«Ασ’ τον , ρε Κούλα, να περάσει!»
« Και πού να πάει, ο ηλίθιος; Δε βλέπει που είναι πήχτρα ο δρόμος;»
« Ας πάει όπου θέλει! Προκειμένου να σπάσει τα δικά μας νεύρα…»
« Όχι, Μανόλη μου, δε θα του κάνω τη χάρη! Γιατί είναι ανάγωγος. Έχει κολλήσει από πίσω μας, αναβοσβήνει τα φώτα και χειρονομεί. Ας πάει να σκάσει…».
Πηγαίναμε με πενήντα. Πρώτη- δευτέρα- φρένο. Και μετά πάλι τα ίδια. Καβατζάροντας την Καρδία μάς κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μας ένα τεράστιο μεταλλικό φίδι με άπειρα λαστιχένια πόδια αργοσερνόταν πάνω στην πυρωμένη άσφαλτο.
«Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω. Έτσι όπως πάμε ούτε σε πέντε ώρες δε φτάνουμε.»
« Λίγη υπομονή, αγάπη μου! Στην Καλλικράτεια θα καλυτερέψουν τα πράματα. Εξάλλου δε γίνεται να στήσουμε τους Ρομποτάδες. Σηκώθηκαν από τα άγρια μεσάνυχτα για να πάνε. Αν κάναμε το ίδιο κι εμείς, δε θα ταλαιπωρούμασταν τώρα. »
« Ρε Κούλα, αν είναι να μείνω άγρυπνος για ένα μπάνιο μισής ώρας, καλύτερα να την περάσω στο σπιτάκι μου, με την εφημερίδα μου και την παγωμένη φραπεδιά μου...»
« Πάλι τα μικροαστικά σου σε έπιασαν!»
«Κούλα, μη μου τη σπας με τα υπεράνω σου! Μιλάς εσύ, που για να πας το βράδυ στο κρεβάτι καταλαμβάνεις την τουαλέτα επί ένα εξάμηνο…»
«Καλά , καλά μη νευριάζεις. Χαλάρωσε. Δε θα τσακωθούμε τώρα για μια κουβέντα…»
«Να μη τσακωθούμε , βέβαια, αλλά μη μου την μπαίνεις έτσι στη φόρα.».
Ο πισινός μας τώρα είχε γίνει διπλανός . Θηριώδης τύπος. Δασύτριχος μεσήλιξ. Προγούλι σαν κουλούρα γαρνιρισμένη με χρυσή λαιμαριά. Είχε κατεβάσει το παράθυρό της BMW του και κάτι μου έλεγε χειρονομώντας. Κατέβασα κι εγώ το παράθυρο του Hundai μου.
«Πες στη χαμούρα που έχεις δίπλα σου να οδηγεί καλύτερα.»
« Γιατί βρίζεις, ρε ζώο; Ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα;»
« Ο π....ος μου, ρε καριόλη! Κι αν είσαι άντρας, κάνε στο πλάι για να δεις πώς γ....νε τα ζώα.»
Δίπλα του η απαραιτητη ξανθιά χασκογελούσε πίσω από κάτι γυαλιά ηλίου σε σχήμα ανοιχτής βεντάλιας.
«Μανόλη, κλείσε το παράθυρο! Ο άνθρωπος είναι βαρεμένος.».
Έκλεισα το παράθυρο και αφήσαμε το λαιμαριά να χειρονομεί και να βρίζει , ώσπου βαρέθηκε, έκανε μια και μπήκε μπροστά μας, ύστερα άλλη μια και να 'σου τον παραμπροστά μας, στο τέλος το χάσαμε το ζώο.
Μια ώρα κάναμε για να φτάσουμε στα έργα της Τρίγλιας, ύστερα οι τροχαίοι μας έσπρωξαν προς Καλλικράτεια, μέσα από ανθυποδρομίδια μυριάδων αυθαιρέτων, τέλος μας ξανάβγαλαν στον κεντρικό για τα Μουδανιά και μπήκαμε πάλι στα ίσια μας. Όμως μετά τη διασταύρωση του Lidl καθηλωθήκαμε πάλι , γιατί είχε πέσει ένας Ρέμος καταμεσής στο οδόστρωμα, δηλαδή το μεταλλικό πλαίσιο της γιγαντοαφίσας του, και είδαμε και πάθαμε για να τον προσπεράσουμε.
Με αυτά και τούτα, περνώντας του Χριστού τα πάθη, φτάσαμε τελικά στον προορισμό μας. Ο ήλιος δοκίμαζε τις πιο καλό του φλογοβόλο φάτσα φόρα, όταν αράξαμε το αμάξι στο μπαλκόνι πάνω από το δασωμένο ορμίσκο. Η θάλασσα όμως κάτω μας ήταν μια υπόσχεση δροσιάς σε χρώμα τιρκουάζ, ανοιχτά στο πέλαγος ταχύπλοα και κότερα σεργιάνιζαν νεόπλουτους με κασκέτα καπετάνιου, το θέαμα ενγένει ήτο λαμπρόν, μας έφτιαξε τη διάθεση. Κατεβήκαμε , για να ακριβολογούμε τσουλήσαμε , από ένα απότομο μονοπατάκι όλο βράχους, στην παραλία, που ήταν πήχτρα στον κόσμο. Ομπρέλες επί ομπρελών, ξαπλώστρες με στριγγάτους πισινούς, παιδιά με κουβαδάκια παρά θιν΄ αλός, δίπλα τους καραδοκούσαν μανάδες και γιαγιάδες με ταπεράκια τίγκα στους κεφτέδες και τ' αβγά, ζευγάρια bodyline επιδίδονταν στο γνωστό παραλιακό σπορ τη ρακέτα μου κρατώ , τακ αυτή και τακ εγώ, πωλητές της μαύρης ηπείρου διαλαλούσαν μυγοχεσμένα ντόνατς για τα νήπια και πειρατικά Dvd για τις ωραίες τους μαμάδες. Αρχίσαμε το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού, στο τέλος ανακαλύψαμε και τους Ρομποτάδες που φρυγανίζονταν δίπλα στην ομπρέλα τους, ακολούθησαν οι εναγκαλισμοί , τα φιλιά και οι προσφωνήσεις, τα τετριμμένα δηλαδή μεταξύτων φίλων…
Το θαλάσσιο λουτρό, ευωχία σώματος και ψυχής , μας έσβησε τα ντέρτια. Μερικές απλωτές, κάποιες ασκήσεις για να σφίξουν οι πατσές κι ύστερα κουβεντολόι με όρθιο κολύμπι στο ένα μέτρο. Είπαμε τα δικά μας, για τα παιδιά που μεγάλωσαν πια και πήραν το δρόμο τους , για τις δουλειές που όλο και πιο πολύ στενεύουν, κάποια πονάκια της ηλικίας, εμφράγματα και θυρεοειδείς συγγενών και φίλων. Ύστερα ο Κωστής πρότεινε την ταβέρνα του Βαγγέλη , ένα παράπηγμα στην άκρη της παραλίας , με καλαμωτή για στέγη. Δεν είχαμε αντίρρηση και σε λίγο δίναμε την παραγγελιά μας στον Αλβανό σερβιτόρο: μύδια σαχανάκι, σαλάτες και λιθρίνια πελαγίσια ψητά στη σχάρα, τυλιγμένα σε αμπελόφυλλα, μαλαματίνες παγωμένες , τα γνωστά ελληνικά. Η ώρα κυλούσε ευφορικά.
Κάτι οι ρετσίνες, κάτι η αύρα που είχε αρχίσει να χαϊδεύει τα προγούλια μας, μας έφτιαξε η διάθεση. Βέβαια, το φαγητό δεν ήτανε της προκοπής, τα μύδια πίκριζαν ελαφρώς, ενώ τα λιθρίνια μού φάνηκαν κομμάτι σιτεμένα. Αλλά ποιος δίνει σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες, αν είναι να περάσει καλά. Άσε που μπορεί να σε πουν ιδιότροπο και γκρινιάρη.
Ξαφνικά, ο Κωστής σηκώνει ανήσυχος το κεφάλι : «Ακούω σειρήνες συναγερμών εκεί ψηλά. Δεν πάμε να δούμε τι συμβαίνει;»
Πήραμε την ανηφόρα αγκομαχώντας, ήτανε το περιδρόμιασμα που μας ζόριζε, σκόνταψα και σ’ ένα αγκωνάρι, χτύπησα άσχημα το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού μου ποδιού, τελικά ανεβήκαμε στο πλάτωμα με την ψυχή στο στόμα.
Το θέαμα που αντικρίσαμε μας αποσβόλωσε. Γινόταν ανάστα ο κύριος. Τα μισά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σπάραζαν και οδύρονταν. Τζάμια σπασμένα , αλάρμ που αναβόσβηναν, πράγματα πεταγμένα καταγής. Κατευθύνθηκα προς το δικό μου, που με κοιτούσε με το πορτμπαγκάζ του ορθάνοιχτο. Οι μάγκες τα είχαν πάρει όλα : το τσαντάκι με τα έγγραφα , τις ταυτότητες και τις πιστωτικές, τα ρούχα , τα εσώρουχα , μια πλαστική σακούλα με τις εφεδρικές πετσέτες, ακόμα και τις σαγιονάρες της Κούλας είχαν βουτήξει.Τι διάολο, ξυπόλυτοι ήταν;
« Και πού να πάει, ο ηλίθιος; Δε βλέπει που είναι πήχτρα ο δρόμος;»
« Ας πάει όπου θέλει! Προκειμένου να σπάσει τα δικά μας νεύρα…»
« Όχι, Μανόλη μου, δε θα του κάνω τη χάρη! Γιατί είναι ανάγωγος. Έχει κολλήσει από πίσω μας, αναβοσβήνει τα φώτα και χειρονομεί. Ας πάει να σκάσει…».
Πηγαίναμε με πενήντα. Πρώτη- δευτέρα- φρένο. Και μετά πάλι τα ίδια. Καβατζάροντας την Καρδία μάς κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μας ένα τεράστιο μεταλλικό φίδι με άπειρα λαστιχένια πόδια αργοσερνόταν πάνω στην πυρωμένη άσφαλτο.
«Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω. Έτσι όπως πάμε ούτε σε πέντε ώρες δε φτάνουμε.»
« Λίγη υπομονή, αγάπη μου! Στην Καλλικράτεια θα καλυτερέψουν τα πράματα. Εξάλλου δε γίνεται να στήσουμε τους Ρομποτάδες. Σηκώθηκαν από τα άγρια μεσάνυχτα για να πάνε. Αν κάναμε το ίδιο κι εμείς, δε θα ταλαιπωρούμασταν τώρα. »
« Ρε Κούλα, αν είναι να μείνω άγρυπνος για ένα μπάνιο μισής ώρας, καλύτερα να την περάσω στο σπιτάκι μου, με την εφημερίδα μου και την παγωμένη φραπεδιά μου...»
« Πάλι τα μικροαστικά σου σε έπιασαν!»
«Κούλα, μη μου τη σπας με τα υπεράνω σου! Μιλάς εσύ, που για να πας το βράδυ στο κρεβάτι καταλαμβάνεις την τουαλέτα επί ένα εξάμηνο…»
«Καλά , καλά μη νευριάζεις. Χαλάρωσε. Δε θα τσακωθούμε τώρα για μια κουβέντα…»
«Να μη τσακωθούμε , βέβαια, αλλά μη μου την μπαίνεις έτσι στη φόρα.».
Ο πισινός μας τώρα είχε γίνει διπλανός . Θηριώδης τύπος. Δασύτριχος μεσήλιξ. Προγούλι σαν κουλούρα γαρνιρισμένη με χρυσή λαιμαριά. Είχε κατεβάσει το παράθυρό της BMW του και κάτι μου έλεγε χειρονομώντας. Κατέβασα κι εγώ το παράθυρο του Hundai μου.
«Πες στη χαμούρα που έχεις δίπλα σου να οδηγεί καλύτερα.»
« Γιατί βρίζεις, ρε ζώο; Ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα;»
« Ο π....ος μου, ρε καριόλη! Κι αν είσαι άντρας, κάνε στο πλάι για να δεις πώς γ....νε τα ζώα.»
Δίπλα του η απαραιτητη ξανθιά χασκογελούσε πίσω από κάτι γυαλιά ηλίου σε σχήμα ανοιχτής βεντάλιας.
«Μανόλη, κλείσε το παράθυρο! Ο άνθρωπος είναι βαρεμένος.».
Έκλεισα το παράθυρο και αφήσαμε το λαιμαριά να χειρονομεί και να βρίζει , ώσπου βαρέθηκε, έκανε μια και μπήκε μπροστά μας, ύστερα άλλη μια και να 'σου τον παραμπροστά μας, στο τέλος το χάσαμε το ζώο.
Μια ώρα κάναμε για να φτάσουμε στα έργα της Τρίγλιας, ύστερα οι τροχαίοι μας έσπρωξαν προς Καλλικράτεια, μέσα από ανθυποδρομίδια μυριάδων αυθαιρέτων, τέλος μας ξανάβγαλαν στον κεντρικό για τα Μουδανιά και μπήκαμε πάλι στα ίσια μας. Όμως μετά τη διασταύρωση του Lidl καθηλωθήκαμε πάλι , γιατί είχε πέσει ένας Ρέμος καταμεσής στο οδόστρωμα, δηλαδή το μεταλλικό πλαίσιο της γιγαντοαφίσας του, και είδαμε και πάθαμε για να τον προσπεράσουμε.
Με αυτά και τούτα, περνώντας του Χριστού τα πάθη, φτάσαμε τελικά στον προορισμό μας. Ο ήλιος δοκίμαζε τις πιο καλό του φλογοβόλο φάτσα φόρα, όταν αράξαμε το αμάξι στο μπαλκόνι πάνω από το δασωμένο ορμίσκο. Η θάλασσα όμως κάτω μας ήταν μια υπόσχεση δροσιάς σε χρώμα τιρκουάζ, ανοιχτά στο πέλαγος ταχύπλοα και κότερα σεργιάνιζαν νεόπλουτους με κασκέτα καπετάνιου, το θέαμα ενγένει ήτο λαμπρόν, μας έφτιαξε τη διάθεση. Κατεβήκαμε , για να ακριβολογούμε τσουλήσαμε , από ένα απότομο μονοπατάκι όλο βράχους, στην παραλία, που ήταν πήχτρα στον κόσμο. Ομπρέλες επί ομπρελών, ξαπλώστρες με στριγγάτους πισινούς, παιδιά με κουβαδάκια παρά θιν΄ αλός, δίπλα τους καραδοκούσαν μανάδες και γιαγιάδες με ταπεράκια τίγκα στους κεφτέδες και τ' αβγά, ζευγάρια bodyline επιδίδονταν στο γνωστό παραλιακό σπορ τη ρακέτα μου κρατώ , τακ αυτή και τακ εγώ, πωλητές της μαύρης ηπείρου διαλαλούσαν μυγοχεσμένα ντόνατς για τα νήπια και πειρατικά Dvd για τις ωραίες τους μαμάδες. Αρχίσαμε το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού, στο τέλος ανακαλύψαμε και τους Ρομποτάδες που φρυγανίζονταν δίπλα στην ομπρέλα τους, ακολούθησαν οι εναγκαλισμοί , τα φιλιά και οι προσφωνήσεις, τα τετριμμένα δηλαδή μεταξύτων φίλων…
Το θαλάσσιο λουτρό, ευωχία σώματος και ψυχής , μας έσβησε τα ντέρτια. Μερικές απλωτές, κάποιες ασκήσεις για να σφίξουν οι πατσές κι ύστερα κουβεντολόι με όρθιο κολύμπι στο ένα μέτρο. Είπαμε τα δικά μας, για τα παιδιά που μεγάλωσαν πια και πήραν το δρόμο τους , για τις δουλειές που όλο και πιο πολύ στενεύουν, κάποια πονάκια της ηλικίας, εμφράγματα και θυρεοειδείς συγγενών και φίλων. Ύστερα ο Κωστής πρότεινε την ταβέρνα του Βαγγέλη , ένα παράπηγμα στην άκρη της παραλίας , με καλαμωτή για στέγη. Δεν είχαμε αντίρρηση και σε λίγο δίναμε την παραγγελιά μας στον Αλβανό σερβιτόρο: μύδια σαχανάκι, σαλάτες και λιθρίνια πελαγίσια ψητά στη σχάρα, τυλιγμένα σε αμπελόφυλλα, μαλαματίνες παγωμένες , τα γνωστά ελληνικά. Η ώρα κυλούσε ευφορικά.
Κάτι οι ρετσίνες, κάτι η αύρα που είχε αρχίσει να χαϊδεύει τα προγούλια μας, μας έφτιαξε η διάθεση. Βέβαια, το φαγητό δεν ήτανε της προκοπής, τα μύδια πίκριζαν ελαφρώς, ενώ τα λιθρίνια μού φάνηκαν κομμάτι σιτεμένα. Αλλά ποιος δίνει σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες, αν είναι να περάσει καλά. Άσε που μπορεί να σε πουν ιδιότροπο και γκρινιάρη.
Ξαφνικά, ο Κωστής σηκώνει ανήσυχος το κεφάλι : «Ακούω σειρήνες συναγερμών εκεί ψηλά. Δεν πάμε να δούμε τι συμβαίνει;»
Πήραμε την ανηφόρα αγκομαχώντας, ήτανε το περιδρόμιασμα που μας ζόριζε, σκόνταψα και σ’ ένα αγκωνάρι, χτύπησα άσχημα το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού μου ποδιού, τελικά ανεβήκαμε στο πλάτωμα με την ψυχή στο στόμα.
Το θέαμα που αντικρίσαμε μας αποσβόλωσε. Γινόταν ανάστα ο κύριος. Τα μισά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σπάραζαν και οδύρονταν. Τζάμια σπασμένα , αλάρμ που αναβόσβηναν, πράγματα πεταγμένα καταγής. Κατευθύνθηκα προς το δικό μου, που με κοιτούσε με το πορτμπαγκάζ του ορθάνοιχτο. Οι μάγκες τα είχαν πάρει όλα : το τσαντάκι με τα έγγραφα , τις ταυτότητες και τις πιστωτικές, τα ρούχα , τα εσώρουχα , μια πλαστική σακούλα με τις εφεδρικές πετσέτες, ακόμα και τις σαγιονάρες της Κούλας είχαν βουτήξει.Τι διάολο, ξυπόλυτοι ήταν;
Γύρω μου κλαυθμός και οδυρμός στο όρος Μαϊουμά. Τα γαμωσταυρίδια από τους χτυπημένους να πέφτουν σύννεφο, κάποιος ούρλιαζε από το κινητό του «Τι σόι αστυνομία είστε εσείς, που πρέπει να έρθουμε εμείς στην Ορμύλια , για να κάνουμε καταγγελία; Είμαι φορολογούμενος πολίτης, εγώ σας ταΐζω. Οταν σας χρειάζομαι, εσείς στρίβετε το τσιγάρο σας!». Άκουσα το Ρομποτά να λέει θριαμβικά «Εμένα δε με χτύπησαν!» και μου ήρθε το αίμα στο κεφάλι. Όχι , ρε π.....η! Αυτό ήταν η αποθέωση της αδικίας! Άφησαν ανέγγιχτο το τσίλικο Avensis του και έκαναν θερινό το σουρωτήρι μου! Και να με πονάει το δάχτυλο όλο και πιο πολύ, είχε αρχίσει να πρήζεται και να ροδίζει σαν αστακός επί ανθράκων, λες να ήταν κάταγμα, σταυροκοπήθηκα ελαφρώς μέσα μου, αυτό μας έλειπε τώρα...
Ειδοποιήσαμε από ψηλά τις γυναίκες μας να τα μαζέψουν και να έρθουν . Ανέβηκαν αλλόφρονες. Δε θα ξεχάσω την έκφραση του προσώπου τους μόλις έμαθαν τα καθέκαστα . λάμε για το τέλειο κοντράστ. Της δικιάς μου μέσα κι έξω όλο πίκρα και οργή, της Ασπασίας απ’ έξω αγανάκτηση κι από μέσα όλο γλύκα κι ανακούφιση. Εντέλει αποχαιρετιστήκαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Πατούσα το πεντάλ και ούρλιαζα από τον πόνο, το δάχτυλό μου διαμαρτυρόταν συνεχώς για τους βάναυσους τρόπους μου. Πάτησα φρένο έξω από τα Ψακούδια. «Δεν μπορώ», λέω στη γυναίκα μου, «Πάρε εσύ το τιμόνι και πάμε για το νοσοκομείο του Πολυγύρου.»
«Πώς, έτσι με τα μαγιό μας;»
«Έτσι με τα μαγιό μας!»
Φτάσαμε στο νοσοκομείο, αλλά η πύλη του ήταν κλειστή. «Απεργία των γιατρών!» , μας λέει ο φύλακας, «Διαμαρτύρονται για υπεβολικό φόρτο εργασίας. Πηγαίνετε στη Θεσσαλονίκη.»
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής ζεματισμένοι. Φθάνοντας όμως στη Γαλάτιστα άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα.
«Αισθάνεσαι ό,τι αισθάνομαι;», λέω στη γυναίκα μου.
« Ναι» , μου λέει, « Πρέπει να είναι τα μύδια που φάγαμε…»
«Και τα λιθρίνια, Κούλα μου, και τα λιθρίνια! Πώς δεν το σκεφτήκαμε; Με την πανσέληνο τα γαλανόλευκα ψαράκια μας πάνε για νάνι, μετά αρχίζουν το σεργιάνι. Μάλλον τουρκομερίτικα θα είναι, γαμώ το Δράμαλη και όλο του το σόι!».
Βγαίνοντας από τη Γαλάτιστα κι αρχίζοντας οι στροφές άρχισε το μαρτύριο. Δεν υπήρξε συστάδα θάμνων μέχρι τα Βασιλικά που να μην την επισκεφθήκαμε αντάμα. Καθισμένοι ανακούκουρδα βγάζαμε τη δυστυχία μας , εγώ με το πρησμένο δάχτυλο να μυρμηγκιάζει από τον πόνο κι η Κούλα μου, που είχε αφήσει τις αναστολές της κατά μέρος και βογκούσε μετρώντας τα δικά της μυρμηγκάκια, που σουλατσάριζαν αμέριμνα μπροστά της.
Κακήν κακώς εφτάσαμε εις της οικίας μας τα μέρη και ετσακώθημεν πολλάκις για το ποιος θα πρωτοπάει στην τουαλέτα. Μετά , ενώ η Κούλα όρμησε στην κουζίνα της και άρχισε τους λαπάδες, ήπιαμε και καφελέμονο με το λίτρο και κάπως συνεφέραμε, εγώ άρχισα τα τηλεφωνήματα για να ακυρώσω τις πιστωτικές, ενδιάμεσα μας πήραν οι Ρομποτάδες για να μάθουν πώς φτάσαμε, αυτοί ήταν μια χαρά κοιλιακώς , μ’ έπιασαν οι τσατίλες μου κι αυξήθηκε ο πόνος του δακτύλου , συνεπώς έπρεπε να ασχοληθούμε και μ’ αυτό, να μην το αφήσουμε παραπονεμένο.
Μεσάνυχτα και κάτι φτάσαμε στου Παπαγρηγορίου. Μπαίνοντας στα ορθοπεδικά μάς δώσανε το νούμερό 228.
Ρωτώ: «Ποιο νούμερο εξετάζεται τώρα;»
Απαντούν: «Το 22.»
« Εγώ είμαι για τα επείγοντα. Έχω κάταγμα…»
« Όλοι για τα επείγοντα είναι , κύριε! Από Χαλκιδική έρχονται…»
«Και πότε προβλέπεται να με εξετάσουν;»
« Αν όλα εξελιχθούν φυσιολογικώς, δε θα προλάβουν να σας εξετάσουν σ' αυτήν την εφημερία.»
«Τι;»
«Μην ανησυχείτε! Θα σας δηλώσουμε κατά προτεραιότητα, στα εξωτερικά ιατρεία ενός άλλου νοσοκομείου.».
Με πήρε η Κούλα μου και φύγαμε και πήγαμε στο Διευρωπαϊκό. Εκεί με περιποιήθηκαν δεόντως, μου βγάλανε πλάκες, μου βάλανε το πόδι μου στο γύψο και ησύχασα λιγάκι. Ύστερα περάσαμε από το λογιστήριο για τα περαιτέρω. Μόλις είδα το λογαριασμό κόντεψα να κρεπάρω.
« Γιατί, βρε παιδιά, για ένα σπασμένο δάχτυλο, να πληρώσω τα μαλλιοκέφαλά μου;»
« Αν δε θέλατε ιδιωτικό θεραπευτήριο, να πηγαίνατε σε δημόσιο νοσοκομείο, κύριε! », μου είπε ενοχλημένη η κοπέλα επί της πληρωμής.
Ξημερώματα επιστρέψαμε στο σπίτι, πού να μας πάρει όμως ο ύπνος. Η Κούλα άνοιξε την τηλεόραση κι εγώ κουτρούσα στην κουζίνα μ’ ένα διπλό καφέ μπροστά μου και το γύψινο πόδι μου να καμαρώνει απλωμένο πάνω σε μια καρέκλα. Εκείνο που με πείραζε περισσότερο δεν ήταν που μας κλέψανε ούτε που μας δηλητηρίασαν ούτε το δάχτυλο και η ολονύκτια ταλαιπωρία εξαιτίας του , αλλά η μόνιμη κωλοφαρδία των Ρομποτάδων, που εκείνη τη στιγμή θα έβαζαν ως κερασάκια στην τούρτα της ευτυχίας τους τα πιο ωραία όνειρα.
Ειδοποιήσαμε από ψηλά τις γυναίκες μας να τα μαζέψουν και να έρθουν . Ανέβηκαν αλλόφρονες. Δε θα ξεχάσω την έκφραση του προσώπου τους μόλις έμαθαν τα καθέκαστα . λάμε για το τέλειο κοντράστ. Της δικιάς μου μέσα κι έξω όλο πίκρα και οργή, της Ασπασίας απ’ έξω αγανάκτηση κι από μέσα όλο γλύκα κι ανακούφιση. Εντέλει αποχαιρετιστήκαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Πατούσα το πεντάλ και ούρλιαζα από τον πόνο, το δάχτυλό μου διαμαρτυρόταν συνεχώς για τους βάναυσους τρόπους μου. Πάτησα φρένο έξω από τα Ψακούδια. «Δεν μπορώ», λέω στη γυναίκα μου, «Πάρε εσύ το τιμόνι και πάμε για το νοσοκομείο του Πολυγύρου.»
«Πώς, έτσι με τα μαγιό μας;»
«Έτσι με τα μαγιό μας!»
Φτάσαμε στο νοσοκομείο, αλλά η πύλη του ήταν κλειστή. «Απεργία των γιατρών!» , μας λέει ο φύλακας, «Διαμαρτύρονται για υπεβολικό φόρτο εργασίας. Πηγαίνετε στη Θεσσαλονίκη.»
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής ζεματισμένοι. Φθάνοντας όμως στη Γαλάτιστα άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα.
«Αισθάνεσαι ό,τι αισθάνομαι;», λέω στη γυναίκα μου.
« Ναι» , μου λέει, « Πρέπει να είναι τα μύδια που φάγαμε…»
«Και τα λιθρίνια, Κούλα μου, και τα λιθρίνια! Πώς δεν το σκεφτήκαμε; Με την πανσέληνο τα γαλανόλευκα ψαράκια μας πάνε για νάνι, μετά αρχίζουν το σεργιάνι. Μάλλον τουρκομερίτικα θα είναι, γαμώ το Δράμαλη και όλο του το σόι!».
Βγαίνοντας από τη Γαλάτιστα κι αρχίζοντας οι στροφές άρχισε το μαρτύριο. Δεν υπήρξε συστάδα θάμνων μέχρι τα Βασιλικά που να μην την επισκεφθήκαμε αντάμα. Καθισμένοι ανακούκουρδα βγάζαμε τη δυστυχία μας , εγώ με το πρησμένο δάχτυλο να μυρμηγκιάζει από τον πόνο κι η Κούλα μου, που είχε αφήσει τις αναστολές της κατά μέρος και βογκούσε μετρώντας τα δικά της μυρμηγκάκια, που σουλατσάριζαν αμέριμνα μπροστά της.
Κακήν κακώς εφτάσαμε εις της οικίας μας τα μέρη και ετσακώθημεν πολλάκις για το ποιος θα πρωτοπάει στην τουαλέτα. Μετά , ενώ η Κούλα όρμησε στην κουζίνα της και άρχισε τους λαπάδες, ήπιαμε και καφελέμονο με το λίτρο και κάπως συνεφέραμε, εγώ άρχισα τα τηλεφωνήματα για να ακυρώσω τις πιστωτικές, ενδιάμεσα μας πήραν οι Ρομποτάδες για να μάθουν πώς φτάσαμε, αυτοί ήταν μια χαρά κοιλιακώς , μ’ έπιασαν οι τσατίλες μου κι αυξήθηκε ο πόνος του δακτύλου , συνεπώς έπρεπε να ασχοληθούμε και μ’ αυτό, να μην το αφήσουμε παραπονεμένο.
Μεσάνυχτα και κάτι φτάσαμε στου Παπαγρηγορίου. Μπαίνοντας στα ορθοπεδικά μάς δώσανε το νούμερό 228.
Ρωτώ: «Ποιο νούμερο εξετάζεται τώρα;»
Απαντούν: «Το 22.»
« Εγώ είμαι για τα επείγοντα. Έχω κάταγμα…»
« Όλοι για τα επείγοντα είναι , κύριε! Από Χαλκιδική έρχονται…»
«Και πότε προβλέπεται να με εξετάσουν;»
« Αν όλα εξελιχθούν φυσιολογικώς, δε θα προλάβουν να σας εξετάσουν σ' αυτήν την εφημερία.»
«Τι;»
«Μην ανησυχείτε! Θα σας δηλώσουμε κατά προτεραιότητα, στα εξωτερικά ιατρεία ενός άλλου νοσοκομείου.».
Με πήρε η Κούλα μου και φύγαμε και πήγαμε στο Διευρωπαϊκό. Εκεί με περιποιήθηκαν δεόντως, μου βγάλανε πλάκες, μου βάλανε το πόδι μου στο γύψο και ησύχασα λιγάκι. Ύστερα περάσαμε από το λογιστήριο για τα περαιτέρω. Μόλις είδα το λογαριασμό κόντεψα να κρεπάρω.
« Γιατί, βρε παιδιά, για ένα σπασμένο δάχτυλο, να πληρώσω τα μαλλιοκέφαλά μου;»
« Αν δε θέλατε ιδιωτικό θεραπευτήριο, να πηγαίνατε σε δημόσιο νοσοκομείο, κύριε! », μου είπε ενοχλημένη η κοπέλα επί της πληρωμής.
Ξημερώματα επιστρέψαμε στο σπίτι, πού να μας πάρει όμως ο ύπνος. Η Κούλα άνοιξε την τηλεόραση κι εγώ κουτρούσα στην κουζίνα μ’ ένα διπλό καφέ μπροστά μου και το γύψινο πόδι μου να καμαρώνει απλωμένο πάνω σε μια καρέκλα. Εκείνο που με πείραζε περισσότερο δεν ήταν που μας κλέψανε ούτε που μας δηλητηρίασαν ούτε το δάχτυλο και η ολονύκτια ταλαιπωρία εξαιτίας του , αλλά η μόνιμη κωλοφαρδία των Ρομποτάδων, που εκείνη τη στιγμή θα έβαζαν ως κερασάκια στην τούρτα της ευτυχίας τους τα πιο ωραία όνειρα.
1 σχόλιο:
Καταπληκτικό! Τρελό χιούμορ κ. Γεροντάκο! Έκλαψα λέμε... βέβαια τόση γκαντεμιά μαζεμένη, είναι λίγο σπάνιο, αλλά όχι και αδύνατο.
Μπράβο πάντως, απόλαυση ήταν...:)
Δημοσίευση σχολίου