια
επίπεδη κοτρώνα που προεξείχε προς τα νότια δεσπόζοντας την απόκρημνη κοιλάδα
από την οποία ανηφόριζε ο δρόμος. Η κοτρώνα αυτή ακουμπούσε στην κορυφή ενός
μεγάλου βράχου. Αν έριχνε κανείς μια πέτρα από
το ακρότατο σημείο της, αυτή θα έπεφτε ανεμπόδιστα τριακόσια μέτρα στις
κορυφές των πεύκων του δάσους στη βάση του βράχου. Το σημείο όπου κοιμόταν ο στρατιώτης
βρισκόταν σε μια άλλη προεξοχή του ίδιου γκρεμού. Αν ήταν ξυπνητός, θα
απολάμβανε μια έξοχη θέα, όχι μόνο του μικρού τμήματος του δρόμου και του
βράχου που προεξείχε αλλά και ολόκληρη την κατατομή του γκρεμού από κάτω. Θα
μπορούσε κάλλιστα να ζαλιστεί από τη θέα.
Η περιοχή ήταν δασώδης παντού εκτός από τον πάτο της κοιλάδας προς
τα βόρεια, όπου σχηματιζόταν ένα φυσικό λιβαδάκι, μέσα από το οποίο έρεε ένα
ρυάκι που μόλις γινόταν ορατό από την άκρη της κοιλάδας. Το ξέφωτο αυτό μετά
βίας ήταν φαρδύτερο από μια κανονική αυλή, αλλά εκτεινόταν στην πραγματικότητα
σε μια λουρίδα αρκετών στρεμμάτων. Η πρασινάδα του ήταν περισσότερο έντονη από
το δάσος που το περιέβαλλε. Πιο μακριά ανυψωνόταν μια σειρά από γιγάντιους
βράχους παρόμοιους μ’ εκείνον πάνω στον οποίο υποτίθεται ότι στεκόμαστε και
θαυμάζουμε το άγριο τοπίο μέσα από το οποίο περνά ο δρόμος και καταλήγει στην
κορυφή. Η διαμόρφωση της κοιλάδας ήταν, πράγματι, τέτοια ώστε από το σημείο
παρατήρησης φαινόταν εντελώς απομονωμένη και απορούσε κανείς πώς ο δρόμος που
έβρισκε διέξοδο από την κοιλάδα, έβρισκε επίσης πρόσβαση σ’ αυτήν, καθώς επίσης
από πού πήγαζαν και χύνονταν τα νερά του ρυακιού που χώριζε το λιβαδάκι στα δύο
εκεί κάτω στα παραπάνω από τριακόσια μέτρα από την κορυφή του βράχου.
Καμιά τοποθεσία δεν είναι τόσο άγρια και δύσβατη που να μην την
μετατρέψουν οι άνθρωποι σε θέατρο πολέμου. Κρυμμένοι μέσα στο δάσος στον πάτο
εκείνης της στρατιωτικής ποντικοπαγίδας, στην οποία καμιά πενηνταριά άντρες
κρατώντας τις εξόδους θα μπορούσαν να κάνουν ένα στράτευμα να λιμοκτονήσει και
να παραδοθεί, βρίσκονταν πέντε συντάγματα του ομοσπονδιακού πεζικού. Μετά από
πορεία όλο το προηγούμενο μερόνυχτο, τώρα ξεκουράζονταν. Με το πρώτο σκοτάδι θα
συνέχιζαν την πορεία τους, θα ανηφόριζαν στο μέρος όπου ο αναξιόπιστος σκοπός
τώρα κοιμόταν και κατηφορίζοντας από την άλλη πλαγιά της κορυφογραμμής, θα
επιτίθεντο στον εχθρό περίπου τα μεσάνυχτα. Ήλπιζαν πως θα τον αιφνιδίαζαν, μια
και ο δρόμος τους οδηγούσε ακριβώς στα μετόπισθεν. Σε περίπτωση αποτυχίας, η
θέση τους θα ήταν άκρως επικίνδυνη. Και στα σίγουρα θα επιτίθεντο εκτός κι αν
τυχαίο γεγονός ή επαγρύπνηση προειδοποιούσε τον εχθρό για τις κινήσεις τους.
Ο κοιμώμενος σκοπός στη συστάδα από δάφνες ήταν ένας νεαρός από
την πολιτεία της Βιρτζίνια ονομαζόμενος Καρτερ Ντρουζ. Ήταν γιος πλούσιων
γονιών, μοναχοπαίδι, και είχε εξαιρετική άνεση και καλλιέργεια καθώς και η καλή
ζωή όσο ο πλούτος και τα γούστα θα μπορούσαν να παράσχουν ζώντας σε μια ορεινή
περιοχή της δυτικής Βιρτζίνιας. Το σπίτι του δεν ήταν παρά λίγα χιλιόμετρα από
το μέρος που ήταν τώρα πεσμένος. Ένα πρωί είχε σηκωθεί από το τραπέζι του
πρωινού και ανακοίνωσε ήρεμα και σοβαρά: «Πατέρα, ένα σύνταγμα της Ένωσης
έφτασε στο Γκράφτον. Θα πάω να καταταγώ».
Ο πατέρας του σήκωσε το πολιό του κεφάλι, κοίταξε το γιο του για
μια στιγμή σιωπηλά και απάντησε: «Πήγαινε, Κάρτερ, και ό, τι και να συμβεί, εσύ
κάνε αυτό που νομίζεις πως είναι το καθήκον σου. Η Βιρτζίνια, της οποίας είσαι
πλέον προδότης, θα μπορέσει να συνεχίσει και χωρίς εσένα. Αν τυχόν επιζήσουμε
και οι δυο μέχρι το τέλος του πολέμου, θα μιλήσουμε περαιτέρω για το θέμα. Η
μητέρα σου, μ’ αυτά που μου είπε ο γιατρός, είναι σε κρισιμότατη κατάσταση.
Στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι δυνατόν να είναι μαζί μας παραπάνω από λίγες
βδομάδες, αλλά ο χρόνος είναι πολύτιμος. Καλό θα είναι να μην την ταράξεις».
Έτσι ο Κάρτερ Ντρουζ, υποκλινόμενος με σεβασμό στον πατέρα του, ο
οποίος ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση με μεγαλοπρεπή ευγένεια που έκρυβε το σπάραγμα
της καρδιάς του, έφυγε από το σπίτι των παιδικών του χρόνων για να γίνει
στρατιώτης. Με την ευσυνειδησία του και το θάρρος, με πράξεις αφοσίωσης και
τόλμης, σύντομα κέρδισε το σεβασμό των συντρόφων του και τον έπαινο των
αξιωματικών του. Ήταν, λοιπόν, γι’ αυτές τις αρετές του και κατά δευτερεύοντα
λόγο για τη γνώση της περιοχής που επιλέχτηκε για την παρούσα επικίνδυνη
υπηρεσία σ’ αυτή την προκεχωρημένη θέση σκοπού. Ωστόσο, η κούρασή του
αποδείχτηκε ισχυρότερη της αποφασιστικότητάς του, κι έτσι τον κατανίκησε ο
ύπνος. Ποιος καλός ή κακός άγγελος ήρθε στο όνειρό του να τον ξυπνήσει απ’
αυτόν τον εγκληματικό ύπνο; Ποιος άραγε; Χωρίς την παραμικρή κίνηση, χωρίς τον
παραμικρό θόρυβο, μέσα στη βαθιά σιωπή του δειλινού, κάποιος αόρατος
αγγελιοφόρος άγγιξε με τα δάχτυλά του αποσφραγίζοντας τα μάτια της συναίσθησής
του – ψιθύρισε στο αυτί του πνεύματός του για να τον ξυπνήσει την μυστηριώδη
λέξη που ποτέ δεν έχουν αρθρώσει ανθρώπινα χείλη και που ποτέ δεν καταγράφτηκε
στην ανθρώπινη μνήμη. Ανασήκωσε ήσυχα το μέτωπό του από το χέρι του και κοίταξε
μέσα από τα κλαδιά της συστάδας από δάφνες, ενστικτωδώς σφίγγοντας το δεξί του
χέρι στο κοντάκιο του ντουφεκιού του.
Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν μια έντονη καλλιτεχνική
ευχαρίστηση. Πάνω στο κολοσσιαίο βάθρο του βράχου, ακίνητο στο ακρότατο άκρο
της επίπεδης πέτρας και έντονα σκιαγραφημένο με φόντο τον ουρανό, στεκόταν ένα
άγαλμα με καβαλάρη, εντυπωσιακής μεγαλοπρέπειας. Η μορφή του άντρα καθόταν πάνω
στο άλογο, ευθυτενής και με στρατιωτική στάση, αλλά και με την άνεση ενός
αρχαιοελληνικού θεού σμιλευμένου στο μάρμαρο το οποίο περιορίζει κάθε ένδειξη
δραστηριότητας. Η γκρίζα στολή εναρμονιζόταν με το ουράνιο φόντο. Η μεταλλική
εξάρτυση και ο στολισμός του αλόγου αποκτούσαν μια απαλή χροιά από τη σκιά. Το
δέρμα του ζώου δεν φωτιζόταν ζωηρά. Μια κοντόκαννη καραμπίνα βρισκόταν σε
οριζόντια θέση πάνω στη λαβή της σέλλας. Το δεξί χέρι του καβαλάρη άδραχνε τη
λαβή της, ενώ το αριστερό, που δεν ήταν ορατό, κρατούσε τα ηνία. Με φόντο τον
ουρανό το προφίλ του αλόγου φάνταζε ανάγλυφο σαν σε καμέα. Κοίταζε από τα ύψη
του αέρα προς τους απέναντι βράχους μακριά. Το πρόσωπο του αναβάτη, γερμένο
προς τα δίπλα, έδειχνε μόνο τις γραμμές του κροτάφου και της γενειάδας. Το
βλέμμα του ήταν στραμμένο προς τον πάτο της κοιλάδας. Μεγεθυμένο από το ύψος
προς τον ουρανό και από τη στρατιωτική στάση που ενέπνεε μια σχεδόν εχθρική
δεινότητα, το σύμπλεγμα έδειχνε να κατέχει ένα ηρωικό, σχεδόν κολοσσιαίο,
μέγεθος.
Για μια στιγμή ο Ντρουζ ένιωσε ένα παράξενο, σχεδόν απροσδιόριστο
συναίσθημα πως είχε κοιμηθεί μέχρι το τέλος του πολέμου και τώρα απολάμβανε
κοιτάζοντας ένα μεγαλοπρεπές έργο τέχνης που αναγέρθηκε για να τιμήσει τα έξοχα
κατορθώματα του ηρωικού παρελθόντος, στο οποίο ο ίδιος συμμετέσχε άδοξα. Το
συναίσθημα αυτό διαλύθηκε από μια ελαφριά κίνηση του συμπλέγματος: το άλογο
χωρίς να κουνήσει τα πόδια του έγειρε ελαφρά προς τα πίσω από το χείλος του
γκρεμού. Ο άντρας παρέμεινε ακίνητος όπως πριν. Σε πλήρη εγρήγορση και έντονα
συναισθανόμενος τη σπουδαιότητα της κατάστασης, ο Ντρουζ έφερε τώρα το κοντάκιο
του ντουφεκιού του πάνω στο μάγουλό του σπρώχνοντας προσεκτικά την κάννη προς
τα μπρος μέσα από τις δάφνες, σήκωσε τον κόκορα, και στοχεύοντας μέσα από το
στόχαστρο σημάδεψε ένα ζωτικό σημείο στο στήθος του καβαλάρη. Ένα τράβηγμα της
σκανδάλης και όλα θα τελείωναν αίσια για τον Κάρτερ Ντρουζ. Τη στιγμή εκείνη ο
καβαλάρης γύρισε το πρόσωπό του και κοίταξε προς το μέρος του κρυμμένου εχθρού
– φάνηκε να κοιτάει ακριβώς στο πρόσωπό του, μέσα στα μάτια του, μέσα στη
γενναία αλλά και σπλαχνική του καρδιά.
Είναι λοιπόν τόσο τρομερό να σκοτώσει κανείς έναν εχθρό στον πόλεμο
– έναν εχθρό που έχει ανακαλύψει ξαφνικά ένα μυστικό, ζωτικό για την ασφάλεια
του ίδιου και των συντρόφων του – έναν εχθρό πιο δεινό γι’ αυτό που ξέρει παρά
όλο του το στράτευμα για την αριθμητική του υπεροχή; Ο Κάρτερ Ντρουζ έγινε
κίτρινος σαν λεμόνι. Άρχισε να τρέμει ολόκληρος, κιότεψε και φαντάστηκε το αγαλματένιο
σύμπλεγμα μπροστά του σαν μελανές φιγούρες, να σηκώνονται, να πέφτουν, να
αιωρούνται σε ασταθείς κύκλους σ’ έναν φλογισμένο ουρανό. Το χέρι του άφησε
κάτω το όπλο, το κεφάλι του έγειρε προς τα κάτω μέχρι που το πρόσωπό του
ακούμπησε στα φύλλα όπου βρισκόταν. Ο θαρραλέος μας κύριος και κάθε άλλο παρά
στρατιώτης ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει από έντονη συγκίνηση.
Τούτο όμως δεν κράτησε πολύ. Από τη μια στιγμή στην άλλη, σήκωσε το
πρόσωπό του από τη γη, τα χέρια του άρπαξαν ξανά το ντουφέκι, ο δείκτης του
άγγιξε τη σκανδάλη. Νους, καρδιά και μάτια ήταν καθαρά, συνείδηση και λογική σωστές. Δεν υπήρχε
ελπίδα να αιχμαλωτίσει εκείνον τον εχθρό. Να τον αιφνιδιάσει ήταν σαν να τον
έστελνε πίσω στο στρατόπεδό του με μοιραίες ειδήσεις. Το καθήκον σαν στρατιώτης
ήταν σαφές: έπρεπε να ρίξει στον άντρα από την ενέδρα του και να τον σκοτώσει –
χωρίς καμιά προειδοποίηση, χωρίς χρονοτριβή πνευματικής προετοιμασίας, χωρίς
καν μια βουβή προσευχή. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον εξαποστείλει. Αλλά όχι –
υπήρχε μια ελπίδα. Μπορεί ο άντρας να μην είχε ανακαλύψει τίποτε – ίσως απλά να
θαύμαζε τη μεγαλοπρέπεια του τοπίου. Αν τον άφηνε, ίσως θα έκανε στροφή και θα
έφευγε ανέμελα προς το μέρος απ’ όπου ήρθε. Βέβαια θα μπορούσε να κρίνει από
τον τρόπο που θα έφευγε αν ο άντρας είχε μάθει κάτι. Θα μπορούσε κάλλιστα να καταλάβει
αν προσήλωνε την προσοχή του – ο Ντρουζ έστρεψε το κεφάλι του κοιτώντας τον
αέρα προς τα επάνω σαν να κοιτούσε από τον πάτο μιας διάφανης θάλασσας.
Είδε να σέρνεται ελικοειδώς πάνω στο
πράσινο λιβαδάκι μια γραμμή από μορφές ανθρώπων και αλόγων – ότι κάποιος
ανόητος διοικητής επέτρεπε τους στρατιώτες της συνοδείας του να ποτίσουν τα ζώα
τους στον ακάλυπτο χώρο σε πλήρη θέα από καμιά δεκαριά κορυφές!
Ο Ντρουζ απόσυρε το βλέμμα του από την κοιλάδα και το κάρφωσε στο
σύμπλεγμα του άντρα με το άλογο στον ουρανό, και πάλι κοίταξε μέσα από το
στόχαστρο του ντουφεκιού του. Τούτη τη φορά όμως σκοπός του ήταν να ρίξει στο
άλογο. Ανακάλεσε στη μνήμη του, σαν να ήταν θεϊκή επιταγή, τα λόγια του πατέρα
του κατά το χωρισμό τους: «Ό, τι και να συμβεί, εσύ θα κάνεις αυτό που θεωρείς
καθήκον σου». Ήταν ήρεμος τώρα. Το στόμα του ήταν σταθερά αλλά όχι άκαμπτα
κλειστό. Τα νεύρα του ήταν κι αυτά ήρεμα σαν κοιμισμένου μωρού – καμιά σύσπαση
δεν επηρέαζε τους μυς του σώματός του. Η ανάσα του, μέχρι να την κρατήσει κατά
τη διαδικασία της στόχευσης, ήταν κανονική και αργή. Το καθήκον είχε νικήσει.
Το πνεύμα είχε πει στη σάρκα: «Ήρεμα, ακίνητος». Και πυροβόλησε.
Ένας αξιωματικός του ομοσπονδιακού στρατού, ο οποίος σε διάθεση
περιπέτειας ή σε αναγνωριστική ανίχνευση είχε αφήσει το καραούλι του στην
κοιλάδα και με ανέμελα βήματα προχώρησε στη βαθύτερη άκρη ενός ανοιχτού μέρους
κοντά στους πρόποδες του βράχου. Αναρωτήθηκε τι θα κέρδιζε αν ερευνούσε
παραπέρα. Σε μια απόσταση τετρακοσίων περίπου μέτρων, σχετικά κοντά, υψωνόταν
από τις παρυφές των πεύκων η γιγαντιαία πρόσοψη του βράχου σε τεράστιο ύψος από
πάνω του που του προξενούσε ζάλη να κοιτάζει εκεί όπου η αδρή και ανώμαλη
κορυφογραμμή του ενωνόταν με τον ουρανό. Παρουσίαζε ένα σαφές, κατακόρυφο
προφίλ μέχρι τη μέση του πάνω στο γαλάζιο φόντο του ουρανού και των μακρινών
λόφων, μόλις λιγότερο γαλάζιων, καθώς και των κορυφών του πευκώνα στη βάση του.
Σηκώνοντας τα μάτια του στο ιλιγγιώδες ύψος της κορυφής του βράχου, ο
αξιωματικός είδε ένα θέαμα που του έκοψε την ανάσα – έναν άντρα καβάλα σ’ ένα
άλογο να γκρεμίζεται στην κοιλάδα μέσα από τον αέρα!
Ο ιππέας καθόταν ευθυτενής και σε στρατιωτική στάση σταθερά πάνω
στη σέλλα κρατώντας γερά τα ηνία του αλόγου του λες και πάσχιζε να το εμποδίσει
από μια παράφορη πτώση. Από το ξέσκεπο κεφάλι του η μακρά του κόμη ανέμιζε
κυματίζοντας προς τα πάνω σαν ένα λοφίο. Τα χέρια του ήταν κρυμμένα μέσα σ’ ένα
σύννεφο της σηκωμένης χαίτης του αλόγου. Το σώμα του ζώου ήταν σε οριζόντια
θέση λες και οι οπλές του θα άγγιζαν το έδαφος ταυτόχρονα. Φαινόταν να καλπάζει
άγρια, αλλά ακόμη ενόσω ο αξιωματικός κοίταζε, χαλάρωσε και έτεινε και τα
τέσσερα πόδια του προς τα εμπρός σαν να ετοιμαζόταν να προσγειωθεί από ένα
άλμα. Τούτο όμως δεν ήταν άλμα, αλλά πτήση!
Κατάπληκτος και τρομαγμένος απ’ αυτό το φαινόμενο ενός καβαλάρη
στον ουρανό – τείνοντας να πιστέψει πως ο ίδιος επιλέχτηκε ως συγγραφέας μιας
καινούριας Αποκάλυψης, ο αξιωματικός κυριεύτηκε από την ένταση της συγκίνησής
του. Ένιωσε να τον εγκαταλείπουν τα πόδια του και κατέρρευσε. Σχεδόν την ίδια
στιγμή άκουσε σαν κάτι να συντρίβεται μέσα στα δέντρα – έναν θόρυβο που έσβησε
χωρίς αντίλαλο, και μετά επικράτησε ησυχία.
Ο αξιωματικός σηκώθηκε και στάθηκε στα πόδια του τρέμοντας. Η
γνώριμη αίσθηση μιας γδαρμένης κνήμης του τον έφερε στα συγκαλά του. Ανακτώντας
την αυτοκυριαρχία του, άρχισε να τρέχει γρήγορα λοξοδρομώντας από τον βράχο
μέχρι σ’ ένα σημείο μακριά από τη βάση του. Εκεί τριγύρω ψάχνοντας περίμενε να
βρει τον άντρα, και φυσικά δεν μπόρεσε να βρει τίποτε. Στη φευγαλέα στιγμή που
είδε αυτό το φαινόμενο, η φαντασία του επηρεάστηκε τόσο πολύ με τη φαινομενική
χάρη και άνεση, καθώς και με το σκοπό της αξιοθαύμαστης εκτέλεσής του που δεν
του πέρασε από τον νου πως η πορεία της εναέριας ιππικής παρέλασης ήταν ακριβώς
κατακόρυφη και θα μπορούσε να βρει αυτό που έψαχνε ακριβώς στη βάση του βράχου.
Μισή ώρα αργότερα επέστρεψε στο στρατόπεδο.
Ο αξιωματικός ήταν σώφρων άνθρωπος. Γνώριζε καλύτερα από το να πει
την απίστευτη αλήθεια. Κι έτσι δεν είπε τίποτε γι’ αυτό που είχε δει. Αλλά όταν
ο διοικητής τον ρώτησε εάν κατά την αναγνωριστική του πορεία είχε μάθει κάτι
προς όφελος της αποστολής, αυτός απάντησε:
«Μάλιστα, κύριε διοικητά. Δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί σ’ αυτήν
την κοιλάδα από νότια».
Ο διοικητής, γνωρίζοντας καλύτερα, χαμογέλασε.
Αφού πυροβόλησε, ο στρατιώτης Κάρτερ Ντρουζ ξαναγέμισε το ντουφέκι
του και συνέχισε τη σκοπιά του. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά δέκα λεπτά όταν
ένας ομοσπονδιακός λοχίας σύρθηκε προς το μέρος του στα τέσσερα. Ο Ντρουζ χωρίς
να γυρίσει το κεφάλι του να τον κοιτάξει, συνέχισε να μένει ακίνητος μη
δίνοντας κανένα σημάδι αναγνώρισης.
«Έριξες;» ψιθύρισε ο λοχίας.
«Μάλιστα».
«Σε τι;»
«Σ’ ένα άλογο. Στεκόταν σ’ εκείνον εκεί τον βράχο – αρκετά μακριά.
Βλέπεις δεν είναι πια εκεί. Έπεσε από τον βράχο».
Το πρόσωπο του στρατιώτη έγινε άσπρο σαν πανί, αλλά δεν έδειξε
ίχνος συγκίνησης. Έχοντας απαντήσει, έστρεψε αλλού το βλέμμα και δεν
ξαναμίλησε. Ο λοχίας δεν μπορούσε να καταλάβει.
«Για κοίτα δω, Ντρουζ», είπε μετά από μια σύντομη σιωπή. «Δεν
ωφελεί να το κάνεις μυστήριο. Σε διατάζω να αναφέρεις. Ήταν κανείς πάνω στο
άλογο;»
«Ναι».
«Λοιπόν;»
«Ο πατέρας μου».
Ο λοχίας σηκώθηκε και έφυγε βαδίζοντας. «Θεέ και Κύριε!» είπε.
************************
************************
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ/ΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΣΟΥΝ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΤΟΥΣ
Short Stories: A Horseman in the Sky by Ambrose Bierce
| ||||||||||||||||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου