Ήρθε ο νταμαρόλοφος και έπηξε στις πολυκατοικίες και πώς να κυκλοφορήσεις στα κωλόστενα, με τα τετράτροχα φέρετρα στη θέση των κάδων των σκουπιδιών και με τους κάδους πεταμένους καταμεσής στην άσφαλτο να ρεύονται ξινίλες. Κάποτε άρχισαν και οι καυγάδες του τύπου πάρε τον κάδο σου από δω, ο κάδος σου κι ο κάδος μου , κλείστε τον κάδο και μην πετάτε πολυθρόνες μέσα. Κι αρχίσανε οι ευγενείς εκφράσεις να εκτοξεύονται εκατέρωθεν των κάδων , οι μάχες εκ του συστάδην αλλεπάλληλες, με πρώτα θύματα τις σχέσεις μας και τα κοψίματα της καλημέρας.
Κάναμε μια μέρα κι εμείς την επανάστασή μας και , βρε ουστ, μετακινήσαμε τον κάδο μας λιγάκι παραπέρα. Ησύχασε η πιλοτή από τη βρόμα, κοιμόμασταν επιτέλους με τα πορτοπαράθυρα ανοιχτά τα βράδια, έμπαινε λίγη δροσούλα απ’ το ψωραλέο δασάκι απέναντι , έτσι που είχανε σφίξει οι ζέστες κι ο καύσων δεν αστειευόταν. Ο θάνατός σου η ζωή μου υπέρτατη αρχή ανάμεσα στο ρωμαίικο, όπερ σημαίνει στα αραμαϊκά εμείς να περνάμε καλά κι άλλοι να πάνε να... γαργαληθούνε.
Ουδέν όμως καλόν αμιγές κακού, που θα έλεγαν ασφαλώς κι οι πρόγονοί μας. Ήγουν σε κάθε επανάσταση αντιστοιχεί και μία αντεπανάσταση, που είναι βαφτισμένη επανάσταση.
Και πλάκωσαν μια νύχτα με φεγγάρι τα στρατεύματα της Αθανασίου Διάκου 10 και έζωσαν το οχυρό της Αθανασίου Διάκου 8, τουτέστιν την πολυκατοικία μας . Εν πλήρη εξαρτήσει οι φενταγίν: με τα φανελάκια τους, τα σορτσάκια τους και τις σαγιονάρες τους. Πίσω τους αλάλαζαν οι εφεδρείες των γυναικόπαιδων και των λοιπών στενών συγγενών .
« Σας επιστρέφουμε τον κάδο σας!»
«Σας ευχαριστούμε πολύ , αλλά δε θα τον πάρουμε!»
« Αυτό δε γίνεται! Ο κάδος θα μείνει στη θέση του!»
«Ποια θέση του , μωρέ; Πού ακούστηκε να γίνεται με το ζόρι σκουπιδότοπος η πιλοτή μας;»
«Εκεί τον βρήκαμε , εκεί θα τον αφήσουμε!»
« Για να πετάτε τα σκουπίδια σας σε μας; Δε σφάξανε!»
« Και πού να τα πετάμε;»
«Την κολοκυθιά θα παίξουμε; Υπάρχει κάδος παραπέρα…»
«Δε θα μας πείτε εσείς πού θα πετάμε τα σκουπίδια μας!»
«Πάντως εμείς κάναμε γενική συνέλευση και από δω και μπρος ο κάδος μεταφέρεται ομόφωνα έξω από την πιλοτή μας.»
«Να δούμε πού θα τον πάτε…», πετάχτηκε μια αδύνατη μαυροφορεμένη σαν κοράκι , που έμενε στον πρώτο όροφο των αντιπάλων. «...Αν τον ξαναφέρετε κάτω από το διαμέρισμά μου , θα γίνει το έλα να δεις!»
« Αντί να μας ευχαριστείτε που τόσα χρόνια τρώγαμε τη μπόχα απ' τα σαρδελοκέφαλα και τα μ....πανά σας , μας απειλείτε από πάνω!» απάντησε η κυρά Κατίνα του δικού μας πρώτου ορόφου.
« Γιατί , εσύ είσαι καλύτερη που μας ταράζεις στα ντάπα ντούπα με τα χαλιά σου εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο;»
«Άκουσε να σου πω , κυρά μου, για μάζεψε τη γλώσσα σου , να μη στην κόψω.»
Η συζήτηση άρχιζε να παίρνει διαστάσεις μεσανατολικού ζητήματος. Επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι.
« Αγαπητοί γείτονες, παρακαλώ να κινούμεθα εντός των ορίων της ευπρέπειας, ειδάλλως δεν κάνουμε τίποτε...», ξεχώρισε ο Λεμονίδης με ύφος ειρήνη υμίν , αδέλφια μου. «… Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, οι γείτονες της διπλανής πολυκατοικίας αντιμετωπίζουν ένα οξύ πρόβλημα με τα σκουπίδια τους.»
« Μπράβο , καλά τα λες!» απαντήσανε εν χορώ οι γείτονες της διπλανής πολυκατοικίας του κυρίου Λεμονίδη, δηλαδή εμείς.
« Και βέβαια τα λέω καλά , στραβός είμαι να μη βλέπω τα σκουπίδια σας;»
« Όχι μόνο τα δικά μας , κυρ δικηγόρε, αλλά και τα δικά σας…» τον κάρφωσε ο Μπάμπης του δευτέρου ορόφου μας.
« Σωστά, σωστά , κύριε Μελετόπουλε, και τα δικά μας !», συνέχισε ατάραχος ο δικηγόρος. «...Όμως πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα, πριν καταλήξουμε σε μια συμφωνία.»Μπάμπης Μελετόπουλος
« Ποια είναι αυτά;»« Πρώτον, ότι εμείς το βρήκαμε τον κάδο στην πιλοτή σας , άρα εσεις τον θέλατε εκεί, και δεύτερο , πέστε μου πού να τον βάλουμε, αν τον βγάλουμε από την πιλοτή σας; Όχι βέβαια σε τούτο το δρομάκι που δυο αυτοκίνητα δε χωράνε να περάσουν.»
« Όχι, βέβαια, στο δρομάκι, όχι στο δρομάκι!» πολυφώνησαν ομαδικώς σαν παπαγάλοι οι μαφιόζοι της διπλανής πολυκατοικίας.
Αποφάσισα να παρέμβω, πριν καταφέρει να τουμπάρει τα αγαθά ανθρωπάκια της δικής μας επικράτειας ο παμπόνηρος δικηγόρος. « Κύριε συνάδελφε, ως προς το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογία σας, πρέπει να πω το πιο απλό πράμα του κόσμου, ότι δηλαδή δε θέλουμε πια τον κάδο στην πιλοτή μας. Το γιατί, αφορά αποκλειστικά εμάς και κανέναν άλλο. Είχαμε αυτό το δικαίωμα από την αρχή, αλλά δεν το ασκήσαμε, όμως τώρα που δεν τον θέλουμε κάνουμε χρήση αυτού του δικαιώματος. Σχετικά με …»
« Ας έρθει να μείνει ο δικηγόρος στο διαμέρισμά μου το καλοκαίρι και θα καταλάβει. Ούτε μια ώρα δε θα ανεχότανε τη μπόχα…», με έκοψε η κυρα Κατίνα.
« Γιατί δεν κλείνεις τα παράθυρα, αφού έχεις ερκοντίσιον;» ακούστηκε μια φωνή από το τσούρμο των αντιπάλων.
«Μωρέ, πολύ έξυπνη είσαι του λόγου σου! Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω στο σπίτι μου.»
« Έλα , κυρία Κατίνα, ηρέμησε!», είπα ενοχλημένος που με είχε διακόψει. Ξαναγύρισα στο Λεμονίδη: «Ως προς το δεύτερο επιχείρημά σας , νομίζω ότι και αυτό δεν ευσταθεί. Το ότι υπάρχει πρόβλημα κάδων οφείλεται στα αυτοκίνητά σας. Δεν έχετε πού να τα βάλετε, γι’ αυτό βγάζετε τους κάδους και τα παρκάρετε στη θέση τους.»
« Τα λέτε αυτά γιατί έχετε την πιλοτή!» ύψωσε τη φωνή ο ψαρέμπορος της διπλανής.
« Ας προνοούσατε , τότε που χτίσατε την πολυκατοικία, να κάνετε και εσείς θέσεις για πάρκινγκ.», τον καμάκωσε ο Στράτος ο οδηγός του τρίτου μας. «... Όμως εσείς ήσασταν ταμαχιάρηδες!..»
« Εμένα λες ταμαχιάρη; Εγώ χρυσάφι έδωσα για το διαμέρισμά μου, που να μην έσωνα να το πάρω!»
« Δε λέω για σένα, άνθρωπέ μου, αλλά για τον οικοπεδούχο, το μακαρίτη τον κυρ Στέλιο και αυτόν το λύκο, τον εργολάβο, που έκανε τσιμέντο όλη την περιοχή. Μέχρι και το κοτέτσι της γιαγιάς του , μες στο δάσος , το έκανε πολυκατοικία. Θα έκανε πιλοτή ο Αθανασιάδης, αν ήταν να βγάλει κανα διαμέρισμα παραπάνω;»
« Κύριοι, κύριοι, λίγη ηρεμία!», παρενέβη πάλι ο ειρήνη υμίν. «...Με αυτά και με τούτα δεν καταλήγουμε πουθενά. Προτείνω να παραμείνει η κατάσταση ως είχε μέχρι πρότινος και συν το χρόνω να βρούμε μια λύση που να ικανοποιεί και τις δυο πλευρές. Ξαναβάζουμε λοιπόν τον κάδο στη θέση του και με τον καιρό τα βρίσκουμε. Όσον αφορά τις απόψεις σας , κύριε Βασιλειάδη, έχω να πω το εξής: lex non scripta!»
« Τι είναι αυτά που μας τσαμπουνάτε, κυρ δικηγόρε;» ακούστηκε η αγανακτισμένη φωνή του Μπάμπη.
Ένα περιφρονητικό χαμόγελο υποχρέωσε τα στενά χείλη του Λεμονίδη να αποκαλύψουν τα κατακίτρινα δόντια του.
« Κάνω πως δεν άκουσα το ρήμα τσαμπουνάτε , που ξεστομίσατε κύριε ΜΠΑ- ΜΠΗ, γιατί δεν είμαστε ίσα κι όμοια. Δεν τσα-μπου-νώ, αλλά ο-μι-λώ μετ' επιχειρημάτων. Ομιλώ σε συνάδελφο , κύριε, σε έναν άνθρωπο μορφωμένο! Αυτός είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία του εθιμικού δικαίου, του άγραφου νόμου. Άπαξ και δεχθήκατε τον κάδο στην πιλοτή σας, θα τον υποστείτε με όλες τις συνέπειές του.»
« Πές τα, χρυσόστομε!» ανεβόησαν οι της Αθανασίου Διάκου 10.
«Μας εκβιάζετε! Έτσι εννοείτε την αμοιβαία αποδεκτή λύση, που προτείνατε προηγουμένως;», μπήκε στη μέση η γυναίκα μου.
« Δεν είναι εκβιασμός αλλά η πραγματικότης, κυρία μου, η απτή πραγματικότης! Και να σας πω κάτι άλλο; Εσείς , ιδιοτελώς φερόμενοι, ιδιοποιηθήκατε τον κοινόχρηστο κάδο, τον βάλατε στην πιλοτή σας. Σφετεριστήκατε ένα δημόσιο αγαθό. Κανονικά θα έπρεπε να σας κάνουμε καταγγελία στο Δήμο για αντιποίηση αρχής, αλλά είμεθα μεγαλόψυχοι. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να ρίχνουμε τα σκουπιδάκια μας σ’ αυτόν κι αν μας ξαναενοχλήσετε , θα…»
Η τελευταία φράση του πνίγηκε μέσα σε ένα χείμαρρο επιδοκιμασιών από τους 10 και αποδοκιμασιών από τους 8.
«Δικηγόρος είσαι εσύ;», άστραψε ανάμεσά τους η φωνή του Μπάμπη.
Σαν κόμπρα στράφηκε προς το μέρος του ο Λεμονίδης. «Ποιος το είπε αυτό;» ρώτησε βρυχώμενος.
« Εγώ, ο Μελετόπουλος. Μας μπαλαμούτιασες, ρε, στην αρχή και μετά μας την φέρνεις από πίσω…»
Το πρόσωπο του δικηγόρου άστραψε από ένα φως αγαλλίασης, λες και άκουγε να τον ζητωκραυγάζουν στον ιππόδρομο.
« Τον ακούσατε όλοι , αγαπητοί γείτονες;»
«Τον ακούσαμε , τον ακούσαμε!», κακάρισε το εχθρικό τσούρμο.
« Μας έβρισε! Με είπε ρε! Χρησιμοποίησε τις ανεπίτρεπτες εκφράσεις μας μπαλαμούτιασες και μας την έφερες από πίσω. Θα σας κάνουμε μήνυση, θα απαιτήσουμε αποζημίωση!»
Κατάλαβα πού το πήγαινε η Λεμονίδειος αλεπού.
"Κύριε συνάδελφε, σας παρακαλώ μην εξάπτεστε! Ο άνθρωπος εξέφρασε την αγανάκτησή του για την αδικία που υφίσταται. Δυο τρεις λεξούλες φορτισμένες δε συνιστούν και τη συντέλεια του κόσμου…»
«Εσείς να κάνετε τη δουλειά σας! Και να αφήσετε τα κύριε συνάδελφε κατά μέρος. Εδώ υβρίζεται ένας περιώνυμος δικηγόρος, ευυπόληπτα επίσης μέλη της κοινωνίας και εσάς δεν ιδρώνει ούτε το αυτάκι σας…»
«Τι να πώ; Κρίμα!»
«Κρίμα; Τι εννοείτε με την υπόπτου χροιάς αυτή λέξη; Κρίμα για ποιον και γιατί; Μας υβρίζετε και σεις!»
«Εγώ; Ελάτε στα συγκαλά σας!»
« Ορίστε , ορίστε, μας υβρίζει για δεύτερη φορά . Μας είπε ελάτε στα σύγκαλά σας, άρα μας λέει τρελούς ! Τον ακούσατε όλοι;»
« Τον ακούσαμε , τον ακούσαμε! Να του κάνουμε μήνυση , κύριε Λεμονίδη!», ανέκραξε το κοπάδι του.
«Βεβαίως και θα του κάνουμε μήνυση! Και μάλιστα θα ζητήσω να του αφαιρεθεί η άδεια για αντισυναδελφική συμπεριφορά…»
«Ρε αρχίδι του κερατά, ζητάς από πάνω και τα ρέστα;», μούγκρισε ως ταύρος μαινόμενος ο Μπάμπης. «...Θα σου δείξω εγώ!»
Κάνοντας μια με τις χερούκλες του διεχώρισε τα ερίφια από τα πρόβατα και πιάνοντας τον πελώριο κάδο, που στέναζε από τις βρομοσακούλες, άρχισε να τον σέρνει σαν να ήταν παιδικό καροτσάκι. Βγήκε από την πιλοτή και πήρε την ανηφόρα. Πίσω του τρέχαμε κι εμείς, εχθροί και φίλοι, το πλήθος των ανήσυχων και η αρμαθιά που έσπαγε πλάκα. Εκατό μέτρα παραπέρα σταμάτησε. Ήταν η κορυφή , εκεί όπου στρίβει ο δρόμος κι αμέσως παίρνει την κατηφόρα για την βορεινή πλευρά του λόφου.
Είχε φτάσει η κρίσιμη στιγμή. Τι θα έκανε , άραγε, ο Μπαμπούτσος της κυρίας Αναστασίας; Θα άφηνε εκεί τον κάδο και μετά θα στρεφότανε να αντιμετωπίσει, μόνος αυτός, τα λυσσασμένα κύματα των μοχθηρών αντιπάλων μας; Ασφαλώς τότε έπρεπε να τον βοηθήσουμε. Θα προτάσσαμε τα στήθη μας και δε θα τον αφήναμε μονάχο και αβοήθητο στο λάκκο με τα λιοντάρια. Αλλιώς θα τον κατασπάραζαν και το καλύτερο κοψίδι θα το έπαιρνε ο Λεμονίδης.
Γύρισε και μας κοίταξε. Στο βλέμμα του φάνηκαν να περνούν οι σκιές των σουλιωτισσών προγόνων του , οι Τζαβέλαινες και οι Κίτσαινες τότε ποτ χόρευαν το χορό του Ζαλόγγου, για να μην πέσουν στα χέρια των Αρβανιτάδων. Ύστερα με το ένα χέρι έσπρωξε τον κάδο σαν παιχνιδάκι στην κατηφόρα . Το κατάφορτο κήτος άρχισε στην αρχή να τσουλάει ταλαντευόμενο, μια από δω, μια από κει, ύστερα πήρε να αναπτύσσει ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πρώτα χάρισε τη ζωή σε ένα γλυκούλικο Σουτζουκάκι, ύστερα έγδαρε το αριστερό πλευρό μιας κόκκινης Ρωμαίας και έφαγε τον καθρέφτη ενός βλοσυρού Γαλάτη λέοντα , μετά τσάκισε ένα STOP στην πρώτη διασταύρωση, τέλος έπεσε με πάταγο πάνω σε μια Χάρλεϊ και την έκανε χαλκομανία στον τοίχο του υδραγωγείου.
Όλα αυτά τα θαυμαστά έγιναν απ' το ένα χέρι του Μπάμπη μας. Με τ’ άλλο έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του απ’ την τσέπη. Άναψε το Rothmans του εν μέσω νεκρικής σιγής, τράβηξε μερικές ρουφηξιές και πήρε το δρόμο της επιστροφής βαδίζοντας καμαρωτά σαν τσολιάς της προεδρικής φρουράς. Περνώντας μπροστά από το Λεμονίδη κοντοστάθηκε. Κοίταξε περιφρονητικά το λιπόσαρκο κορμί του και αναφώνησε: «Να βράσω τα κιτάπια σου, χασοδίκη!».
Μας πήρε το ποτάμι , μας πήρε ο ποταμός!.. Όλους της πολυκατοικίας, τον Μπάμπη, εμένα , την Κούλα, τέσσερις ορόφους συναπτούς. Ο Λεμονίδης μάς τάραξε στις μηνύσεις. Πού σε πονάει και πού σε σφάζει! Για έργω εξύβριση, για μείωση επαγγελματικής ιδιότητας , για άσκηση προφορικής βίας, για, για … Βέβαια, κι εμείς κάναμε τις μηνύσεις μας, αλλά είναι σίγουερο πως δε θα κάνουμε τίποτε. Ο τύπος είναι διαόλου κάλτσα. Κώλος και βρακί με όλους τους δικαστές , ξέρει και παίρνει το αποτέλεσμα που θέλει.
Τις προάλλες πέρασε ένας συνάδελφος απ’ το γραφείο μου, για ν’ αφήσει κάτι δικόγραφα. Μετά πήγαμε να πιούμε ένα ουζάκι στην Αρετσού. Καλό παιδί , γνωριζόμασταν απ’ τα φοιτητικά μας χρόνια. Πάνω λοιπόν που είχαν χαλαρώσει οι γλώσσες μας και αρχίσαμε τα προσωπικά, ο Πέτρος γυρνάει και μου λέει:
«Ρε συ Μανόλη, είναι άδικο να κάνει και τέταρτο σπίτι ο Χλεμπονίδης από σένα!» «Τι εννοείς;», του λέω σουφρώνοντας τα χείλη.
«Καλά δεν ξέρεις τίποτα για το σύστημα Λεμονίδη;»
«Όχι, τι να ξέρω;»
«Πιάνει και στήνει καυγάδες με αφελείς, τους στριμώχνει και μετά τους τα παίρνει χοντρά είτε με συμβιβασμό είτε με δικαστικές αποφάσεις, όπου πάντοτε βρίσκεται από πάνω. Μ’ αυτό το κόλπο έχει αποκτήσει τρία εξοχικά, ένα στη Χαλκιδική , ένα στην Ασπροβάλτα κι ένα στον Πλαταμώνα. Προς αποκατάστασιν του τρωθέντος επαγγελματικού μου κύρους, όπως διατείνεται . Τώρα, απ’ ό,τι φαίνεται, κυνηγάει εξοχικό γάλακτος του βουνού.»
«Τι λες, ωρέ Πέτρε! Πού να το φανταστώ ότι όλα ήταν στημένα;»
« Αυτό που σου λέω! Και ξέρεις τι μ’ ενοχλεί περισσότερο, φίλε;»
«Τι;»
« Το 1966 ο Λεμονίδης ως πρωτοπαλίκαρο του Ιωαννίδη μάς τσάκιζε τα παΐδια έξω από το Χημείο, στη Χούντα μάς κάρφωνε στο Μήτσου της Ασφάλειας, στη μεταπολίτευση επολιτεύθη με το αζημίωτο με τη Ν.Δ. και τώρα έχει προσχωρήσει στον Καρατζαφέρη.»
«Τυπική περίπτωση ακροδεξιού. Επιστρέφει στη φυσική του κοίτη…»
« Δε διαφωνώ , αλλά και να μας τα παίρνει από πάνω, ο φασίστας, ε αυτό πάει πολύ!».
Γυρνώντας στο σπίτι διηγήθηκα στη γυναίκα μου την ιστορία του Πέτρου για το σύστημα Λεμονίδη.
« Ένας λόγος παραπάνω, μου λέει η γυναίκα μου, για να τσακιστούμε να φύγουμε από δω. Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα! Τι έγινε με το μεσίτη;»
« Ο μεσίτης δεν έχει πρόβλημα. Σπίτια υπάρχουν όσα θες, Κούλα μου, λεφτά δεν υπάρχουν! Κι η τράπεζα θα μας ρουφήξει το αίμα με τα ληστοδάνειά της.»
« Μην απελπίζεσαι! Τώρα που έκοψες το βερεσέ , θα στρώσουνε τα πράματα.»
« Κόψαμε το βερεσέ, Κούλα μου, αλλά χάσαμε τους πελάτες!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου