Κάρσον Μακκάλερς
Ο Αναβάτης
Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Ο αναβάτης έφτασε μέχρι την είσοδο του εστιατορίου, μετά από λίγο
έκανε στην άκρη και στάθηκε ακίνητος ακουμπώντας με την πλάτη του στον τοίχο. Ο
χώρος ήταν γεμάτος κόσμο, καθώς ήταν η τρίτη μέρα των ιπποδρομιών και όλα τα
ξενοδοχεία της πόλης ήταν γεμάτα. Στο εστιατόριο ανθοδέσμες από αυγουστιάτικα
τριαντάφυλλα σκόρπιζαν τα πέταλά τους πάνω στα λινά τραπεζομάντηλα και από το
διπλανό μπαρ ερχόταν ένα ζεστό ρεύμα αέρα συνοδευόμενο από μεθυσμένες φωνές. Ο
αναβάτης περίμενε ακουμπισμένος στον τοίχο και εξέταζε εξονυχιστικά την αίθουσα
με μισόκλειστα, κουρασμένα μάτια. Κοίταξε ολόγυρα στην αίθουσα μέχρι που τελικά
η ματιά του έπεσε σ’ ένα τραπέζι στην απέναντι γωνία όπου κάθονταν τρεις
άντρες. Όπως κοιτούσε, ο αναβάτης σήκωσε το πηγούνι του και έγειρε πλάγια και
προς τα πίσω το κεφάλι του, με το μικροσκοπικό του σώμα σφιγμένο και με χέρια
τεταμένα που τα δάχτυλά του είχαν συστραφεί προς τα μέσα σαν γκρίζα γαμψά νύχια
αρπακτικού. Ακουμπώντας πάνω στον τοίχο και σε νευρική υπερένταση,
παρακολουθούσε και περίμενε. Φορούσε ένα
κουστούμι από πράσινο κινέζικο μετάξι, κομμένο και ραμμένο ακριβώς στο νούμερο
μιας παιδικής ενδυμασίας, με κίτρινο πουκάμισο και απαλά χρωματιστή ριγωτή
γραβάτα. Δεν είχε καπέλο και τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προς τα μπρος σε μια
αλύγιστη, υγρή τούφα που σκέπαζε το μέτωπό του. Το πρόσωπό του ήταν κουρασμένο
και άχρωμο, αλλά αγέραστο. Οι κρόταφοί του είχαν σκιερά βαθουλώματα και στα
χείλη του ήταν ζωγραφισμένο ένα νευρικό χαμόγελο. Μετά από λίγο αντιλήφθηκε πως
τον είδε ένας από τους τρεις άντρες που παρακολουθούσε. Αλλά ο αναβάτης δεν
έκανε κανένα νεύμα, μόνο ανασήκωσε το πηγούνι του και έβαλε τον αντίχειρα του
σφιγμένου χεριού του στην τσέπη του σακακιού του.
Οι τρεις άντρες στο γωνιακό τραπέζι ήταν ένας εκπαιδευτής, ένας
πράκτορας στοιχημάτων και ένας λεφτάς. Ο εκπαιδευτής λεγόταν Σιλβέστερ – ένας
μεγαλόσωμος, πλαδαρός τύπος με αναψοκοκκινισμένη μύτη και αργοκίνητα γαλανά
μάτια. Τον πράκτορα τον έλεγαν Σίμονς. Ο λεφτάς ήταν ο ιδιοκτήτης ενός αλόγου
με το όνομα Σέλτσερ, που είχε ιππεύσει ο αναβάτης εκείνο το απόγευμα. Οι τρεις
τους έπιναν ουίσκι με σόδα, και ένας σερβιτόρος με άσπρο σακάκι μόλις τους είχε
σερβίρει το κυρίως γεύμα.
Ο Σιλβέστερ ήταν ο πρώτος που είδε τον αναβάτη. Αλλά γρήγορα
έστρεψε τα μάτια του αλλού, άφησε κάτω το ουίσκι του και νευρικά ζούληξε την
κατακόκκινη μύτη του με τον αντίχειρα. «Ο Μπίτσι Μπάρλοου», είπε. «Στέκεται
εκεί στην είσοδο και απλά μας κοιτάζει». «Ω, ο αναβάτης», είπε ο λεφτάς, που
είχε γυρισμένη την πλάτη του αντικρίζοντας τον τοίχο. Μισογύρισε το κεφάλι του
προς τα πίσω για να δει. «Πείτε του να έρθει στην παρέα μας». «Θεέ μου, όχι»,
είπε ο Σιλβέστερ.
«Είναι τρελός», είπε ο Σίμονς. Η φωνή του πράκτορα ακουγόταν
μονότονη και άχρωμη. Είχε το πρόσωπο ενός γεννημένου χαρτοπαίκτη, προσεκτικά
προσαρμοσμένο σε κάθε περίσταση, με μια σταθερή έκφραση μεταξύ φόβου και
απληστίας.
«Εγώ πάντως δε θα τον έλεγα ακριβώς τρελό», είπε ο Σιλβέστερ. «Τον
ξέρω εδώ και πολύν καιρό. Ήταν μια χαρά μέχρι πριν από έξι μήνες. Αλλά αν
συνεχίσει να συμπεριφέρεται έτσι, δεν τον βλέπω να μένει για πολύ, τουλάχιστο
για ένα χρόνο. Όχι, δε γίνεται».
«Είναι έτσι από το συμβάν στο Μαϊάμι», πρόσθεσε ο Σίμονς.
«Τι έγινε στο Μαϊάμι;» ρώτησε ο λεφτάς.
Ο Σιλβέστερ έριξε μια γρήγορα ματιά απέναντι στον αναβάτη και
πέρασε την κόκκινη, σαρκώδη γλώσσα του στη γωνιά του στόματος. «Ένα ατύχημα.
Ένας άλλος αναβάτης τραυματίστηκε στην κούρσα. Έσπασε το πόδι του και το ισχίο.
Ήταν πολύ στενός φίλος του Μπίτσι. Ιρλανδός. Και όχι κακός αναβάτης».
«Κρίμα», είπε ο λεφτάς.
«Πράγματι. Ήταν πολύ καλοί φίλοι», είπε ο Σιλβέστερ. «Πού τον
έχανες, πού τον έβρισκες, πάντα στο δωμάτιο του Μπίτσι. Έπαιζαν ραμί ή ήταν
ξαπλωμένοι στο πάτωμα και διάβαζαν τα αθλητικά παρέα».
«Ε, αυτά συμβαίνουν», είπε ο λεφτάς.
Ο Σίμονς άρχισε να κόβει την μπριζόλα του. Κρατούσε πλάγια προς το
πιάτο τα δόντια του πιρουνιού του και προσεκτικά στοίβαζε πάνω του μανιτάρια με
την κόψη του μαχαιριού. «Είναι τρελός», επανέλαβε. «Μου προκαλεί ανατριχίλα».
Όλα τα τραπέζια στην αίθουσα ήταν γεμάτα. Στο κέντρο της αίθουσας
είχε τσιμπούσι μια μεγάλη παρέα και οι πρασινόασπροι αυγουστιάτικοι σκόροι που
είχαν εισχωρήσει στην αίθουσα από το σκοτάδι της νύχτας πετάριζαν γύρω από τις
έντονες φλόγες των κεριών. Δυο κοπέλες με φανελένια άνετα παντελονάκια και
χρωματιστές ζακέτες κατευθύνθηκαν αγκαζέ προς το μπαρ στην άλλη άκρη της
αίθουσας. Από τον δρόμο έξω από το μαγαζί ακουγόταν φωνές εορταστικής υστερίας.
«Ισχυρίζονται ότι τον Αύγουστο η Σαρατόγκα γίνεται η πλουσιότερη
κατά κεφαλή πόλη του κόσμου», είπε ο Σιλβέστερ απευθυνόμενος στον λεφτά. «Εσείς
τι γνώμη έχετε;»
«Δεν το ξέρω», απάντησε ο λεφτάς. «Ίσως να είναι κι έτσι».
Ο Σίμονς με χάρη σκούπισε το λαδωμένο του στόμα με την άκρη του
δείκτη του. «Κι όσο για το Χολιγούντ; Και τη Γουόλ Στριτ – »
«Περίμενε», είπε ο Σιλβέστερ. «Τελικά πήρε την απόφαση να έρθει
εδώ».
Ο αναβάτης είχε φύγει από τον τοίχο και πλησίαζε προς το τραπέζι
τους στη γωνία. Βάδιζε με επιτηδευμένες δρασκελιές, τινάζοντας τα πόδια του
ημικυκλικά σε κάθε του βήμα, με τα τακούνια του να χώνονται βαθιά στην κόκκινη
βελούδινη μοκέτα του δαπέδου. Προχωρώντας πέρασε ξύνοντας τον αγκώνα μιας
χοντρής, ντυμένης σε άσπρα σατέν, από το κεντρικό τραπέζι του συμποσίου. Έκανε
προς τα πίσω υποκλινόμενος με εξεζητημένη χάρη κλείνοντας εντελώς τα μάτια του.
Όταν ήρθε κοντά τους, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε ανάμεσα στον Σιλβέστερ και
τον λεφτά, χωρίς κανένα νεύμα χαιρετισμού ή μια αλλαγή στο αμετάβλητο, σκυθρωπό
του πρόσωπο.
«Έφαγες;» ρώτησε ο Σιλβέστερ.
«Μερικοί θα το έλεγαν πως έφαγα». Η φωνή του αναβάτη είχε έναν
καθαρό, οξύ και πικρόχολο τόνο.
Ο Σιλβέστερ ακούμπησε προσεκτικά το μαχαίρι και το πιρούνι πάνω στο
πιάτο του. Ο λεφτάς άλλαξε θέση, γυρίζοντας πλάγια στην καρέκλα του και
σταυρώνοντας τα πόδια του. Φορούσε ένα καρό παντελόνι ιππασίας, αγυάλιστες
μπότες κι ένα φθαρμένο καφετί σακάκι – αυτή ήταν η ενδυμασία του μέρα νύχτα
κατά τη σεζόν της κούρσας, αν και ποτέ δεν τον είδε κανείς πάνω σ’ ένα άλογο. Ο
Σίμονς συνέχισε να τρώει. «Μήπως θέλεις καμιά σόδα ή κάτι παρόμοιο;» ρώτησε ο
Σιλβέστερ.
Ο αναβάτης δεν απάντησε. Έβγαλε από την τσέπη του μια χρυσή
ταμπακιέρα και την άνοιξε μ’ ένα κλικ. Μέσα της υπήρχαν μερικά τσιγάρα και ένα
μικροσκοπικό χρυσό σουγιαδάκι, που το χρησιμοποιούσε να κόβει το τσιγάρο στα
δύο. Αφού άναψε το τσιγάρο του, σήκωσε το χέρι του σ’ έναν σερβιτόρο που περνούσε πλάι από το τραπέζι
του και παράγγειλε: «Κεντάκι μπέρμπον, παρακαλώ».
«Λοιπόν, άκου τώρα, αγόρι μου», είπε ο Σιλβέστερ.
«Δεν είμαι κανενός αγόρι εγώ».
«Σκέψου λογικά. Ξέρεις ότι πρέπει να φέρεσαι λογικά».
Ο αναβάτης έκανε έναν απότομο χλευαστικό μορφασμό με την αριστερή
γωνία του στόματός του. Χαμήλωσε τα μάτια του πάνω στα απλωμένα φαγητά, αλλά
αμέσως ξανασήκωσε το βλέμμα του. Μπροστά στον λεφτά υπήρχε ψάρι κατσαρόλας,
φουρνισμένο και περιχυμένο με σάλτσα κρέμας και πασπαλισμένο με μαϊντανό. Ο
Σιλβέστερ είχε παραγγείλει αυγά Μπένεντικτ. Υπήρχαν επίσης σπαράγγια, φρέσκο
βουτυρωμένο καλαμπόκι, κι ένα πιατάκι με υγρές μαύρες ελιές. Στη άκρη του
τραπεζιού μπροστά από τον αναβάτη ήταν μια πιατέλα με τηγανητές πατάτες. Ο
αναβάτης δεν ξανακοίταξε τα φαγητά, αλλά κάρφωσε τα μισόκλειστα μάτια του στο
ανθοδοχείο με τα ανοιγμένα μυρωδάτα τριαντάφυλλα. «Υποθέτω πως θυμάστε κάποιο
άτομο ονόματι Μακγκουάιρ», είπε.
«Τώρα, άκου καλά», είπε ο Σιλβέστερ.
Ο σερβιτόρος έφερε το ουίσκι και ο αναβάτης καθόταν με το ποτήρι
μέσα στις παλάμες του χαϊδεύοντάς το με τα μικρά, δυνατά και γεμάτα κάλους
χέρια του. Γύρω από τον καρπό του φορούσε μια χρυσή αλυσίδα που κουδούνιζε κάθε
φορά άγγιζε την άκρη του τραπεζιού. Αφού στριφογύρισε το ποτήρι του καμιά-δυο
φορές στις παλάμες του, ο αναβάτης κατέβασε το ουίσκι του με δυο γρήγορες
γουλιές. Ακούμπησε το ποτήρι του με δύναμη πάνω στο τραπέζι. «Όχι, δε νομίζω
πως η μνήμη σας είναι τόσο καλή», είπε.
«Έλα τώρα, αρκετά, Μπίτσι», είπε ο Σιλβέστερ. «Τι σε κάνει και
φέρεσαι έτσι; Έχεις νέα από το παιδί σήμερα;»
«Πήρα ένα γράμμα», απάντησε ο αναβάτης. «Το εν λόγω άτομο για το
οποίο μιλούσαμε βγήκε από τον γύψο την Τετάρτη. Το ένα του άκρο είναι πέντε
πόντους πιο κοντό από το άλλο. Αυτό είναι όλο».
Ο Σιλβέστερ πλατάγισε τη γλώσσα του και κούνησε το κεφάλι.
«Καταλαβαίνω πώς νιώθεις».
«Αλήθεια;» Ο αναβάτης κοίταζε τώρα τα πιάτα πάνω στο τραπέζι. Το
βλέμμα του πέρασε από το ψάρι κατσαρόλας στο καλαμπόκι και καρφώθηκε στην
πιατέλα με τις τηγανητές πατάτες. Το πρόσωπό του σφίχτηκε και ξανά γρήγορα
κοίταξε αλλού. Ένα τριαντάφυλλο σκόρπισε, κι αυτός πήρε ένα πέταλο, το ζούληξε
ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα και το έβαλε στο στόμα του.
«Λοιπόν, αυτά συμβαίνουν», παρατήρησε ο λεφτάς.
Ο εκπαιδευτής κι ο πράκτορας τελείωσαν το γεύμα τους, αλλά έμεινε
πολύ φαγητό στα πιάτα τους. Ο λεφτάς βούτηξε τα γεμάτα βούτυρο δάκτυλά του στο
ποτήρι του με το νερό και τα σκούπισε με την πετσέτα.
«Λοιπόν», ρώτησε ο αναβάτης. «Μήπως κανείς σας θέλει να δώσω τα
απομεινάρια σας σε κάποιον; Ή ίσως επιθυμείτε να ξαναπαραγγείλετε; Μια ζουμερή
μπριζόλα, κύριοι, ή –»
«Σε παρακαλώ», είπε ο Σιλβέστερ. «Φέρσου λογικά. Γιατί δεν
ανεβαίνεις να ξεκουραστείς;»
«Ναι, γιατί άραγε;» απάντησε ο αναβάτης.
Ύψωσε την επιτηδευμένη του φωνή που μέσα της υπήρχε ένα οξύ ίχνος
υστερικού κλαψουρίσματος. «Γιατί άραγε δεν ανεβαίνω στο αναθεματισμένο μου
δωμάτιο να περπατήσω πέρα δώθε, να γράψω μερικά γράμματα και να πέσω για ύπνο
σαν καλό παιδί; Γιατί ντε;» Έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε.
«Ω, ανάθεμα», είπε. «Ω, που να σας πάρει. Θέλω ένα ποτό».
«Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το ποτό είναι ο θάνατός σου»,
είπε ο Σιλβέστερ. «Ξέρεις τι μπορεί να σου κάνει. Το ξέρεις πολύ καλά».
Ο αναβάτης διέσχισε την αίθουσα του εστιατορίου και πήγε στο μπαρ.
Παράγγειλε ένα μανχάταν, ενώ ο Σιλβέστερ τον κοιτούσε να στέκει με τα τακούνια
του κολλημένα το ένα με το άλλο, το σώμα του σφιγμένο σαν το σώμα από ένα
μολυβένιο στρατιωτάκι, να κρατάει το ποτήρι του κοκτέιλ και το μικρό του
δακτυλάκι να προεξέχει και να πίνει αργά.
«Είναι παλαβός», είπε ο Σίμονς. «Σας το είπα εγώ».
Ο Σιλβέστερ γύρισε προς τον λεφτά. «Αν φάει ένα αρνίσιο παϊδάκι,
μπορεί να δεις το σχήμα του στο στομάχι του ακόμη και μετά από μια ώρα. Δεν
μπορεί πια να αποβάλει ό, τι τρώει. Είναι πενήντα έξι κιλά και κάτι. Ήδη έχει
βάλει ενάμισι κιλό από τότε που φύγαμε από το Μαϊάμι».
«Οι αναβάτες δεν πρέπει να πίνουν», αποφάνθηκε ο λεφτάς.
«Το φαγητό δεν τον ικανοποιεί όπως παλιά και ούτε το αποβάλλει. Αν
φάει ένα αρνίσιο παϊδάκι, μπορείς να το δεις να στέκεται στο στομάχι του και να
μην κατεβαίνει».
Ο αναβάτης ήπιε το μανχάταν του. Το κατέβασε, συνέθλιψε το κερασάκι
στον πάτο του ποτηριού με τον αντίχειρά του, και μετά έσπρωξε το ποτήρι από
κοντά του. Οι δυο κοπέλες με τις χρωματιστές ζακέτες στέκονταν στα αριστερά
του, αντικρίζοντας η μία την άλλη, και στην άλλη άκρη του μπαρ δυο κράχτες
στοιχημάτων είχαν αρχίσει μια συζήτηση για το ποιο ήταν το ψηλότερο βουνό του
κόσμου. Όλοι ήταν με συντροφιά. Κανένα άλλο άτομο δεν έπινε το ποτό του μόνο
του εκείνη τη νύχτα. Ο αναβάτης πλήρωσε μ’ ένα ολοκαίνουριο πενηνταδόλαρο χωρίς
να μετρήσει τα ρέστα.
Ξαναγύρισε στην αίθουσα του εστιατορίου, ήρθε στο τραπέζι όπου
κάθονταν οι τρεις άντρες, αλλά δεν κάθισε. «Όχι, δεν έχω την απαίτηση να έχετε
δυνατή μνήμη», είπε. Φαινόταν τόσο μικρούλης που η επιφάνεια του τραπεζιού
έφτανε σχεδόν μέχρι τη ζώνη του, και πιάνοντας τη γωνία του τραπεζιού με τα δυο
του νευρώδη χέρια, δε χρειάστηκε να σκύψει. «Όχι, είστε πολύ απασχολημένοι να
χλαπακιάζετε σε εστιατόρια. Είστε πολύ –»
«Ειλικρινά τώρα, φέρσου λογικά».
«Λογικά! Λογικά!» Το σκυθρωπό πρόσωπο του αναβάτη τρεμούλιασε και
κατόπιν πήρε ένα μοχθηρό, παγωμένο μειδίαμα. Κούνησε τραντάζοντας το τραπέζι
και κάνοντας τα πιάτα να κροταλίσουν, και για μια στιγμή φάνηκε ότι πήγαινε να το
αναποδογυρίσει. Όμως ξαφνικά σταμάτησε. Άπλωσε το χέρι του στην πιατέλα που
ήταν κοντά του και σκόπιμα έβαλε λίγες τηγανητές πατάτες στο στόμα του. Άρχισε
να μασάει αργά με σηκωμένο το πάνω του χείλι και μετά γύρισε και έφτυσε την
πολτώδη μπουκιά του πάνω στη λεία κόκκινη μοκέτα που κάλυπτε το δάπεδο.
«Ασυνείδητοι», φώναξε με λεπτή και σπασμένη φωνή. Πιπίλισε τη λέξη στο στόμα
του σαν να είχε μια νοστιμιά και μια ουσία που τον ευχαριστούσε. «Είστε
ακόλαστοι», ξαναείπε, και γυρίζοντας έφυγε από το εστιατόριο με ένα άκαμπτο
αλαζονικό περπάτημα.
Ο Σιλβέστερ ανασήκωσε αδιάφορα τον ένα από τους χαλαρούς και
βαριούς ώμους του. Ο λεφτάς σφούγγισε λίγο νερό που είχε χυθεί πάνω στο
τραπεζομάντιλο. Οι τρεις τους δεν αντάλλαξαν λέξη μέχρι που ήρθε ο σερβιτόρος
να σηκώσει τα πιάτα από το τραπέζι.
The jockey The New Yorker, August 23, 1941 P. 15
****************************************
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΕΔΩ=>Collected Stories of Carson McCullers The Jockey-
Η Carson McCullers [Κάρσον ΜακΚάλερς] (1917-1967) γεννήθηκε ως Lula Carson Smith [Λούλα Κάρσον Σμιθ] στο Columbus, Γεωργία, το 1917. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη, και παντρεύτηκε τον Reeves McCullers [Ριβς ΜακΚάλερς] σε ηλικία είκοσι ετών. Δημοσίευσε το The Heart is a Lonely Hunter [Η καρδιά είναι μοναχικός κυνηγός] το 1940, την εποχή που αυτή κι ο άνδρας της συμφώνησαν να πάρουν διαζύγιο. Για τα επόμενα πέντε χρόνια έμενε περισσότερο στη Νέα Υόρκη, όπου δημοσίευσε το μυθιστόρημα Reflections in a Golden Eye [Σκέψεις σε χρυσαφένιο μάτι] (1941) και μια σειρά διηγημάτων. Το 1945 ξαναπαντρεύτηκε τον Reeves McCullers, ο οποίος είχε τραυματιστεί στον πόλεμο. Ο γάμος διαλύθηκε το 1951 και ο Reeves υπό την επήρεια ναρκωτικών και αλκοόλ αυτοκτόνησε στο Παρίσι. Αυτή η ίδια υπέφερε κατά καιρούς από καρδιακή ασθένεια, αποπληξία, και πνευμονία. Όταν πέθανε το 1967 σε ηλικία 50 ετών μετά από εγκεφαλική συμφόρηση, είχε επίσης καρκίνο τoυ μαστού. Η υγεία της χειροτέρευε από την εποχή που παντρεύτηκε το 1937. Κατάφερε όμως να γράψει αρκετά άλλα βιβλία: The Member of the Wedding [Το μέλος του γάμου] (1946), το οποίο δραματοποίησε (1950), The Ballad of the Sad Café [Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου] (1951), μια συλλογή διηγημάτων και μια νουβέλα με τον ίδιο τίτλο, το θεατρικό έργο The Square Root of Wonderful [Η τετραγωνική ρίζα του θαυμάσιου] (1958) και το τελευταίο μυθιστόρημα, Clock Without Hands [Ρολόι δίχως δείκτες] (1961). Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία της χρόνια ήταν ένας αγώνας εναντίων των νόσων και σωματικής ασθένειας, το 1964 η Carson McCullers δημοσίευσε ένα χαριτωμένο βιβλίο παιδικής ποίησης: Sweet as a Pickle and Clean as a Pig [Γλυκό σαν τουρσί και καθαρό σαν γουρούνι].
Όπως οι άλλες Southern γυναίκες συγγραφείς (Κάθριν Ανν Πόρτερ, Ευδώρα Γουέλτι, Φλάνερυ Οκόνορ) έτσι κι η Κάρσον ΜακΚάλερς ασχολείται με εκκεντρικότητες και γκροτέσκο. Τέτοια επίδραση έχει ο Νότος σε ελάσσων λογοτέχνες. Ουσιαστικά η Κάρσον ΜακΚάλερς είναι ελάσσων συγγραφέας, και ενδυνάμωσε τα καλύτερά της έργα με αυστηρή προσήλωση στα όρια των ικανοτήτων της. Την παρανόησαν οι κριτικοί όταν έκριναν τις αναλύσεις των αναπήρων ως ανατομές δηλητηριασμένων πολιτισμών. Στην κατάσταση που ήταν η ΜακΚάλερς μπορούσε να νιώθει συμπόνια για άτομα με πιο σοβαρές αναπηρίες. Όμως στα βιβλία της δεν υπάρχει το συναίσθημα τρόμου για σωματική ή διανοητική ανεπάρκεια. Από μια σημαντική άποψη πρόκειται για μια καταφατική συγγραφέα, γιατί παρουσιάζει ως ωραίους και αγαπητούς τους ανάπηρους ήρωες της και όχι απεχθείς. Βέβαια η προσωπική της γνώμη για τον κόσμο δεν είναι η πιο ευχάριστη, αλλά δείχνει ― όσο λίγοι άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς ― ότι αυτό που φαίνεται ή που θεωρείται άσχημο δεν είναι αναγκαία έτσι.
Τα καλύτερά της έργα είναι The Heart is a Lonely Hunter, The Ballad of the Sad Café, και The Member of the Wedding. Το πρώτο λαμβάνει χώρα σε μια μικρή πόλη της Γεωργίας όπου ζει ο ευφυής κωφάλαλος John Singer [Τζων Σίνγκερ], και περιγράφει την επιρροή του πάνω σε τέσσερις ανθρώπους. Ζει μαζί με τον διανοητικά ανεπαρκή Σπύρο Αντωνόπουλο τον οποίο αγαπάει. (Δεν υπάρχει καμιά υπόνοια ομοφυλοφιλίας.) Όταν ο Αντωνόπουλος αρρωστήσει και γίνει αντικοινωνικός και πρέπει να εισαχθεί σε ψυχιατρείο, ο Σίνγκερ μπαίνει στη ζωή τεσσάρων άλλων ανθρώπων, κανείς εν των οποίων δεν έχει ιδέα για την θλίψη που αισθάνεται. Η πιο ωραία περιγραφή είναι της δωδεκάχρονης Mick, που θέλει να γίνει συνθέτρια. Τελικά ο Αντωνόπουλος πεθαίνει κι ο Σίνγκερ αυτοκτονεί. Οι οπαδοί του σαστίζουν, καθώς ποτέ δεν τον κατάλαβαν ή νοιάστηκαν γι’ αυτόν. Αλλά ο καθένας τους επίσης υφίσταται το χειρότερο. Μειονέκτημα του βιβλίου είναι η συνειδητή χρήση αλληγορίας που μερικές φορές αφανίζει τη δράση σε ρεαλιστικό επίπεδο. Και ο Σίνγκερ τι αντιπροσωπεύει τον Χριστό ή τον Σατανά; Πάντως πρόκειται για ένα σημαντικό, θαυμάσιο βιβλίο. Η αινιγματική, ασαφής φύση του Σίνγκερ, που είναι και η ουσία του μυθιστορήματος, διατηρείται παρά ορισμένες λεπτομέρειες όπως πόσο χρονών ήταν όταν πέθανε (τριάντα-τριών) και την «γαλήνια όψη» του.
Το The Ballad of the Sad Café είναι το πιο τέλειο από τα γραπτά της ΜακΚάλερς. Σ’ αυτή τη γκροτέσκο ιστορία της Amelia Evans [Αμέλια Έβανς]. μια γνωστική έμπορος και γενναιόδωρη θεραπεύτρια, η φαντασία της βρήκε την πραγματική της μορφή, ενώ ταυτόχρονα ανακάλυψε την αληθινή της φωνή. Σε όλα τα άλλα της βιβλία, ακόμη και στο The Member of the Wedding, η γλώσσα της είναι ευμετάβλητη: έχει τάση για ατελέσφορες συγκρίσεις και ροπή προς ψευδοποιητικότητα. The Member of the Wedding είναι της Κάρσον ΜακΚαλλερς το πιο ρεαλιστικό βιβλίο, και το καλύτερο μυθιστορηματικό της έργο. Διηγείται την ιστορία του Frankie Addams [Φράνκι Άνταμς] που εισέρχεται στην εφηβική ηλικία, και παρουσιάζει την πιο συμπαθητική φυσιογνωμία απ’ όλα της τα βιβλία: την τετράκις παντρεμένη μαύρη μαγείρισσα, Berenice Sadie Brown [Μπέρενις Σέιντι Μπράουν]. Αυτό είναι ένα λυρικό, κωμικό και όχι συναισθηματικό μυθιστόρημα, συγκινητικό και ευχάριστο. Το Clock Without Hands δεν είναι στο ίδιο επίπεδο. Τα αδύνατα σημεία του είναι γλωσσική χαλάρωση και, πάλι, ανεκπλήρωτες συμβολικές αξιώσεις. Ωστόσο είναι εμφανές ότι αν η συγγραφέας του δεν ήταν σε τέτοια άσχημη αναπηρική κατάσταση, σίγουρα θα έγραφε ένα μυθιστόρημα μεγίστης σημασίας, όπως The Heart is a Lonely Hunter έδειξε ότι ήταν ικανή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου