η Θεολογία της Απελευθέρωσης ως πολιτισμικό κίνημα
Πώς ο χριστιανισμός των
πολιτισμικά επικυριαρχούμενων λαών, των κοινωνικά καταπιεσμένων
στρωμάτων, των πολιτικά διωκόμενων ομάδων, απέκτησε σταδιακά
αντιστασιακά χαρακτηριστικά και εκδηλώθηκε αγωνιστικά
Άγγελος Γουνόπουλος
[…] η Θεολογία της Απελευθέρωσης είναι
ένα σύμπτωμα, δείγμα για το πώς βιώνει η λατινοαμερικάνικη θεολογία τις
ιστορικοκοινωνικές συνθήκες της ηπείρου της, τα κοινωνικά και πολιτικά
βάσανα των λαών της και προσπαθεί να ενεργοποιήσει τη θεολογική της
συνείδηση.
Johann Baptist Metz1
Το κοινωνικό και θεολογικό ρεύμα που εκδηλώθηκε τη δεκαετία
του ’60 στους κόλπους της λατινοαμερικάνικης Εκκλησίας και το οποίο
έγινε γνωστό ως «Θεολογία της Απελευθέρωσης», αποτελείται από ένα σύνολο
θεολογικών κειμένων αλλά και από μια πληθώρα κοινωνικών πρακτικών
(Εκκλησιαστικές Κοινότητες Βάσης, χριστιανικές κοινωνικές και πολιτικές
οργανώσεις κ.λπ.). Η εμπειρία πολλών ιερέων, μοναχών και λαϊκών
χριστιανών χαρακτηρίστηκε από την προσπάθειά τους για τη συνολική
απελευθέρωση του λαού, τόσο από την προσωπική αμαρτία του εγωισμού όσο
και από την «αμαρτία» των άδικων κοινωνικών και πολιτικών δομών. Όπως
γράφει ο σπουδαίος Περουβιανός δομινικανός θεολόγος Gustavo Gutierrez:
«[…] Η αμαρτία, που καταργεί τη φιλία με το Θεό και τον πλησίον, είναι
για τη Βίβλο η υπέρτατη αιτία της φτώχειας, της αδικίας και της
καταπίεσης την οποία βιώνει η ανθρωπότητα. Το να πούμε ότι αποτελεί την
υπέρτατη αιτία δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι αρνούμαστε τις δομικές αιτίες
και τους αντικειμενικούς λόγους αυτών των καταστάσεων».2 Η
Θεολογία της Απελευθέρωσης στρατεύτηκε τόσο στην προσπάθεια για άρση της
εσωτερικής αλλοτρίωσης του ανθρώπου εξαιτίας του εγωισμού του, όσο και
στον αγώνα υπέρ και μαζί με τον φτωχό λαό που αδικείται κοινωνικά, που
καταπιέζεται οικονομικά, που υφίσταται την πολιτική βία και την
αποικιοκρατική εξάρτηση.
Γιατί όμως να εκφραστεί ένα μεγάλο μέρος του
λατινοαμερικάνικου λαού μέσα από ένα θρησκευτικό κίνημα; Για τον θεολόγο
Cornel West, η ύπαρξη ή η αναβίωση στην περιφέρεια του δυτικού κόσμου
θρησκευτικών, εθνοτικών και γενικότερα ευρύτερων πολιτισμικών κινημάτων
που αγωνίζονται για την κοινωνική και την πολιτική χειραφέτηση, των
οποίων η δραστηριοποίηση παρατηρείται στην εποχή της αποικιοκρατίας και
του ιμπεριαλισμού, αλλά και αρκετά αργότερα στην εποχή της
νεοφιλελεύθερης «Παγκοσμιοποίησης», οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους.3
Ο πρώτος λόγος είναι ότι η καπιταλιστική κουλτούρα του
φιλελεύθερου εγωισμού και του αγοραίου καταναλωτισμού δεν μπορεί να
υποστηρίξει τις υπαρξιακές αγωνίες και τον συναισθηματισμό των μαζών.4
Ενώ δηλαδή θα αναμένονταν, σύμφωνα με πολλούς διανοητές, ο
καταναλωτισμός και η ανάπτυξη του υλικού πολιτισμού να ευνοήσει την
αποσύνδεσή του από τις κατ’ αυτούς αρχαϊκές πολιτισμικές εκφράσεις όπως
είναι η θρησκευτική πρόσδεση, μέσα από την εδραίωση ενός μοντέρνου και
φιλελεύθερου, ατομοκεντρικού κοσμοπολιτισμού, συμβαίνει πολλές φορές
ακριβώς το αντίθετο. Η θρησκευτικότητα αυξάνεται στη φάση της υλικής
ανάπτυξης και όχι αποκλειστικά στη φάση της κρίσης και της σπάνεως, όπου
θα ήταν και φυσικό οι συναισθηματικοί κόσμοι να καλύπτουν την αδυναμία
ανάπτυξης των προσωπικών δυνατοτήτων του καθενός.
Η αντικειμενική ανάπτυξη των υλικών όρων της ύπαρξης δεν
κατορθώνει να δώσει διέξοδο στα υπαρξιακά ερωτήματα, αφού δεν μπορεί να
επιλύσει το «σκάνδαλο» του θανάτου, ούτε και να δώσει απάντηση για το
νόημα της ζωής. Έτσι, ακόμα και η θεοποίηση του χρήματος αλλά και η
ειδωλοποίηση του εμπορεύματος και των αγορών που η Θεολογία της
Απελευθέρωσης διαπιστώνει και κριτικάρει, φαίνεται μόνο παροδικά να
αντικαθιστούν ως κοσμικές και μεταφυσικές μορφές την πίστη στο
υπερβατικό ή την αγωνία μπροστά στο άγνωστο της ζωής και του θανάτου.
Μπροστά στη δύσκολη ερώτηση που θέτει η αρρώστια και ο θάνατος, αλλά και
μια δίχως νόημα ζωή, η αποθέωση του πλούτου, της δόξας, της κυριαρχίας,
εντέλει του αυτόνομου ατόμου που δεν σχετίζεται κοινωνικά και δεν
μοιράζεται τίποτα παρά μόνο δικαιούται-αποκτά-επιλέγει-ή-κατακτά κατά
τις εποχές της ανάπτυξης και της σπατάλης, και μόνο παράγει-και-μοχθεί
κατά τις εποχές της λιτότητας και της κρίσης, θα συναντήσει σύντομα το
υπαρξιακό της όριο.
Ο δεύτερος λόγος για τον West αφορά τις μαζικές αντιδράσεις
που εκδηλώνονται σε παραδοσιακές κοινωνίες απέναντι στην πιεστική
καπιταλιστική επικυριαρχία, όπως συμβαίνει κατεξοχήν στον Τρίτο Κόσμο,
όπου η κουλτούρα είναι είτε τοπική είτε αποικιακή, και το κεφάλαιο είναι
κυρίως ξένο. Οι παραδοσιακές κοινωνίες είναι κοινωνίες αγροτικές. Έτσι:
«[…] η βιομηχανοποίηση, η διόγκωση των πόλεων και η προλεταριοποίηση
δημιουργούν συνθήκες όπου οι μορφές της πολιτιστικής ζωής, συνήθως
θρησκευτικές, καλούνται να διαμορφώσουν στρατηγικές για ένα νέο νόημα
στην προσωπική ζωή, για την κοινωνική προσαρμογή, και για τον πολιτικό
αγώνα».5
Υπάρχει συνεπώς μια διπλή πίεση στους πληθυσμούς. Αφενός,
οι κοινωνικές σχέσεις ανασυγκροτούνται με έντονα ριζοσπαστικό τρόπο και
αφετέρου το κεφάλαιο επιβάλλεται πάνω σε μια κουλτούρα που του είναι
ξένη. Η καταπίεση απλώνεται έτσι σε όλο το πεδίο του επιστητού, δηλαδή
στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μορφές, εντέλει στο σύνολο
της πολιτισμικής ζωής. Αυτή η δεύτερη αιτία είναι πολύ μεγάλης σημασίας
και σε ό,τι αφορά τη Θεολογία της Απελευθέρωσης, της οποίας η αντίσταση:
«[…] δεν πήγαζε μόνο από τη χριστιανική σκέψη και πρακτική αλλά και από
το γεγονός ότι η εκκλησία αποτελούσε τον κυριότερο “ελεύθερο” χώρο μέσα
στα καταπιεστικά αυτά καθεστώτα».6 Αυτός ο «ελεύθερος χώρος»
των Εκκλησιών των λατινοαμερικάνικων χωρών μπορούσε είτε να συνεργαστεί
με τις ελίτ είτε να τους αντισταθεί. Δεν ήταν λοιπόν η «Εκκλησία των
Φτωχών» μόνο ένας τόπος έκφρασης και κραυγής μιας υπαρξιακής αγωνίας
ενός καταπιεσμένου πλάσματος, ούτε μόνο ένας απελευθερωτικός
επαναστατικός τρόπος ζωής για το μέλλον, αλλά και ένας τόπος ελευθερίας
εδώ και τώρα.
Ο τρίτος λόγος των θρησκευτικών και των ευρύτερων
πολιτισμικών εντάσεων, που επίσης έχει σημασία για τις χώρες του Τρίτου
Κόσμου, είναι ότι η αποικιοκρατία και η καπιταλιστική κυριαρχία
αποτέλεσαν ιστορικό παράδειγμα και εκδήλωση του δυτικού πολιτισμού. Ο
εθνικοαπελευθερωτικός, ο ιθαγενικός αλλά και ο θρησκευτικός αγώνας
εξέφρασε γενικά τον πολιτισμικό αγώνα των αποικιοκρατούμενων λαών.
Ειδικότερα όμως εξέφρασε τον αγώνα των μη δυτικών χωρών ενάντια στην
πολιτισμική κυριαρχία της Δύσης, όχι μόνο ως μια αντίσταση στην
καταστροφική δυναμική του κεφαλαίου πάνω στις παραδοσιακές κοινωνικές
σχέσεις (φεουδαρχικές αλλά και κοινοτικές), αλλά κυρίως ως μια
πολιτισμική αντίσταση στον δυτικό πολιτισμό που κομίζει με τη βία και το
χρήμα τον κυριαρχικό τρόπο ζωής του (άλλοτε με κανονιοφόρους και άλλοτε
με δάνεια, επιδοτήσεις και στοχευμένες επενδύσεις).7 Ο
εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη όπως εφαρμόζονταν στις χώρες της
περιφέρειας –και όχι μόνο– από τις πολιτικές και τεχνοκρατικές ελίτ αλλά
και τους διεθνείς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
(Δ.Ν.Τ.), απορρίφθηκε από τη Θεολογία της Απελευθέρωσης, αφού
διαπιστώνονταν αφενός ο αντικοινωνικός τους χαρακτήρας και αφετέρου η
μεροληπτική τους λειτουργία υπέρ των πλούσιων ελίτ και των πλούσιων
χωρών.8
Η Θεολογία της Απελευθέρωσης ασκεί έντονη κριτική στις ελίτ
των χωρών της Λατινικής Αμερικής γι’ αυτή την εκσυγχρονιστική τους
επιλογή, όχι γιατί κάθε εκσυγχρονισμός της παράδοσης είναι απευκταίος,
κάθε άλλο, αλλά γιατί ο συγκεκριμένος αναπτυξιακός δρόμος που προωθούν
αλλοτριώνει τους τοπικούς δεσμούς και εισάγει την ειδωλολατρία του
χρήματος προκρίνοντας έναν εγωιστικό ατομοκεντρισμό. Κριτική που
στρέφεται ενάντια και στις ισχυρές χώρες του δυτικού κόσμου για τις
σχέσεις εξάρτησης που οικοδομούν με τις αναπτυξιακές και
εκσυγχρονιστικές πολιτικές που επιβάλλουν στις πιο αδύναμες χώρες.
Η Θεολογία της Απελευθέρωσης δεν απορρίπτει την ανάπτυξη
γενικά και αφηρημένα, ούτε καν τον δυτικό πολιτισμό στο σύνολό του.
Απορρίπτει τον τρόπο που γίνεται η ανάπτυξη ειδικά και συγκεκριμένα,
όπως και τον δυτικό πολιτισμό της νεοαποικιοκρατικής κυριαρχίας και του
κεφαλαίου. Η Θεολογία της Απελευθέρωσης απαντά συνεπώς σε μια ανάγκη για
ανασυγκρότηση των λαών του Τρίτου Κόσμου (σήμερα των αναπτυσσόμενων
χωρών), που θα εντάσσει τις χώρες αυτές αρμονικά στο διεθνές περιβάλλον
μέσα από δίκαιες κοινωνικές και διεθνείς σχέσεις. Ταυτόχρονα επιδιώκει
να διασφαλίσει την εσωτερική πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική και
εντέλει πολιτισμική ανάπτυξη της κάθε χώρας, έτσι ώστε να επιτρέπει έναν
δημιουργικό «εκσυγχρονισμό της παράδοσής» τους και την αξιοπρεπή
συσχέτισή τους με τον κόσμο και ένταξή τους σε αυτόν.
Οι απελευθερωτικοί κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες του
δεύτερου μισού του 20ού αιώνα στους οποίους εντάσσεται και η Θεολογία
της Απελευθέρωσης, αποτελούν για τη Λατινική Αμερική αντιστάσεις πολλών
διακριτών τρόπων ζωής που συμπυκνώνονται σε μία πρόταση για έναν τρόπο
ζωής που αναδύεται και στέκεται απέναντι στον δυτικό τρόπο της
πολιτικής, οικονομικής και εντέλει της πολιτισμικής κυριαρχίας. Έτσι
ερμηνεύεται και το γεγονός ότι η Θεολογία της Απελευθέρωσης τοποθετείται
απέναντι στον δυτικό Ρωμαιοκαθολικισμό από θεολογική και πολιτισμική
οπτική. Έτσι «[…] αυτές οι θρησκείες λειτουργούν σαν πηγές αντίστασης
ενάντια όχι μόνο στον δυτικό ιμπεριαλισμό αλλά και σε πολλά στοιχεία του
δυτικού πολιτισμού – ιδιαίτερα στις δυτικές αξίες, αντιλήψεις και τις
εικόνες πρότυπα που έχει ο δυτικός άνθρωπος για τον εαυτό του».9
Οι θρησκευτικές εκδηλώσεις στη Λατινική Αμερική απορρέουν
από την ανικανότητα του καπιταλιστικού δυτικού πολιτισμού να παράξει
νόημα και αξίες για να στηρίξουν τους ανθρώπους στις δυσκολίες της ζωής
τους, πόσο δε μάλλον να προσαρμοστούν σε άλλα πολιτισμικά περιβάλλοντα
πέρα από το ακραία χρησιμοθηρικό και απόλυτα εργαλειακό πολιτισμικό
δυτικό πρότυπο.10 Γι’ αυτό και όταν ένα μεγάλο μέρος της
Θεολογίας της Απελευθέρωσης θα συνδεθεί με τα αριστερά κοινωνικά
κινήματα, δεν θα στραφεί στον δυτικό μηχανιστικό και εργαλειακό
μαρξισμό, αλλά στον νεομαρξισμό της «ηγεμονίας» του Antonio Gramsci και
τον «ουτοπισμό της Ελπίδας» του Ernst Bloch, και κυρίως στον
λατινοαμερικάνικο μαρξισμό του José Carlos Mariátegui και του Che Guevara, όπως επίσης στον αμερικάνικο νεομαρξισμό των «Θεωριών της Εξάρτησης» των Paul Baran, Samir Amin, RaúlPrebisch, AndreGunderFrank, Immanuel Wallerstein
κ.ά. Επίσης η Θεολογία της Απελευθέρωσης τη σοσιαλιστική της οδό θα την
αναζητήσει στον ιθαγενικό δημοκρατικό κοινοτισμό του θεσμού των
«Αύλλου» των Ίνκας ή του «Εχίδο» των Αζτέκων, ή ακόμα στη δημοκρατική
αποκεντρωμένη κρατική δομή και όχι στον υπαρκτό σοσιαλισμό του
συγκεντρωτικού δυτικού ή ανατολικού κράτους.
Οι διαπιστώσεις που έχουμε κάνει εδώ δεν σημαίνουν ότι η επαναστατική
θρησκευτικότητα χρησιμοποιείται συνειδητά ή ασυνείδητα ως μια τακτική
ενέργεια χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων από κάποια ομάδα που εκφράζει
κυρίως ένα εθνικό, πολιτικό ή και κοινωνικό συμφέρον ή ιδεώδες, αν και
ενίοτε συμβαίνει και αυτό. Ούτε ότι η θρησκευτικότητα αποτελεί σύμπτωμα
αποκλειστικά μιας κοινωνικής κατάστασης καταπιεστικών σχέσεων ή μια
πολιτισμική μορφή αντίστασης που μετέχει σε μια σύγκρουση ανταγωνιστικών
πολιτισμικών παραδειγμάτων και τρόπων ζωής. Σημαίνει κυρίως ότι
εξαιτίας της αποικιοκρατίας ως της κατεξοχήν κατάστασης της Λατινικής
Αμερικής, ως μιας διαρκούς πολιτισμικής ηγεμονίας (κοινωνικής,
πολιτικής, οικονομικής κ.λπ.), ο χριστιανισμός των πολιτισμικά
επικυριαρχούμενων λαών, των κοινωνικά καταπιεσμένων στρωμάτων, των
πολιτικά αποκλεισμένων και διωκόμενων ομάδων, απέκτησε σταδιακά και
διαχρονικά αντιστασιακά χαρακτηριστικά και εκδηλώθηκε αγωνιστικά σε όλη
τη διάρκεια αυτών των χρόνων και σε όλα τα επίπεδα του συλλογικού τους
βίου.Πράγματι· ο Αργεντινομεξικάνος φιλόσοφος και μεγάλος υποστηρικτής της Θεολογίας της Απελευθέρωσης Enrique Dussel διαπιστώνει ότι η Θεολογία της Απελευθέρωσης έχει ιστορικές ρίζες στην προφητική θεολογία των ιεραποστόλων από την εποχή της κατάκτησης με αφετηρία ήδη από το 1511 με τον δομινικανό μοναχό Antonio de Montesinos που αγωνίστηκε για να υπερασπιστεί τους Ίντιος, αλλά και αργότερα με τον επίσης δομινικανό Bartolomé de las Casas που τον ονομάζει γενεσιουργό της πυρήνα.11 Πολλοί σημαντικοί υπήρξαν επίσης ο Ιησουίτης José de Acosta (1540-1600), ή ο Bernandino de Sahagún (1499-1590), αλλά και ο Antonio Valdivieso (1495-1550), επίσκοπος της Μανάγκουα της Νικαράγουα που δολοφονήθηκε από τους γαιοκτήμονες. Αυτή ήταν η «Πρώτη Στάση» της αγωνιζόμενης ιεροσύνης. Η συνέχειά της βρίσκεται στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Μεξικού ενάντια στην αποικιοκρατία των Ισπανών από τους επαναστάτες ιερείς Hidalgo και Morelos. Αυτή ήταν η «Δεύτερη Στάση». Η Θεολογία της Απελευθέρωσης είναι η «Τρίτη Στάση» αυτής της παράδοσης εμπλοκής μοναχών, ιεραποστόλων, χριστιανών κληρικών, αλλά και επισκόπων στα άμεσα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της περιοχής με το πλευρό των αδυνάτων. Αυτή η ιστορική κατάσταση κυοφορεί τη Θεολογία της Απελευθέρωσης η οποία με τη σειρά της γεννά το αγωνιστικό της ήθος.
Ο διαλεκτικός μετασχηματισμός των θρησκευτικών, των
εθνοτικών και των ευρύτερων πολιτισμικών μορφών θα συμβεί αναπόφευκτα
μέσα σε αυτή την ιστορική διαδρομή, όπως θα είχε συμβεί και σε
οποιαδήποτε άλλη. Πρόκειται όμως για μετασχηματισμό των συλλογικών
μορφών και όχι για οριστική εξαφάνιση του παλιού από κάτι το ριζικά νέο.
Η παραδοσιακή μορφή δεν υπάρχει αναλλοίωτη ποτέ στο καινούριο. Καμία
όμως δημιουργία και συγχρονία δεν υπάρχει ex nihilo χωρίς να πατά σε
αυτό από το οποίο γεννήθηκε. Κανένας εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να
παρακάμψει την παράδοση από την οποία ξεπήδησε. Πάντοτε θα βλέπει
μπροστά του στοιχεία «μακράς διάρκειας», όπως επισήμανε ο Braudel. Το
ερώτημα πάντοτε θα τίθεται για το τι πρέπει να πάρουμε μαζί μας και τι
να αφήσουμε, αλλά και για το τι είναι αυτό που μας καθορίζει και πρέπει
να αναδείξουμε ή να υποβαθμίσουμε.
Οι θρησκείες και οι Εκκλησίες άλλαξαν τους τρόπους τους, μεταμορφώθηκαν και ανακαινίστηκαν
μέσα στην ιστορική τους πορεία, αλλά δεν εξαφανίστηκαν, ούτε
αποσυνδέθηκαν από το παρελθόν τους, κάθε άλλο. Εξάλλου, το θρησκευτικό
φαινόμενο για πολλούς μελετητές αποτελεί το κατεξοχήν πολιτισμικό
στοιχείο ή έστω ένα από τα πλέον ισχυρά και ανθεκτικά. Είναι αυτό που
προσδιορίζει ως επί το πλείστον τη «συλλογική συνείδηση» των πολιτισμών
και των λαών εντός τους, είναι το στοιχείο με τη μεγαλύτερη ίσως
διάρκεια στον χρόνο. Και κάθε πολιτισμικό στοιχείο είναι ιστορικό
στοιχείο που ενεργεί κοινωνικά και πολιτικά. Εδώ πάνω πατά και υπάρχει η
Θεολογία της Απελευθέρωσης. Γεννιέται ως μια λατινοαμερικάνικη θεολογία
επειδή υπάρχει και ενεργεί στη Λατινική Αμερική. Και αφού σε αυτές τις
κοινωνίες υπάρχει μια Εκκλησία και ένας λαός που αγωνίζεται για την
ελευθερία του, τότε θα υπάρχει και μια Θεολογία της Απελευθέρωσης.Πηγή:
ΧΡΟΝΟΣ 14 (06.2014) |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στον ιστότοπο http://e-theologia.blogspot.gr/2010/11/blog-post_4114.html (προσπέλαση: 11.5.2013).2. Gustavo Gutierrez, Θεολογία της Απελευθέρωσης, μτφρ. Κ. Παλαιολόγος, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2012, σ. 146. 3. Η έννοια πολιτισμός χρησιμοποιείται εδώ όπως προσδιορίστηκε από τον Φερνάν Μπρωντέλ, όπου: «Οι πολιτισμοί είναι γεωγραφικές περιοχές […] οι πολιτισμοί είναι κοινωνίες […] οι πολιτισμοί είναι οικονομίες […] οι πολιτισμοί είναι συλλογικές νοοτροπίες». Αλλά πάνω απ’ όλα οι πολιτισμοί είναι «ατέλειωτες ιστορικές συνέχειες», διότι «[…] ένας πολιτισμός δεν είναι ούτε μια δεδομένη οικονομία, ούτε μια δεδομένη κοινωνία, είναι αυτό που, μέσα από διαδοχικές οικονομίες, μέσα από διαδοχικές κοινωνίες, εξακολουθεί να επιβιώνει, και δεν επιτρέπει παρά μόνον ελάχιστες και μόνο σταδιακές παρεκκλίσεις από την πορεία του» (Fernand Braudel, Γραμματική των πολιτισμών, μτφρ. Α. Αλεξάκης, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001, σ. 91, 93). Δες και Άγγελος Γουνόπουλος, «Πώς υπάρχει ο πολιτισμός;», Νέος Ερμής ο Λόγιος, τχ. 9 (Άνοιξη 2014). 4. Cornel West, «Θρησκεία και Αριστερά: Μια εισαγωγή», Monthly Review / Μηνιαία Επιθεώρηση, Γόρδιος, Αθήνα 1984, σ. 18. 5. Στο ίδιο, σ. 17-18. 6. Στο ίδιο, σ. 18. 7. Για μια προσέγγιση της διαδικασίας του εκσυγχρονισμού και της παράδοσης μέσα από την οπτική των αναπτυσσόμενων χωρών, στο Wang Hui, «Contemporary Chinese thought and the question of modernity», Intellectual Politics in Post-Tiananmen China, τχ. 55 (Καλοκαίρι 1998), σ. 9-44. 8. Gutierrez, ό.π., σ. 128-129. 9. West, ό.π., σ. 19. 10. Αν και ο επιστημονικός και εργαλειακός τεχνικός λόγος, και η επέκταση του εμπορεύματος σε όλα τα πεδία του επιστητού, συμβάλλει καθοριστικά στην απομάγευση του κόσμου και τον συνεπακόλουθο ανθρωπολογικό και κοινωνικό κυνισμό και μηδενισμό που συνεπάγεται η αποϊεροποίηση του κόσμου στις ανεπτυγμένες δυτικές καταναλωτικές κοινωνίες, εντούτοις η θρησκευτική πίστη δεν εξαφανίζεται ποτέ με ριζικό τρόπο. Και αυτό γιατί το «Πράγμα-Άνθρωπος» διατηρεί την υπαρξιακή του αγωνία και την υπαρκτική του δυνατότητα για αγάπη και κοινωνία σχέσης ως μια κατάσταση αντίστασης στην αλλοτρίωση της «πραγμοποίησής» του μέσα στις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς. 11. Enrique Dussel, A History of the Church in Latin America: Colonialism to Liberation (1492-1979), B. Erdmans, Γκραντ Ράπιντ, Μίσιγκαν, 1981. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου