Σάββατο, Ιανουαρίου 16, 2016

Γιατί γράφω ποίηση - Χάρης ΒλαβιανόςΜια προσωπική ars poetica

Του Τάσου Γουδέλη.
ο αναγνώστης στις 10 Ιανουαρίου, 2016 

xb

«Η ευχαρίστηση που αντλεί κανείς από την ανάγνωση ενός βιβλίου, δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο αδιάψευστο κριτήριο της αξίας του, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι το λιγότερο διαψεύσιμο». Γ.Χ. Όντεν

Δεν μπορεί κανείς να μη συμφωνήσει με τον αφορισμό του μότο, ειδικά σε περιπτώσεις όπως αυτές των τελευταίων βιβλία του Χάρη Βλαβιανού. Εννοώ το Σχεδόν διάσημος και το ανά χείρας Γιατί γράφω ποίηση. Διευκρίνιση: το προγενέστερο Αίμα νερό του ιδίου θα μπορούσε, κατά μίαν έννοια, να συσχετισθεί με τα προαναφερόμενα εγχειρήματα αλλά κάποιες μορφικές του ιδιαιτερότητες θα χρειάζονταν ειδικές προσεγγίσεις οι οποίες θα ξέφευγαν σε πολλά σημεία τους από τη λογική του παρόντος σημειώματος.
Ήδη με τις πρώτες αυτές γραμμές καταδήλωσα την σχέση μου με την παρούσα ευσύνοπτη χειρονομία ενός συγγραφέα, που, παλαιότερα ας μην ξεχνάμε, εκτός των άλλων, με χιουμοριστικά ευάγωγο τρόπο έχει προτείνει μικρούς «φιλολογικούς» αφορισμούς (βλ. π.χ. Britannica).
Διαβάζοντας τους 61 μικρούς αφορισμούς του Γιατί γράφω ποίηση στάθμισα με βάση την «ευχαρίστησή» μου την (όποια) ποιότητά τους.
Να προσθέσω εδώ ότι κρίνοντας θετικά το αισθητικό αποτέλεσμά των ποιητικών «αποφθεγμάτων» του Χ.Β. συμπληρώνω με την «βοήθεια» του Όντεν ένα επί πλέον απόφθεγμαστους συγκεκριμένους, τοποθετώντας ένα ακόμα κομμάτι στο μεγάλο παζλ του βιβλίου, κάτι που νομίζω ότι επιδιώκει ο συγγραφέας του.
Επειδή ακριβώς ο τελευταίος με παιγνιώδη διάθεση ανοίγει τον ανάλαφρα ουσιαστικό διάλογό του με τον αναγνώστη πάνω στο πάντα ανοιχτό (ευτυχώς) ζήτημα που θέτει η ερωταπόκριση του τίτλου. Επ’ αυτών θα επανέλθω στην κατακλείδα του σημειώματός μου.
Το παιχνίδι του Χ.Β. ξεκινά από τον τίτλο: είναι  αυτονόητο ότι η φράση «γιατί γράφω ποίηση» έχει διττό χαρακτήρα, εμπεριέχοντας ερώτηση και απάντηση μαζί. Φυσικά θα μπορούσαμε να θέσουμε το λανθάνον ερωτηματικό στο τέλος της φράσης αλλά και όχι, άσχετα με το ότι όλες οι απαντήσεις των κειμένων του βιβλίου εισάγονται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο «επειδή», ο οποίος διευκρινίζει τους λόγους της ενέργειας του Βλαβιανού σε αυτή την άπειρη σειρά επεξηγήσεων του ποιητικού φαινομένου όπως το αντιλαμβάνεται αυτός.
Όσοι έχουν παρακολουθήσει την ποιητική διαδρομή του Χ.Β. και ειδικά την τελευταία της περίοδο, ας πούμε από την Επιφάνεια των πραγμάτων (2006) και εντεύθεν, μάλλον θα συμφωνούσαν ότι σ’ αυτή διασταυρώνονται, τις περισσότερες φορές εύστοχα, η διανοητικότητα φιλτραρισμένη μέσα από μια αίσθηση της «επιφάνειας των πραγμάτων», όπως πολύ εύγλωττα προδίδει ο τίτλος της προαναφερθείσης συλλογής.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, μια φαινομενολογία η όποια δεν ορρωδεί ούτε μπροστά στο εκ πρώτης όψεως εγκεφαλικό σχήμα ούτε στον γειωμένο λόγο. Όμως αυτά τα δύο στοιχεία ενώνονται με μια χημεία προσωπική: πολλές φορές με αίσθημα αλλά και με μια χρήση της εσωστρέφειας που αυτοπαρωδείται ευφρόσυνα.
Η διαχείριση αυτή κατακτήθηκε από τον Βλαβιανό μέσα από μια πορεία που σε κάθε βηματισμό της απέβαλε οποιοδήποτε επιβαρυμένο στοιχείο παραδοσιακού φορτίου.
Την πρόοδο αυτή την ενίσχυσε πρωτίστως η ειρωνεία και η βαθειά συμμετοχή του, η οποία βοήθησε να εκμηδενισθούν οι αποστάσεις του Εγώ από το ποιητικό αντικείμενο.
Και αυτές οι τελευταίες «βινιέτες», ας τις πούμε και ιδιότυπες μινιατούρες, με την  πυκνότητα  που απαιτούν (ας δίνουν την εντύπωση στον απρόσεκτο παραλήπτη τους ότι σκιτσάρονται με ευκολία), δεν είναι απλά γυμνάσματα, ασκήσεις αναπνοής, αλλά μια κεφαλαιοποίηση των προηγουμένων εύστοχων σκοπεύσεων  του Βλαβιανού.
Μέσα στα διάφορα επίπεδα της ευχάριστης σημειολογικής πρόκλησης του βιβλίου υπάρχει βέβαια και αυτό που σε παρακινεί να σκεφθείς την ειδολογική του κατάταξη, στον χώρο πάντα της ποιητικής γραφής.
Ήδη έχω χρησιμοποιήσει δύο ή τρεις όρους αναφερόμενος στο βιβλίο, κι αυτό γιατί μέσα στον ψυχαγωγικό…δόλο του Βλαβιανού ενυπάρχει και η πρόθεση να υπερβούμε φιλολογικού τύπου εγκιβωτισμούς και να αφεθούμε ελεύθερα στην υποδοχή του.
Τι σημασία έχει, λοιπόν, εάν ονομάζαμε αυτά τα μικρά ποιητικά παίγνια, που διαθέτουν έναν πεζολογικό χαρακτήρα, αφορισμούς, επιγράμματα, αποφθέγματα, βινιέτες, χάι κού ή ότιδήποτε άλλο; Αυτό που βαραίνει στην ανάγνωση του συγκεκριμένου πονήματος αφορά την ακαριαία δραστικότητά του, αφού σκοπός κάθε μικρής φόρμας είναι η ποιητική έκπληξη, η υπόδειξη του παράδοξου, το ξαφνικό «στραβοπάτημα»- όπως θάλεγε και ο Μάριος Μαρκίδης- σε έναν φαινομενικά ίσιο δρόμο.
Σε ορισμένες από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του Βλαβιανού τελευταία συναντάμε και το στοιχείο που ήδη ονόμασα ως «συμμετοχή» του ποιητικού Εγώ στα δρώμενα. Εν προκειμένω η παράμετρος της αυτοβιογραφίας, του βιωματικού, που είχε ήδη εισέλθει σε προηγούμενα βιβλία του Βλαβιανού σε ωραίες θερμοκρασίες, κάνει και εδώ την εμφάνισή της, δίπλα σε μεγάλη ποικιλία θεματικού και εικονιστικού ρεπερτορίου.
Τα συγγενικά πρόσωπα του συγγραφέα συγκατοικούν με επώνυμες μορφές της γραφής και της τέχνης, αποκτώντας την επιθυμητή υπόσταση ούτως ώστε να συντεθεί το σταυρόλεξο της «ποιητικής έμπνευσης».
Νομίζω ότι ο Χ.Β. κατάφερε να αποφύγει έναν επικίνδυνο σκόπελο- απειλή για εκείνον τον πεπαιδευμένο συγγραφέα (και γνωρίζουμε πολλούς σαν κι αυτόν) που νομίζει ότι μπορεί να χειρισθεί την εγκυκλοπαιδική γνώση λογοτεχνικά ενώ καταλήγει σε μια ανεκδοτολογική της χρήση.
Αντίθετα στο Γιατί γράφω ποίηση  η γραμματολογία- ακόμα και η «μικροπολιτική» της ή μάλλον κυρίως αυτή- έχει το δικό της αναψυκτικό και ιδιαίτερο πρόσημο, διεκδικώντας χωρίς συνοφρυώσεις και στόμφο το δικαίωμά να συνθέσει, μια ιδιωματική ποιητική. ένα  corpus αρχών γραφής.
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο νομίζω ότι πάντα αφήνει, εκτός των άλλων, δύο βασικές γεύσεις στον αναγνώστη: η πρώτη αφορά την (μάταιη) φιλοδοξία του τελευταίου να ξαναγράψει για λογαριασμό του συγγραφέα καλύτερα το κείμενο, γιατί νομίζει ότι απλώς συστηματοποιήθηκαν μέσα του ιδέες που τις είχε ήδη σκεφθεί και η δεύτερη να συμπληρώσει το κείμενο γιατί θεωρεί ότι ο συγγραφέας το έχει αφήσει ημιτελές.
Το βιβλίο του Χ.Β. με έξυπνο τρόπο παγιδεύει τον αναγνώστη, κινητοποιώντας τον προς αυτές τις κατευθύνσεις. Με άλλα λόγια μοιάζει να του λέει ότι οι αφορμές που τον ωθούν να γράψει ποίηση είναι πολύ «απλοί»- όπως κάθε προσωπική μυθολογία, είτε αφορά εμπειρίες ζωής ή μελέτης- και μη πεπερασμένοι, όπως κάθε κίνηση επαφής με τον άλλον, της οποίας τα (ποιητικά και συναισθηματικά) όρια είναι αχανή.
Εξάλλου ο ίδιος ο συγγραφέας ο οποίος τονίζοντας στον ακροτελεύτιο αφορισμό ότι- η ζωή του «είναι ένα ημιτελές ποίημα, γεμάτο κενά» που μάταια προσπαθεί να το ολοκληρώσει, νομίζω ότι συνοψίζει με εύστοχη λιτότητα όσα προσπαθώ να επισημάνω με την προηγούμενη παρατήρησή μου.
Γενικά τώρα μιλώντας: στο Γιατί γράφω ποίηση ο Χ. Β. δεν έχει κανένα σύμπλεγμα όσον αφορά την υιοθέτηση ενός μινιμαλιστικού και βραχέως λόγου, γιατί δεν σκοπεύει να εντυπωσιάσει. Το βιβλίο αυτό μπορεί να μοιάζει ότι δεν διαθέτει πολυμέρεια και ότι γίνεται προσιτό χωρίς δυσκολίες στην αναγνωστική διεκπεραίωσή του, αλλά στην ουσία προσπαθεί να γίνει σημείο αναφοράς, όπως κάθε συγκέντρωση επιτυχημένων αφορισμών, που προβάλουν στον πυρήνα τους σκληρές αντιστάσεις στις προσεγγίσεις μας.
Πιο συγκεκριμένα, τέλος, η συγκεκριμένη « ψευδοκωδικοποίηση» αυτής της ποιητικής του Βλαβιανού κερδίζει τις εντυπώσεις, γιατί κατορθώνει να απο(σ)τάξει το προγραμματικό και να μετατρέψει το ιδιωτικό σε παραδειγματικό με τρόπους ευφρόσυνους.


 

MINIMA POETICA 
του  Χάρη Βλαβιανού


[Αποσπάσματα]
1. 
Η θλίψη των παλιών παπουτσιών. Ξαναφορώντας τα, θυμάσαι ξαφνικά αγαπημένους ποιητές που χρόνια έχεις να διαβάσεις. Προπέρτιος, Αρνώ Ντανιέλ, Τζων Νταν, Σικελιανός… Σήμερα όμως η μέρα είναι θαλερή και το ξεχειλωμένο μοκασίνι ό,τι πρέπει για έναν περίπατο στον Κεραμικό.

2.
Δεν θέλει πια να γράφει στίχους που δαγκώνουν. Θέλει στίχους που να τον βοηθούν ν’ αναπνέει. (Δεν είναι τυχαίο που ο Πάουντ στο κλουβί, σχεδιάζοντας τα Κάντος της Πίζας, διάβαζε Κομφούκιο, όχι Νίτσε.)

3.
Μου αρέσει ο Κ.: έχει τα ίδια ελαττώματα μ’ εμένα, αλλά δεν νιώθει ποτέ ντροπή γι’ αυτά. No second thoughtsever!

4.
Ψάχνω στη βιβλιοθήκη του Κολεγίου για τον Λέρμοντοφ, αλλά τον μόνο Ρώσο που βρίσκω στο γράμμα «λ» είναι ο Λένιν. Το ίδιο και στο γράμμα «σ»: τίποτα του Σινιάφσκι, όμως τριάντα βιβλία για τον Στάλιν.

5.
Δεν με ενδιαφέρει πια αν ο Πάουντ ήταν οπαδός του Μουσολίνι. Τα ποιήματά του έμειναν, ενώ το φασιστικό καθεστώς του Ντούτσε κατέρρευσε. Αυτό έχει σημασία—ότι η ποίησή του ήταν και συνεχίζει να είναι αναγκαία για την Ποίηση. Το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε μια θλιβερή, περιττή υποσημείωση στην ιστορία του φασισμού με αφήνει σήμερα παγερά αδιάφορο. Όποτε διαβάζω τα τελευταία Κάντος δακρύζω. Τι άλλο να ζητήσω από τον γέρο Εζ;

6.
Θέλει να καταστρέψει την παράδοση, συντηρώντας την όσο καλύτερα μπορεί.

7.
Οι στίχοι που δεν του ανήκουν πια. Μήπως αυτοί είναι οι πιο αληθινοί;

8.
Ποιητές: «ωραίοι γλάροι που ψηλά πετούν»… κι όπως οι γλάροι έτοιμοι να ραμφίσουν ο ένας τον άλλο, μέχρι τελικής πτώσης.

9.
Η αλήθεια των γυμνών δένδρων: καθαρά περιγράμματα ανεκπλήρωτων πόθων.

10.
Μιλούσε επί μια ώρα για τον ρόλο της ποίησης, βάζοντας κάθε επίμαχη λέξη σε εισαγωγικά. Δεν εννοούσε τίποτα απ’ όσα έλεγε.

11.
Η λογοτεχνική του φήμη στηρίζεται αποκλειστικά στην αδυναμία του να διακρίνει διαφορές ανάμεσα στα πράγματα, να εντοπίσει την ουσία τους — οι άγγλοι, αντλώντας από τη γλώσσα μας, αποκαλούν το σύμπτωμα “dysaesthesia”. Αυτή την απόλυτη σύγχυση, την παντελή έλλειψη διαύγειας (συνδυασμός ανοησίας και πνευματικού λήθαργου), κάποιοι την αποκαλούν ύφος.

12.
Τα μέτρια ποιήματα είναι πολύ χειρότερα από τα κακά. Σε αντίθεση με αυτά μας τρώνε τον χρόνο μας.

13.
Και οι καλύτεροι συγγραφείς μιλούν πολύ — συμπεριλαμβανομένου και του Βωβενάργκ που το ισχυρίστηκε. Πολλοί από τους αφορισμούς του δεν είναι παρά φλύαρες κοινοτοπίες. Δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς τον μετρ του αφορισμού, τον Τσέστερτον, για να το διαπιστώσει.

14.
Δυστυχώς μια ποιητική συλλογή περιέχει όλα τα ποιήματα που την απαρτίζουν, κι όχι αυτά τα ελάχιστα που εσύ επιλέγεις τυχαία να διαβάσεις…

15.
«Σ’ έναν ολότελα χριστιανικό κόσμος όλοι οι ποιητές είναι Εβραίοι», γράφει η Τσβετάγιεβα.. Όπως όμως σωστά παρατηρεί ο Πρίμο Λέβι «ο καθένας είναι ο Εβραίος κάποιου», αφήνοντας να εννοηθεί ότι πίσω από κάθε Οθέλλο υπάρχει πάντοτε ένας Ιάγος. Ο φθόνος είναι πανταχού παρών. Επομένως και ανάμεσα στους ποιητές μερικοί είναι πιο Εβραίοι από τους υπόλοιπους.

16.
In Dreams Begin Responsibilities…. Αν και τίτλος διηγήματος, είναι αναμφίβολα ο ωραιότερος στίχος του Ντέλμορ Σβαρτς, κι ένας από τους ωραιότερους που έχει να επιδείξει η μοντέρνα αμερικανική ποίηση.

17.
Μπορώ να παζαρεύω, όχι να τοκίζω λέξεις.

18.
Τρίτον από της αληθείας…όχι βέβαια, αλλά σίγουρα πρώτον από της σιωπής. Μόνο το ποίημα μπορεί ν’ αποτελείται από μια και μόνο λέξη, ενίοτε δε από καμία.

19.
Τα ποιήματα των νεκρών ποιητών: μαυσωλεία οπού μέσα τους οι λέξεις, αν και ενταφιασμένες, αναπνέουν ακόμη.

(ΘυμάμαιμιααποστροφήτουΤζάιλςΦλέτσερ: “It is only Poetry that can make us be thought living men, when we lie among the dead”. Σωστά, αν και ο ίδιος ως ποιητής δεν τα κατάφερε να «μείνει ζωντανός». Η φράση του όμως αποτυπώθηκε στη μνήμη μου. Επομένως δεν είναι και εντελώς νεκρός.)
20.
Υπάρχει σφάλμα στην ακρίβεια — περιφρόνηση για αισθήματα αδιαμόρφωτα ακόμη· για ό,τι υπολανθάνει εντός μας.

21.
…είναι επικίνδυνο(ς) μόνο όταν ποθεί…

22.
Η παράδοση περιφρονεί όποιον υποτάσσεται στη γοητεία της.

(Δεν ευθύνεται ο Αλεξανδρινός αν η φλογέρα του βασιλιά φαλτσάρει.)
23.
Γράφουμε για να κρύψουμε ό,τι πολύτιμο έχουμε μέσα μας. Η ποίηση δεν ισοδυναμεί με εξομολόγηση.

(Σε κάθε ποίημα υπάρχει, πρέπει να υπάρχει , λίγη περιφρόνηση για το φως.)
24.
Να κρατάς τις λέξεις χωριστά· σε απόσταση· έστω και δια της βίας. Η φυσική τους ροπή είναι να μπλέκονται σαν τα μαλλιά.

25.
Κάθε ποίημα αφηγείται την ιστορία της διάσωσής του — ό,τι κι αν πραγματεύονται οι λέξεις του.

26.
Χρησιμοποιώντας γλωσσικά θραύσματα για να κατασκευάσεις πολυεστιακά ποιήματα που λειτουργούν σαν μωσαϊκά.

«Το εγώ δεν υπάρχει πια μέσα στην ιστορία αλλά η ιστορία μέσα στο εγώ. Η εξομολόγηση ως σημείο εκκίνησης, αλλά και ως δοκιμασία αντοχής».
27.
Το μόνο αληθινό και ανθεκτικό σχόλιο σ’ ένα ποίημα είναι ένα άλλο ποίημα.

(…αφού ο έρωτας δεν είναι παρά ανταλλαγή λεξιλογίου.)
28.
«Μη στηρίζεσαι στις ιδέες, σε τυφλά βέλη. Μάθε να χρησιμοποιείς το τόξο — έχοντας  διαρκώς στο νου σου το τόξο».

29.
Από τη στιγμή που ο έρωτας ολοκληρώνεται, η ψευδαίσθηση σβήνει. Ίσως θα έπρεπε να διαβάζουμε μόνο εκείνα τα ποιήματα που διαψεύδουν τις προσδοκίες μας, που αποσυντονίζουν διαρκώς τους δέκτες μας.

30.
Ο πρώτος κι ο τελευταίος στίχος του ποιήματος: δύο ορίζοντες· μια κλεψύδρα—η σιωπή (αμέτρητοι κόκκοι λευκότητας) τρέχει μέσα από το στόμιο των λέξεων να συναντήσει τη σιωπή.

31.
Η τελευταία πρόταση του Tractatus μπορεί και να σημαίνει πως έχουμε διαφθείρει τη γλώσσα μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην περιέχει πια καμία λέξη που να μπορεί ν’ αγγίξει το ανείπωτο.

(Αν υπήρχε η ορθή λέξη, ή γνωρίζαμε τον τρόπο να την εντοπίσουμε, ίσως να μπορούσαμε να ανακτήσουμε το ανείπωτο ως πηγή του αληθινού.)
32.
«Ένα άσπρο μαντήλι στη σκιά μπορεί να είναι πιο σκούρο από ένα κάρβουνο στο φως του ήλιου».

33.
Ποθεί τα πάντα. Θέλει να ποθεί τα πάντα, επειδή γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ποθήσει πια τίποτα.

34.
Αληθινός στίχος είναι αυτός που δεν κατανοεί απόλυτα την αλήθειά του.

35.
Το ποίημα: μια μαργαρίτα. Ως το τέλος δεν ξέρεις αν θα υποκύψει στη γοητεία σου.

36.
Όσο πιο βάναυσα ανακρίνεις τις λέξεις, τόσο πιο βάναυσα ανακρίνουν αυτές εσένα.

(Πίσω από τον εκθαμβωτικό ήλιο του ποιήματος, ένας ουρανός όλο και πιο σκοτεινός, πιο μόνος.)
37.
Σε μια εποχή που νεωτερίζει προγραμματικά το makeitnew του Πάουντ θα πρέπει μάλλον ν’ αντικατασταθεί από το makeitstrange. Όσοι λίγοι ξέρουν το μονοπάτι επιστρέφουν στις πηγές.

38.
Με τρομάζει η ευφορία που νιώθω. Όπου να ’ναι καταφθάνει η κατάθλιψη.

39.
Ο ποιητικός λόγος καταντάει πολλές φορές η θεωρία της απουσίας του.

(Τα γλωσσοκεντρικά ποιήματα των LanguagePoets [Bernstein, Coolidge, Hetjinian, Hoover, κ.α.] προσπαθούν να υπογραμμίσουν το αδιέξοδο της μετανεοτερικής ποίησης με τον πλέον «προκλητικό τρόπο», δηλαδή παιδαριώδη. Όταν στο τέλος της διαδρομής συναντήσεις έναν αδιαπέραστο τοίχο, το μόνο που μπορείς να κάνεις, αν ισχυρίζεσαι ότι θέλεις να συνεχίζεις να περπατάς, είναι ή να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής [κάθε επιστροφή συνιστά ως γνωστόν μια νέα εκκίνηση] ή να κάνεις επί τόπου σημειωτόν [απαγγέλλοντας δυνατά το FinnegansWake]. Όχι όμως να κατασκηνώσεις μπροστά στον τοίχο και να διαμαρτύρεσαι διαρκώς για τις συνέπειες της ακινησίας σου. “It is just ridiculous”, όπως γράφει και η Lyn.)
40.
Ο μεταμοντερνισμός είναι μόνο καλλιτεχνική τάση ή και κοινωνικό φαινόμενο, ενδεχομένως μια μετάλλαξη (χρεοκοπία;) του δυτικού ανθρωπισμού;

Κι αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, τότε πώς συνδέονται (ή αποσυνδέονται) οι διάφορες πλευρές αυτού του φαινομένου — ψυχολογικές, φιλοσοφικές, οικονομικές, πολιτικές;
Με δυο λόγια: μπορούμε να κατανοήσουμε τον μεταμοντερνισμό στη λογοτεχνία, χωρίς κάποια προσπάθεια να συλλάβουμε τα διακριτικά μιας μεταμοντέρνας κοινωνίας;
Μήπως θα έπρεπε να μιλάμε για μια μελλοντική «επιστήμη» όπως την συνέλαβε ο Φουκώ, μια από τις πολλές εκφάνσεις της οποίας θα ήταν και η λογοτεχνία;
41.
Μια παράδοση κληρονομείται, δεν είναι κάτι που το επιλέγεις ή το απορρίπτεις. Σήμερα όμως η παράδοση έχει αντικατασταθεί από το life-style. Εξ ου και για τους περισσότερους νεότερους συγγραφείς η λέξη παρελθόν είναι άγνωστη. Η μόνη τους φιλοδοξία είναι να πείσουν τους αναγνώστες ότι το προϊόν της εργασίας τους είναι όντως «τέχνη». Όμως ένα ασήμαντο ποίημα παραμένει ασήμαντο, ακόμη κι αν έχει αισθητικοποιηθεί. Όποιος τρώει σούσι δεν σημαίνει ότι μπορεί να συνθέσει ένα χαϊκού.

42.
Η απελπισία μυρίζει στεγνό μελάνι.

43.
Η ποίηση δεν υπάρχει για να καταγράφει, σαν μεγάλος καθρέφτης όλες τις περιπέτειες, τις παραλλαγές, τις ατέλειωτες επαναλήψεις της Ιστορίας. Υπάρχει για να δημιουργεί τη δική της ιστορία. Και οι «ανατροπές» αυτής της ιστορίας μας αφορούν πρωτίστως.

44.
«Να αναδημιουργείς ό,τι έχει δημιουργηθεί προκειμένου να το προφυλάξεις από την περιβολή μιας άκαμπτης παρουσίας».

(… να επιβεβαιώνεις την υπεροχή του, την προτεραιότητά του σε ουσία και ύπαρξη, να προσθέτεις παρουσία στην παρουσία, που να επικυρώνει ό,τι είναι ήδη ολοκληρωμένο…)
45.
Πρέπει να δίνουμε στ’ αντικείμενα την ευκαιρία, κυρίως στ’ αντικείμενα του πόθου μας, να πεθαίνουν βίαια. Ανθοδοχείο, τραπέζι, ποίημα. Θρυμματισμός, φωτιά, λήθη.

(…την ευκαιρία να σβήνεις μέσα στις σκέψεις/ στάχτες σου.)
46.
Αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί συνέβη: διάψευση.

Αυτό που έπρεπε να συμβεί δεν συνέβη: επιβεβαίωση.
(Τι μένει; Πικρή οικειότητα· κυνική συνενοχή με ό,τι σε περιβάλλει. Εκείνη το αποκαλεί «κοινή ζωή».)
47.
Να φλέγεσαι από πάθος γι’ αυτήν (γυναίκα, ποίηση, λέξη, σιωπή) γνωρίζοντας ότι θα σβήσεις μέσα της—επειδή θα σβήσεις μέσα της.

E so ben chιvo dietro a quel che m arde…                         (Πετράρχης)
48.
Μια μάσκα για κάθε ποίημα.

Έτσι προστάζει η λεπτότητα της ντροπής του.
49.
Να βλέπεις με μάτι που αισθάνεται. Να αισθάνεσαι με χέρι που βλέπει.

50.
Η διαφορά ανάμεσα στα ψεύτικα ποιήματα και τα αληθινά: όπως τα faux-bijou φαντάζουν στο άπειρο μάτι πάντοτε πιο λαμπερά, πιο πολύτιμα.

51.
Η γλώσσα πρωτεϊκή, εύθραυστη, ασταθής, προσωρινή, αναλαμβάνει (ως μέσο «εκχρονίκευσης») να μας μεταφέρει από σκέψη σε σκέψη, από στιγμή σε στιγμή, μεταμφιέζοντας την απουσία που βρίσκεται κάτω από την απαστράπτουσα επιφάνεια των λέξεων σε αληθοφανή παρουσία. (... αναβολή της ύστατης σιωπής.)

52.
Η ποιητική αλήθεια δεν κατοικεί ποτέ στον στίχο-χρησμό (Σικελιανός/ Ελύτης), αλλά σ’ εκείνο το μεταίχμιο, την αχαρτογράφητη, σκοτεινή περιοχή, όπου οι λέξεις διστάζουν να πάρουν την οριστική τους μορφή.

53.
«Γιατί οι αναγνώστες θεωρούν τόσο δεδομένο ότι η ποίηση πρέπει να γράφεται με συναίσθημα; Μπορούν να φανταστούν κάποιον να αποπειράται να εκτελέσει ένα κοντσέρτο βιολιού ή να σμιλέψει ένα γλυπτό αν τα χέρια του τρέμουν από φόβο ή τα μάτια του είναι υγρά από θλίψη;»

54.
Οι δυσκολίες στην ποίηση αντιμετωπίζονται με το να τις πολλαπλασιάζεις.

55.
Από την αναίδεια (και το φτηνό γούστο) των ημιμαθών ποιητών, προτιμώ την αλαζονεία των πεπαιδευμένων.

(Αν ο αλαζών ποιητής προκαλεί φθόνο, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ενισχύει την φιλαυτία των ατάλαντων. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε;)
56.
Το ποίημα δεν μπορεί να δραπετεύσει από τον εαυτό του με τα μέσα του ποιήματος.

.
195.
Η αλήθεια βγαίνει μέσα από το λάθος, όχι μέσα από τη σύγχυση. Άλλο να μη ξέρει κανείς τι γράφει (ο υπερρεαλιστής Μπρετόν ως ρεαλιστικότατος Σταλινικός) και άλλο να γράφει κάτι για το οποίο αργότερα μετανιώνει γιατί θεωρεί ότι δεν αποτυπώνει την αλήθεια σε όλη της την πολυπλοκότητα. (Πάουντ)
294.
Οι δυσκολίες στην ποίηση αντιμετωπίζονται με το να τις πολλαπλασιάζεις
296.
Το ποίημα δεν μπορεί να δραπετεύσει από τον εαυτό του με τα μέσα του ποιήματος.
297.
Μόνο στο πλαίσιο της ιστορικής εξέλιξης της ποίησης γίνεται αντιληπτή η αισθητική αξία ενός συγκεκριμένου ποιήματος. Το να γράψει κανείς ένα ποίημα σήμερα με τον τρόπο του Σεφέρη είναι γελοίο—όχι γιατί η πράξη αυτή καθαυτή της μίμησης είναι γελοία, αλλά γιατί ένα ποίημα του 1950 δεν μπορεί ν’ ανήκει στο 2006. Όπως σωστά επισημαίνει ο Κούντερα: η αίσθηση της ομορφιάς δεν είναι αυτόματη αλλά καθορίζεται από τη γνώση μιας χρονολογίας. Επομένως όσοι επιμένουν να γράφουν ποιήματα ρίχνοντας καύσιμα στην εξαντλημένη ατμομηχανή του μοντερνισμού είναι απλώς εκτός χρόνου.
298.
Παραλλάσσοντας ελαφρά μια σκέψη του Ζυλιάν Γκρεκ: «η ιστορία της ποίησης αντίθετα από την ιστορία εν γένει, περιλαμβάνει μόνο νίκες, γιατί στην ποίηση οι ήττες δεν είναι νίκες για κανέναν». Τα Βατερλώ των μικρών ή των μεγάλων ποιητών έχουν θέση μόνο στη λήθη (ή στα κιτάπια των φιλολόγων).



                                                                                                           Χάρης Βλαβιανός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ένας συνωμοσιολόγος στο τιμόνι του Υπουργείου Υγείας των ΗΠΑ!

  Αρνητής εμβολίων και διακινητής αδιανόητων θεωριών - Ποιος είναι ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ. ieid...