Στα Ψέματα Παίζαμε… ή Το ποδόσφαιρο στην γραφή
| 23 Ιουν. 2014
Ελένη Καρασαββίδου
Aποστολή του Λόγου είναι να απαντά στην παράνοια της πραγματικότητας
έγραψε ο Αντόρνο στα Μικρά Ηθικά του. Επίκαιρη φράση καθώς η γραφή
μπορεί ακόμη ν' απαντά στην επερχόμενη παράνοια ενός ολοκληρωτισμού που
αντικαθιστά (στον επίτηδες ή όχι πολυκερματισμένο κόσμο της
μεταμοντερνικότητας) το έθνος κράτος με τις ομάδες κράτος.
Ήδη η αυξανόμενη ζεύξη του «επαγγελματικού» ποδοσφαίρου με επιχειρηματικά συμφέροντα, (με αποκορύφωμα ό,τι εξελίσσεται φέτος στη Βραζιλία) οι νεοπλουτίστικες νοοτροπίες που επενδύουν σε έναν αρχιτεκτονικό ιμπεριαλισμό, οι νέες τιμολογιακές πολιτικές, η αποκοπή των ομάδων από την έννοια της λαϊκής λέσχης και του λαϊκού αθλητισμού, οι ΠΑΕ ως Δούρειοι ίπποι για κατάληψη δημόσιων χώρων και αγαθών (με
αποκορύφωμα ό,τι εξελίσσεται στον Πειραιά και στον Βόλο και με ό,τι επιχειρείται στη Νέα Φιλαδέλφεια) τα γεμάτα σεξισμό και λαϊκισμό πρωτοσέλιδα αρθρογράφων που επενδύουν σε περιούσιους λαούς και ομάδες, πριμοδοτώντας τα ανασφαλή εγώ ανθρώπων που αναζητούν στις «υπεράνω» ομάδες τους ψυχικούς τους «φαλλούς», το καθόλου τυχαίο δέσιμο του
(κοινωνικά και ψυχολογικά επενδεδυμένου) φανατισμού με μια οπαδική κατανάλωση που νοείται ως ναρκοληψία, δημιουργεί (ή μάλλον αναβαθμίζει) μια παράνοια που ουσιαστικά αποκόβει το λαϊκότερο των παιχνιδιών (και πιο λαϊκίστικο στις στρατηγικές διάχυσής του) από την δημιουργική σχέση του με τις μάζες που το στήριζαν παραδοσιακά.
Όποιος όμως έχει πάει στο γήπεδο μια οποιαδήποτε Κυριακή, γράφαμε πρόσφατα, γνωρίζει ότι το θρησκεύεσθαι είναι ζωτικό στον άνθρωπο. Ότι έχουμε ανάγκη να επενδύουμε την ύπαρξή μας σε κάτι που μας περιλαμβάνει αλλά μας ξεπερνά. Σε κάτι που εμείς εφευρίσκουμε, μεγαλώνουμε, στηρίζουμε. Και με την σειρά του, λαϊκό γέννημα στ αλήθεια, μας επανεφευρίσκει, μας μεγαλώνει, μας στηρίζει κι αυτό. «Ο πολιτισμός», άλλωστε, εκδηλώνεται στη μορφή του παιχνιδιού», όπως σωστά επισήμανε ο Huizinga (Kline,1993,σελ.143).
Η γραφή
Όμως το ποδόσφαιρο στις λογοτεχνικές σελίδες εξακολουθούσε να
γοητεύει με τις λαϊκές του καταβολές, λες και η στρογγυλή, αλλόφρων
μπαλίτσα, υπήρξε εμπράγματη διαχείριση του ίδιου του ονείρου για μιαν
άλλη ζωή. Η χαρά του πλάνητα (κι όχι του έμπορου της νέας εποχής) ήταν
άλλωστε να κερδίζει το αουτσάιντερ, αν και παντού, όπως ο Χάρης Μελιτάς
επισημαίνει, «κερδίζουνε τα φαβορί και τα στημένα…» Αλλά, διάολε!, το
ματς δεν λήγει ποτέ! Πως όχι; «Παιδικά χρόνια χωρίς μπάλα δεν γίνονται!
Δεν υπάρχει χαρά, δεν υπάρχει παιχνίδι. Και ξέρετε γιατί οι σημερινοί
ποδοσφαιριστές είναι ψυχροί και χωρίς ψυχή; Να σας το πω εγώ. Γιατί
ξόδεψαν τα νιάτα τους άσκοπα κι έχασαν ό,τι παιδικό είχαν μέσα τους. Το
ποδόσφαιρο δεν το βλέπουν σήμερα σαν παιχνίδι, αλλά σαν επάγγελμα», έχει
υποστηριχθεί από ποδοσφαιράνθρωπο. Πάντα στην γωνία θα παραμονεύει το
αουτσάιντερ, πάντα θα επιζεί μέσα μας το παιδί ικανό να εξεγείρεται
ενάντια στις αλλοτριώσεις της ενήλικης ζωής και στους επονείδιστους
συμβιβασμούς μας…
Το αρχέτυπο της σφαίρας, ιεροποιημένο ακόμη από την αρχαιότητα,
κατεβαίνει στα μέτρα του ανθρώπου που ταυτίζεται με τα ποδοσφαιρικά
είδωλά του, όσο κι αν έχουν μεταβληθεί απ’ την (παρα)«ιατρική» σε
υπερανθρώπους τελικά… Δεν είναι τυχαίο που η λογοτεχνία υμνεί «αλέγκρο»
φιγούρες, με το ένα πόδι μέσα στις γραμμές του γηπέδου και με τα άλλο
έξω από τα όρια να ονειρεύεται ακόμα (κι άντε να το καταλάβουν της FIFA
οι χαρτογιακάδες ανέραστοι που τους πανηγυρισμούς πια τιμωρούν αλλά και
οι αποκτηνωμένοι οπαδοί που τους νοιάζει μονάχα η επιβολή, δηλαδή η
νίκη, έναντι του «άλλου»), σαν τον Γκαρίντσα, τον Μπεστ, τον Κούδα,
τον Αρδίζογλου τον Μαραντόνα, τον Χατζηπαναγή, τον Κρόυφ (και ίσως και
τον Μέσι που ναι λιγότερο έμπορος κι αρκετά παιδί απ' τις παραγκουπόλεις
της Αργεντινής σήμερα) που είχαν το άγγιγμα του «Θείου» (είναι
ανεξήγητο και όπου το βρεις να το λες και ταλέντο…).[....................]
έγραψε ο Αντόρνο στα Μικρά Ηθικά του. Επίκαιρη φράση καθώς η γραφή
μπορεί ακόμη ν' απαντά στην επερχόμενη παράνοια ενός ολοκληρωτισμού που
αντικαθιστά (στον επίτηδες ή όχι πολυκερματισμένο κόσμο της
μεταμοντερνικότητας) το έθνος κράτος με τις ομάδες κράτος.
Ήδη η αυξανόμενη ζεύξη του «επαγγελματικού» ποδοσφαίρου με επιχειρηματικά συμφέροντα, (με αποκορύφωμα ό,τι εξελίσσεται φέτος στη Βραζιλία) οι νεοπλουτίστικες νοοτροπίες που επενδύουν σε έναν αρχιτεκτονικό ιμπεριαλισμό, οι νέες τιμολογιακές πολιτικές, η αποκοπή των ομάδων από την έννοια της λαϊκής λέσχης και του λαϊκού αθλητισμού, οι ΠΑΕ ως Δούρειοι ίπποι για κατάληψη δημόσιων χώρων και αγαθών (με
αποκορύφωμα ό,τι εξελίσσεται στον Πειραιά και στον Βόλο και με ό,τι επιχειρείται στη Νέα Φιλαδέλφεια) τα γεμάτα σεξισμό και λαϊκισμό πρωτοσέλιδα αρθρογράφων που επενδύουν σε περιούσιους λαούς και ομάδες, πριμοδοτώντας τα ανασφαλή εγώ ανθρώπων που αναζητούν στις «υπεράνω» ομάδες τους ψυχικούς τους «φαλλούς», το καθόλου τυχαίο δέσιμο του
(κοινωνικά και ψυχολογικά επενδεδυμένου) φανατισμού με μια οπαδική κατανάλωση που νοείται ως ναρκοληψία, δημιουργεί (ή μάλλον αναβαθμίζει) μια παράνοια που ουσιαστικά αποκόβει το λαϊκότερο των παιχνιδιών (και πιο λαϊκίστικο στις στρατηγικές διάχυσής του) από την δημιουργική σχέση του με τις μάζες που το στήριζαν παραδοσιακά.
Όποιος όμως έχει πάει στο γήπεδο μια οποιαδήποτε Κυριακή, γράφαμε πρόσφατα, γνωρίζει ότι το θρησκεύεσθαι είναι ζωτικό στον άνθρωπο. Ότι έχουμε ανάγκη να επενδύουμε την ύπαρξή μας σε κάτι που μας περιλαμβάνει αλλά μας ξεπερνά. Σε κάτι που εμείς εφευρίσκουμε, μεγαλώνουμε, στηρίζουμε. Και με την σειρά του, λαϊκό γέννημα στ αλήθεια, μας επανεφευρίσκει, μας μεγαλώνει, μας στηρίζει κι αυτό. «Ο πολιτισμός», άλλωστε, εκδηλώνεται στη μορφή του παιχνιδιού», όπως σωστά επισήμανε ο Huizinga (Kline,1993,σελ.143).
Η γραφή
Όμως το ποδόσφαιρο στις λογοτεχνικές σελίδες εξακολουθούσε να
γοητεύει με τις λαϊκές του καταβολές, λες και η στρογγυλή, αλλόφρων
μπαλίτσα, υπήρξε εμπράγματη διαχείριση του ίδιου του ονείρου για μιαν
άλλη ζωή. Η χαρά του πλάνητα (κι όχι του έμπορου της νέας εποχής) ήταν
άλλωστε να κερδίζει το αουτσάιντερ, αν και παντού, όπως ο Χάρης Μελιτάς
επισημαίνει, «κερδίζουνε τα φαβορί και τα στημένα…» Αλλά, διάολε!, το
ματς δεν λήγει ποτέ! Πως όχι; «Παιδικά χρόνια χωρίς μπάλα δεν γίνονται!
Δεν υπάρχει χαρά, δεν υπάρχει παιχνίδι. Και ξέρετε γιατί οι σημερινοί
ποδοσφαιριστές είναι ψυχροί και χωρίς ψυχή; Να σας το πω εγώ. Γιατί
ξόδεψαν τα νιάτα τους άσκοπα κι έχασαν ό,τι παιδικό είχαν μέσα τους. Το
ποδόσφαιρο δεν το βλέπουν σήμερα σαν παιχνίδι, αλλά σαν επάγγελμα», έχει
υποστηριχθεί από ποδοσφαιράνθρωπο. Πάντα στην γωνία θα παραμονεύει το
αουτσάιντερ, πάντα θα επιζεί μέσα μας το παιδί ικανό να εξεγείρεται
ενάντια στις αλλοτριώσεις της ενήλικης ζωής και στους επονείδιστους
συμβιβασμούς μας…
Το αρχέτυπο της σφαίρας, ιεροποιημένο ακόμη από την αρχαιότητα,
κατεβαίνει στα μέτρα του ανθρώπου που ταυτίζεται με τα ποδοσφαιρικά
είδωλά του, όσο κι αν έχουν μεταβληθεί απ’ την (παρα)«ιατρική» σε
υπερανθρώπους τελικά… Δεν είναι τυχαίο που η λογοτεχνία υμνεί «αλέγκρο»
φιγούρες, με το ένα πόδι μέσα στις γραμμές του γηπέδου και με τα άλλο
έξω από τα όρια να ονειρεύεται ακόμα (κι άντε να το καταλάβουν της FIFA
οι χαρτογιακάδες ανέραστοι που τους πανηγυρισμούς πια τιμωρούν αλλά και
οι αποκτηνωμένοι οπαδοί που τους νοιάζει μονάχα η επιβολή, δηλαδή η
νίκη, έναντι του «άλλου»), σαν τον Γκαρίντσα, τον Μπεστ, τον Κούδα,
τον Αρδίζογλου τον Μαραντόνα, τον Χατζηπαναγή, τον Κρόυφ (και ίσως και
τον Μέσι που ναι λιγότερο έμπορος κι αρκετά παιδί απ' τις παραγκουπόλεις
της Αργεντινής σήμερα) που είχαν το άγγιγμα του «Θείου» (είναι
ανεξήγητο και όπου το βρεις να το λες και ταλέντο…).[....................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου