Κυριακή, Ιουνίου 21, 2009

ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΞΕΧΩΡΙΣΑ


"ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΥ"

Του Ανδρέα Λασκαράτου [απόσπασμα]

[...] Όταν εφθάσαμε στο ερμοκκλήσι, ο παπάς εξεκαβαλλίκεψε και μ' άφησ' ελευθερόνε

στο προαύλιο, κι εκείνος εμπήκε στην εκκλησιά του. Εγύρισα όλο το προαύλιο, μα χόρτο εκεί μέσα δεν υπήρχε! Για καλή μου τύχη όμως οι καμπάνες ήτανε δεμένες με χλωρόβεργες αμπελίτικες, οπού εκρεμόντανε ίσια κάτου, κι εκείνο ήτανε ένα δώρο θείον για 'μέ.
Τες άρπαξα με τα δόντια μου και τες ετράβουνα με όλην τη λύσσα της πείνας. Αλλά
οι καμπάνες τραβούμενες με δύναμη εσημαίνανε σα βουρλισμένες. Έτσι, το κοντακιανό χωριό, ξαφνισμένο και αναστατωμένο, εσηκωθήκανε από τα κρεβάτια τους, και ετρέξανε να ιδούνε τι εστάθηκε (=τι συνέβαινε).
Όταν ήλθανε κ' ευρήκανε πως εγώ έκαμα όλην εκείνην την αναστάτωση, εντροπιασθήκανε, εθυμώσανε
, μ' επιάσανε με τα ξύλα τους και μ' εκάμανε κακοθάνατο. Δεν ξέρανε πως είμαι ο γάιδαρος του παπά, ακολούθως ιερός γάιδαρος, και κάπως μάλιστα ιερωμένο πρόσωπο εγώ, ως εκ εκ της κοινωνικής εκείνης θέσεώς μου. Εγώ όμως, ευθύς με τσι ξυλιές, το 'βαλα στα διπόδια κι επήρα το δρόμο της χώρας, τον μόνον που εγνώριζα.
Στο πρώτο σπίτι που απάντησα φθάνοντας στη χώρα, εύρηκα την πόρτα του κήπου τους ανοιχτή, και χωρίς κομπλιμέντα (=δισταγμό) εμπήκα μέσα. Ψυχή μου! τι κήπος ήτον εκείνος! Ο κήπος της Εδέμ! Ο επίγειος Παράδεισος! Εκεί μαρούλια, εκεί σέσκλα, εκεί πρικάδες (=πικρόχορτα), αντίδια, βλίτα, σαλάτες κάθε λογής, και νεράκι πηγαδίσιο άφθονο, μέσα σε μια σγούρνα. Εννοείται πως άρχισα ευθύς, επειδή μόνος κ' ελεύθερος. Σ' εκείνην την παραδεισιακήν αφθονίαν έκανα κ' εγώ καθώς ήθελ' επιθυμήσει ο παπάς του Δεμπονεράδωνε: άφηνα τόνα κ' έπιανα το άλλο. Όσο εποδοπάτουνε, εμένανε για το νοικοκύρη. Ήμουνα κοντά να χορτάσω όντις, μια κοπελούλα επρόβαλε στην πόρτα
κ' έβαλε τση φωνές: "Μάνα, μάνα, ένας γάιδαρος τρώει τα λάχανα!"
Σ' εκείνο το allarme επεταχτήκαν' όξου δύο άντρες, ένας νέος κ' ένας γεροντότερος. Μ' εβλαστημήσανε, εμέ κ' εκείνον που μ' είχε, κ' ετρέξανε να με βγάλουνε, μα ευθύς αλλάξανε γνώμη: "να τον κρατήσωμε, είπανε, ναν τον πουλήσωμε, για να πληρωθούμε τη ζημία που μας έκαμε."
Έτσι μ' ετραβήξανε από τ' αυτιά και μ' επήγανε σ' ένα μέρος οπίσω από το σπίτι τους και μ' εδέσανε εκεί, όσο ναύρουνε να με δώσουνε. Να πω την αλήθεια, μου εβάλανε κ' ένα καλό δεμάτι άχερα, τα οποία τα εύρηκα νοστιμότατα κ' ένα μεγάλο σίκλο (=κουβάς) νερό δροσάτο , που τα έπια όλο με μίας.
[...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: