Τετάρτη, Ιανουαρίου 13, 2010

Η ΑΤΑΚΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Mayerhoffgasse
"Η Αυγή", 06/01/2010

ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΑΛΑΒΕΡΑ

Όλα λειτουργούν με τάξη και πειθαρχία. Σπάνια συναντάς έναν απείθαρχο μπροστά σου, κι αν τύχει, τον μπαγλαρώνουν οι αστυνομικοί προτού προλάβεις να καταλάβεις τι έγινε, τι έκαμε το θνητό κορμί. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει εντός του νόμου μια περίεργου τύπου πραγματική και κατ’ ουσίαν ελευθερία. Απ’ το να κακοποιείς τον εαυτό σου, μέχρι να διαδηλώνεις τις αποκλίσεις σου.

Στο σούπερ μάρκετ της Μαγιερχοφγκάσσε είχε όντως τα καλύτερα αλλαντικά της Βιέννης. Ακόμα κι από το Λιντς ερχόντουσαν με το τρένο ν’ αγοράσουν αυτή την απίθανη νοστιμιά του καπνιστού γουρουνιού, ιδίως τις μέρες των Χριστουγέννων. «Αλλαντικά», μια λέξη φυτεμένη στη γευστική μνήμη από τον καιρό που έσφαζαν ένα ζώο για να το παστώσουν οι βουνίσιοι και να το έχουν όλη τη χρονιά να τρώνε. Σε τελική ανάλυση, η μάχη του μεταμορφισμού συνεχίζεται. Τόσα χρόνια μετά τον Δαρβίνο και τις επίκτητες ιδιότητες, αυτές ισχύουν και για τα ίδια τα ζώα.

Μέσα στα ζώα και στον άνθρωπο έμπαιναν-μπαίνουν διαρκώς μορφώματα του πραγματικού κόσμου και η πλοήγηση της πνευματικής συγκρότησης είναι το πνευματικό πεπρωμένο∙ τέλος πάντων, από την εποχή της αυτοκρατορίας το να διάταζες τον δούλο σου, να σερβίρει επαναληπτικά το λαχταριστό καπνιστό μπούτι του χοιρινού ήταν σαν η έκφραση του πεπρωμένου - στη διαπλοκή βέβαια με το σερβίρισμα από τον δούλο. Άλλωστε στο εκεί έγκειται η διαφορά∙ ας πούμε με τα χέρια σταυρωμένα, ενώ ο καθισμένος στην τραπεζαρία άρχοντας σκέφτεται, χαϊδεύει τον χαλαζία του μονόπετρού του, και το τραπέζι μακρόστενο, με λιχουδιές ανείπωτες, πολύχρωμες, αιματοβαμμένες.

Πράσινες, κίτρινες, μπλε, λιλά. Στον πίνακα του άγνωστου Βιεννέζου ζωγράφου ο δούλος παραστέκεται όρθιος με τον δίσκο στο χέρι, έτοιμος να πάρει το σύνθημα του σερβιρίσματος. Τεράστιος ο πίνακας πίσω από τον πάγκο της πτέρυγας των αλλαντικών του σούπερ μάρκετ, όπου στην πεντακάθαρη βιτρίνα σχηματίζουν έναν πλούτο ευωχίας και ηδονοχαρίας του λάρυγγα τα παστά χοιρινά, καπνισμένα στα ξύλα με μυρωδικά διάφορα, λουκάνικα να τρελαίνεσαι, ακόμα και σαλαμοσκευάσματα, κρεατασκευάσματα και τυριά, τυροσκευάσματα, έμενταλ, προβολόνε, σκληρά, κρεμώδη με λεπτή γεύση, αποβουτυρωμένα σκληρά, ροκφόρτ λες και μόλις τα 'πιασε η μούχλα, κι αυτή όλο και βαθαίνει στο εσωτερικό του τυριού, και σε θήκες απολύμανσης, μαχαίρια.

Μαχαίρια κοπής αλλαντικών, τυριού, εργαλεία κοπής, ειδικοί μπαλτάδες. Τι θα μπορούσε να σε κάνει να διστάζεις, παρά μια περίεργη τάση αυτοκτονίας που περικλείει και τον δόλιο-φόνο, χωρίς να είναι ευδιάκριτες οι έριδες που προκαλούν μια τέτοια χειρονομία, να τον κάνεις τον άλλον να χοροπηδάει από τον τρόμο και τις ενοχές. Στη μικρή αυτή χώρα, οι άνθρωποι ξέρουν, περπατούν -ένα μεγάλο ποσοστό- με τις ακτινογραφίες τους στα χέρια, (να τους πετύχει με μιας ο εχθρός κατευθείαν στο ευάλωτο ή άρρωστο σημείο-στόχο), ένα άλλο ποσοστό κρύβουν μαχαίρια στις τσέπες της καμπαρντίνας, αυτής ως το εθνικό τους ένδυμα, οπλισμός πρωτόγονος, πάντα αποτελεσματικός στην επίθεση, τα περίστροφα πολλών τύπων κυκλοφορούν ως μπρελόκ, και το βλέμμα, το απλανές, του υπο-γενούς.

Τα περιέπλεκτα των ανθρώπινων σχέσεων μοιάζουν σκοτεινά, τα κύματα ζητάνε μια μεταμόρφωση, ο ελάχιστα ενεργός χρόνος -αλλά συγκροτημένος, μελετημένος στο βάθος του- αναζητά τη μια φύση αδράνειας, να σ’ αδράξει αυτός και να σε μεταμορφώσει έτσι από αρπακτικό σε αδρανές σώμα κινούμενο εναντίον σου, εσύ σχεδόν τυφλός, ο αόμματος, θέλεις δε θέλεις, σε προστατεύει η μάσκα ηλιθιότητας, σχεδόν.

Έξω από το μαγαζί με τις ντελικατέσεν, ο δρόμος της Mayerhoffgasse συγκέντρωνε πολλούς ξένους και λόγω του σταθμού μετρό που είχε πολύ κοντά. Όλα λειτουργούν με τάξη και πειθαρχία. Σπάνια συναντάς έναν απείθαρχο μπροστά σου, κι αν τύχει, τον μπαγλαρώνουν οι αστυνομικοί προτού προλάβεις να καταλάβεις τι έγινε, τι έκαμε το θνητό κορμί. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει εντός του νόμου μια περίεργου τύπου πραγματική και κατ’ ουσίαν ελευθερία. Απ’ το να κακοποιείς τον εαυτό σου, μέχρι να διαδηλώνεις τις αποκλίσεις σου. Λες και έχει σημασία να τις γνωστοποιείς στην αγορά. Ναι. Είναι οι Νόμοι που θέλουν να ισχύουν μέσα μας. Από μια άποψη, στο μπαχαλοειδές μπορντέλο που βιώνουμε στην Ελλάδα, έ, καλύτερα εκεί στα βόρεια ανθρωποσφαγεία, και, ανθρωποφαγεία. Ναι; Τέλος πάντων είναι και πιο κουλ και οι Chic είναι σικ. Πολύ, chic!!!

Εκείνο το μεσημέρι του Δεκεμβρίου, ήμουν στημένη στη σειρά μπροστά στο τμήμα των αλλαντικών. Σίγουρα το παστό καπνιστό χοιρινό με τραβούσε, κάτι μ’ έκανε να νιώθω περίεργα. Το κατάστημα είχε τρεις ορόφους. Ένας στο ισόγειο και δύο υπό κάτω. Προχωρούσαμε βήμα το βήμα. Με τάξη, ηρεμία. Έως αδιάφορα. Απαθής κάμπια, ερπετό. Ένας νέος, αδύνατος άνδρας, κρατούσε το μικρό του βιβλίο και διάβαζε στα όρθια. Ένα-δύο. Εν-δυο, στο αφημένο. Σε κάθε βήμα, σήκωνε το κεφάλι και μόλις κοντοστεκόμασταν έσκυβε στο βιβλίο κι έσερνε το άλλο πόδι. Είχα περιέργεια τι διάβαζε. Μάλλον ρομάν.

Σαν καλύτερα στην Ελλάδα που δε διαβάζουμε∙ για φαντάσου-για φαντάσου, να βλέπεις τους «Έλληνες» να διαβάζουν στις αναμονές, στα τρένα, στα λεωφορεία, στα καφέ, στα σπίτια, στα γραφεία, στα κρεβάτια, ως διακειμενικότητα ή, «συγνώμη, αλλά αυτή η διακειμενικότητα, τι είναι;» με είχε ρωτήσει πριν από μερικά χρόνια ο Κλείτος Κύρου: «η λέξη: ανάγνωση, δεν ισχύει πια;». Βλέπεις, ο Κλείτος λειτουργούσε με τους κλειδάριθμους της ψυχής του. Αααχχ! γχ! γχ! γχ! μη βρυχάσαι. Φοβόμουν να φύγω από τη σειρά μου, ή να μετακινηθώ, διότι θα σήμαινε ότι την εγκαταλείπω.

Λες και μας είχαν τυλίξει και δέσει κόμπο κόμπο∙ για να φθάσουμε, πού; Αν ακόμα το επιθυμούσα, ή θυμόμουν. Ήδη το τμήμα των αλλαντικών ήταν στο δεύτερο υπό-υπόγειο. Άρα, τρεις όροφοι, που πρέπει να διαβείς για τον Άδη, ψιλοχαμογέλασα, σα, σαν, ως, γνωρίζουσα - τάχα μου. Ήθελα να κλάψω αργά στην αρχή, και μετά μ’ αναφιλητά. Δυνατά, γοερά, να κλαίω για όσα και όλα. Και όλα, ποια όλα; Άνοιξα την τσάντα μου, ψαχούλεψα το πορτοφόλι, ήταν στη μέσα τσέπη της τσάντας, επίσης τα εισιτήρια του μετρό, τα κλειδιά, άρα εν τάξει-όλα. Αυτά όλα.

Άρχισα να ρίχνω χαμόγελα ευγενείας και συγκατάβασης: Ο Aroux (La comedie deDante, Paris-1856), «ξέρετε...» είχε εμμονή με την εμμονή, του Δάντη, στο να καταμετρά λεπτομερώς τα βήματα και τις ώρες. Η αναμονή είχε φθάσει στα όρια, κι από πού να φύγεις; Το Καθαρτήριο είναι που πονά. Η Κόλαση, τι; Είναι Κόλαση. Και Παράδεισος. Το ίδιο, είναι ο Παράδεισος. Το Καθαρτήριο είναι που επιμένει στις βαθμίδες και τις κλίμακες. Περίμενα να έρθει η σειρά μου να προλάβω ν’ αγοράσω κι’ εγώ το παστό καπνιστό χοιρινό, με τις εμμονές μου, εμμονές άλλων. Τι περίεργη απομόνωση! Και θαρρείς μου ταίριαζε, μου ταιριάζει.

Κόντευα να πλησιάσω κι ένιωθα να παραδίνομαι στην τύχη που πράττει και δεν πράττει, μίκραινα και υποτασσόμουν σ’ έναν πόθο γεύσης χωρίς γεύση. Ένα βρόντηγμα με ξύπνησε από τις λογοκαταστάσεις του μυαλού μου κι ένας πίδακας, αίμα, ξεπετάχτηκε μπροστά μου∙ ο μπροστινός από μένα κύριος περιλούστηκε με αίμα, μια νέα γυναίκα πλάι μου λιποθύμησε κι όλοι οι άλλοι στεκόμασταν στη σειρά, περιμένοντας, να, μπροστά στα μάτια μας η κοπέλα που σέρβιρε τα χοιρινά, καθώς κρατούσε τον μπαλτά τον σήκωσε μηχανικά ως πίσω στο κεφάλι της, έστρωσε το αριστερό της χέρι απ’ τη μεριά της ωλένης στο ξύλο κοπής και τίναξε τον μπαλτά πάνω του με ορμή σπάνια και μανία. Έφυγα από τη σειρά μου.

Όλοι οι πελάτες μείνανε στη θέση της αναμονής, στην ουρά. Για πότε ήρθε το ασθενοφόρο να παραλάβει την κοπέλα, για πότε καθάρισαν τα αίματα, για πότε άρχισαν να σερβίρουν με άλλη υπάλληλο, και πάλι τα παστά καπνιστά εδέσματα για τα ωραία γεύματα του χιονισμένου εκείνου χειμώνα, δεν κατάλαβα αν κατάλαβε κάποιος ή ήθελε να καταλάβει. Για πότε ο κύριος που πιτσιλίστηκε με αίμα ξαναβρέθηκε στη θέση του με το ίδιο καλοραμμένο σακάκι πεντακάθαρο.

Δεν υπάρχει ίχνος ανυψωμένης ζωής, μουρμούρισε ένας περίεργος, λίγο λιγδιάρης γέρος, βγαίνοντας ανάποδα, από την πύλη εισόδου, του σούπερ μάρκετ ντελικατέσεν. Αλλά για να μπεις σ’ αυτή την πειθαρχία πρέπει παιδιόθεν/ να σε συνδέει η ευχαρίστηση με/ με/ Το ρολόγι μου έχει σταματήσει, έξω κάνει κρύο, φυσικά/ μερικές φορές δειλιάζεις, στις παρυφές/ μιας χιονισμένης πόλης, πάντα βρίσκεις έναν/ κρυψώνα,/ για να την ευλογήσεις από μακριά, νοερά. Στις νεκρο/πόλεις τρώνε απ’/ όλα// μέρες επανάστασης// φρίκη.

Nous sommes les acteurs temoin

d’ un nouvel idealisme

dans le theatre extremiste

Mecano

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...