Τρίτη, Αυγούστου 06, 2013

ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ

 "Κι αν δεν ξημερώσει;"

[ Κριτικό σημείωμα για το πρώτο μυθιστόρημα της
Μαρίας Κουγιουμτζή* από τον πεζογράφος Τάσο Καλούτσα]


Πηγή : diastixo.gr
Τετάρτη, 24 Ιούλιος 2013 12:12



Η αλληγορία ως μεταφορική εκφραστική τεχνική υποδηλώνει ένα διαφορετικό επίπεδο εννοιών και αξιών από κείνο που φανερώνουν οι συγκεκριμένες λέξεις και εκφράσεις ενός συγγραφέα. Η Μαρία Κουγιουμτζή, στο πρώτο της μυθιστόρημα, επινοεί τον δικό της χωρόχρονο, που σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο κρύβει μεγάλες αναλογίες με τον πραγματικό και τα τεκταινόμενα σε αυτόν, στήνει μέσα του τους ήρωές της και τους εμφυσά ζωή χάρη στη δύναμη της δημιουργικής της φαντασίας. Προειδοποιώντας τον αναγνώστη γι’ αυτή την εσκεμμένη «αυθαιρεσία» και τις όποιες ασυνέπειές της, υπαινίσσεται πως θέλησε έτσι να μιλήσει πιο ελεύθερα για τις «κινήσεις» των προσώπων, αλλά και για τη δυσχερή κατάσταση «αβεβαιότητας και κινδύνων» στην οποία έχουμε περιέλθει εδώ και μερικά χρόνια.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της μέχρι τώρα διηγηματικής παραγωγής της Μ.Κ. είναι η διαπάλη του Καλού με το Κακό, η αντιπαράθεση του αγγελικού με το μαύρο φως. Εδώ το Κακό προσωποποιείται, κατά βάση, σε μια μυστηριώδη Στρατιωτική Ακαδημία ή «Ακαδημία Πολέμου και εκδημοκρατισμού της Κημέριας», η οποία διαθέτει ιεραρχία, ιερούς «εκλεγμένους» από τους οποίους απαιτεί απόλυτη υποταγή και αφοσίωση, έχει απαραβίαστο «άβατο» αλλά και δικαστήριο. «Είναι Θεός...», όπως δηλώνει ένας ήρωας, εξουσιάζει τα πάντα και οτιδήποτε συμβαίνει στη χώρα είναι απόφαση δική της. Ο αναγνώστης υποπτεύεται πως οι δραστηριότητές της πιθανότατα κατευθύνονται από ξένα κέντρα (αν δεν τα εκπροσωπεί η ίδια). Μια νύξη που αφορά τη «φιλοσοφία» της, ότι δηλαδή «όταν εξολοθρεύονται τα κατώτερα έθνη ανοίγει ο δρόμος για τα προηγμένα, για μια καλύτερη ζωή», σηματοδοτεί την πρακτική που εφάρμοσαν οι Αμερικανοί απέναντι στους Ινδιάνους (σελ. 193). Επιπλέον, «ξέρει και από ψυχολογία».

Η Ακαδημία προφανώς ευθύνεται για τον «χαμό» που γίνεται στους δρόμους των πόλεων (είτε πρόκειται για την Αθήνα είτε για τη Θεσσαλονίκη), όπου «το παράλογο παντρεύεται με το λογικό» και η Εξουσία με τις ωμές παρεμβάσεις της έχει μετατρέψει σε λίκνα απόγνωσης: ΜΑΤ και διαδηλωτές, φοιτητές που διαμαρτύρονται αντιμέτωποι με αστυνομικούς, πορείες, δρόμοι που καπνίζουν, σκηνές σκληρότητας, φρίκης, βίας και θανάτου, ερωτικής χυδαιότητας, στιγμιότυπα δολοφονιών και αυτοκτονιών, ρατσισμού κ.ά. Σε ένα κεφάλαιο που επιγράφεται «Μνήμες από πολεμικές επιχειρήσεις» δίνεται πιο παραστατικά, με πυκνή ποιητική γλώσσα και τολμηρά εκφραστικά μέσα, το ζοφερό μέγεθος του πολέμου, του σκοτωμού των αμάχων, των καταστροφών, των τανκς που ισοπεδώνουν τις πόλεις, των γειτόνων χωρών. Όσοι συνεχίζουν τη ζωή τους, πηγαίνουν στις δουλειές τους κ.τ.λ., ζώντας όμως μέσα σ’ αυτή την κόλαση, απλώς περιμένουν τη σειρά τους, «υποψήφιοι νεκροί κι αυτοί».

Σ’ αυτή την περιρρέουσα πολεμική ατμόσφαιρα κινούνται οι τρεις βασικοί ήρωες της Μ.Κ. Προέρχονται από τις τάξεις της Στρατιωτικής Ακαδημίας, η οποία παλιά τους χώρισε από τις οικογένειες και τις αγάπες τους και τώρα ξαναβρίσκονται στον τόπο τους, για διαφορετικό σκοπό ο καθένας: ο Σιωπηλός, υπαξιωματικός με επίτηδες «στατική» καριέρα, σταλμένος τάχα με αναρρωτική άδεια για να δει τους δικούς του, αλλά μάλλον επιφορτισμένος και με την «εκτέλεση ενός καθήκοντος». Ο στρατηγός Βέλλας, εσχάτως στιγματισθείς με την κατηγορία της «απείθειας», παράπτωμα που επισύρει τη διαπόμπευση και εκτέλεσή του. Τέλος, ο Λαιμός, εκτελεστής που επαίρεται για τα «χέρια δολοφόνου» που διαθέτει και τριγυρίζει έμπλεος μίσους για όλους και για όλα. Οι γυναίκες που πλαισιώνουν τη δράση τους ανήκουν στο άμεσο οικογενειακό ή φιλικό τους περιβάλλον. Ξεχωριστή ανάμεσά τους η Άννα, ξαδέρφη του Σιωπηλού, φιλεύσπλαχνη αγωνίστρια, με σπάνια ψυχικά χαρίσματα που αγγίζουν τη σφαίρα του υπεραισθητού, αφού «άκουγε πράγματα που δεν ακούγονταν».

Η επάνοδος των τριών στην πόλη τους και η απομάκρυνσή τους από την Ακαδημία ξυπνάει έντονες μνήμες και θέτει σε πυρετική λειτουργία το μυαλό τους. «Το μυαλό του έβραζε σαν ατμομηχανή», λέγεται για τον Σιωπηλό, που μοιάζει, θα λέγαμε, ο πιο οικείος χαρακτήρας για τη συγγραφέα. Είναι ανθρώπινος, ευαίσθητος και διαβασμένος, και προέρχεται από οικογένεια που ανήκε «στις προοδευτικές δυνάμεις» της κοινωνίας. Μέσα από τις αφηγήσεις του (άλλοτε τριτοπρόσωπες κι άλλοτε πρωτοπρόσωπες κι εξομολογητικές), η Μ.Κ. καταφέρνει να αρθρώσει ενδιαφέρουσες σκέψεις για καίρια θέματα που αφορούν «το πρόσωπό μας» (σελ. 75) ή τον «άπιαστο εαυτό μας» (σελ. 174). Δεν αποδέχεται τα θεωρήματα της Ακαδημίας, αλλά είναι υποχρεωμένος να τα εκτελεί (σελ. 191). Αναγνωρίζει την παθητικότητά του κι όταν συνειδητοποιεί ότι είναι ένα «πιόνι δολοφόνος», αντιδρά ψυχοσωματικά.

Η όλη συμπεριφορά του στρατηγού Βέλλα, ο οποίος αμφισβήτησε τον τρόπο λειτουργίας του Δικαστηρίου της Ακαδημίας και θεωρήθηκε «μιαρός», αποκτά το πλήρες νόημά της προς το τέλος του βιβλίου. Δεν πρόκειται για έναν ταπεινωμένο ήρωα. Ορθώνει το ανάστημά του και αποδείχνει ότι διαθέτει ηθική συνείδηση.

Οι δυο αυτοί χαρακτήρες γνώρισαν τη θαλπωρή της οικογένειάς τους, πριν καταταγούν στην Ακαδημία. Αντίθετα, ο πατέρας και ο παππούς του Λαιμού («δωσίλογος του κερατά») πότισαν με μίσος και σκληρότητα την παιδική ψυχή του και στρέβλωσαν διά παντός τον ψυχικό του κόσμο. Σ’ αυτόν, οι σκηνές οικογενειακής ζεστασιάς εμφανίζονται μόνο στα όνειρά του (σελ. 157). «Μήπως το κακό είναι αθάνατο μέσα μας;» αναρωτιέται. Προορισμένος, θαρρείς, ν’ αναπαράγει το μίσος, μισεί ακόμα και τον εαυτό του. «Α... πόσο αγαπάμε τον εαυτούλη μας. Όμως εγώ δεν τον αγαπούσα. Τον μισούσα. Κι όσο τον μισούσα, τόσο ξεσπούσα στους άλλους» (σελ. 154). Φροντίδα και στοργή τού έδειξε μόνο η θεία του, με την οποία στη συνέχεια δημιούργησε μια παθιασμένη αιμομικτική σχέση.

Ωστόσο, το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των ηρώων είναι ότι η ψυχολογία τους δεν παραμένει στατική. Μεταλλάσσεται, κι αυτό, πέρα από την ιδιαίτερη σημασία που έχει για την εξέλιξη της πλοκής, δείχνει πόσο ζωντανά είναι πλασμένοι, αφού μέσα τους διεξάγεται μια διαρκής πάλη. Καθώς οι μνήμες τους ενεργοποιούνται κι έρχονται σε επαφή με την εκτός Ακαδημίας πραγματικότητα, η στάση τους επηρεάζεται αποφασιστικά κι ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της προσπάθειάς τους να ξεπεράσουν τα διλήμματά τους. Για παράδειγμα, ο Σιωπηλός καθυστερημένα πληροφορείται τα σχετικά με την υπονόμευση της χώρας, τις μειώσεις μισθών, την ανεργία κ.τ.λ., αφού στην Ακαδημία υπήρχε έλλειμμα ενημέρωσης. Όταν λαμβάνει την τυπική εντολή για την οργάνωση μιας απάνθρωπης εκτέλεσης, αντιλαμβάνεται πως έφτασε η ώρα να πει «το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι». Έχει επίγνωση πως είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος με μικρές έως ανύπαρκτες δυνάμεις και θεωρεί πως κάθε αντίδρασή του είναι εκ προοιμίου χαμένη. Ο Σιωπηλός –για να θυμηθούμε λίγο τα κρυμμένα νοήματα της αλληγορίας– θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας, όπως η Ακαδημία να είναι οι μνημονιακές κυβερνήσεις ή οι χώρες που στοιχίζονται πίσω τους και σφίγγουν τη θηλιά στον λαιμό του δυστυχισμένου Έλληνα.

Η πιο θεαματική ωστόσο μεταβολή συμβαίνει στην ψυχολογία του Λαιμού. Οι γκροτέσκο σκηνές με την αρρώστια και την ταφή της θείας του είναι ενδεικτικές της διαταραγμένης προσωπικότητάς του. Ο Λαιμός αποδεικνύεται κι αυτός «διχασμένος». Όπως εξομολογείται: «Ο βίαιος εαυτός μου έπρεπε ν’ αγαπήσει τον κρυμμένο μέσω ενός άλλου προσώπου [της θείας του]... εσωτερικό αίτημα... που θα επανέφερε τη χαμένη μου ανθρωπιά». Απ’ το σημείο αυτό και μετά, οι πράξεις του θα έχουν άμεσο αντίχτυπο στη μεταχείριση των θυμάτων του, κυρίως της Άννας. Συμπερασματικά, παρατηρείται πως η συμπεριφορά των κεντρικών χαρακτήρων του βιβλίου διαμορφώνεται με βάση μια εσωτερική κίνηση προς την αυτογνωσία.

Στο μυθιστόρημα συνυφαίνονται σκηνές καφκικού κλίματος (κάποιες που αφορούν τη γνωριμία του Σιωπηλού στο ξενοδοχείο με την Κατερίνα, η συνάντησή του με τον Ανώτατο Εξεταστή), στιγμιότυπα φονικής ωμότητας και ακραίας βίας σε αντιπαράθεση με εικόνες ευδαιμονικής γαλήνης και οικογενειακής σύμπνοιας, πράξεις υψηλής ανθρωπιστικής αλληλεγγύης, αλλά και εκρήξεις παθών και συναισθημάτων (έρωτα ή ερωτικού δέους, ενοχής, αφοσίωσης, θυμού, πείσματος, περιφρόνησης, απόγνωσης) που εκφράζονται με λυρισμό και ποιητική ευρηματικότητα. Στις ατομικές διαπλοκές των σχέσεων των ηρώων παρεμβάλλονται και οι αναφορές στο συλλογικό δράμα που βιώνουν οι απλοί και αδύναμοι άνθρωποι όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και σε ευρύτερα παγκόσμιο επίπεδο. Γίνεται λόγος για την παγκόσμια κρίση και διαφθορά, εκτοξεύονται κατηγορίες προς τις «αγορές», προς τις Τράπεζες, στηλιτεύεται η πρακτική των δυνατών αυτού του κόσμου. Σε τοπικό επίπεδο, η συγγραφέας ενοφθαλμίζει στην αφήγησή της γεγονότα πραγματικά που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, χωρίς να τα κατονομάζει (όπως ο φόνος του 15χρονου Αλ. Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Κορκονέα, στις 6/12/2008). Ή, πάλι, καυτηριάζει μέσα από τα λόγια των ηρώων (π.χ. του πατέρα της Σουζάνας) τον διαβρωτικό και ψυχοφθόρο ρόλο κάποιων στελεχών της κυβέρνησης: «Μας ταΐζετε ιδέες, παχιά λόγια, μας δηλητηριάζετε. Μας έχετε εξαθλιώσει, μας οδηγείτε στην εξόντωση, κι ύστερα, αφού ερημώσετε τη χώρα, θα μεταφερθείτε στο εξωτερικό σε υψηλόμισθες θέσεις, για τη διευκόλυνση της καταστροφής που προσφέρατε... Η κρίση είναι προϊόν της απληστίας σας. Δεν σέβεστε τον άνθρωπο, τη ζωή, δεν σέβεστε τίποτα».

Όλα τα δεινά του κόσμου γεννιούνται από την έλλειψη αγάπης, έγραφε ο Γκαίτε. Η Μ.Κ. καταφέρνει να σκιαγραφεί χαραχτήρες που πράττουν το κακό, επειδή στερήθηκαν την αγάπη. Με αποτέλεσμα να μη λογαριάζουν ούτε τους ανθρώπους, ούτε τη ζωή. Καταδικαστέα ασφαλώς η πρακτική τους, αλλά εξίσου καταδικαστέα –όπως υπονοεί– η στάση όσων παραμένουν παθητικοί παρατηρητές των φρικιαστικών πράξεών τους. Απ’ αυτή την άποψη, η εναντίωση του στρατηγού Βέλλα (του οποίου το τέλος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μάταιο, παράλογο, αφού παράλογη εν πολλοίς είναι και η ζωή), αποκτά βαρύνουσα σημασία και σηματοδοτεί έναν υψηλό δείκτη του κώδικα ηθικής συμπεριφοράς. Κυρίως γιατί ξεσπάει εκ των ένδον, από το άδυτο του συστημικού Κακού που είναι υπαίτιο για όλες τις εκτροπές και τα εγκλήματα και άρα καταδικασμένο σε «πτώση».

Θα ήταν ατελέσφορο εάν σ’ αυτή την αδυσώπητη μάχη του Καλού με το Κακό δεν υπήρχε χώρος και για την ελπίδα. Δυο φορές μέσα στο μυθιστόρημα γίνεται υπαινικτικά μνεία σ’ αυτό το ευεργετικό συναίσθημα που η συγγραφέας πολύ εύστοχα το συνδέει με τα παιδιά, ενώ η σημαντικότητα που του αποδίδει υποδηλώνεται και στον τίτλο: «Κανείς δεν πρέπει να αδειάσει από τα μάτια των παιδιών την ελπίδα. Οι σκιές που έπεσαν από τα μπαλκόνια ήταν κάποτε παιδιά. Ένα γαλανό τσουλούφι ξεφεύγει απ’ τις σκιές. Οι άνθρωποι κάθε μέρα περιμένουν να ξημερώσει. Κι αν δεν ξημερώσει; αναρωτιούνται» (σελ. 26). Και ιδού η τελευταία φράση του βιβλίου: «Λίγο δεξιότερα από εκεί που έφτανε το νεκρό της βλέμμα, μερικά παιδιά παίζαν με μια ελαφριά πολύχρωμη μπάλα που υψωνόταν σ’ έναν γαλανό ορίζοντα γεμάτο από τις φτερούγες των γέλιων τους». Καθώς η μάχη μοιάζει να ολοκληρώνεται και διαφαίνεται αχνά μια αισιόδοξη προοπτική, τα γέλια των παιδιών που διεκδικούν το μέλλον τους στεφανώνουν ανάλαφρα τον ήδη κατακερματισμένο κόσμο μας.


Κι αν δεν ξημερώσει; Μαρία Κουγιουμτζή Καστανιώτης 



"Κι αν δεν ξημερώσει;"
Μαρία Κουγιουμτζή
Καστανιώτης
263 σελ.
Τιμή € 14,91

*********************************

Η Μαρία Κουγιουμτζή γεννήθηκε το 1945 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά "Η λέξη", "Εντευκτήριο", "Πάροδος", "Πανδώρα", "Παρέμβαση" και "Ένεκεν". Ποίησή της έχει δημοσιευτεί στα περιοδικά "Εντευκτήριο" και "Πάροδος".
Το βιβλίο της, "Άγριο βελούδο", τιμήθηκε με τα βραβεία διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω" (2009) και του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2010).
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2013) Κι αν δεν ξημερώσει;, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου;, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) Άγριο βελούδο, Εκδόσεις Καστανιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...