Σάββατο, Ιουνίου 21, 2014

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?

*Τόμας Στερνς Έλιοτ - Βικιπαίδεια

MARINA
By T.S. Eliot
 
(1888-1965)

First published September 25, 1930.

Numbered 29 in the series.

Drawings by E. McKnight Kauffer.

Numbered A17 in Gallup’s bibliography of Eliot’s works

***************

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?


What seas what shores what grey rocks and what islands

What water lapping the bow

And scent of pine and the woodthrush singing through the fog

What images return

O my daughter.


Those who sharpen the tooth of the dog, meaning

Death

Those who glitter with the glory of the hummingbird, meaning

Death

Those who sit in the sty of contentment, meaning

Death

Those who suffer the ecstasy of the animals, meaning

Death


Are become insubstantial, reduced by a wind,

A breath of pine, and the woodsong fog

By this grace dissolved in place


What is this face, less clear and clearer

The pulse in the arm, less strong and stronger—

Given or lent? more distant than stars and nearer than the eye

Whispers and small laughter between leaves and hurrying feet

Under sleep, where all the waters meet.


Bowsprit cracked with ice and paint cracked with heat.

I made this, I have forgotten

And remember.

The rigging weak and the canvas rotten

Between one June and another September.

Made this unknowing, half conscious, unknown, my own.

The garboard strake leaks, the seams need caulking.

This form, this face, this life

Living to live in a world of time beyond me; let me

Resign my life for this life, my speech for that unspoken,

The awakened, lips parted, the hope, the new ships.


What seas what shores what granite islands towards my timbers

And woodthrush calling through the fog

My daughter.


 *********************************************

ΜΑΡΙΝΑ
του Τ.Σ. Έλιοτ
[Σημ.Geront.: Ένα ποίημα συνειδητής απόσυρσης από τα εγκόσμια του πολυταξιδεμένου ευαίσθητου  και στοχαστικού διανοούμενου, που γνώρισε  από κοντά την υποκρισία και τη σκληρότητα του κόσμου των ισχυρών.]

 Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου
(Από το blog: http://poetrybookshop.wordpress.com)

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?


Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά

Ποιο νερό γλείφοντας την πρώρα

Και ποιο άρωμα πεύκου κι η κίχλη τραγουδώντας μέσα απ’ την ομίχλη

Ποιες εικόνες επιστρέφουν

Ω κόρη μου εσύ.


Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, εννοώντας

Θάνατο

Αυτοί που απαστράπτουν με τη δόξα του κολιμπριού, εννοώντας

Θάνατο

Αυτοί που κάθονται στο αχούρι της ικανοποίησης, εννοώντας

Θάνατο

Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, εννοώντας

Θάνατο


Αυτοί εξαϋλώνονται, ελαττωμένοι από έναν άνεμο,

Μία του πεύκου αναπνοή, και την ομίχλη του δασώδους τραγουδιού

Από τη χάρη τούτη ξεθώριασαν επί τόπου


Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο, ολοένα λιγότερο και λιγότερο καθαρό

Ο σφυγμός στο χέρι, ολοένα λιγότερο και λιγότερο δυνατός—

Δοσμένο ή δανεισμένο; περισσότερο μακρινό απ’ ότι τα αστέρια και πιο κοντά από ένα βλέμμα

Ψίθυροι και κρυφά γελάκια ανάμεσα στα φύλλα και επιταχύνοντας το βήμα

Στον ύπνο μέσα, εκεί που όλα τα νερά ενώνονται.


Πρόβολος σπασμένος με πάγο και μπογιά σκασμένη από τη ζέστα,

Εγώ το έκανα αυτό, το είχα ξεχάσει

Και το θυμάμαι.

Τα άρμενα αδύναμα και το καραβόπανο σάπιο

Ανάμεσα σε ένα Ιούνη και σ’ άλλο Σεπτέμβρη.

Αυτό το έκανα χωρίς να το ξέρω, μισοσυνείδητος, άγνωστος, εγώ ο ίδιος.

Των πιστρόφιων η σειρά μπάζει νερά, οι αρμοί χρειάζονται καλαφάτισμα.

Αυτό το σχήμα, αυτό το πρόσωπο, αυτή η ζωή

Ζώντας για να ζει σ’ ένα κόσμο του καιρού πέρα από μένα˙ ας

Παραιτηθώ απ’ τη ζωή μου γι’ αυτή τη ζωή, η λαλιά μου γι’ αυτό που δεν ειπώθηκε,

Αυτό που αφυπνίστηκε, χείλη μισανοιγμένα, την ελπίδα, τα νέα πλοία.


Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γρανιτένια νησιά μπροστά στα μαδέρια μου

Και η κίχλη καλώντας μέσα απ’ την ομίχλη

Κόρη μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: