*Τόμας Στερνς Έλιοτ - Βικιπαίδεια
MARINA
By T.S. Eliot
(1888-1965)
First published September 25,
1930.
Numbered 29 in the series.
Drawings by E. McKnight
Kauffer.
Numbered A17 in Gallup’s
bibliography of Eliot’s works
***************
Quis hic locus, quae regio,
quae mundi plaga?
What seas what shores what
grey rocks and what islands
What water lapping the bow
And scent of pine and the
woodthrush singing through the fog
What images return
O my daughter.
Those who sharpen the tooth of
the dog, meaning
Death
Those who glitter with the
glory of the hummingbird, meaning
Death
Those who sit in the sty of
contentment, meaning
Death
Those who suffer the ecstasy
of the animals, meaning
Death
Are become insubstantial,
reduced by a wind,
A breath of pine, and the
woodsong fog
By this grace dissolved in
place
What is this face, less clear
and clearer
The pulse in the arm, less
strong and stronger—
Given or lent? more distant
than stars and nearer than the eye
Whispers and small laughter
between leaves and hurrying feet
Under sleep, where all the
waters meet.
Bowsprit cracked with ice and
paint cracked with heat.
I made this, I have forgotten
And remember.
The rigging weak and the
canvas rotten
Between one June and another
September.
Made this unknowing, half
conscious, unknown, my own.
The garboard strake leaks, the
seams need caulking.
This form, this face, this life
Living to live in a world of
time beyond me; let me
Resign my life for this life,
my speech for that unspoken,
The awakened, lips parted, the
hope, the new ships.
What seas what shores what
granite islands towards my timbers
And woodthrush calling through
the fog
My daughter.
*********************************************
ΜΑΡΙΝΑ
του Τ.Σ. Έλιοτ
[Σημ.Geront.:
Ένα ποίημα συνειδητής απόσυρσης από τα εγκόσμια του πολυταξιδεμένου
ευαίσθητου και στοχαστικού διανοούμενου, που γνώρισε από κοντά την
υποκρισία και τη σκληρότητα του κόσμου των ισχυρών.]
Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου
(Από το blog: http://poetrybookshop.wordpress.com)
Quis hic locus, quae regio,
quae mundi plaga?
Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γκρίζα βράχια και ποια
νησιά
Ποιο νερό γλείφοντας την πρώρα
Και ποιο άρωμα πεύκου κι η κίχλη τραγουδώντας μέσα απ’
την ομίχλη
Ποιες εικόνες επιστρέφουν
Ω κόρη μου εσύ.
Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί που απαστράπτουν με τη δόξα του κολιμπριού,
εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθονται στο αχούρι της ικανοποίησης,
εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί εξαϋλώνονται, ελαττωμένοι από έναν άνεμο,
Μία του πεύκου αναπνοή, και την ομίχλη του δασώδους
τραγουδιού
Από τη χάρη τούτη ξεθώριασαν επί τόπου
Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο, ολοένα λιγότερο και
λιγότερο καθαρό
Ο σφυγμός στο χέρι, ολοένα λιγότερο και λιγότερο
δυνατός—
Δοσμένο ή δανεισμένο; περισσότερο μακρινό απ’ ότι τα
αστέρια και πιο κοντά από ένα βλέμμα
Ψίθυροι και κρυφά γελάκια ανάμεσα στα φύλλα και
επιταχύνοντας το βήμα
Στον ύπνο μέσα, εκεί που όλα τα νερά ενώνονται.
Πρόβολος σπασμένος με πάγο και μπογιά σκασμένη από τη
ζέστα,
Εγώ το έκανα αυτό, το είχα ξεχάσει
Και το θυμάμαι.
Τα άρμενα αδύναμα και το καραβόπανο σάπιο
Ανάμεσα σε ένα Ιούνη και σ’ άλλο Σεπτέμβρη.
Αυτό το έκανα χωρίς να το ξέρω, μισοσυνείδητος,
άγνωστος, εγώ ο ίδιος.
Των πιστρόφιων η σειρά μπάζει νερά, οι αρμοί
χρειάζονται καλαφάτισμα.
Αυτό το σχήμα, αυτό το πρόσωπο, αυτή η ζωή
Ζώντας για να ζει σ’ ένα κόσμο του καιρού πέρα από
μένα˙ ας
Παραιτηθώ απ’ τη ζωή μου γι’ αυτή τη ζωή, η λαλιά μου
γι’ αυτό που δεν ειπώθηκε,
Αυτό που αφυπνίστηκε, χείλη μισανοιγμένα, την ελπίδα,
τα νέα πλοία.
Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γρανιτένια νησιά
μπροστά στα μαδέρια μου
Και η κίχλη καλώντας μέσα απ’ την ομίχλη
Κόρη μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου