Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2014

Ποιος μπορεί να κάνει ταμείο;

 

«έχασαν, κέρδισαν, ποιος μπορεί να το πει;»


 
Μια φιλοσοφική ανάγνωση της πρώτης συλλογής μικρών πεζών και διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη, καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας στο Α.Π.Θ., ο οποίος εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στη χαϊντεγκεριανή κριτική της τεχνικής και της νεωτερικότητας

Βασιλική Πέτσα

Στο πόνημά του με τίτλο Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι1 ο Μάρτιν Χάιντεγκερ σημειώνει ότι το ανθρώπινο Είναι συνίσταται στο κατοικείν, στο να υπάρχει κανείς πάνω στη γη –και, προφανώς, κάτω από τον ουρανό–, στο «παραμένειν ενώπιον των θεοτήτων» και στο «ανήκειν στη συναλληλία των ανθρώπων» (2008: 35). Αν ξεκινώ παραθέτοντας φιλοσοφικούς στοχασμούς, και παρά το γεγονός ότι ψήγματα της βιωμένης εμπειρίας ξεχωρίζουν στο μωσαϊκό της μυθοπλαστικής αφήγησης, δεν είναι για να στηριχτώ στον βιογραφισμό (σε μια λογική, δηλαδή, αντανάκλασης του προσωπικού) για την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας, Νικόλα Σεβαστάκη, ο οποίος εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στη χαϊντεγκεριανή κριτική της τεχνικής και της νεωτερικότητας. Έχω, όμως, την αίσθηση ότι αν υπάρχει ένας συνεκτικός ιστός στα διηγήματα της Γυναίκας με ποδήλατο (Πόλις, 2014), αυτός μπορεί να εντοπιστεί σε ένα σχέδιο ποιητικής απόδοσης της ολοκλήρωσης της διαδικασίας μετάβασης από μια προτεχνολογική και προεπιστημονική σχέση με το υπαρκτό, προς την απομάγευση του κόσμου και την επίταση ενός αισθήματος ανεστιότητας, μια διαδρομή που προσαρμόζεται, όμως, τόσο στα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, όσο και στην πορεία του υποκειμένου προς την ενηλικίωση, και τελικά προς τον θάνατο. Αλλού, με τα λόγια του ποιητή, ο Σεβαστάκης θα μας πει: «Ξέχασες το νησί πάει να πει: / Ξέχασες ότι ήσουν, κάποτε, νησί / Και όχι διαρροή σωλήνων ύδρευσης στην Κασσάνδρου».2
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, αυτό το ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο ως συνεπιβάτες, καθισμένοι στη σχάρα του ποδηλάτου, όχι μιας γυναίκας, αλλά ενός «μικροαστού διανοούμενου με μελαγχολική αδηφαγία» (σ. 81) για βιβλία, όπως μας συστήνεται σε ένα από τα διηγήματά του ο συγγραφέας, και ας ξαναδούμε, μέσω της τέχνης, την αλήθεια όσων χάθηκαν στον υπολογισμό και τον έλεγχο της φρενήρους τεχνολογικής ανάπτυξης και όσων εμείς οι ίδιοι γίναμε. Κι αν ο ποδηλάτης μας περνά από τα ίδια τοπόσημα ξανά και ξανά, αν μας ωθεί στην παλινδρόμηση ενός vibratomisterioso της γραφής και της μνήμης, ας κοιτάξουμε καλύτερα: το πριν είναι πάντα λίγο διαφορετικό. Και, ίσως, ακόμη μπροστά μας, γιατί σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η ανεστιότητα, αν «τη σκεφτούμε ορθώς και τη διαφυλάξουμε καλά στον νου […] είναι η μοναδική προσαγόρευση η οποία καλεί τους θνητούς να εισέλθουν στον χώρο του κατοικείν» (2008: 75).
Και εγένετο φως: το μεσημέρι στα μέσα Ιουλίου, το φως της αμφιβολίας, της διακριτικής απραξίας και της ισορροπίας του Σεπτεμβρίου, έπειτα το αστραφτερό χειμέριο φως: το φως της φτώχειας, το φως σαν κρύσταλλο με σημάδια από τους λασπωμένους αντίχειρες των φίλων. Μα πάνω απ’ όλα το φως των αστεριών, στο πρώτο διήγημα της συλλογής, που ατενίζει με ονειροπόλα μα και κάφρικη διάθεση μια αγοροπαρέα σε κάποιο νησί, κάτω από τον ουρανό και πάνω στη γη, όπως θα το ήθελε ο Χάιντεγκερ· και είναι ο πρωταγωνιστής ο τελευταίος που θα σηκωθεί υποψιαζόμενος ότι η θλίψη ξεκινά, ακριβώς, όταν ο άνθρωπος σταματά να ονειροπολεί, όταν σηκώνεται όρθιος για να ελευθερώσει τα χέρια του, προς χάριν της «μηχανικής τεχνικής», για να αποσπάσει και να συγκρατήσει αγαθά, αντιμετωπίζοντας τη φύση με όρους αποθέματος στη βάση της εκμετάλλευσης. Tυλιγμένο με τα πέπλα της νοσταλγίας, στην αχλή μιας ατμόσφαιρας μυστηριακής, με την ασάφεια των σχημάτων και τα σβησμένα περιγράμματα των μορφών, το νησί αποκαλύπτεται μέσα από την πλαισίωση που του παρέχει η τέχνη και αποκτά τις χωροχρονικές διαστάσεις ενός πρωταρχικού παραδείσου απ’ όπου εκκινεί η πτώση. Αυτός ο εδεμικός, όμως, τόπος, αυτό το «αλλού στον χώρο και στο χρόνο», ο τόπος, ταυτόχρονα, της παιδικής ηλικίας, φέρει ήδη τα σημάδια της παρακμής: όσο κι αν τα παιδικά μάτια «πιάνονται» στη ρυθμική επανάληψη των διχτυών που ρίχνουν οι ψαράδες στο διήγημα «Σάρκινα εδώλεια», όσο κι αν «Οι τελευταίοι άσχημοι άνθρωποι» του ομώνυμου διηγήματος αντιστέκονται στην τυραννία της ομορφιάς, τα πετάλια περιστρέφονται αργά αλλά σταθερά· πρέπει να φύγουμε, η Ιστορία και του καθενός η προσωπική ιστορία προχωρούν.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο: «Έχασαν, κέρδισαν, ποιος μπορεί να το πει;»
πηγή: www.chronosmag.eu

Δεν υπάρχουν σχόλια: