- Όλο προφάσεις είσαι, μου λέει, σε μάθαμε πια , Στάθη μας!
-Γιατί , Βάσω μου, τι παράπονο έχεις από μένα; Δεν ήρθα τις προάλλες στους Στεφανήδες και την επομένη δεν έφαγα στη μάπα τους Ωραιόπουλους , τους ξιπασμένους;
-Εγώ ξέρω ότι ο σνομπισμός σου έχει φτάσει στο κόκκινο… Δύο φορές όλες κι όλες ήρθες μαζί μου τα τελευταία χρόνια και να μην έχω παράπονο; Μόνο τα φιλαράκια σου αναγνωρίζεις και για τη γυναίκα σου δε δίνεις δεκάρα. Και για να 'χουμε καλό ρώτημα , γιατί λες τους Ωραιόπουλους ξιπασμένους, τι σου ‘χουν κάνει οι άνθρωποι; Εσύ καλύτερος είσαι , που το ένα σου βρομάει και τ’ άλλο σου ξινίζει;
- Άκου να σου πω, δε θα βγάλουμε τώρα στη φόρα τα σώψυχά μας. Αν θέλεις να πας, πήγαινε, εγώ δεν ακολουθώ, έχω ίλιγγο, vertigo, σου λέω!
-Vertigo ξεvertigo, προφάσεις εν αμαρτίαις , μη σώσεις και ακολουθήσεις, σε βαρέθηκα…
-Αν με βαρέθηκες, ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα!» της είπα και έπεσα στο κρεβάτι. «Και άκου να σου πω , εμένα να μου μιλάς καλύτερα, εγώ προσβολές δε σηκώνω! Χτύπησε την πόρτα κι έφυγε . Τρεις μέρες βασανιζόμουν , Μανόλη μου, και δεν κούνησε ούτε το μικρό της δαχτυλάκι. Κωλοσουρτός πήγαινα για κατούρημα. Γύριζε το σύμπαν σαν τα μηχανήματα στο λούνα παρκ. Μόνο νερό έπινα για να παίρνω τα χάπια μου, κόντεψα να ρέψω. Τέτοια σκληρότητα, τόση κακία ούτε στον εχθρό σου δε δείχνεις…».
Τον άκουγα μελαγχολικά. Άλλη μια περίπτωση άστα να πάνε. Έχω τρομάξει με όλες αυτές τις καταρρεύσεις των σχέσεων σε ώριμη ηλικία, τα οξέα και τις χολές εκατέρωθεν από ζευγάρια που, ενώ είχαν καβατζάρει την κρίσιμη περίοδο της νιότης, τώρα τίναζαν το γάμο τους στον αέρα για μια κουβέντα, για μια ηλίθια φράση πεταγμένη αστόχαστα εν βρασμώ ψυχής.
«Άκου, Στάθη μου, τον συμβούλευσα, περνάτε μια δύσκολη φάση, τα ξέρω αυτά. Τόσα χρόνια συμβίωση, φυσικό είναι να έχετε κουραστεί, όμως αυτά τα έχουν οι πολύχρονες σχέσεις, το θέμα είναι να ηρεμήσει η κατάσταση , ύστερα θα τα βρείτε μεταξύ σας, να δεις που θα στρώσουν τα πράματα.»
«Τι να βρούμε μεταξύ μας που μια ζωή ήμασταν στην κόντρα; Άσπρο εγώ , μαύρο αυτή, θάλασσα εγώ , βουνό εκείνη. Βαρέθηκα, δεν πάει άλλο, διότι είναι και το prestige , φίλε μου, που ξεσηκώθηκε, τόσα χρόνια ταπεινώσεις και μούγκα στη στρούγκα, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να κάνει κι αυτό την επανάστασή του.»
«Και τα παιδιά, ρε Στάθη, τι θα γίνει με τα παιδιά; Πώς θα το πάρουν ο Γιώργος και ο Μάκης;»
«Ποια παιδιά; Αποκαλείς παιδιά αυτούς τους αφασικούς , που το μόνο που ξέρουν είναι να ζητάνε χρήματα; Από καιρό δεν έχω καμιάν ψυχική επαφή μαζί τους, αυτοί είναι τάλε κουάλε η Βασούλα μας.»
«Τι να σου πω, αν νομίζεις ότι δεν πάει άλλο, μία είναι η λύση, επώδυνη μεν , θεραπευτική δε. Περιττό να σου πω ότι θα λυπηθώ πολύ , γιατί κι οι δυο σας είστε καλοί φίλοι, η Κούλα θα αναστατωθεί, σας θεωρεί πρότυπο ζευγαριού…»
« Μαύρο πρότυπο, πες της Κούλας, ή καλύτερα πρότυπο υποκριτικής τέχνης. Γνωρίζεις για το είναι και το φαίνεσθαι στη φιλοσοφία; Ε, αυτό ήμασταν κι εμείς: προς τα έξω να στάζουμε γαλόμελο και στο μέσα να φαγωνόμαστε για όποια χαζομάρα μπορείς να φανταστείς. Το ζευγάρι-υπόδειγμα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια προσποίηση. Θέατρο παίζαμε για τα μάτια του κόσμου.»
«Και καλά κάνατε! Τα εν οίκω μη εν δήμω, είναι ο σοφός κανόνας για όλα τα ζευγάρια. Τι θα 'θελες; Να ξεκατινιάζεστε μπροστά σε όλους, σαν μερικούς που δεν έχουν τσίπα επάνω τους;»
« Δεν μπορούμε να κρυβόμαστε ως το θάνατο πίσω από το δάχτυλό μας, ήρθε η ώρα για το οριστικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών.»
«Εντάξει, αν είναι να ανακουφιστείτε, κάντε το να ησυχάσετε και σε λίγους μήνες θα είστε ελεύθερα πουλιά. Εξάλλου δεν είστε πολύ μεγάλοι, μπορεί να ξαναφτιάξετε τη ζωή σας. Μόνο, σε παρακαλώ, με ευπρέπεια. Όπως διανύσατε αξιοπρεπώς τον έγγαμο βίο σας, έτσι και να τον τερματίσετε.»
« Αυτό δεν εξαρτάται από μένα. Εγώ έχω όλη την καλή διάθεση να φτάσουμε σ’ έναν έντιμο συμβιβασμό, αλλά δε θ’ αφήσω να με πιάσουν κορόιδο. Ο μαλάκας Σταθούλης τελείωσε μια για πάντα, τώρα έχουνε να κάνουνε με το Στάθη που τα κρεμμύδια του έχουν γίνει σαν πεπόνια! Γι’ αυτό ήρθα σ’ εσένα. Θα αναλάβεις την υπόθεση, θα φροντίσεις να τους δείξεις πόσα απίδια χωράει ο σάκος μου.».
« Τι απίδια μού τσαμπουνάς; Δε θα πάτε σε συναινετικό;»
« Συναινετικό; Δε σφάξανε! Θα της πιω το αίμα!»
«Γιατί , ρε Στάθη, να της πιεις το αίμα; Εσύ δεν είσαι άνθρωπος εκδικητικός.»
« Δεν ξέρεις τι φίδι κολοβό, τι μέγαιρα είναι αυτή η σουρούπω...»
« Γιατί τη βρίζεις; Τι σου 'κανε η γυναίκα;»
«Τι μου 'κανε; Και τι δε μου 'κανε να πεις! Μου έψησε το ψάρι στα χείλη! Μια ζωή με υποτιμούσε, όλο παρατηρήσεις ήτανε, μια για τη συλλογή μου με τις πεταλούδες, μια για το πάθος μου για το ψάρεμα, άσε που με ζήλευε, δε με άφηνε σε χλωρό κλαδί, όταν έβλεπε να πλησιάζουν πόδια με φούστα. Σκέτος δικτάτορας, τι να σου λέω τώρα !..»
«Υπερβολές! Αυτά είναι απωθημένα που βγαίνουν ανεξέλεγκτα για να πικάρουν τον άλλο και δεν τα λαβαίνει σοβαρά υπόψη το δικαστήριο. Εκεί χρειάζονται τεκμήρια.»
«Τι δε λαβαίνει υπόψη το δικαστήριο; Ότι με κατηγορούσε γιατί δεν τα 'πιανα, όπως άλλοι συνάδελφοι της υπηρεσίας; Ξέρεις τι μου είπε τότε που γινόταν το έλα να δεις με τις αποσύρσεις στην Κατερίνη, που γέμιζαν κάποιοι μάγκες τις κλούβες με πέτρες και πάνω πάνω βάζανε μόνο μια στρώση ροδάκινα για τα μάτια του κόσμου; Καλά εσύ όλο με το σταυρό στο χέρι θα πηγαίνεις; Δε βλέπεις τον Ηλιάδη; Μέσα σε τρία χρόνια έχτισε ανάκτορο στη Θέρμη!»
« Ιδιωτική συζήτηση άνευ μαρτύρων συνιστά ένα καλό λόγο για αγωγή επί συκοφαντική δυσφημίσει. Θα πας για μαλλί και θα βγεις κουρεμένος.»
« Σε γελάσανε, φίλε μου, αν νομίσεις ότι θα την πατήσω . Εγώ ποντάρω γερά. Την κρατάω στο χέρι. Θα την εκβιάσω. Ή ταν ή επί τας! Αν χωρίσουμε κοινή συναινέσει, δεν παίρνω τίποτε! Τ’ ακούς; Τίποτε! Φρόντισα και έμαθα. Παίρνει ο καθένας το καπελάκι του και πάει στο καλό.»
«Πώς δεν παίρνεις τίποτε; Απ’ ό,τι ξέρω , δόξα τω Θεώ, καλά πήγατε ως τώρα. Τα σπίτια σας τα έχετε, τα εξοχικά σας τα έχετε…»
«Ποια σπίτια και ποια εξοχικά; Του πεθερού μου είναι όλα αυτά τα μπερεκέτια και δεν τα έχει γράψει ακόμα στη μονάκριβη κορούλα του. Ο Στάθης δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι. Όσες φορές θέλησα ν’ αγοράσω ένα σπιτάκι, ένα κομματάκι γης , μου 'λεγε: το πολύ περίσσιο χαλάει το ίσιο , αντρούλη μου. Τι το θέλουμε αυτό , τι το χρειαζόμαστε εκείνο, να μας τα φάει η Εφορεία; Αφού η περιουσία μου είναι και δική σου.»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι , δεν είναι ακριβώς έτσι...»
« Πώς δεν είναι έτσι; Φρόντισα και έμαθα. Στη χώρα μας ισχύει η καταραμένη περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων, η οποία διατηρείται και με το διαζύγιο. Ο καθένας παίρνει τα δικά του και πηγαίνει στο διάολο κι αυτή τυπικώς δεν έχει τίποτε. Υπάρχει όμως ένα παραθυράκι…»
«Ποιο είναι αυτό, αφού δεν υπάρχει περίπτωση κοινοκτημοσύνης αγαθών στην προκειμένη περίπτωση;»
«Θα αποδείξουμε ότι τα αποκτήματα του πεθερού μου προέρχονται από τη δική μου συμβολή.»«Και πώς θα γίνει αυτό;»
«Θα φέρουμε μάρτυρες που θα βεβαιώσουν ότι οι αγορές όλων των ακινήτων που διαθέτει έγιναν ύστερα από υποδείξεις και μεσολαβήσεις δικές μου προς τον πεθερό μου»
«Μα δε γίνονται αυτά τα πράματα! Κι ένας πρωτοετής της Νομικής θα κατέρριπτε ένα τέτοια επιχείρημα.»
«Εδώ σε θέλω , Μανολάκη μου! Να δείξεις τι δικηγόρος μ’ αρχίδια είσαι! Θα φέρουμε τα πάνω κάτω, θα πάμε ακόμα και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Θα συντάξουμε ένα κατάλογο αιτιάσεων και τεκμηρίων σε βάρος της , που θα την αναγκάσουν να έρθει σε ένα συμβιβασμό πριν καταλήξουμε στο δικαστήριο. Προκειμένου να αποφύγει τις πομπές της ακροαματικής διαδικασίας, όπου θα κρατάνε όλοι την κοιλιά τους απ’ τα γέλια, θα μου δώσει ό,τι του ζητώ.»
« Και ποιες είναι οι απαιτήσεις σου;»
« Το σπίτι που διαμένουμε, στην Κένεντι, και το εξοχικό του Λιτοχώρου. Ψιλοπράματα!Εγώ ήδη την ανάγκασα να μαζέψει τα πράματά της και να πάει στους δικούς της. Να μην ξαναπατήσεις εδώ , της είπα. Δεν το κουνάω ρούπι από δω και μην τυχόν διανοηθείς να μου κάνεις έξωση, θα σας κάνω βούκινο όλους, εσένα με τις μοιχείες σου και τον πεθερούλι μου με τις κλεψιές του.»
«Για ποιες μοιχείες μιλάς και για ποιες κλεψιές;Αυτές είναι πολύ βαριές κουβέντες.»
« Σχετικά με τα κερατώματά μου , όχι μία αλλά δύο φορές φύτρωσαν οι περιπλοκάδες στο κούτελό μου! Θυμάσαι τον Ακριτίδη;»
«Τον Κώστα; Αδύνατον! Αυτός είναι gay με πατέντα!»
« Τι μου λες, τώρα ! Ο Κωστάκης μας προσποιούνταν την αδελφούλα, αλλά ήταν άντρας με τα ούλα του. Όλο φιλάκια και αγκαλίτσες με τη Βασούλα μας! Στραβός να ήταν κανείς , θα καταλάβαινε τι συνέβαινε.»
«Δε σε πιστεύω. Ο άνθρωπος συζούσε τότε με έναν ηθοποιό κι απ’ ό,τι ξέρω εξακολουθεί και διάγει ως τα σήμερα με συνέπεια τον πρότερον βίον του.»
«Τις ίδιες δικαιολογίες μου έφερε κι αυτή, όταν της το πέταξα κατάμουτρα, αλλά εγώ έχω αποδείξεις , πού και πότε, με το νι και με το σίγμα . Θα τις κρατήσω για τη στιγμή που πρέπει και τότε θα δεις πόσο gay είναι ο Κωνσταντίνος μας. Όμως τι θα μας πει η καλή μας η κυρία για την τωρινή της σχέση;»
«Αν η σχέση αυτή είναι σαν του Ακριτίδη, ξέχνα την καλύτερα.»
« Καραμπινάτη περίπτωση μοιχείας, αγαπητέ μου, με ένα γιατρό από την Εταιρεία Αλτσχάιμερ, όπου η καλή μου γυναικούλα προσφέρει ανιδιοτελώς το περίσσευμα του ανθρωπισμού της.»
« Έχεις αποδείξεις γι’ αυτό που λες; Θα σε πάνε μέσα αν δε συμβαίνει κάτι τέτοιο.»
«Αποδείξεις με την έννοια του επ’ αυτοφώρω, όχι, αλλά από ενδείξεις άφθονες.»
« Επομένως άνθρακες κι αυτός ο θησαυρός σου! Με πορδές δε βάφεις αβγά, ίσα ίσα επιβαρύνεις τη θέση σου.»
« Είναι θέμα χρόνου να την ξεσκεπάσω. Ο ιδιωτικός αστυνομικός που προσέλαβα με διαβεβαιώνει ότι όπου να 'ναι θα έχει τα ποντικάκια μου στη φάκα. Εσένα μη σε απασχολεί το ζήτημα αυτό, θα σου φέρω όσα στοιχεία χρειάζεσαι στο πιάτο. Όσο για τις κλεψιές του πεθερού μου…»
« Στάσου στάσου! Πριν προχωρήσεις παρακάτω, έχω κάτι να σου ξεκαθαρίσω…
Του το ξεκαθάρισα : Ότι το πράμα χόντραινε πολύ , ότι η θέση μου ήταν πολύ λεπτή, δεν ήμουν μόνο φίλος δικός του αλλά και της Βάσως, ότι οι αρχές μου με εμπόδιζαν να χρησιμοποιώ αθέμιτα μέσα , για να κερδίζω τις υποθέσεις μου, ότι τέλος πάντων παρελθέτω το ποτήριον τούτο απ' εμού. Κατέληξα: «…Υπάρχει ένας συνάδελφος που είναι ειδικός για διαζύγια τέτοιου τύπου, θα του τηλεφωνήσω αμέσως, για να σου κλείσω ραντεβού…»
Πετάχτηκε από την καρέκλα του βγάζοντας ατμούς απ’ όλες τις τρύπες:
« Να το κλείσεις για σένα, Ιούδα !»
« Γιατί με βρίζεις , ρε Στάθη; Εγώ…»
« Άκου αθέμιτα μέσα! Να φίλος να μάλαμα! Αντί να πέσεις με τα μούτρα να με υπερασπίσεις, εσύ μου γυρίζεις την πλάτη.»
«Μα εγώ…»
« Εσύ, εσύ, με τις πόζες σου και τις μαλακισμένες αρχές σου! Δε θέλω να σε ξαναδώ, Ισκαριώτη!» Βρόντηξε την πόρτα και άφησε τον Ιούδα του με έναν πονοκέφαλο σαν τα ψηλά βουνά αλλά κι ένα φίλο λιγότερο, μα τι να τις κάνεις τέτοιες φιλίες, καλύτερα έτσι, Μανόλη μου, δεν πάει στο διάολο ο φτηνιάρης , όπως είπε το βράδυ και η Κούλα!
Οι μέρες μετά το Στάθη διαδέχονταν η μία την άλλη αφήνοντας πίσω τους τα σβησμένα κεράκια μας , κατά πώς λέει κι ο Αλεξανδρινός ο ποιητής, αλλά η δουλειά που είχε πλακώσει στο γραφείο εμπόδιζε προς ώρας την κατάθλιψη από τη θέα τους, βοηθούσε και το δάνειο που πήραμε για το σπίτι στην Περαία, μες στη χαρά η Κούλα μου κι εγώ να σπάω το κεφάλι πώς θα πληρώνω τη δόση των χιλίων Ευρώ εκάστην πρώτην του μηνός.
Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, έπιασαν τα πρωτοβρόχια με τις μούχλες τους και τα πονάκια των αρθριτικών κι ένα απογευματάκι του Οκτωβρίου, έξι η ώρα ακριβώς, νά 'σου και εμφανίζεται σεινάμενη και κουνάμενη η Βασούλα μας, τη στιγμή μάλιστα που παιδευόμουν να βρω τρόπους επούλωσης μιας φορολογικής μαχαιριάς , απ’ αυτές που σαδιστικά χώνει πισώπλατα το Ελληνικό Δημόσιο σε ανύποπτους φουκαράδες και μετά τρέχουν να αποδείξουν ότι δεν έχουν ανακαλύψει φλέβα χρυσού.
« Θέλω να αναλάβεις την έκδοση του διαζυγίου μου!» είπε χωρίς περιστροφές.
Την έκοψα αποφασιστικά:
« Ποτέ σε φίλους τέτοια πράματα! Το είπα και στον άντρα σου.»
«Α, βλέπω ότι ήρθε και σε βρήκε, ο σαρδανάπαλος!»
«Ναι, και τον ξαπόστειλα από κει που ήρθε!»
«Μπράβο , καλά του έκανες!»
«Το ίδιο θα κάνω και με σένα. Δε θέλω να ανακατεύομαι στα οικογενειακά των φίλων μου.»
«Δε σε αδικώ, αλλά με μένα το πράμα διαφέρει.»
«Πώς διαφέρει, αφού είστε οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος;»
« Σε γελάσανε αν έχεις αυτήν την εντύπωση. Επ’ ουδενί εξισώνονται ο θύτης με το θύμα, Μανόλη μου. Αρχή δικανική, νομίζω, έτσι δεν είναι;»
«Μην πας να με μπερδέψεις. Το ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα στην περίπτωσή σας, είναι θέμα υποκειμενικό.»
«Έτσι, ε; Θέμα υποκειμενικό, ε; Και δε μου λες , κύριε δικηγόρε, πόσο υποκειμενική μπορεί να είναι μια Ρωσίδα;»
« Τι είδους Ρωσίδα;»
« Απ’ τις συνηθισμένες: δίμετρη, βυζαρού και λίαν καπουλάτη !»
« Δεν το 'πιασα αυτό…»
«Ούτε κι εγώ το είχα πιάσει επί μήνες , ώσπου τσάκωσα στο κρεβάτι μου τον Άγιο Ευστάθιο να τη διδάσκει, πεσμένος στα τέσσερα πάνω από τον πισινό της , το…doggy style κι αυτή να μουγκανίζει σαν αγελάδα.»
«Κατάλαβα! Η οικιακή βοηθός σας…»
« Ναι , αυτή, για την οποία συνέχεια γκρίνιαζε τι τη θέλουμε αυτήν τη χαραμοφάισσα, κάποια μέρα θα μας καθαρίσει όλους…»
«Κι εσύ τι έκανες όταν τους έπιασες στα πράσα ;»
« Τι ήθελες να κάνω; Να καθίσω και να παίξουμε το Τρίγωνο των Βερμούδων; Άρπαξα ένα τηγάνι και τους έκανα με τα κρεμμυδάκια.»«Δεν το πιστεύω! Εμένα μου τα 'πε διαφορετικά ο άντρας σου.»
« Ασφαλώς σου ξεφούρνισε το παραμύθι με την αδελφούλα, τον Κώστα . Πες του ότι δεν παίζει ένα τέτοιο σενάριο…»
« Δε μου είπε μόνο αυτό.»
« Ξέρω , σου ανέφερε και το γιατρό.»
«Δυστυχώς ναι!»
«Γιατί δυστυχώς; Ευτυχώς και παραευτυχώς να πεις! Αν δεν ήταν αυτός ο κύριος να με στηρίξει, θα κατέρρεα. Είκοσι πέντε χρόνια γάμου ήταν αυτά και μου τα πέταξε όλα στον αέρα , για μια ρωσική γελάδα. Με πήρε κοριτσάκι και αφού με ξεζούμισε με πέταξε στα αζήτητα. Όχι θα καθόμουνα να κλαίω όλη τη μέρα για την προδοσία του. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού , κύριε, και να σου πω και κάτι άλλο; Τώρα κατάλαβα και την ανεπάρκειά του σαν άντρα…»
Ένα κύμα αηδίας με πλημμύρισε. Σηκώθηκα όρθιος.
« Σταμάτα! Δε θέλω ν’ ακούσω άλλο…»
« Δε θέλεις να ακούσεις που εκτός από τα τζιγέρια μου με τα ξενοπηδήματά του , ο Άγιος Ευστάθιος πάει να μου φάει και τα σπίτια;»
« Όχι δε θέλω!»
« Θα κάνω την ύστατη προσπάθεια για να σε πείσω. Το ξέρεις ότι συζεί με την ξανθή αγελάδα του στο σπίτι μου και ότι αρνείται να δεχτεί τα ίδια του τα παιδιά, όσες φορές πάνε να του ζητήσουν εξηγήσεις για την κατάντια του ;»
« Θλίβομαι που το ακούω.»
«Και τι λες γι’ αυτό; Το θεωρείς δίκαιο;»
«Όχι βέβαια, αλλά , καλή μου, μη συνεχίζεις.Αδυνατώ να αναλάβω την υπόθεσή σου. Η διαδικασία εκδίκασης τέτοιων υποθέσεων είναι ό,τι σιχαίνομαι περισσότερο στη ζωή μου. Σε προειδοποιώ ότι θα εκτοξευτούν πολλές κατιούσες στο δικαστήριο κι από τις δύο πλευρές.»
«Και τι σε πειράζουν οι κατιούσες μας; Δικηγόρος είσαι, άρα μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια. Εσύ θα κάνεις τη δουλειά σου, θα πάρεις το παραδάκι σου και θα πας στο σπιτάκι σου. Αν εμείς γίνουμε σούργελο, η μισή ντροπή δική μου και η μισή δική του. Αυτό επιτάσσει η ρεαλιστική οπτική, δηλαδή το συμφέρον, δεν έχει να κάνει με ιδεαλισμούς και συναισθήματα.»
«Διατηρώ ή όχι το δικαίωμα της άρνησης προσφοράς υπηρεσιών; Σου λέω λοιπόν χωρίς περιστροφές ότι δε θα υπερασπίσω κανέναν από τους δύο. Γιατί είναι πολύ επώδυνο να βλέπεις να διαλύεται ο γάμος των φίλων σου κι εσύ να βοηθάς στο γκρέμισμά του χρησιμοποιώντας μέσα κάθε άλλο παρά έντιμα.»
Σηκώθηκε από την καρέκλα της με μάτια που ξερνούσαν φωτιές.
«Εντάξει! Κράτα την εντιμότητά σου και κάν' την σούπα, να την τρως με τα κρύα και να ευφραίνεσαι! Να ξέρεις όμως ότι η στάση του Πόντιου Πιλάτου δεν είναι ό,τι το καλύτερο για έναν άνθρωπο σαν και σένα , άσε που ως επαγγελματίας χάνεις και πελάτες.»
Σηκώθηκα κι εγώ από την πολυθρόνα μου.
«Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα. Καλή σου νύχτα , Βούλα!»
«Καλή σας νύχτα , κύριε Εμμανουήλ! Περιττό να σας πω ότι η σχέση μας από το σημείο αυτό θεωρείται ήδη παρελθόν και μη βάλετε τη γυναίκα σας να μου τηλεφωνήσει. Θα της το κλείσω.»
« Όπως θέλετε , κυρία Παρασκευή! Σου εύχομαι καλή τύχη.»
«Κράτησε τις ευχές για τον εαυτό σου. Εγώ δεν τις έχω ανάγκη.»
Έφυγε κι η Παρασκευούλα μας και πήγε στο καλό, έχασε η Κούλα μία φίλη κι εγώ άλλον έναν πελάτη, αλλά ποσώς μας ένοιαζε αυτό, διότι αν έχεις τέτοιους φίλους, τότε τι τους θέλεις τους εχθρούς, κι αν οι πελάτες σου θέλουνε να πέσεις στα σκατά τους να πνιγείς , να πάνε να πνιγούνε αυτοί. Κι αυτοί, άκουγα από συναδέλφους, βυθίζονταν όλο και πιο πολύ στα άπατα νερά ενός εξευτελισμού χωρίς όρια, όπου βγάζεις όλα τα άπλυτα φάτσα φόρα και τα πετάς μπαλάκια του πινγκ πονγκ στην αντίπαλη περιοχή, για να τα δεις να επιστρέφουν στο δικό σου το τερέν, ώσπου να πεις κύμινο. Μ’ αυτά και με τούτα φτάσαμε στις γιορτές κι αρχίσαμε τις βίζιτες , όλο και κάποιος φίλος γιόρταζε, τσιμπολογούσαμε με προσοχή, το τσούζαμε λιγάκι. Ώσπου ξημέρωσε κι η δική μου βλογημένη μέρα, μου λέει η Κούλα βαρέθηκα να υπηρετώ , θέλω να με υπηρετήσουν, γιατί άλλο να στρώνω και να ξεστρώνω τα σπιτικά μου τραπεζομάντιλα κι άλλο να τα βρίσκω έτοιμα , με το γκαρσόνι σούζα από πίσω κι έτοιμο για όποια επιθυμία του λαρυγγιού μου . Έκλεισα λοιπόν, με πόνο πορτοφολιού, τραπέζι στου Κρικέλα και φώναξα τους εναπομείναντες εν Θεσσαλονίκη τέτοιες μέρες συγγενείς να τους κεράσουμε ολίγη ευωχία.
Η ευωχία εν στενώ οικογενειακώ κύκλω ήτο υπερτάτη, εφάγαμε πολλά κοψίδια εκλεκτά και ήπιαμε άφθονο ξινόμαυρο εκ Ναούσης, ήρθαμε και στο τσακίρ κέφι, το ρίξαμε στο χορό κατά το έθιμο, που θέλει κάθε σοβαρό Έλληνα να συνοδεύει το φαΐ του με ολίγες ζεϊμπεκιές. Και πάνω στου χορού τη ζάλη, παρά λίγο να μου έρθει ανεμοζάλη , όταν άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκαν οι… Ηλιάδηδες, ο Στάθης μας κι η Βούλα μας αλα μπρατσέτα , ενώ ακολουθούσαν χαχανίζοντας οι δυο τους μαγκλαράδες.
Σεμνά και ταπεινά έπιασαν μια γωνιά στο βάθος του μαγαζιού κι άρχισαν τα φέρε και φέρε. Εσκούντησα την Κούλα μου, τους έδειξα με το βλέμμα. Η Αγία Ελληνική Οικογένεια, μεγάλη της η χάρη!… έριξε το φαρμακερό της βόλι και όρμησε στην πίστα με τα συρτάκια παρασέρνοντας και τα πόδια μου με τ’ απρόθυμα αρθριτικά τους .
Επιστρέψαμε στο τραπέζι μας για ένα τάιμ άουτ, καθότι η ηλικία δεν επιτρέπει υπερβάσεις των ορίων, όλα πρέπει να γίνονται στη σωστή τους δόση, για παράδειγμα ένα μέρος ζεϊμπέκικο προς δύο μέρη ξεκούραση, ένα μέρος συρτάκι προς τρία μέρη ξεκούραση, και βρήκαμε να μας περιμένουν δύο μπουκάλια Λαζαρίδη, απ’ αυτά που κάθε γουλιά τους είναι και πεντάευρο. Δίπλα τους μία καρτ βιζίτ περίμενε την ανάγνωσή της, δωράκι, έλεγε, της οικογένειας Ευσταθίου και Παρασκευής Ηλιάδου στο Μανόλη τους, για την ονομαστική του εορτή.
Έβγαλα από την τσέπη το στιλό μου κι έγραψα πάνω σε μια χαρτοπετσέτα:
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ
ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ,
ΚΑΘΟΤΙ ΠΕΡΣΙΝΑ ΞΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ!
Έδειξα το σημείωμα στην Κούλα.ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ,
ΚΑΘΟΤΙ ΠΕΡΣΙΝΑ ΞΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ!
«Συμφωνείς;»
« Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα !» μου είπε δίνοντάς μου ένα σβουριχτό φιλί στο στόμα, απ’ αυτά των εποχών των περασμένων μεγαλείων μας .
1 σχόλιο:
Πόσο αληθινές καταστάσεις περιγράφεις δε λέγεται. Όλα αυτά κάπου τα έχω δει, κάπου τα έχω ακούσει ή κάπου τα έχω διαβάσει!!!
Δημοσίευση σχολίου