Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Lingua Graeca

παπάρα η [papára] O25 : (οικ.) 1. κομμάτια ψωμιού βουτηγμένα σε νερό, σε γάλα, σε σούπα κτλ.: Tο παιδί έφαγε την ~ του. M΄ αρέσει τη σούπα μου να την κάνω ~. ΦP τρώω ~, υφίσταμαι έντονη παρατήρηση, επίπληξη, κατσάδιασμα. 2. (μτφ.) (συνήθ. πληθ.) ανόητα, επιπόλαια, υπερβολικά λόγια: Aυτά που λες είναι παπάρες. [ιταλ. (διαλεκτ.) pappara] (Λεξικό Τριανταφυλλίδη)
παπαρολόγος ο [ paparologos] : είδος δημοσιογράφου ή διασκεδαστή της τηλεόρασης ή καλλιτέχνη ή πολιτικού , που λέει κοτσάνες με ύφος βαρύγδουπο ή οργίλο ή γελοίο: ΦΡ. Καλά, εσύ είσαι και πολύ παπαρολόγος! (Λεξικό Γεροντάκου)

ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΑΠΑΡΟΛΟΓΩΝ

1. Μάγκας παραθυροπαπαρολόγος, το είδος traga nevroticus


2. Ο χατζηπαπαρολόγος Νικόλας


3. Παπάρογλου ο χαζοχαρούμενος

4. Γνωστός παπαρολόγος, ο επονομαζόμενος η ακατάληπτη διαβολόκαλτσα

5. Πολιτικός γνωστός διά την ροπήν του εις την παπαρολογίαν


6. " Όταν κάτι αποσιωπάται από μόνο του, μην το ξαναφέρνεις
στην επιφάνεια."
ΟΥΑΟΥ! Για τη βαθύπνευστη αυτή ρήση ο Γεροντάκος
απονέμει τον τίτλο του "MVP της εβδομάδας στην παπαρολογία "
στην εικονιζόμενη νεάνιδα. Διότι πώς μπορεί η ρήση αυτή να αποσιωπηθεί
από μόνη της; Αναγκαστικά είμαστε υποχρεωμένοι να τη φέρουμε στην επιφάνεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: