«Κύριες και κύριοι, δε θα παύσω ποτέ , όσο ζω, να διακηρύσσω ότι ο κεφτές είναι ο βασιλεύς των delicatessen, όπως ο αητός είναι ο βασιλεύς των πετεινών του ουρανού. Ξέρετε πόσοι τρόποι παρασκευής κεφτέδων υπάρχουν;»
«Πού θες να ξέρουμε;» είπε η Ράνια. «…Βασίλη, εσύ είσαι ο ειδικός, εσύ θα μας πεις. Λοιπόν, εφτά, οχτώ;»
«Σε γελάσανε , καλή μου! Σας πληροφορώ ότι υπάρχουν πάνω από είκοσι, αν βάλεις τις παραλλαγές τους!»
« Δεν το πιστεύω!» , απόρησε μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Κώστας. Είδες μεταμορφώσεις το ταπεινό κρεατοσφαιρίδιο!»
« Ταπεινό είναι το στομάχι σου, αν εξακολουθείς να το ταΐζεις μόνο με τους παραδοσιακούς κεφτέδες της Ράνιας.»
«Γιατί , τι έχουν οι κεφτέδες μου;, είπε ενοχλημένη η Ράνια. Τα καμάρια μου είναι και πολύ άνω, να πούμε! Συνταγή πέντε αστέρων, προσφορά της μαμάς Βάσως εξ Απειράνθου Νάξου, προς την κορούλα της, με πολλή σοφία και αγάπη!»
« Δεν αμφιβάλλω καθόλου! Έχουμε γευτεί άπειρες φορές τα κεφτεδοποιήματά σου , και παίρνεις Άριστα με τόνο, αλλά , μωρέ παιδάκι μου , δε βαριέσαι να τρως όλο το ίδιο και το ίδιο;»
« Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Κάνω δίαιτα και αποφεύγω τα κρεατικά , ιδιαίτερα τα τηγανητά. Όσο για τον Κωνσταντίνο και τα παιδιά, σε πληροφορώ ότι δε διαπιστώνω καμία βαρεμάρα στα γούστα τους. Ίσα ίσα μου γανιάζουν το κεφάλι, αν περάσει βδομάδα χωρίς κεφτέ. Κι όταν τους τηγανίσω, να δεις τι μάχη γίνεται για το ποιος θα φάει περισσότερους…»
« Ναι, δε λέω, αλλά , δε σκέφτηκες ποτέ να τους φτιάξεις σε κάποια παραλλαγή τους;»
«Όχι, γιατί να το κάνω; Αφού δε μου το 'χουν ζητήσει. Μην ξεχνάς από πάνω ότι είμαι εργαζόμενη γυναίκα. Πού να βρω χρόνο; Δεν ξέρεις τι μαρτύριο είναι το καθημερινό μενού για μια εργαζόμενη.»
« Είμαι η Μαίρη η Παναγιωταρά…», έπιασε να τραγουδά η Κούλα και αμέσως όλο το τραπέζι την ακολούθησε με κέφι.
«Να ζήσεις Λουκιανέ με τα ωραία σου!» αναφωνήσαμε σηκώνοντας τα ποτήρια μας.»
« Να ζήσουμε όλοι , να χαιρόμαστε τα ωραία και τα νόστιμα !», ακούστηκε η φωνή του Τάκη από το βάθος .
« Εβίβα, εβίβα, άσπρο πάτο!»
Άδειασα το ποτήρι μου. Ένα ευφορικό συναίσθημα είχε αρχίσει να απλώνεται μέσα μου. Ο Λήμνιος οίνος και η ευχάριστη ατμόσφαιρα της παρέας ζέσταιναν τα σωθικά μου , όλα κυλούσαν κατά πώς πρέπει για ανθρώπους της τάξης και της ηλικίας μας. Σάββατο βράδυ, με τη παρέα στα «Πουλιά του Βαγγέλη», είναι σαν να λέμε Ψυχή μου στα Πατήσια!
« Και για να μην αφήνουμε τη συζήτησή μας μισοτελειωμένη, ακούστε μερικές κεφτεδοπαραλλαγές.», συνέχισε μετά την ανάπαυλα των προπόσεων ο Βασίλης.
«Κεφτεδόπουλε, ασχολήσου με τα βομβίδια του πινακίου σου και άσε μας να φάμε με την ησυχία μας την μπριζόλα μας!" , τον διέκοψε ο Λευτέρης καμακώνοντας με το πιρούνι μια μοσχαρίσια μπριζόλα σε σχήμα παντόφλας. "...Το στομάχι μου , από τη στιγμή που άρχισες να μιλάς , έχει μεταβληθεί από ορθόδοξο σε διαμαρτυρόμενο.»
« Προτάσεις κάνω , ρε Τριμαλχίωνα, προτάσεις καλού φαγητού, που πρώτος εσύ θα εκτιμήσεις. Λοιπόν , παιδιά, την επόμενη εβδομάδα σας προσκαλώ στο σπίτι για μια κεφτεδοκατάσταση.»
«Wunderbar, θα έρθουμε!», είπε ο γερμανομαθής Σπύρος, ο επονομαζόμενος Γκέτε, λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας στο ομώνυμο Ίδρυμα της Θεσσαλονίκης.
«Θα έρθετε με μία μόνο προϋπόθεση…»
«... Ότι θα ντυθείτε Μαμαλάκηδες και Βέφες!», χαχάνισε η Μαρία.
«… Ότι θα επιλέξει ο καθένας, εδώ όμως και τώρα, το είδος του κεφτέ που θα του παρασκευάσω, εξαιρουμένου φυσικά του κλασικού , ο οποίος θα απουσιάζει απ’ το τραπέζι. Καιρός είναι να τον εξορίσουμε απ’ τη ζωή των πενηντάρηδων. Διότι , όπως έχει υπολογίσει και ο διαιτολόγος μας ο Στάθης, που του αρέσουν οι στατιστικές, η κατανάλωση δέκα κεφτέδων την εβδομάδα , επί τριάντα έτη , ξέρετε σε τι αντιστοιχεί; Λέγε , ρε Στάθη!»
« Μετά χαράς!», απάντησε ο Στάθης αφήνοντας στο πιάτο του το τροφαντό μπουτάκι ενός από τα άτυχα πουλιά του Βαγγέλη.
« Θα σας αναφέρω , κυρίες και κύριοι, χοντρικά κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, που δείχνουν πόσο βλαβερό τελικά είναι για την υγεία το νόστιμο φαγητό , όταν βασίζεται αποκλειστικά στο κρέας. Αναλυτικά στοιχεία θα βρείτε στη στήλη Διατροφή και Υγεία στο Site του Βασίλη μας, Keftes.gr., που σας πληροφορώ ότι χαλάει κόσμο . Καιρός είναι να το επισκεφθείτε κι εσείς, ω αμετανόητοι εραστές της εποχής του λίθου! Επί του προκειμένου τώρα: Ως γνωστόν ένα κιλό μοσχαρίσιος κιμάς μάς δίνει σαράντα περίπου κεφτέδες, που είναι το στάνταρτ της κατανάλωσης μιας τετραμελούς οικογένειας. Αν τρώμε δέκα κεφτέδες στην καθισιά μας κάθε δέκα μέρες , πόσοι κεφτέδες μάς πέφτουν το μήνα , κυρα δασκάλα;»
«Προφανώς τριάντα!» εκτόξευσε η Κούλα μου. « ... Επειδή καταλαβαίνω πού το πας, οι τριάντα μηνιαίοι κεφτέδες, πολλαπλασιαζόμενοι επί δώδεκα , μας κάνουν τριακόσιους εξήντα το χρόνο.»
« Επομένως σε δέκα χρόνια θα έχουμε φάει ο καθένας μας τρεις χιλιάδες εξακόσιους κεφτέδες και σε τριάντα, δέκα χιλιάδες οκτακόσιους!», συμπέρανε ο Στάθης. Ερωτώ τώρα όλους σας , φίλοι μου αγαπημένοι, πόσος κιμάς αντιστοιχεί σ’ αυτόν τον αριθμό κεφτέδων;».
Βαλθήκαμε όλοι να υπολογίζουμε.
«Διακόσια εβδομήντα κιλά !», πετάχτηκε θριαμβευτικά ο Κορόπουλος, ο Μαθηματικός μας.
« Μπράβο σου, Αϊνστάνειον τέκνον μου , αφέονταί σοι όλες οι αμαρτίες, μολονότι έχεις φάει ένα βόδι σε κεφτέδες έως την τωρινή ζωή σου , μπαγασάκο μου!..»
«Τι έχω φάει; Δεν είναι δυνατόν!»
«Στάθη stop! Δε θέλουμε να ακούσουμε άλλο!», φώναξε ο Βαγγέλης.
« Χώρια τα ψωμιά, τα λάδια, τα αβγά και τα αλατοπίπερα…» , συνέχισε απτόητος ο Στάθης.
« Μην απογοητεύεστε , αγαπητοί μου, μην τα βάφετε μαύρα!», παρενέβη σαν ΟΗΕ ο Βασίλης. «...Μία είναι η λύση για τα τριγλυκερίδια και τη χοληστερίνη μας!»
«Ποια είναι αυτή;», φωνάξαμε όλοι με ένα στόμα.
« Οι φυτικές κεφτεδοπαραλλαγές! Είναι η μοναδική, η σωτήρια λύση για την υγεία μας και ο καλύτερος τρόπος ικανοποίησης του απαιτητικού στομάχου μας. Τέρμα πια το κρέας, ναι στους εκπροσώπους της φύσης! Τι λέτε, συμφωνείτε να δοκιμάσετε; Εγώ θα ρωτώ και η Μαρία θα γράφει την προτίμηση του καθενός. »
Έχοντας στο μυαλό βάρος ασήκωτο απ’ το βόδι που ‘χε φάει ο καθένας ως τώρα στη ζωή του , συμφωνήσαμε μετά βαΐων και κλάδων να γευτούμε τα κεφτεδοκαλούδια που θα μας ετοίμαζε ο Βασίλης ο επονομαζόμενος Κεφτεδόπουλος, λόγω της αθεράπευτης αδυναμίας που είχε προς αυτό το είδος φαγητού. Άλλοι διάλεξαν κεφτέδες με βάση το πράσο, άλλοι πατατοκεφτέδες , μερικοί αποφάσισαν να δοκιμάσουν κεφτέδες φτιαγμένους από όσπρια και πράσινες ελιές κι η Κούλα τους τραχανοκεφτέδες εξαιτίας της βλάχικης ρίζας της. «Το γάλα βλέπεις, νερό δε γίνεται! », εξήγησε με έμφαση.
Γυρίσαμε στο σπιτάκι μας πιασμένοι αλα μπρατσέτα, δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος στήριζε τον άλλο. Το μόνο που θυμάμαι είναι την Κούλα στο κρεβάτι να φωνάζει: « Σιγά, Μανολάκη μου , μη με πιέζεις , θα πάθουμε τίποτα απ’ το πολύ φαΐ, θα μας έρθει κανένας νταμπλάς!».
Δε μας ήρθε ευτυχώς ο νταμπλάς, αλλά κατά τις τέσσερις σηκώθηκα για να πιω καμιά σόδα, διότι οι ιτσλί κεφτέδες του Βαγγέλη αποδείχτηκαν αξεπέραστο εμπόδιο για το στομάχι μου, με το πρώτο όμως ρέψιμο μου έφυγε και ο ύπνος. Είναι γεγονός πως ήμουν αναστατωμένος από ένα όνειρο παράξενο, όπου μπαινόβγαιναν οι φίλοι και συνωμοτούσαν σαν ήρωες ενός βιβλίου , του οποίου εγώ ήμουν ο συγγραφέας.
Έβρασα το βαρύ γλυκό μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Η πόλη ροχάλιζε τον ύπνο του δικαίου κι εγώ έπιασα να φιλοσοφώ τα παιχνίδια που παίζει η μια στιγμή στην άλλη κι ανάμεσά τους ο άνθρωπος να σκαμπανεβάζει σαν καρυδότσουφλο στα κύματα του χρόνου. Αχ , οι φίλοι, οι φίλοι! Χαμογέλασα. Μου ήρθε στο μυαλό ένα δίστιχο που είχα βάλει κάποτε στο blog μου:
«Τα φιλαράκια τα καλά δύο φορές αδέρφια,
Σου διώχνουνε τα βάσανα , σου σβήνουνε τα ντέρτια!»
Ένα δροσερό αεράκι χάιδευε το αξύριστο πρόσωπό μου κι εγώ σκεφτόμουν πόσο τυχερός ήμουν που γνώρισα, έστω και τόσο αργά, το φίλο μου το Βασίλη τον Καλαϊτζίδη ή Κεφτεδόπουλο, για τους γνωρίζοντες τα μικρά του πάθη.Σου διώχνουνε τα βάσανα , σου σβήνουνε τα ντέρτια!»
Λοιπόν ο Βασιλάκης μου παρά λίγο να με στείλει πριν από τρία χρόνια στου Παπανικολάου, έτσι που με προσπέρασε αντικανονικά σ’ ένα σταυροδρόμι των Σαράντα Εκκλησιών. Άνοιξα το παράθυρο και του φώναξα μέσα στα νεύρα μου «Πρόσεχε, ρε κεφτέ!», εφαρμόζοντας για πρώτη φορά την παράκληση της Κούλας μου να μη βρίζω στο τιμόνι.
Ο δικός μου σταμάτησε προς στιγμή και με κοίταξε διαπεραστικά. Στα μάτια του χόρευαν τσάμικο μια η ειρωνεία και μια η αμηχανία, γι’ αυτό δεν έβγαλε κιχ, φαίνεται τον είχε καθηλώσει η πρωτότυπη για Έλληνα οδηγό βρισιά μου. Γκάζωσα το αμάξι μου και έφυγα προς την περιφερειακή.
Παρκάροντας το αμάξι μου στο Carrefour άκουσα μια φωνή πίσω μου:
« Κύριε, να σας κάνω μια ερώτηση; Ξέρετε το ανέκδοτο με τον κεφτέ;»
Γυρίζοντας το κεφάλι μου έμεινα στήλη άλατος. Αμέσως τον αναγνώρισα. Ο παρ’ ολίγον δολοφόνος μου! Ο άνθρωπος που τον είχα αποκαλέσει κεφτέ!
« Μην ανησυχείτε!», είπε καθησυχαστικά. «Δε σας ακολούθησα για να πάρω το αίμα μου πίσω. Η συνάντησή μας εδώ οφείλεται σε ένα από τα παιχνίδια που παίζει η τύχη. Έτυχε να ψωνίζουμε από το ίδιο μαγαζί.»
«Τι θέλετε από μένα ; Μήπως για να μου ζητήσετε συγγνώμη;»
« Με όλη μου την καρδιά, αν αυτό θα σας ικανοποιήσει. Θα ήταν όμως αχρείαστη αν σας έκανα κακό. Η αφηρημάδα , βλέπετε, φέρνει μεγάλο πόνο στη ζωή των ανθρώπων, που δεν εξαγοράζεται με μια συγγνώμη.»
Ηρέμησα. Ο τύπος δεν ήταν απ’ αυτούς που πουλάνε τσαμπουκαλίκι, φαινόταν ευγενικός και μορφωμένος.
«Κάτι με ρωτήσατε προηγουμένως...»
«Ναι.Σας ρώτησα αν γνωρίζετε το ανέκδοτο με τον κεφτέ.»
«Ποιο, αυτό με τους δύο οδηγούς; Και ποιος δεν το γνωρίζει;»
«Έσκασε στα γέλια.
«Και φταις και δε φταις και φταις και δε φταις!»
Χαμογέλασα.
« Προς τι όμως αυτή η παράξενη ερώτηση;»
« Για δύο απλούστατους λόγους. Ο πρώτος επειδή λατρεύω τους κεφτέδες και ο δεύτερος επειδή εγώ είμαι ο επινοητής του ανεκδότου!»
Ήταν η σειρά μου να σκάσω στα γέλια. Τέτοια ψωνάρα δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου. Α, θα είχαμε μεγάλη πλάκα μ’ αυτόν…
« Βλέπω ότι δεν με πιστεύετε, όχι βέβαια για την προτίμησή μου προς τους κεφτέδες , αλλά για το ανέκδοτο. Θα σας κάνω μια ερώτηση: Έχετε Internet;»
«Έχω!»
« Πολύ ωραία! Μπείτε στο site: www. keftes.gr κι εκεί θα σας λυθούν όλες οι απορίες.»
«keftes.gr, με δουλεύετε;»
Έβγαλε από τη τσέπη του μια κάρτα και μου την έτεινε:« Αρχιτέκτων Βασίλειος Καλαϊτζίδης!»
Πήρα την κάρτα και του 'δωσα τη δική μου:Μανόλης Βασιλειάδης, Δικηγόρος.
« Δικηγόρος , ε, φτηνά τη γλίτωσα! Ο καλός θεός φαίνεται ότι αγαπάει τους αρχιτέκτονες..»
« Αντιθέτως μισεί τους δικηγόρους, όχι όλους αλλά τους πιο πολλούς, με τις αναδουλειές που έχουν.»
«Μη νομίσετε ότι και για μας είναι καλύτερα τα πράματα. Τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά. Και πάλι χίλια συγγνώμη! Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία, έστω κι υπ’ αυτές τις συνθήκες. Μπείτε , παρακαλώ, στο site και πάρτε με στο τηλέφωνο να συνεχίσουμε την κουβέντα μας...».
Έτσι μπήκε στη ζωή μου ο Βασίλης , που αποδείχτηκε λίρα εκατό και ανανέωσε την πίστη μου στην αριστοτελική άποψη για τη φιλία , εκεί που πήγαινα να πιστέψω ότι η εποχή μας την είχε ρίξει στη χωματερή. Γιατί, άσε που δεν πιάνεις εύκολα φιλίες σε τέτοια ηλικία , είχα φάει ήδη στη μάπα τόσους και τόσους που παρίσταναν το φίλο, ενώ αποσκοπούσαν σε κάποια εκδούλευση, να βγάλουν δηλαδή κατιτί λουκουμάκια στο χαρτί από τη σχέση, έτσι για να μην τους λεν κορόιδα, αφού τη σήμερον ημέρα όλα στηρίζονται στο συμφέρον , άμα δεν έχεις κέρδος, χάνεις την ώρα σου, αφού time is money pou len ki oi amerikanoi.
«Πρώτη φορά σε βλέπω να μιλάς με ενθουσιασμό για κάποιον!», μου λέει η γυναίκα μου μια μέρα. «Χαίρομαι γιατί έχεις κι εσύ επιτέλους έναν άνθρωπο να πεις δυο κουβέντες της προκοπής, όλο για χάρες σε παίρνουν και δωρεάν συμβουλές, να έξοδα , να τραπεζώματα, Μανόλη Μανολάκη για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη, κατά πώς λέει ο ποιητής.».
Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ και ήταν σαν να κύλισε ο τέντζερης και να βρήκε το καπάκι του. Διαφορετικά μεν επαγγέλματα, παράλληλες όμως πορείες ζωής και κοινά ενδιαφέροντα. Αριστερός εγώ στα νιάτα μου , αριστερός κι αυτός στα δικά του, από κείνους τους σκληρούς , του εδώ και τώρα τα θέλω όλα. Με τα χρόνια, βέβαια, μπήκαμε λιγάκι στο πλύσιμο αλλά δεν καήκαμε στο σιδέρωμα. Αγάπη εγώ για τη λογοτεχνία και τους υπολογιστές, λατρεία αυτός, που έφτανε στα όρια του παροξυσμού, με βιβλιοθήκες ως το ταβάνι τίγκα σε Σεφέρηδες και Έζρα Πάουντ και με ένα καταπληκτικό blog στο Internet, αποδεικνύοντας ότι ήταν μερικά έτη φωτός πιο μπροστά από μένα στον τομέα αυτό.
Κeftes.gr, μάλιστα κύριε! Όπου ο Βασίλης μας έκανε τα όργιά του, τα έξυπνα ανέκδοτά του, τα φαρμακερά του σχόλια για τους επώνυμους και για τα άσχημα της ζωής, τις προτάσεις του για ωραίες αναψυχές, βιβλία, κινηματογράφους , εκδρομές και εδέσματα- ανάμεσά τους να δεσπόζει επί των ταπεινών υπηκόων του ο φοβερός και τρομερός κεφτές.
«Καλά…», τον ρωτώ μια μέρα, «…Πώς συμβιβάζεται εσύ , ένας αρχιτέκτων, να έχεις τέτοια γούστα και να μην είσαι δοσμένος μέχρι τα μπούνια στην κονόμα;»
« Μυστήριο , ρε Μανόλη, όλη αυτή η ιστορία με τα λεφτά. Είναι θέμα αγωγής, θέμα ιδεολογικό, θέμα βιοχημικό; Πες το όπως θες, αλλά εγώ δεν ξέρω τι να σου πω… Ποτέ δεν είχα καλή σχέση μαζί τους, αλλά να πούμε και τη μαύρη αλήθεια δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν τα είχα. Γιατί εγώ δεν κυνηγάω τη δουλειά, δεν παίρνω εργολαβίες, μερικά μόνο σπιτάκια κι αυτά στην εξοχή για κάποιους φευγάτους σαν και μένα. Εκεί βγάζω τα μεράκια μου, ξεχαρμανιάζω να πούμε. Μη νομίζεις τίποτα στιλ Μπαουχάους και Gaudi . Απλά πράματα , να δένουν με το περιβάλλον, όχι οι καρακιτσαρίες των νεόπλουτων. Ευτυχώς που δουλεύει κι η Μαρία , παιδιά δεν έχουμε, τα καταφέρνουμε οι δυο μας. Ίδια μυαλά , ίδια γούστα , ταιριάξαμε με τη συντρόφισσα , περνάμε μια χαρά . Δεν παραπονιέμαι . Την υγειά μας την έχουμε, τα απαραίτητα για τα προς ζην τα βγάζουμε , μας μένει κέρδος ο μπόλικος ελεύθερoς χρόνος, για ν’ ασχολιόμαστε με τις αγάπες μας, ή , επί το ρεαλιστικότερο, τις χαζομάρες ή τις μαλακίες, κατά τη γνώμη των πετυχημένων, τρομάρα τους!».
Πες μου το φίλο σου , να σου πω ποιος είσαι κι εγώ ήμουν περήφανος που είχα αποκτήσει ένα φίλο με ταινία ασφαλείας χωρίς να ιδρώσει το αυτάκι μου, πετώντας του μόνο έναν ταπεινό κεφτέ κατάμουτρα. Όποιος είπε ότι η ζωή είναι η πιο μεγάλη πλακατζού είναι σοφός ο άνθρωπος και πρέπει να του κάνουνε μνημείο. Εκτοξεύεις , καλή ώρα, μια βρισιά σε κάποιον και , αντί να σου δώσει μια γροθιά στο πρόσωπο και να βρεθείτε στα δικαστήρια, σου προσφέρει τη … φιλία του. Και τι φιλία! Απ’ αυτές τις καλές , τις original, που δε ξεβάφουν στο πλύσιμο.
« Και δε μου λες , βρε Βασιλάκη,…» του λέω μια άλλη μέρα , όπως καθόμασταν και τρώγαμε κεφτέδες αβγολέμονο στης Κυρά Καλής , στου Χαριλάου, «…πώς σου ήρθε να βαφτίσεις το Site σου μ’ αυτό το όνομα, δεν έβρισκες ένα πιο…σοφιστικέ όνομα;».
Αντί να γελάσει, όπως θα ήταν φυσικό, φαίνεται πως πήρε στα σοβαρά την ερώτησή μου. Σταμάτησε να τρώει και έσκυψε προς το μέρος μου:
« Μανόλη, ο κεφτές έχει σφραγίσει τη ζωή μου σε τέτοιο βαθμό, που υποψιάζομαι, εγώ ένας ρασιοναλιστής, πως δεν είναι τυχαίος…», μίλησε με σβησμένη φωνή, σαν ένας κόμπος να την εμπόδιζε στο βάθος του λαρυγγιού του. Ανατρίχιασα.
« Τη μέρα που γεννήθηκα, η μάνα μου είχε φάει κεφτέδες, τη μέρα που έμαθα πως πέρασα στο Πανεπιστήμιο, είχα κι εγώ φάει κεφτέδες, την πρώτη μου κοπέλα την έριξα στην ταβέρνα Τα κεφτεδάκια στην Τούμπα, ενώ τη Μαρία τη γνώρισα στα αθηναϊκά Κεφτεδάκια , στο Παγκράτι.»
« Είναι απίθανα όσα λες , αλλά δεν ξεφεύγουν από την κατηγορία των συμπτώσεων.»
« Επειδή είσαι άπιστος Θωμάς, θα σου πω και το εξής: Θυμάσαι την πολυκατοικία που έπεσε στη Ιπποδρομίου, το 78 , με το σεισμό;»
« Και ποιος δε τη θυμάται!»
«Εκείνη την εποχή έμενα στην πολυκατοικία αυτή. Την ώρα όμως του σεισμού δεν ήμουν μέσα .»
«Ευτυχώς ! Και πού ήσουν;»
«Έτρωγα κεφτεδάκια στου Ρογκότη!»
«Απίστευτο!»
«Κι όμως αληθινό! Θέλεις να σου αναφέρω κι άλλα κεφτεδοσυμβάντα;»
« Όχι, μ’ έπεισες! Τώρα που το καλοσκέφτομαι, νομίζω ότι το τζίνι του κεφτέ σου έκανε το θαύμα του και με μας. Αν δε σου είχα ρίξει εκείνη τη βρισιά, δε θα τα πίναμε τώρα…»
«Ποια βρισιά, λεβέντη μου, ποια βρισιά! Ευλογία είναι η λέξη αυτή για κάθε στόμα, ευλογία!..»
«Keftes.gr και πάσης Ελλάδος! Άντε στην υγειά μας!».Είχε αρχίσει να ξημερώνει . Τέλειωσα το καφεδάκι μου, το στομάχι μου είχε ηρεμήσει πια, τράβηξα για το κρεβάτι. Λίγες ωρίτσες παραπάνω ύπνος ποτέ δεν κάνουνε κακό κι εγώ φροντίζω με τ’ αζημίωτο τον εαυτό μου, ποτέ δε βγήκα χαμένος απ’ τη συνήθεια αυτή κι ας φωνάζει η Κούλα προς τι τόση πρεμούρα για τις ξάπλες και τις σιέστες σου , αφού σε λίγα χρόνια θα κοιμόμαστε τον ύπνο τον αιώνιο;
Ένιωσα ένα χέρι να μου τραντάζει τον ώμο τη στιγμή που ένα νέο δυσφορικό όνειρο αναστάτωνε το κοιμώμενο σύμπαν μου. Ήμουνα, λέει, αρχαίος Αθηναίος και είχα φτάσει νύχτα στα τείχη .Φώναζα να ν' ανοίξουν τις πύλες. Από ψηλά άκουγα τις φωνές των φρουρών: Χάρισέ μας τη ζωή και θα σου ανοίξουμε ! Φώναζαν και τσίριζαν,οι αναιδέστατοι , και με φώναζαν...kefte.gr! Κι εγώ διαμαρτυρόμουν: Ανοίξτε μου ! Δε με λένε kefte.gr, δε με λένε kefte. gr! Εγώ είμαι ο gerontakos.blogspot.com, όχι , όχι αυτό είναι τo blog του φίλου μου του Sting, το δικό μου είναι...είναι...μα ποιο είναι το δικό μου; Έκλαιγα που δε θυμόμουν το δικό μου blog και ένιωθα μια ντροπή, μα τι ντροπή!».
Πετάχτηκα απ' το κρεβάτι, με την καρδιά μου να χοροπηδά στο στομάχι.
«Τι συμβαίνει, ρε Κούλα; Θα μου έρθει κανένας κόλπος!»
Έκλαιγε σα μικρό παιδί.
« Τηλεφώνησε η Μαρία. Ο Βασίλης! Ο Βασίλης!»
Η καρδιά τώρα το μετάνιωσε και άλλαξε δρόμο με κατεύθυνση το στόμα.
«Τι ο Βασίλης; Τι έγινε με το Βασίλη;»
«Έπαθε αναρρόφηση στον ύπνο του. Τον έχουν στην εντατική , στο Ιπποκράτειο. Είναι σε κώμα, τη βγάζει και δεν τη βγάζει τη μέρα…»
«Όχι, ρε γαμώ το, όχι, ρε γαμώ το! Το όνειρο Κούλα μου, το όνειρο βγήκε αληθινό!
"Ποιο όνειρο, Μανόλη μου;"
"Το keftes.gr! Τι με κοιτάς έτσι! Ντύσου να φύγουμε , μήπως τον προλάβουμε.".
1 σχόλιο:
Υπέροχο, φίλε μου.
Συγχαρητήρια!!
Δημοσίευση σχολίου