Δευτέρα, Φεβρουαρίου 08, 2016

Καίτη Δρόσου: μία τολμηρή και παθιασμένη γυναίκα

Σε αυτήν ο Αρης Αλεξάνδρου αφιέρωσε «Το κιβώτιο»

Καίτη Δρόσου
Τολμηρή και παθιασμένη γυναίκα, σύντροφος του Αρη Αλεξάνδρου, συγγραφέας και η ίδια, στενή φίλη και συνομιλήτρια του Γιάννη Ρίτσου και του Ανδρέα Φραγκιά, δημοσιογράφος και σημαντική αγωνίστρια, η Καίτη Δρόσου πέθανε στα 94 της χρόνια.
Η πολύπλευρη αυτή προσωπικότητα βρέθηκε το πρωί της Τετάρτης νεκρή στη σοφίτα στο σπίτι της στο Παρίσι -στο ίδιο μέρος όπου από τη δικτατορία ζούσε μαζί με τον Αρη Αλεξάνδρου.
Την βρήκε εκεί ο εγγονός του Νικηφόρου Βρετάκου, Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο οποίος εργάζεται ως γιατρός σε νοσοκομείο της γαλλικής πρωτεύουσας, καθώς ανησύχησε που δεν είχε νέα της τις τελευταίες ημέρες. Είναι βέβαιο ότι η επιθυμία της ήταν να ταφεί πλάι στον σύντροφό της στο Παρίσι.
Το πρώτο ταξίδι του Αρη Αλεξάνδρου και της Καίτης Δρόσου εκτός Ελλάδος, το 1964 στο Παρίσι. Το πρώτο ταξίδι του Αρη Αλεξάνδρου και της Καίτης Δρόσου εκτός Ελλάδος, το 1964 στο Παρίσι. | Φωτ.: Από το βιβλίο της εγγονής της, Κατερίνας Καμπάνη.
Γεννημένη το 1922 και παντρεμένη με τον Αρη Αλεξάνδρου από το 1958 (ήταν ο δεύτερος γάμος της αφού είχε προηγηθεί ο Φάνης Καμπάνης), η Καίτη Δρόσου ήταν η γυναίκα στην οποία είναι αφιερωμένο το «Κιβώτιο», το μοναδικό μυθιστόρημα του δεύτερου συζύγου της.
Τριάντα και πλέον χρόνια στο πλάι του, μοιράστηκε ιδεολογικές ανησυχίες, συγγραφικές αναζητήσεις αλλά και τις περιπέτειες που έζησε τόσο στα χέρια της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς.
Επέμενε, δε, με κάθε ευκαιρία πως ο Αλεξάνδρου ουδέποτε προσπάθησε να την «νουθετήσει» πολιτικά, πόσο μάλλον να της επιβάλει τις κομματικές του επιλογές (η ίδια ήταν στην ΕΔΑ ώς το 1961).
«Ποτέ δεν μου είπε τίποτα. Δεν ήταν από ευγένεια ή διακριτικότητα. Δεν του άρεσε να πατά πάνω στο συναίσθημα του άλλου για να επιβάλει κάτι. Ούτε χάρη δεν μπορούσε να ζητήσει», δήλωνε σε συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» και τη Βένα Γεωργακοπούλου, το 2003.
Το ίδιο συνέβαινε και στα κείμενά του:
«Η ουσία ήταν στη συζήτηση και την κριτική σκέψη. Το “όχι στα θέσφατα”. Κάτι που η ελληνική Αριστερά ποτέ δεν κατάλαβε και κάθε διαφωνία του Αρη ισοδυναμούσε γι’ αυτήν με “προδοσία”. Ομως, ο Αρης έλεγε “μόνος μου ήρθα στην Αριστερά, μόνος μου την διάλεξα, μόνος μου φεύγω”. Η συνείδησή του ήταν αυτή που αποφάσιζε και όχι το Κόμμα. Και υπάρχει μια πολύ ωραία φράση στην “Αντιγόνη” του που τα συμπυκνώνει όλα: “Οταν είσαι μόνος, είσαι και με τους άλλους”», παραδέχτηκε στην ίδια συνέντευξη.
Η Καίτη Δρόσου με τον Γιάννη Ρίτσο 
  Η Καίτη Δρόσου με τον Γιάννη Ρίτσο | 
 
Ξεχωριστής σημασίας είναι τα δελτάρια του Ρίτσου από τόπους εξορίας (τη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη) και τα γράμματα του ποιητή προς την «αγαπημένη του Καιτούλα», αλλά και στο αυτοεξόριστο ζεύγος στο Παρίσι, τα οποία συμπεριέλαβε η Κ. Δρόσου στον τόμο «Τροχιές σε διασταύρωση» που κυκλοφόρησε το 2008 με τη φιλολογική φροντίδα της Λίζυς Τσιριμώκου (εκδ. «Αγρα»).
Mε αφορμή την έκδοση του βιβλίου είχε τότε δηλώσει στη Σταυρούλα Παπασπύρου («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»)
«Ο Ρίτσος ήταν τα πάντα για μένα, και πατέρας, και εραστής, και παιδί, και αδελφός, όπως αντίστοιχα ήμουν κι εγώ για εκείνον. Κανείς μας δεν ήξερε από ζήλια, απ’ αυτό το εγωιστικό αίσθημα του να κατέχεις».
Εκτός, όμως, από φίλος ο Γ. Ρίτσος ήταν κι από τους ανθρώπους που την προέτρεπαν να γράφει:
«Ολους τους ωθούσε στο γράψιμο ο Γιάννης, πόσο μάλλον εμένα, μια γυναίκα, που, όπως όλες μας εκείνα τα χρόνια, δεν είχαμε τις ίδιες ευκαιρίες με τους άντρες να βρούμε ένα επάγγελμα να μας στηρίζει και, κυρίως, να μας απασχολεί. “Αν δεν μου δείξεις ποιήματά σου, δεν θα σου ανοίξω ξανά την πόρτα”, απειλούσε. Τον θυμάμαι ένα βράδυ στην πλατεία Συντάγματος, με το βλέμμα του καρφωμένο σε μια συμπαθητική κοπέλα που την περνούσαν για ανόητη επειδή δεν μίλαγε πολύ. “Ακόμη κι ετούτη μού έδειξε” μου λέει με νόημα. Κι έτσι, άρχισα να του δείχνω κι εγώ, μέχρι που έπαψα να γράφω, επειδή, όπως έλεγε κι ο ίδιος, η τέχνη είναι εξομολογητική...».
Eτσι κι εκείνη έγραψε τα βιβλία «Ιωσήφ Μπρόντσκι - Ο ποιητής και η Κα-Γκε-Μπε» (Υψιλον, 1988), «Ο αποστάτης Μαγιακόβσκη και η Οκτωβριανή επανάσταση» (Υψιλον, 1990), «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων κατά Κλωντ Σιμόν» (Εκδόσεις Γκοβόστη) και μετέφρασε ποιήματα του Βλαντιμίρ Μαγιακόβκι.
Εν τω μεταξύ, στιγμές από την κοινή της πορεία με τον άντρα της ζωής της, καθώς και μαρτυρίες που αποτυπώνουν μια ολόκληρη εποχή δημιουργίας και εξορίας, έχουν καταγραφεί σε ένα λεύκωμα με τίτλο «Αρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου» (εκδ. Υψιλον) που εξέδωσε η εγγονή της, Κατερίνα Καμπάνη.
Ενώ, ντοκουμέντα για τη ζωή και τη δραστηριότητα του Α. Αλεξάνδρου και της Κ. Δρόσου εντός κι εκτός Ελλάδος έχει συμπεριλάβει και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στη μελέτη του «Αρης: Ο εξόριστος» (2004).

 

 ************************

Καίτη Δρόσου, ή πώς να γερνάς αντίστροφα



της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου
Ενθέματα της Αυγής

 «Ακολούθα, μου λένε,
το μεγάλο ποτάμι που για σένα,
τη στιγμή τούτη ανοίχτηκε
Ιδού, ο οβολός σου
για τον πορθμέα»
(Καίτη Δρόσου, από την ποιητική
της συλλογή Οι τοίχοι τέσσερις, Κείμενα,1985)

Την Τρίτη πέθανε η ποιήτρια και δημοσιογράφος Καίτη Δρόσου σε ηλικία 94 ετών. Δεν θα γράψω «έφυγε» — της άρεσαν τα σταράτα λόγια, κι ας είναι ενίοτε σκληρά. «Τίποτα δεν υπάρχει μετά, σκοτάδι, σκοτάδι, τίποτα», μου είχε πει κάποτε που μιλούσαμε για τον θάνατο.
Από το 1967 ζούσε στο Παρίσι, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα. Αυτοεξόριστη. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα που με τη μεσολάβηση του Λουί Αραγκόν είχε συνδράμει πολλούς Έλληνες που είχαν φύγει στη Γαλλία, δασκαλεμένο για την «περίπτωση», δεν έκανε τίποτα για κείνη και τον σύντροφό της Άρη Αλεξάνδρου. Δεν το ζήτησαν ούτε εκείνοι. Η απομόνωση του αποδιοπομπαίου αντιρρησία συνείδησης Αλεξάνδρου υιοθετήθηκε από το αδελφό κόμμα. Επί δεκαπέντε χρόνια, η Καίτη Δρόσου, ήταν αναγκασμένη να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο για να μπορέσει να επιζήσει. Ο Αλεξάνδρου, οδοκαθαριστής και νυχτοφύλακας.
Η Καίτη πέθανε μόνη, διαβάζοντας, γράφοντας, όπως έκανε πάντα. Το μυαλό της λειτουργούσε άριστα. Η ψυχή της το ίδιο.
 «[…] κι ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
 (δεν είναι τούτο η λύπη μου — η λύπη μου
 είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου»
 Αυτοί οι στίχοι του αγαπημένου της Γιάννη Ρίτσου από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος είναι σαν να γράφτηκαν για κείνη. Η Καίτη Δρόσου είχε αντιστρέψει την συνήθη πορεία κι εξέλιξη των ανθρώπων στον χρόνο. Τη στιγμή που οι άλλοι γερνούσαν υποχωρώντας με συγκατάβαση, συμβιβαζόμενοι, αποδεχόμενοι, η Καίτη γερνούσε επαναστατώντας, αντιδρώντας. «Τώρα μη σε δω να κλάψεις» μου είχε πει κάποτε, σε δύσκολη στιγμή, «να θυμώσεις θέλω! Θύμωνε! Θύμωνε!» Η Καίτη ήταν νέα, επειδή παρέμενε –ή μάλλον γινόταν με τα χρόνια, όλο και πιο πολύ– επαναστάτρια.
kaiti-2Αγανακτούσε και μιλούσε. Δεν ήταν πάντα αρεστή. Δεν εγκατέλειψε ποτέ τον αγώνα για την αλήθεια που πανταχόθεν κουκουλωνόταν ή διαστρεφόταν επιμελώς. Διατηρούσε ασίγαστο το ενδιαφέρον της για την ιστορία, την πολιτική, την ποίηση. Ξεκοκκάλιζε καθημερινά τη Monde, διάβαζε καθετί που αφορούσε την εξέλιξη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην πρώην ΕΣΣΔ, κυρίως όλα όσα αποδείκνυαν το λάθος, το αδειανό «κιβώτιο» της πολιτικής της πορείας. Διάβαζε τους απαγορευμένους Ρώσους ποιητές σε γαλλική μετάφραση, αλλά και στα ρωσικά. Περπατούσε χιλιόμετρα ολόκληρα μέχρι που την εγκατέλειψαν οι δυνάμεις της· κατέβαινε κάθε χρόνο στην Ελλάδα, για να επισκεφθεί τα Κύθηρα, να περάσει μερικές μέρες στην Κυψέλη, να δει την πολυαγαπημένη εγγονούλα της, να φροντίσει για το αρχείο του Άρη που στο τέλος αποφάσισε και –σωστά κρίνοντας– το παραχώρησε στο ΕΛΙΑ. Στις αφηγήσεις της θυμόταν εκπληκτικές λεπτομέρειες από τη ζωή της, ήταν σε θέση να κάνει βιβλιογραφικές αναφορές, να σχολιάζει λογοτεχνικά έργα, να κρίνει την ακρίβεια μεταφράσεων ακόμα και από τα ρωσικά, που με τη βοήθεια λεξικού καταλάβαινε πολύ καλά.
Η Καίτη ταλανιζόταν συνεχώς από τη νοσταλγία και την πίκρα συγχρόνως, που προκαλούσε ο ακάματος καθημερινός της αναστοχασμός. Οι απώλειές της –πρώτα ο Άρης Αλεξάνδρου, ύστερα ο Γιάννης Ρίτσος, και τελευταίο και πολύ οδυνηρό χτύπημα, ο γιος της Άγγελος Καμπάνης– της είχαν κληροδοτήσει το πένθος, μόνιμο πια στο τέλος της ζωής της. Σαν τάμα απέναντι σε αυτούς τους νεκρούς κατέθετε τη μαρτυρία της. Υπήρχαν και πράγματα που επιθυμούσε να μην ειπωθούν. Στην παραίνεσή μου «γράψ’ τα αυτά!», υπήρξε φορά που απάντησε: «Όχι. Ζουν ακόμα οι άνθρωποι».
Η Καίτη Δρόσου με τον γιο της Άγγελο Καμπάνη, στην Πάτμο (πηγή: Κατερίνα Καμπάνη, «Ο παππούς μου, Άρης Αλεξάν- δρου», ύψιλον/βιβλία, 2006).
Η Καίτη Δρόσου με τον γιο της Άγγελο
Καμπάνη, στην Πάτμο (πηγή: Κατερίνα
Καμπάνη, «Ο παππούς μου, Άρης Αλεξάν-
δρου», ύψιλον/βιβλία, 2006).
Η κομματική της ζωή — από μικρή στις τάξεις του ΚΚΕ της είχε αφήσει βαθιά σημάδια, και όχι μόνο λόγω της σκληρής απομόνωσης που υπέστη ο Άρης. «Εσένα γιατί δεν σε διέγραψαν ακόμα»; — τη ρωτούσε ο Αλεξάνδρου με το δικό του πικρόχολο χιούμορ. «Είναι ύποπτο αυτό». Σε μια εξομολογητική της στιγμή, μου φώναξε «κουβαλάω νεκρούς στην πλάτη μου εγώ!», και όταν, έκπληκτη, τη ρώτησα τι εννοούσε αφού δεν είχε σκοτώσει κανέναν, μου μίλησε για όσους νέα κοπέλα ακόμα, γειτονιά-γειτονιά, δρόμο-δρόμο είχε πείσει και είχε επιστρατεύσει στις γραμμές του κόμματος. Ανθρώπους που αργότερα σκοτώθηκαν στις μάχες, στο βουνό, χάθηκαν στην εξορία και την πολιτική προσφυγιά.
Στις διηγήσεις της αμέσως διαπίστωνες τον έρωτα που έτρεφε ακόμα για τους δυο μεγάλους ποιητές-συντρόφους της ζωής της, τον Άρη Αλεξάνδρου και τον Γιάννη Ρίτσο. Της είμαι ευγνώμων για το πορτρέτο του Ρίτσου που μου σκιαγράφησε, υποσκάπτοντας την αγιογραφία προς την κατεύθυνση ενός όλο χιούμορ, ζεστού, οργιαστικού και συνάμα τρυφερού συντρόφου ζωής, ενός πολυτάλαντου, διονυσιακού ανθρώπου που την έκανε να γελάει με τα αληθινά ανατρεπτικά και ιερόσυλα αστεία του. Τρανή απόδειξη της μοναδικής αυτής φιλίας, βεβαίως, η έκδοση της αλληλογραφίας τους από τις εκδόσεις «Άγρα» σε επιμέλεια Λίζυς Τσιριμώκου με τίτλο Τροχιές σε διασταύρωση (εκδ. «Άγρα» 2008). Ο Αλεξάνδρου, πιο δύσκολος σαν χαρακτήρας, κλειστός, δυσπρόσιτος, της αφιέρωσε μερικά από τα πιο όμορφα ερωτικά ποιήματα της ελληνικής ποίησης. Μου είχε πει πως όταν ο Αλεξάνδρου πρωτάκουσε τη μελοποίηση του Μιχάλη Γρηγορίου («όπου πατάς/ πέφτουν πράσινα φύλλα…») είχε κλάψει από συγκίνηση — του άρεσαν πολύ. Και δεν συγχωρούσε στον εαυτό της που κάποτε, απελπισμένη από την οικονομική πίεση, πιο γήινη εκείνη, πιο ανήσυχη, τον είχε μαλώσει που δεν «έριξε τον εγωισμό του» να κάνει σωστά, δηλαδή με μια δόση ταπείνωσης, την αίτηση για την –τελικά χαμένη– υποτροφία μιας Φιλέλληνος Γαλλίδας.
Η Καίτη Δρόσου με τον Άρη Αλεξάνδρου, Παρίσι, Δάσος Βενσέν, 1974 (πηγή: Γιάν- νης Ρίτσος, «Τροχιές σε διασταύρωση. Επι- στολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάν- δρου», Άγρα, 2008).
Η Καίτη Δρόσου με τον Άρη Αλεξάνδρου,
Παρίσι, Δάσος Βενσέν, 1974 (πηγή: Γιάν-
νης Ρίτσος, «Τροχιές σε διασταύρωση. Επι-
στολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα
στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάν-
δρου», Άγρα, 2008).
Δεν ήταν όμως αυτό η Καίτη Δρόσου – δεν ήταν μόνο η μούσα και συνομιλήτρια, η πρώτη αναγνώστρια και καλύτερη φίλη των δυο ποιητών. Ήταν η ίδια ποιήτρια. Οι τρεις συλλογές της, που σύντομα θα εκδοθούν απ’ τις εκδόσεις Πανοπτικόν στη Θεσσαλονίκη, προδίδουν ευαισθησία ανάλογη των δυο αγαπημένων της, τη νοσταλγία για την Ελλάδα, τον πόνο του χωρισμού απ’ τους αγαπημένους, την χαρά της μητρότητας, τη γενναία αποδοχή της μοναξιάς και του θανάτου. Οι μικρές της πραγματείες —Ο αποστάτης Μαγιακόβσκι και η Οκτωβριανή Επανάσταση (ύψιλον/βιβλία, 1990) και Ιωσήφ Μπρόντσκι. Ο ποιητής και η Κα-Γκε-Μπε (ύψιλον/βιβλία, 1988)–, την εποχή που γράφτηκαν με δυσεύρετες τις σχετικές πληροφορίες έσπασαν τις «αποσιωπήσεις» της επίσημης, με θρησκευτική συνέπεια υιοθετημένης και στην Ελλάδα λογοτεχνικής ιστορίας της ΕΣΣΔ.
Είναι δύσκολοι οι καιροί που διανύουμε και η Καίτη αγωνιούσε, όχι μόνο για τους φίλους και την εγγονούλα της, παρά για την πορεία όλης της Ελλάδας. Παρακολουθούσε τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις καθημερινά. Και οργίζονταν για τις χαμένες ευκαιρίες και τα όσα συνέβαιναν στην Ευρώπη. Δεν της άρεσαν. Η φωνή της, η αγανάκτηση και η έγνοια της θα λείψουν. Η κηδεία της Καίτης, μαθαίνουμε, θα γίνει στο Παρίσι. Ήθελε να ταφεί δίπλα στον Άρη Αλεξάνδρου, να σφραγίσει έτσι οριστικά την εξορία.
«Σταυρώθηκα μόνη μου/ Μη με ξεχνάτε», είχε γράψει σε ένα ποίημα της. Δεν την ξεχνάμε.
Η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου είναι σλαβολόγος και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
***********************************

Ενας μικρός αποχαιρετισμός στην Καίτη Δρόσου

ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ

Η Καθημερινή, 6/2/2016 
Η Καίτη Δρόσου (δεύτερη από αριστερά), πλάι στον Γ. Ρίτσο. Δίπλα τους Τάσος και Μιράντα Φιλιακού, φίλοι και συγκάτοικοι του ποιητή. Μονεμβασιά, 1954.

Η​​ταν το 2010 όταν, προσκαλεσμένος του Κώστα Βρεττάκου στην Πλούμιτσα, κοντά στο Γύθειο, γνώρισα την Καίτη Δρόσου. Βρεθήκαμε εκεί για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, για τη μετακομιδή των οστών του ποιητή και της συζύγου του Καλλιόπης, αλλά και για τα εγκαίνια της αναπαλαίωσης της πατρικής εστίας του σημαντικού μας ποιητή.

Η Καίτη Δρόσου ήταν στενή φίλη του Νικηφόρου Βρεττάκου και ο λόγος για την αναφορά στο όνομά της σήμερα είναι ο θάνατός της στο Παρίσι – στο σπίτι όπου έζησε με τον Αρη Αλεξάνδρου (παντρεύτηκαν το 1959). Ηταν 94 ετών.


Τότε, στην Πλούμιτσα, λίγο πριν από την επιστροφή στην Αθήνα, ο Κώστας Βρεττάκος με παρακάλεσε να την πάρω μαζί μου στο αυτοκίνητο. Κάθισε στη θέση του συνοδηγού και για περίπου τρεις ώρες άκουσα απίθανες, συγκινητικές, σκληρές, τραγικές ιστορίες από μια αφηγήτρια με σκέψη «ξυράφι», κριτικό πνεύμα, αυτοσαρκασμό, χιούμορ, αλλά και πόνο.

«Υπάρχουν γειτονιές της Αθήνας από τις οποίες δεν τολμώ να πατήσω», είπε κάποια στιγμή. Αναφερόταν στη σχέση της με την Αριστερά, στα χρόνια του Εμφυλίου. «Εγώ η ίδια στρατολόγησα στον αγώνα νέα παιδιά. Αυτά χάθηκαν, εγώ είμαι ακόμη εδώ. Με τι πρόσωπο να κοιτάξω τους δικούς τους σήμερα;».

Θυμήθηκε κι ένα φίλο της αδελφής της, αντιστασιακό στην Κατοχή, που το Κόμμα τον έριξε κάποτε στην ΟΠΛΑ. «Τον διέταξαν να εκτελέσει κάποιον. Τους είπε: “Πείτε μου κάτι γι’ αυτόν τον άνθρωπο να θυμώσω και να το κάνω”. Τον σκότωσε και την επομένη ήρθε σπίτι. Αγνώριστος. Ενας άνθρωπος που ήθελε να φάει την καρδιά του, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Είχα τότε μωρό το παιδί μου, απ’ τον πρώτο μου γάμο, και με παρακάλεσε να κρατήσει στην αγκαλιά το βρέφος. Τότε μόνον ηρέμησε κάπως».

Λίγο πριν νυχτώσει, την άφησα έξω από το σπίτι στην στην Κυψέλη, κοντά στην Ευελπίδων. Δημοσιογράφος ούσα (εργάστηκε πολλά χρόνια στην «Ημερησία» – έγραψε όμως και ποίηση) το διαμέρισμα αυτό είχε αποκτήσει με το περίφημο Λαχείο Συντακτών και εκεί διέμενε κάθε φορά που επισκεπτόταν την Αθήνα.

Την ξαναείδα άλλες δύο φορές: μία με τη φίλη ηθοποιό Ελίτα Κουνάδη στο εστιατόριο «Αλεξάνδρεια» και άλλη μία στο σπίτι των αγαπητών φίλων Απόστολου Ηλιάδη και Γεωργίας Παπαγεωργίου, στο Μετς, οι οποίοι την ήξεραν καλά από χρόνια. Θυμόταν πάντοτε τα παλιά και τα αφηγούνταν όμορφα. Φαινόταν πως είχε υπάρξει όμορφη, αριστοκρατική γυναίκα (το πιστοποίησα αναζητώντας και παλιές της φωτογραφίες). Ηταν μια ζωντανή ιστορία της λογοτεχνίας μας, των εμφύλιων παθών μας, των ποιητών μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Νίκος Φίλης: «Αισιοδοξώ ότι η Νέα Αριστερά θα είναι η ευχάριστη έκπληξη των εκλογών»

  Nίκος Φίλης: «Θα καλύψουμε το τεράστιο κενό ανάμεσα στον μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ και το αναλλοίωτο ΚΚΕ» Γιάννης Κιμπουρόπουλος   ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙ...