Ρουό, Ζορζ (Georges Rouault, Παρίσι 1871 – Παρίσι 1958).
Γάλλος
ζωγράφος. Γιος ξυλουργού από τη Βρετάνη, μαθήτευσε από μικρή ηλικία σε
εργαστήριο επισκευής μεσαιωνικών υαλογραφημάτων (βιτρό) και η εμπειρία
αυτή άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην προσωπικότητά του, τόσο για την αγάπη του
προς τα λαμπερά χρώματα, έντονα χωρισμένα από μια δυνατή μαύρη γραμμή,
όσο και για τη βιοτεχνική επιμέλεια.
Παράλληλα, φοιτούσε στη Σχολή
Διακοσμητικών Τεχνών (1885-90) και το 1891 κατόρθωσε να γίνει δεκτός στη
Σχολή Καλών Τεχνών, όπου άσκησε αποφασιστική επίδραση επάνω του ο
δάσκαλός του, Γκιστάβ Μορό.
Απέτυχε δύο φορές να κερδίσει το Βραβείο της
Ρώμης, αλλά έκανε αισθητή την παρουσία του στους καλλιτεχνικούς κύκλους
με τα έργα Ο Σαμψών γυρίζει το μάγγανο (1893) και Ο Ιησούς ανάμεσα
στους σοφούς (1894), για το οποίο πήρε το βραβείο Σεναβάρ, και
αναδείχθηκε στον αγαπημένο μαθητή του Μορό, σε τέτοιον βαθμό μάλιστα,
ώστε μετά τον θάνατο του Μορό (1898) διορίστηκε επιστάτης στο Μουσείο
Γκιστάβ Μορό στο Παρίσι.
Σταδιακά, όμως, απομακρύνθηκε από τον
συμβολισμό του Μορό και πλησίασε τους φοβιστές (ηγετική μορφή των οποίων
ήταν ο παλιός συμμαθητής του, Ανρί Ματίς) και τους εξπρεσιονιστές,
ζωγραφίζοντας παλιάτσους, πιερότους και ιερόδουλες με έντονα κόκκινα και
γαλάζια χρώματα, που χωρίζονταν σκληρά από μια μαύρη γραμμή, η οποία
τόνιζε παραμορφωτικά την ηθική και φυσική δυστυχία των προσώπων.
Από το
1907 ενάλλασσε τα κοινωνικά θέματα (χωριάτες, εργάτες, αστοί
ζωγραφισμένοι στο οικογενειακό τους περιβάλλον ή μόνοι τους) με έργα
εμπνευσμένα από ειλικρινή θρησκευτικότητα και επιδόθηκε με πάθος στο
σμάλτο, στην κεραμική, στην οξυγραφία (εικονογραφήσεις για τις
Μετενσαρκώσεις του πατέρα Ιμπί, Το τσίρκο) και στη σκηνογραφία για το
θέατρο (Ρωσικά μπαλέτα του Ντιαγκίλεφ).
Όσο περνούσαν τα χρόνια, το
σχέδιό του γινόταν πιο ουσιαστικό, οι μορφές απέκτησαν μνημειακή
μετωπικότητα, τα χρώματα, έντονα και παχιά, είχαν εκφραστική δύναμη και
έτειναν να επικρατήσουν επάνω σε τοπία πόλεων και τα θρησκευτικά θέματα
ήταν διαποτισμένα από θερμό μυστικισμό, που και παλαιότερα χαρακτήριζε
τις στάμπες του στις σειρές Μιζερέρε (1917-27) και Άγια Πάθη (1934-35).
Ωστόσο, τα στοιχεία για τη συνολική τέχνη του είναι ελλιπή, καθώς το
1948 έκαψε 315 έργα του, θέλοντας να ενισχύσει την άποψή του ότι ο
καλλιτέχνης πρέπει να διατηρεί έννομα δικαιώματα επάνω στα έργα του
μέχρι τον θάνατό του.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Υγεία
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Υγεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου