Σάββατο, Μαρτίου 21, 2015

Το σκοτάδι του μίσους νικά κατά κράτος τον πολιτισμό

Γιώτα Παναγιώτου
Γιώτα Παναγιώτου

 

Η Τυνησία της μνήμης


Το Σεπτέμβριο του 2007 βρέθηκα στην Τυνησία. Ομολογώ ότι αρχικά το ταξίδι δεν ήταν αυτό ακριβώς που είχα φανταστεί. Το αεροπλάνο από την Αθήνα προσγειώθηκε στην Τζέρμπα την ώρα που χάραζε και το γκρουπ μου έπρεπε να περιμένει περίπου δύο ώρες στην πόλη μέχρι να έρθει το πούλμαν του πρακτορείου. Κλειστά μαγαζιά, ψύχρα, ερημιά και μόνη παρέα κάτι τεράστια ποντίκια που έτρεχαν από χαντάκι σε χαντάκι, λες και είχαν πάρει ecstasy.  Φρίκη. Αυτό ήταν το εξωτικό μέρος που είχα επιλέξει να επισκεφτώ; Το είχα μετανιώσει ήδη. Να μη σας τα πολυλογώ. Κάποια στιγμή, λίγο πριν αρχίσω να ζητάω τη μαμά μου,  ήρθε ο οδηγός, επιβιβαστήκαμε όλοι και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας προς την Ντουζ, την πύλη της ερήμου στη μέση του πουθενά. Κι αφού μεσολάβησαν μερικές απίστευτα ζεστές μέρες με καμήλες, άμμο, περιπλανώμενους βεδουίνους που πουλούσαν φραπέ (!) και οάσεις, κάποια στιγμή βρεθήκαμε στο δρόμο για την πρωτεύουσα: την Τύνιδα.
Η ξεναγός είχε ήδη αρχίσει από το πρωί να μας προετοιμάζει  και να μας δίνει συμβουλές για τη μεντίνα της Τύνιδας, δηλαδή την αγορά στην οποία θα κάναμε παζάρια για τα σουβενίρ που θα θέλαμε να πάρουμε μαζί μας (έφυγα αγοράζοντας ένα χαλί, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία). Όταν τελείωσε με τις χρηστικές συμβουλές, μας μίλησε και για το Μουσείο Μπαρντό τονίζοντας πως δεν ήταν υποχρεωτικό να το  επισκεφτούμε, αλλά εκείνη θα μας ξεναγούσε με μεγάλη χαρά. Οι περισσότεροι βαριόμασταν απίστευτα τα μουσεία κι όταν φτάσαμε στην πύλη εισόδου πειστήκαμε για την ακλόνητη στάση ζωής μας, καθώς το θέαμα ήταν μάλλον απογοητευτικό και αδιάφορο. Ακόμη και για το ευτελές ποσό των 5 δηναρίων της εισόδου που θα καταβάλαμε. Φυσικά, αλλάξαμε γνώμη όταν μπήκαμε στο εσωτερικό του.  Διότι, τότε ήρθαμε αντιμέτωποι με την ιστορία. Πρόσωπο με πρόσωπο. Και σταματήσαμε να μασουλάμε καρτερικά τους χουρμάδες μας.
Το Μουσείο Μπαρντό φιλοξενούσε την πιο εκπληκτική συλλογή ψηφιδωτών που είχα δει μέχρι τότε. Προσωπικά, τα έχασα κυριολεκτικά όταν αντίκρισα  μια υπέροχη σύνθεση του Περσέα και της Ανδρομέδας, ενώ εκπληκτικής ομορφιάς ήταν ο κολοσσιαίος «Θρίαμβος του Ποσειδώνα». Ο πλούτος των ευρημάτων του Μπαρντό, ο οποίος προέκυψε από ανασκαφές στη χώρα, είχε αναδείξει το μουσείο στο σπουδαιότερο της Βόρειας Αφρικής. Μαζί με το ρωμαϊκό αμφιθέατρο  στην Ελ Τζεμ ήταν ό,τι πιο εντυπωσιακό υπήρχε στην Τυνησία, κατά τη γνώμη μου. Ανάμεσα στα εκθέματα υπήρχαν πολλά αντικείμενα από την Καρχηδόνα, για την οποία όσοι Τυνήσιοι γνώρισα εκεί ήταν ιδιαίτερα περήφανοι. Έλεγαν το όνομα του Αννίβα και τα μάτια τους έλαμπαν σαν να ήταν οι άμεσοι κληρονόμοι του, σαν να ήταν οι γιοι του. Στη δροσιά των κλιματιζόμενων αιθουσών, μου εξήγησαν ότι μπορεί οι Ρωμαίοι να έσπειραν αλάτι στη γη της Καρχηδόνας, όταν την κατέκτησαν και τη λεηλάτησαν, αλλά αυτοί είχαν κατορθώσει να ανατρέψουν την αρχαία κατάρα, να κάνουν την Τυνησία τρίτη παγκόσμια δύναμη στην εξαγωγή ελαιολάδου και υπολογίσιμο εταίρο στην παραγωγή εκλεκτού κρασιού.

Πριν  λίγα 24ωρα τρομοκράτες στο Μουσείο Μπαρντό πυροβόλησαν και σκότωσαν 19 τουρίστες που, αμέριμνοι όπως εγώ κάποτε, ετοιμάζονταν να θαυμάσουν αυτά τα μνημεία της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, τα 3.000 χρόνια ιστορίας ενός τόπου με επιρροές και βαθιά σημάδια από Ρωμαίους και Βανδάλους, Χριστιανούς και Εβραίους, Άραβες και Τούρκους. Θυμήθηκα τους Τυνήσιους του 2007 με τα λαμπερά μάτια και τα χαμογελαστά πρόσωπα. Τον αρχαιολογικό χώρο της Καρχηδόνας. Το γραφικό Σίντι μπου Σάιντ που ήπια καφέ με κάρδαμο κι έκανα τατουάζ με χένα στις παλάμες. Τίποτα δεν έχει μείνει πια από αυτά, παρά μόνο η μνήμη. Το σκοτάδι μάς νικά κατά κράτος.

Πηγή: Protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: