Το να μεταφέρεις ένα ηθογραφικό διήγημα από μια γλώσσα σε μια άλλη αποτελεί ένα ιδιαίτερα επίπονο έργο για οποιονδήποτε μεταφραστή. Μεγάλο είναι το πρόβλημα που υπάρχει στην απόδοση των ιδιωματικών εκφράσεων, που βρίθουν σε κείμενα αυτού του είδους. Όταν μάλιστα το έργο αφορά κείμενα, όπως αυτά που έγραφε ο μεγάλος ηθογράφος και δεινός γλωσσοπλάστης Ανδρέας Καρκαβίτσας , η δυσκολία αυξάνεται στο μέγιστο βαθμό.
Γι΄αυτό πιστεύω ότι η δουλειά που έκανε ο φίλος και πνευματικός συνοδοιπόρος Βασίλης Μηλίτσης στην απόδοση ενός ιδιαίτερα απαιτητικού έργου του Καρκαβίτσα στην αγγλική γλώσσα αποτελεί πραγματικό άθλο.
Ανδρέας Καρακαβίτσας*: ένα διήγημα από το βιβλίο του «Λόγια της Πλώρης» (1924)
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Τον μπαρμπα-Καληώρα τον υποναύκληρο, συχνά θέλουν να τον πειράζουν οι σύντροφοί του. Και για να τον πειράξουν δε χρειάζονται παρά να του ειπούν το συνηθισμένο λόγο τους:
– Έλα, πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες;
Στο άκακο το ρώτημα ο γεροναυτικός ανάβει σαν δαδί. Το σκεβρωμένο από τα χρόνια κορμί του ορθώνεται αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά συρμένη, γυρίζει και τους λέει:
– Μωρέ άιντε πορρρ!… Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι ύστερα να ’ρθείτε να μιλήστε μετά μένα. Αμή!… τον καιρό που γω αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!…
Το τσούρμο τότε γελά, σκαστά και τρανταχτά γέλια, και γελά μαζί του ο μπαρμπα-Καληώρας ο υποναύκληρος.
Έτσι κι ένα μεσημέρι, που η πρώτη βάρδια έραφτε κάποιο πανί στην πλώρη και η δεύτερη γιομάτιζε με σκύλινη όρεξη, θέλησαν πάλι να τον πειράξουν. Τώρα όμως δε θύμωσε. Έμεινε ήσυχος εκεί που καθόταν και μόνο τη σακοράφα παραίτησε μισοπερασμένη στο πανί και στύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με κάποιο χαμόγελο στα χείλη. Έβλεπε τάχα το κύμα ή τον ίσκιο του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή, τ’ αγέρωχα κατάρτια, την κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο γλιστρούσε απάνω στα νερά; Ποιος ξέρει! Μα αφού για κάμποση ώρα έμειν’ έτσι, γύρισε αργά τα μάτια περίγυρα και βλέποντας κοντά το ναύκληρο, που έστριφε τα έμπολα μιας γούμενας, είπε με τόνο προφητικό:
– Να ξέρεις καλά μπαρμπα-Γιώργη, που η θάλασσα έχει την κρίση της όπως κι η στεριά. Και την έχει καλύτερη από τη στεριά. Εδώ δεν έχει λόγια· έκαμες έλαβες· σου το τίναξε απάνω σαν αστραπόβολο!… Μα το κακό που είδα σε κείνο το καταραμένο καράβι! Δεν πολυκαίρισε ούτε μήνα. Τι λέω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε μέρες· μωρ’ ούτε δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Και να σου ειπώ, έτσι είναι σωστό. Γιατί ό,τι γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Έγινε πέρασε· πάει με τ’ αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει κείνο που θα ’ρθει, να έρθει σύγκαιρα.
Ήμουνα, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε κι αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα, να στεφανωθώ. Μα μέρα με τη μέρα να βρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για το γάμο. Από το σιφνέικο καφενέ στη σαντορινιά ταβέρνα· από τη σαντορινιά ταβέρνα στο Κεμέρ Αλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναίκες νυχτοήμερα! Σε δεκαπέντε μέρες έβαλα και χρέος τρία τάλιρα στον καφενέ και δεκατρία φράγκα στην ταβέρνα. Όσο για το Κεμέρ Αλτί μη ρωτάς· λίγο έλειψε να μου φορέσουν το φεσάκι και να με βάλουν να παίζω τη λατέρνα στην πόρτα.
Μα το δουλευτή όσο είναι γερός μην το φοβερίζεις. Εκείνες τις μέρες βγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσιώτης τσουρμάρει για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είναι πως το άκουσα τελευταίος. Ο ταβερνιάρης που με πίστωνε ήρθ’ ένα βράδυ και μου λέει στ’ αυτί:
– Πάρε το καρτάκι και τράβα στο Μπουγιούκδερε. Γύρεψε το μπαρκομπέστια του καπετάν Μπισμάνη κι έμπα μέσα. Αυγή χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα.
Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, πήρα τα ρούχα στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα πήραμε την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες. Ξέρεις τι πιπεράτες σου είναι! Τέλος βγήκαμε από τα Μπουγάζια. Ήβραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες μέρες περάσαμε στο Κέρτζι.
Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για το ταξίδι. Πλάκωσε όμως η Πεντέχτη. «Στη χάση πιάσει αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα», έλεγαν οι παλιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάτα τα σημάδια του καιρού, δεν έλυνε πρυμόσχοινο. Μα τι να φέρει ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσα γλυκά σπιτίσια να φιλέψει τον έμπορο. Για να μην πληρώσει τελωνείο τα δίνει μια νύχτα σε φίλους να τα βγάλουν λαθραία. Την αυγή μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσα την πιάσανε οι τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δε χωρατεύουν. Δεν τους κόστιζε τίποτα να πάρουν το πράμα, να κατασχέσουν το καράβι και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη Σιβηρία. Ούτε καιρό κοίταξε ούτε τίποτα, μόνο πάρσιμο την άγκυρα κι εμπρός. Και να ιδείς που συνεπήρε κι άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήταν έτοιμα να φύγουν, με έμεναν βλέποντας συλλογισμένο τον καιρό· τώρα όμως βγήκαν και κείνα στα πανιά.
Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δε θα παίξει. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήταν κατάσκουρα· ο ήλιος άσπρος και λερωμένος σαν άπλυτο καραβόπανο, στριφογύριζε γοργά, λες και βιαζότανε να κρυφτεί στα κύματα. Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό και πηδούσαν έξω από τα νερά, σαν να τα κυνηγούσε καμιά φάλαινα. Οι γλάροι με το λαιμό χωμένο, χαμοπετώντας και σκούζοντας, έφευγαν κατά τις στεριές. Ο καπετάνιος, βλαστημώντας τους Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλέψει παλικαρίσια.
– Α λα παιδιά· φώναξε κοιτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος· μάινα πανιά! ούτε φούσκα να μείνει στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα!…
Σε μισή ώρα το είπε κι έγινε: ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα. Τ’ αμπάρια, η πλώρη, η κάμαρη του καπετάνιου, το μαγεριό καρφώθηκαν που δεν πέρναγε τρίχα. Πλάκωσε τέλος η νύχτα και μαζί πλάκωσε το ψυχοσάβανο.
– Ε, και να μας τον έφερνε τραμουντάνα!
– Ας τον πάρει πρώτα στην όστρια, οστριασορόκο και βλέπουμε.
– Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντομαΐστρο· στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα Μπουγάζια.
Και ο σκύλος ακόμη, ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, τέντωνε το λαιμό, γύριζε ολούθε και μυριζόταν τον άνεμο. Μόνον ο καπετάνιος, ορθός εμπρός στην κάμαρή του, τραβούσε την πίπα ακίνητος, λες κι ήταν από μάρμαρο.
Απάνω στα μερόνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο. Δεύτερο φύλλο και ξέσπασε ο γρεγολεβάντες. Ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του. Αλίμονο στο σιταρόσπυρο που πέσει στου μύλου τα δόντια!
Εφτά είμαστε στο μπαρκομπέστια κι ο καπετάνιος οχτώ. Κι οι οχτώ μάτι δεν κλείσαμε, τσιγάρο δε στρίψαμε όλη τη νύχτα. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ’ όλες τις μεριές και πελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν μπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε, δυο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο κι ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι. Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά, γύριζε την πλώρη και το δεχότανε στα πλάγια· αλλιώς θα παθαίναμε μεγάλη ζημιά. Κι έτσι όμως η ζημιά δεν έλειψε. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και τη χόρευε στην κουβέρτα σαν καρυδόφλουδο. Ρίχτηκαν δυο τρία παιδιά να την αρπάξουν· μα πού να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; Χέρια είναι, δεν είναι ατσαλοσίδερο. Την ώρα που άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην πρύμη βρισκότανε. Και την ώρα που άπλωναν κατά την πρύμη, στην πλώρη έφτανε. Αν την βλέπατε, μωρές παιδιά, πώς πηδούσε, αν την ακούατε πώς μούγκριζε κι αγκομαχούσε, πώς έκοβε τα σχοινιά κι έσπαζε τα σίδερα, θα πιστεύατε πως ήταν ο διάβολος σωστός.
– Το Κόνισμα, παιδιά· το Κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος.
Καθώς άκουσε «το Κόνισμα», λύσσαξε ο τρισκατάρατος! Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμει σαν το φυλλοκάλαμο. Και την ώρα που έφερναν το Κόνισμα, πήδηξε στα κύματα με το Γιώργη το Σπετσιωτάκι, που αντιμαχόταν μαζί της. Για μια στιγμή, τον είδα κάτω σε βαθιά θεοσκότεινη λαγκαδιά ν’ αντρομάχεται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους απλοκαμούς, να τον παίζει στ’ αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα. Ρίχνομαι να τον αρπάξω· αλλά σύγκαιρα πισωπάτησα. Ο δύστυχος κρεμόταν στην κουπαστή με το κεφάλι ανοιγμένο και σκόρπια τα μυαλά. Δεν πρόφτασα να συνέρθω από τη φρίκη, και το κύμα, το ίδιο κύμα που μας τον έριξε πριν, ήρθε πάλι και τον άρπαξε για πάντα. Κακόμοιρο παιδί! ήταν ο καλύτερος της συντροφιάς μας!
Ήρθε τέλος η αυγή. Καλύτερα όμως να μην ερχότανε! Είδες το καλοκαίρι που βάνουν φωτιά στις καλαμιές, πώς σηκώνονται κολώνες οι καπνοί; Έτσι κολώνες, ανέβαιναν κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; πυκνό και βρόμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλότερο από την αμπασογάμπια του καταρτιού μας. Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγκος κι ο παπαφίγκος χώνευαν μέσα του. Μου φάνηκε πως βρέθηκα στο χτίσιμο του κόσμου, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά που τον έγλυφαν τα βόδια· πως οι καπνοί δεν ήταν παρά της μεγάλης φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψει. Και απ’ ώρα σ’ ώρα περίμενα την καλόγνωμη γουστερίτσα να φέρει το νερό για να σβήσει τη φωτιά· ο ουρανός να ψηλώσει γαλανός, ο ήλιος να διώξει τους καπνούς, να φανεί γη πλουτοδότρα, να λάμψ’ η θάλασσα και τα πετούμενα στ’ ανθισμένα κλαδιά να δοξολογούν το Δημιουργό.
Όνειρο ήταν η ελπίδα μου! Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι μας έζωναν περίγυρα και δεν ξεχώριζες παρά καμιά φορά άσπρο τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα. Κατά το μεσημέρι κάπως άριεψαν και είδα μακριά τον ίσκιο ενός μπάρκου που κατέβαινε με τα πανιά του τρίγκου και της αμπασογάμπιας. Πιάσαμε και μεις τραβέρσο απάνου στον καιρό με τα κάτω πανιά. Μα ώστε να το καλοϊδώ, το έχασα το μπάρκο. Οι κολώνες άρχισαν πάλι ν’ ανεβαίνουν, κλωθογυρίζοντας τις άπιαστες τουλούπες τους, άλλες χαμηλές, άλλες ψηλότερες, άλλες συμμαζεμένες, άλλες φυτεμένες στη γραμμή, άλλες κλαδεμένες στις κορφές, εδώ αδερφωμένες, εκεί αριοφύτευτες. Και εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως είμαστε σε κανένα δάσος από κείνα τα μαγεμένα, που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσιές και καμάρες αεροΰφαντες· που άνθρωπος δε διαβαίνει, και πουλί δε λαλεί, και θεριά δε μονιάζουν, παρά βασιλεύει ερημιά, και σκοτάδι κυβερνά, κι η παγωνιά καταλαλεί αργά κι άσφαλτα τους δύστυχους που πλάνεψε η τύχη στα μονοπάτια του!
Και όμως ούτε τ’ αγριεμένα κύματα, ούτε οι καπνοί, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας βασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε μέσα μας, θεόστραβη, μωρέ, η πείνα μάς θέριζε τα σωθικά! Ήρθε η ώρα που αφήσαμε κάθε δουλειά και ρίξαμε όλοι τέτοια φωνή, που τα θεριά της θάλασσας τρόμαξαν ακούοντάς την. Είπαμε να ξηλώσουμε τ’ αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη κι ας ήταν ο θάνατός μας. Ο καπετάνιος είδε τη στιγμή κι έβγαλε από την κάμαρη του ένα κουτί γαλέτες κι ένα μποτιλάκι ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι ζαμάϊκα! θεριέψαμε. Πλάκωσε η νύχτα θεοσκότεινη κι άγρια. Άγριοι και μεις ’τοιμαστήκαμε να μετρηθούμε με το Χάρο.
***
Άξαφν’ ακούω στην πλώρη στριγκιά τη φωνή του σκοπού και την καμπάνα που χτύπησε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή κι άλλη καμπάνα ακούστηκε να βγαίνει απ’ το τρισκόταδο. Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα, χίλιες φορές καλότυχος! Ο κίνδυνος της θάλασσας δεν έχει γλώσσα φοβερότερη απ’ αυτή. Την ακούς μια στιγμή και τη θυμάσαι ώσπου να πεθάνεις. Γιατί πίσω ακολουθάει πάντα ένας χτύπος που θυμίζει το χώμα και το νεκροκρέβατο.
Και να τος! ακούστηκε ο αναθεματισμένος χτύπος κι ένιωσα το καράβι να σπαράζει, σαν να το πιάσανε σπασμοί. Πηδάω στην πλώρη· ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγκου και της αμπασογάμπιας ήταν μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Εκεί ν’ ακούς φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε το δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας απαντούσε: «παπλωματά»! Οι βάρδιες πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη μη ξέροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξέρουν γιατί. Άλλοι γύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας γύριζε σαν το άλογο στ’ αλώνι, σέρνοντας πίσω του μια γούμενα, θαρρώντας πως ήταν το σεντούκι του. Ο Κουτρούφης ο Σιφνιός τραβούσε τα μακριά του τα γένια, πιστεύοντας πως τραβούσε τη σκότα του παπαφίγκου. Ο Μπαρμπατρίγγας ο Μυκονιάτης λούφαξε πίσω από τον αργάτη λυσοδένοντας τα βρακιά του. Ούτε οι σκύλοι δεν έμειναν ήσυχοι. Ο Καψάλης κι ο άλλος του μπάρκου, σκαρφαλωμένοι στα παραπέτα, άφριζαν δαγκώνοντας ξύλα και σχοινιά κι αλυχτούσαν, λες κι έβριζαν ο ένας «τσομπάνο» κι ο άλλος «παπλωματά»! Έβριζαν οι καπετάνιοι, φώναζαν οι ναύτες, αλυχτούσαν τα σκυλιά, η θάλασσα ρέκαζε, τα καράβια ανεβοκατέβαιναν και τριζοκοπούσαν, σαν δυο θεριά που πάσχουν να γονατίσει το ένα το άλλο! Και ψηλά τα φανάρια της γραμμής έχυναν το χρωματιστό φως τους σιωπηλά.
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα στην πλώρη. Σκύφτω, τι να ιδώ; Όλη η δεξιά μάσκα φαγωμένη και το κύμα χυνότανε στ’ αμπάρι κι ένιωσα την κουβέρτα να φεύγει από τα πόδια μου. Δεν χάνω καιρό, πηδάω στο μπάρκο.
– Παιδιά, εδώ! φωνάζω.
Γιατί πήδησα στο μπάρκο; Γιατί φώναξα «παιδιά εδώ»; Και γω δεν ξέρω. Μου το είπε ο άγγελός μου. Στη φωνή μου πήδησαν κι άλλοι στο μπάρκο κι ο καπετάνιος στερνός. Απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα πηγαίναμε στο φούντο. Γιατί από το τίναγμα ήρθε στιγμή και χωρίστηκαν τα καράβια. Το μπαρκομπέστια στέναξε βαθιά, βούτησε με την πλώρη, έγειρε στο δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε μια, ως που άνοιξε η θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι θεού συνέργεια! Το μπαρκομπέστια κατεβαίνοντας συνεπήρε μαζί το μπαστούνι του μπάρκου με όλα τα σκοινιά και τους φλόκους και τα σίδερα. Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αλάφρωσε το ξύλο· αντρειεύτηκε και τινάχτηκε με την πλώρη ολόρθη. Στο ξαφνικό ορθοπλώρισμα κυλήσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.
– Α λα, παιδιά, στις τρόμπες! φωνάζει ο καπετάνιος. Οι τρόμπες είναι η σωτηρία μας!
Ξημέρωσε τέλος ο θεός την ημέρα. Μα τι μέρα! Ουρανός και θάλασσα είχαν μια θολωμάρα που έσφιγγε την καρδιά. Πιο σιχαμένη αυγή δε θυμούμαι ν’ απάντησα στη ζωή μου!
Άξαφνα, εκεί που τρομπάριζα, ακούω το ναύκληρο κάτι να σφυρίζει στ’ αυτί του καπετάνιου. Αυτιάζομαι· οι ναύτες του καραβιού έλειπαν όλοι! Ακόμη έμαθα πως το μπάρκο ήταν ιταλικό. Οι ναύτες πήδηξαν βέβαια στο καράβι μας, όπως εμείς στο δικό τους· και μαζί τους ρούφηξε η θάλασσα. Έλειπε όμως η μεγάλη βάρκα και μπορεί σε κείνη να ζήτησαν τη σωτηρία τους. Κοιτάζω γύρω· τίποτα. Τους συχώρεσα και τους ξέχασα. Ήβρε ωστόσο τον κόχυλα και φύσηξε ο ναύκληρος δυο τρεις φορές. Αλλά μονάχα η φωνάρα του ακούστηκε βαριά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο.
Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τα σύγνεφα κι έριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδόσιας, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ’ από θολά νερά. Είμαστε κάτου από την Κριμαία. Αν ήταν τρόπος να πλησιάζαμε κει, θα είχαμε ελπίδα. Αλλά το μπάρκο στην κατάσταση που βρισκότανε ήταν ακυβέρνητο. Και μην είχε σκοπό να λιγοστέψει η χιονιά; Όσο πήγαινε, Τούρκος γινότανε. Φύλλο στο φύλλο ερχόνταν οι ανέμοι, άρπαζαν την παγωμένη άχνη στα φτερά τους, τη στριφογύριζαν σαν κουρνιαχτό στα τρίστρατα. Ήταν σαρανταήμερο, βλέπεις, κι όλα τα συντάγματα των διαβόλων ήταν πεσμένα στο γιαλό. Κι ο Βασιλιάς του, ακούς, που είχε θρόνο του τη Σαντορίνη, μέσα ήταν και κείνος και οδηγούσε τα φοβερά φουσάτα του στο χαλασμό του κόσμου. Η θάλασσα αφροκοπούσε απ’ άκρη σ’ άκρη και κυνηγούσαν ένα το άλλο τα κύματα και ψήλωναν και δέρνονταν και βαρυβογκούσαν, γκαστρωμένα το χαμό. Δεν πίστευες πως ήταν νερό παρά θεριά ανήμερα· λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες· αρκούδες ασπρόμαλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα ουρανοθέμελα και χύνονταν στο άμοιρο καράβι μας. Ένα κύμα εδώ πλάκωνε με το στήθος πλατύ, τρίζοντας τα δόντια του και φοβερίζοντας, σαν να ζητούσε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Άλλο εκεί γλιστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρη που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώσει κοιμάμενο τον οχτρό της· καθώς έφτανε κοντά, ψήλωνε για μιας, καβαλίκευε το κατάστρωμα, σάρωνε ό,τι έβρισκε, ξύλα και σχοινιά και σίδερα, και περνούσε αντίπερα γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας πεισμωμένα, γιατί δεν μπόρεσε να κάμει περισσότερο κακό. Άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό και φουσκωμένο, ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με φαρμακερές σαγίτες, ανυπόμονος να κάμει και να δείξει. Έσκαε όμως πριν να φτάσει στο σκοπό του και μανιασμένο έστελνε τους αφρούς καταπάνω μας. Και άλλα μύρια σπρώχνονταν ολόγυρα βιαστικά ποιο να χτυπήσει πρώτο, ποιο να δώσει τη δυνατότερη πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι άγριο πολιορκητών γύρω σε άπαρτο κάστρο. Ένα εδώ λάγγευε κι άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή, άλλο εκεί με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα· άλλο με μύτη φοβερή σούβλιζε τα παραπέτα κι έπιανε από την πρύμη και τάραζε σύξυλο το πλεούμενο, σαν κουρέλι. Και άλλα, κοπάδι ολάκερο, γλιστρούσαν κάτω από την καρίνα και για μιας πηδούσαν ορθά, πάσχοντας να το αναποδογυρίσουν. Και κείνο το δόλιο έγερνε από δω, διπλάρωνε από κει, βουτούσε με την πρύμη, σηκωνόταν με την πλώρη, σερνόταν και βογκούσε αργά και πονετικά, σαν αισθαντικό πράμα. Ήρθε στιγμή που το συμπόνεσα. Ξέχασα το δικό μου κίνδυνο και γύρισα σε κείνο την έννοια μου, μη μπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και ήταν τόσο ενάντιά του τα κύματα.
Το μπάρκο είχε δυο τρόμπες· μια στην πρύμη και μια στην πλώρη. Για να νικηθούν, ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμιά. Στην αρχή δεν άφηναν τον καπετάνιο να καταπιαστεί με τις τρόμπες. Μα έπειτα έγινε· πήγαινε πότε στη μία, πότε στην άλλη κι έτσι έβγαινε ο ναύτης κι έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την ώρα που τρακάραμε ως την αυγή δουλέψαμε καλά. Αν δε λιγόστευε το νερό, δε μπόρεσε όμως να μας κεφαλώσει.
Δεν ξέρω γιατί η νύχτα αγριεύει τόσο τον άνθρωπο. Θηρίο γίνεται· χωρίς να θέλει αφρίζει· χωρίς να σκεφτεί δίνει σώμα στον κίνδυνο. Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο και γυρεύει να μετρηθεί μαζί του. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από τη μέση και τον βροντά χάμου. Τον βρίζει· και βλέπει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή. Τον φτει· και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα στο πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλεύει με τα χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο σώμα του νιώθει να φυτρώνουν τόσες δυνάμεις, που απορεί πως δεν τις ήξερε πριν. Τον σπρώχνει από δω, από κει τον ξεσχίζει, αλλού τον στραγγαλίζει. Αισθάνεται να τον περιχύνει το αίμα του, τα κοψίδια να κρέμονται στα δάχτυλά του σπαρταριστά και κείνος όλο φυσά κι όλο θυμώνει και αντρειεύεται.
Σε τέτοια θέση τώρα ήμουν κι εγώ. Όλη νύχτα πάλευα με τις τρόμπες και ούτε κόπο κατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνο φοβερό. Πατούσα την τρόμπα και νόμιζα πως έβγαινε άμπουλας το νερό. Μόλις όμως πλάκωσε η μέρα, κόπηκαν τα ήπατά μου. Ο καπετάν Πήλιουρης, που λένε οι Κρανιδιώτες πως βγήκε από τον τάφο και γυρίζει στον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη δική μας κατάντια. Φουσκώσαμε και μαυρίσαμε που δε γνώριζε ο ένας τον άλλο! Τα μαλλιά μας, τα μουστάκια, τα γένια σκλήρυναν σαν αγκάθια. Τα μάτια, χωνεμένα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν σαν άσπρα σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο, το μισό απόμενε. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όσκιο έχασκε πάντα να καταπιεί τα πέλαγα. Πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, ο αξιότερος και πιο χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και ξαπλώνεται τ’ ανάσκελα στην κουβέρτα.
– Μωρέ σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, τι κάνεις;
– Δεν μπορώ πια.
– Μωρέ, θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ’ ελπίδες μας.
– Ας χαθούμε! έτσι κι έτσι θα μας φάει που θα μας φάει το κύμα· κάλλιο μια ώρ’ αρχύτερα. Λύθηκα…
Αλήθεια· όλοι είμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν· τα δάχτυλά μου όπως ήταν κλεισμένα στο σίδερο, έτσι έμειναν· ούτε ν’ ανοίξουν, ούτε να κλείσουν περισσότερο μπορούσαν. Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα, ήθελα άλλον να με τραβά από πίσω για να σηκωθώ. Έτοιμος ήμουν κι εγώ να την παρατήσω. Αλλά στην ώρα ακούω το ναύκληρο να φωνάζει από την πλώρη:
– Πανί, παιδιά! ένα πανί!
– Ένα πανί! φωνάζω χωρίς να ιδώ τίποτα.
Είδαμε τέλος μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε το μαΐστρο. Με μιας ζωντάνεψα. Όχι εγώ· όλοι μας. Κι ο Σκοπελίτης ακόμα πήδηξε και ρίχτηκε στην τρόμπα, που έκαμε να τρίξουν όλα της τα χάρβαλα. Δένουμε αμέσως τη σημαία κόμπο στο χαϊμαλί ψηλά κι αρχίζουμε να φωνάζουμε, να φυσάμε τον κόχυλα και να κινούμε τις σκούφιες μας. Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά προμηνώντας την άνοιξη, φαινόταν το καράβι ασώματο μακριά. Και όμως πίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, γνώρισε τον κίνδυνο κι ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε τις τρόμπες κι έτρεξε καθένας στην πλώρη για να έβρει τίποτα να πάρει μαζί του.
– Μωρέ, παιδιά, βουλιάζουμε! ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου.
Πηδάω έξω. Για πέντε λεφτά το νερό μας κεφάλωσε. Ριχτήκαμε πάλι ν’ αρχίσουμε τον αγώνα. Αλλά τώρα δε μας φαινόταν βαρύς. Το καράβι όλο και πλάκωνε. Σε λιγάκι φάνηκε ολάκερο το σκαφίδι. Αλλά δεν ξέρω γιατί, στοίχειωσε η απελπισία στην ψυχή μου, και δούλευα ακόμη την τρόμπα.
– Ρε Καληώρα, δεν παρατάς πια την έρμη! γυρίζει και μου λέει ο καπετάνιος· να το, πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα;
– Δεν πειράζει.
Δεν ήθελα να ξεστομίσω την υποψία, γιατί θα μ’ έπαιρναν για παλαβό. Το μπάρκο πλησίαζε· διάβαζα μάλιστα και τ’ όνομά του στις κουλούρες· το έλεγαν «Σωτήρα».
– Α! α! α!… έβαλαν όλοι χαρούμενες φωνές.
Από κείνους ούτε κινήθηκε, ούτε φώναξε κανείς. Είδα τον τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο ορθό στην πρύμη· το ναύκληρο και πέντ’ έξι ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν και μας κοίταζαν, μα ούτε σχοινιά ’τοίμαζαν, ούτε τίποτα. Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος, με κεφάλι ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε το άγριό του αλίχτημα.
– Τους άτιμους, ψιθύρισα.
– Για ποιους λες; με ρώτησε ο καπετάνιος.
– Για τους σκύλους.
Και ρίχτηκα με τα δυνατά μου στην τρόμπα.
– Όρεξη που την έχει ο Καληώρας, είπε ο καπετάνιος γελώντας. Θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίσει.
Ωστόσο το μπάρκο ήρθε μια βόλτα κι έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζει στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σταβέντο.[22] Βάνουμε τις φωνές:
– Μωρ’ αδέρφια, πνιγόμαστε! Πού μας αφήνετε; Σωτηρία!… Αδέρφια, πνιγόμαστε!… Σωτηρία!…
Ακούστηκε κάποια φωνή και πάψαμε βουλώνοντας ο ένας του άλλου το στόμα. Και μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοφύσημα, ακούστηκε χαρόσταλτο ανάμπαιγμα η φωνή:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
Δεν το πίστευαν τ’ αυτιά μου! Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξει με τη θέση μας και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξη. Ο «Σωτήρας» όμως πάντα μάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές:
– Μωρ’ αδέρφια, πνιγόμαστε! Πού μας αφήνετε; Σωτηρία! Πνιγόμαστε, σωτηρία!…
Βουλώσαμε πάλι το στόμα· κρατήσαμε την ανάσα μας. Και η φωνή από το μπάρκο, συντροφιασμένη με το ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοβόγκημα, πιο δυνατή και αναμπαίχτρα, ξαναδευτέρωσε:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
Έμεινε όπου βρέθηκε καθένας για πολλή ώρα. Άξαφνα, σκορπίσαμε τρελοί, σκαλώσαμε στα κατάρτια και μονόγνωμοι αρχίσαμε να φασκελώνουμε και να φωνάζουμε:
– Της μάνας σου το κέρατο!… Χάννε μούνε!… χάννε μούνε!…
***
Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο έμοιαζε με νυχτερίδα. Κάπου άρχισαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ’ ουρανού, αργά όμως, σαν να πάλευαν συνατοί τους οι καιροί· Έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος και το κύμα, καθώς έσκαζε ψηλά, σπιθοβολούσε πολύχρωμο και βροντερό, σαν να κυλούσε συντρίμμια από λόγχες και γυμνά σπαθιά, δίκοπους μπαλντάδες και μαχαίρια και κράνη χάλκινα, σπρώχνοντας να τα ρίξει πέρα στην ακρογιαλιά, μαζί με τα γυμνά κορμιά. Και μέσα στην υγρή άχνη, που ανεμόφτερη έτρεχε κατά τη νοτιά, το Τόξο έλαμπε υφασμένο από νεράιδας χέρι απάνω σε αεροκάμωτο διασίδι. Μα τι κατάρα που την πήραμε και μεις! Το θεόσταλτο σημάδι, που προλέγει πάντα την καλοσύνη του καιρού στους ναυτικούς, γράφτηκε να προλέγει θαλασσοταραχές και αγριοκαίρια:
Είδες Τόξο την αυγή;
καλοσύνη το βραδύ!
Είδες Τόξο το βραδύ;
κακοσύνη την αυγή!
Άρχισα να πιστεύω πως ξεγραφτήκαμε από του κόσμου το βιβλίο· πως οι άνθρωποι τράβηξαν χέρι μη συνεπάρει και κείνους του Θεού η κατάρα. Και άλλοι αν μας απαντήσουν, έλεγα, έτσι θα μας φερθούν. Όμως από τις πολλές φωνές του καπετάνιου, που δεν έχανε το θάρρος του, πιάσαμε πάλι τις τρόμπες. Τρομπάραμε καμιά ώρα· έπειτα ένας ένας τις αφήσαμε. Πλάκωσε ωστόσο η νύχτα. Και τι νύχτα! Κόλαση σωστή. Ούτε άστρο στον ουρανό, ούτε φανός στη θάλασσα! Είπε μια στιγμή να φυσήξει πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το γύρισε γρεγοτραμουντάνα. Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζει· θυμήθηκε, βλέπεις, ο ουρανός πως χρειαζόμαστε σάβανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι και νόμιζες πως ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνο στην πλώρη αγουριόταν το σκυλί και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια.
– Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! μουρμούριζε· ένας κι ένας! Να χαθούν, δε βρίσκονται σ’ όλη τη γη!… Αμ δεν πάτε, καημένοι μου, να φορέσετε φουστάνια!
– Μα τι θες να κάνουμε; του λέει ο Κράπας.
– Τι να κάνετε; να παλέψετε, μωρέ· να παλέψετε! Σ’ άρπαξε από τα πόδια ο Χάρος; πιάσ’ τον από το λαιμό… θα σε πάρει – να σε πάρει παλικαρίσια. Όχι να σταυρώσεις τα χέρια και να παραδοθείς!
– Μα δε βλέπεις που χάσκει το κύμα να μας καταπιεί!
– Ώσπου να με καταπιεί κείνο, το ρουφάω γω!…
Ο καπετάν Μπισμάνης γύρευε να μας κεντήσει το φιλότιμο. Αλλά ποιος μπορούσε να κινηθεί; Το χιόνι πλάκωνε μια πήχη στο κατάστρωμα. Στα σχοινιά, στα κατάρτια, στα σίδερα, στα κουρέλια των πανιών απλωνόταν κι ασπρογάλιζε σαν κουλουριασμένα φίδια. Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο. Μα δεν είχα δύναμη να σηκωθώ. Άρχισε να με πιάνει αποκαρωμάρα και κει που ήμουν ακόμα ζωντανός νόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως με κυλούσαν τα κύματα. Έλεγα πως ήμουν πρησμένος ταβούλι· πως το κεφάλι μου ήταν όμοιο μ’ ένα ρουμοβάρελο· πως τα πόδια μου ζύγιζαν καθένα από πεντακόσια καντάρια! Άξαφνα, λέει, τα θεριά της θάλασσας, τα σκυλόψαρα και οι φάλαινες, οι ξιφιοί και τα δελφίνια τριγύρισαν λαίμαργα το κουφάρι μου και πιάσανε διαβολικόν καβγά με τα όρνια τ’ ουρανού για τα κοψίδια μου. Εγώ τα κοίταζα και γελούσα σκαστά και τρανταχτά γέλια, βλέποντας να λαχταρούν τ’ αρρωστημένα κρέατά μου. Κι έπειτα, λέει, το κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ’ ένα ρουμοβάρελο, βρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας. Ήταν ανήμερα Λαμπρή, κι ή χώρα έλαμπε κάτασπρη, σαν μαρμαρόχτιστη, και μοσκοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια βροντούσαν και βαρούσαν παιγνίδια κι έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι το κρασί κι έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ’ αβγά κι έτρεμε το «Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη. Το κεφάλι μου, αργοκυλώντας μέσ’ από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε κι άραξε στην ακρογιαλιά και βγήκαν οι νιες περδικοστήθες, με τα κίτρινα φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με τα τσόχινα βρακιά και τα πλατιά ζωνάρια τους, με κοίταζαν κι έλεγαν μ’ απορία: Τίνος είναι τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι και συγγενείς, μ’ έβλεπαν και κείνοι, ρωτούσαν κι έλεγαν: Τάχα τίνος είναι τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα και στενοχωριόμουν που δε με γνώριζαν, κι ήθελα να τους φωνάξω: – Δικό μου είναι, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με τρέμουν τα βαγένια και τα καπηλειά. Ο Μπαταριάς σαν αρχίσω τους σκοπούς μου, σπάει τις κόρδες του λαγούτου του κι ο Σουλεϊμάνης απαραιτεί το νάι του στη φωνή μου. Εγώ, αν σηκώσω μάτι στα ψηλά τα παραθύρια, αρνιέται κάθε γυναίκα τον άντρα της· κι αν σύρω το χέρι στη μέση μου, το αίμα κατουρεί κάθε μάνας γέννα. Εγώ ψάρεμα πρώτος το μελάτι στους βυθούς της Μπαρμπαριάς και ξερίζωσα το στοιχειωμένο γιούσουρι μ’ ένα τίναγμα. Οι Καλυμνιώτες είδαν το βούτημά μου και θάμασαν. Μ’ είδε το σκυλόψαρο – μοβόρικο ψάρι! – κι ήρθε μπρος στο γυαλί της περικεφαλαίας μου, θέλοντας να γνωρίσει το νέο θεριό που συνεμπήκε στα νερά του. Με είδαν οι Αραπάδες της και με τίμησαν ως βασιλέα· μου άφησαν ελεύθερο το πηγάδι που θα πίνω νερό και το κοπάδι που θα τρώγω το κρέας. Εμένα μ’ έμαθαν από μικρό παιδί όλ’ οι ανέμοι, από λεβάντε σε πονέντε και από βοριά σε όστρια· και συντρόφεψαν το νυχτοπερπάτημά μου όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού. Εγώ είμαι ο Καληώρας ο βλάμης σας, που με γνωρίζουν τα πόρτα της Μαύρης Θάλασσας και της Άσπρης τα λιμάνια, πέρα και πέρα, και πώς εσείς δε με γνωρίζετε;
Αυτά και άλλα ήθελα να τους ειπώ· μα δεν μπορούσαν να βγάλω λέξη από το στόμα μου. Ώσπου μ’ άρπαξαν τα παλικάρια και οι λυγερές και βγήκαν πέρα στο Βληχό να παίξουν κλοτσοσκούφι. Εδώ μ’ έριχναν, εκεί με πετούσαν ολημερίς. Γελούσαν οι λυγερές δυνατά και στο γέλιο τους μάντευα της καρδιάς τη λαχτάρα. Τραγουδούσαν τα παλικάρια κι έλεγαν με το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών τον πόθο και τον καημό τους. Και γω που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα τ’ ασημένια γέλια, σε Κόλαση ήμουν απ’ τη ζήλεια, γιατί δεν ήμουν σε κείνη την Παράδεισο!
Το βάσανό μου βάσταξε, λέει ως το ηλιοβασίλεμα. Και τότε όλοι μαζί έφεραν το κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και θάφτοντας τραγουδούσαν και μου έλεγαν:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
Μέσα στο καταχώνιασμα ακούω μια φωνή να μου φέρει το αέρι:
– Ε, από το μπάρκο!… ε!…
Τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια μου τ’ αυτιά. Και όταν πάλι δυνατότερη και πιο κοντά ξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που αγγελοκρουόταν. Μα, δόξα να ’χει ο Θεός, δεν ήταν από τους συντρόφους μου· ήταν από τη γολέτα που μας έσωσε.
Όλοι σωθήκαμε, ένας απόμεινε ο σκύλος μας. Κανένα δεν άφηνε να τον ζυγώσει. Του καπετάνιου, που τόλμησε να τον πιάσει, του έκαμε κουρέλια το μουσαμά. Και τα χαράματα που βολταζάροντας να βρούμε τον καιρό περάσαμε πάλι από κει, είδα το μπάρκο να κατεβαίνει στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά του σκύλου, να γαργαρίζει και να σβήνει μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου το βόγκο, σα να μας έλεγε κειος με παράπονο:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
***
Δεν ξέρω πόσον καιρό κοιμήθηκα μέσα στη γολέτα. Μόλις πατήσαμε κει, μας έγδυσαν οι ναύτες από τα ρούχα, που έβγαιναν μαζί με το πετσί, μας πότισαν τσάι με το ρούμι και μας ξάπλωσαν στα ζεστά κρεβατοστρώσια. Όταν άνοιξα τα μάτια, ήμαστε μπρος στα Μπουγάζια. Ο ουρανός χρυσογάλανος και θάλασσα σωστό κρυστάλλι. Οι μύριες της γλώσσες φιλούσαν απαλά τις στεριές. Ανατολή και Ρούμελη, κάτασπρες από το χιόνι, αστραποβολούσαν στο λιοπύρι και καθρεφτίζονταν στα νερά. Ψαρόβαρκες με τ’ άσπρα και τα κόκκινα πανάκια τους αρμένιζαν στις ακρογιαλιές, σαν θαλασσοπούλια που σκύφτουν να παιγνιδίσουν με το κύμα. Καράβια κάθε λογής κατέβαιναν βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια. Απάνω από το κεφάλι μας πετούσαν σύννεφα πουλιά.
Γύρω στα κάστρα ανέμιζαν οι κόκκινες σημαίες και άστραφτε των κανονιών το ατσάλι, ηχολογούσαν οι σάλπιγγες και κοκκίνιζαν δασοφυτρωμένες παπαρούνες τα φέσια. Όλα φαίνονταν πασίχαρα και γελαστά. Έπεσα στα γόνατα και με πήραν τα δάκρυα. Αχ ναι, τ’ αδέρφι· δε φαίνεται τόσο όμορφος ο κόσμος στον άνθρωπο παρά όταν κινδυνέψει να τον χάσει!
Η γολέτα ήταν γαλαξειδιώτικη, του καπετάν Καρέλη. Ερχόταν από τον Σουλινά φορτωμένη σιτάρι για την Πάτρα. Ήταν όμως χολέρα στον Ποταμό και θα πήγαινε πρώτα να κάνει καραντίνα στις Δήλες. Ο καπετάν Καρέλης μάς ρώτησε, αν ήθελε κανείς να βγει στην Πόλη· μα όλοι μονόγνωμοι ζητήσαμε να μας πάρει στην Ελλάδα. Δεν ξέρω γιατί, όταν κανείς κινδυνέψει, πιθυμάει τόσο την πατρίδα και τους συγγενείς του. Πολλές φορές μου έτυχε να κινδυνέψω στη θάλασσα. Μία φορά πήγα να ψοφήσω από πλευρίτη στο γερμανικό νοσοκομείο της Πόλης. Άλλη μία φορά στην καραντίνα της Σινώπης έκαμα δυο μήνες από χολέρα. Στο Ταϊγάνι ένα χειμώνα έπεσα από το κατάρτι κατακέφαλα κι έκαμα εφτά μήνες στο στρώμα. Μα πάντα, μόλις έπαιρνα την καλύτερη, μονοφύσημα τραβούσα για την πατρίδα. Και, στη θάλασσα που αρμενίζω, γλυκύτερες ώρες από κείνες δε γνώρισε ακόμα η ψυχή μου. Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα κι αγκάλιαζα όχι μονάχα τους συγγενείς μα και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι φαίνονταν άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη πίστευα πως με χαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς όρισες! Καλώς όρισες!
Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκιο να ζητήσουν την πατρίδα. Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του. Εγώ τίποτα δεν περίμενα. Από μικρός ορφάνεψα κι από μικρός ξενιτεύτηκα με τα καράβια. Πέντ’ έξι μήνες πριν, με κατάφεραν κι αρρεβωνιάστηκα με μια φτωχούλα. Δεν τη συλλογιζόμουν όμως παρά σαν έβλεπα τον αρρεβώνα στο δάχτυλό μου. Μα τώρα από τη στιγμή που βρέθηκα στη γολέτα, εκείνη πρώτη έλαμψε μπρος μου, με τη φτωχή της φορεσιά, δακρυσμένη να δέρνεται απάνω στο εύκαιρο μνήμα μου. Δεν ξέρω γιατί ανάτειλε στο νου μου άξαφνα, πως η τύχη εκεινής ήταν να σωθώ· πως ο θεός θέλησε να μη μαραθούν παράωρα τα νιάτα της, να μη μαυρίσει η καρδούλα της, πριν ανοίξει σαν τριαντάφυλλο στου γάμου τη δροσιά· να μη γίνει χήρα πριν νύφη γίνει η ορφανούλα! Και η αγάπη σε μια ώρα φύτρωσε μέσα μου και ρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε χαραμάδα, και πρασινίζει και ανθοστολίζει τους τοίχους του ερμόσπιτου! Την είχα μπρος μου και ομορφιές τής έβρισκα· γελούσε κι οι άγριοι κάμποι άνθιζαν και πεντοβολούσαν. Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω στην Ελλάδα. Έστειλα γράμμα της θειας της από την Πόλη και της έλεγα να ’τοιμασθούν για το γάμο και πλακώνω. Το σπιτάκι μου, που σφάλισε αφότου πέθαναν τα γονικά μου και σκούριασαν οι κλειδωνιές, χορτάριασαν οι πόρτες κι έπνιξε η αγριαγκαθιά και το μαμούδι την αυλή του, θα το στολίσει, έλεγα εκείνη σα νεράιδα· θα φυτέψει μηλιά στην πόρτα και κλήμα στην αυλή· θα κρεμάσει μοσχομύριστ’ αφροκύδωνα πάνω απ’ το κρεβάτι και ρόιδα μοσχομύριστ’ ψηλά στο πατερό!
Οι σύντροφοί μου άρχισαν να διηγώνται τον κίνδυνό μας με περιφρόνηση και να παιζογελά ο ένας τον άλλο για το φόβο του. Έπλαθε καθένας ό,τι του κατέβαινε και παρουσίαζε τον εαυτό του για ήρωα. Σε μένα μάλιστα, που ήμουν σαν αφαιρεμένος, ρίχτηκαν όλοι και με πείραζαν στα γερά. Ο καπετάν Μπισμάνης, δεν ήταν ώρα να φανώ μπρος του και να μη μου φωνάξει γελώντας:
– Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψεις την τρόμπα;
Τέλος κατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμει λιμάνι! Όσο τον έχει στο σορόκο καλά, άμα όμως τον πάρει τραμουντάνα και κατεβάσει ο Τσικνιάς ουδέ βάρκα δε μένει μέσα. Γυρεύαμε τόπο ν’ αράξουμε· πού ν’ αράξουμε; Εβδομήντα κομμάτια καράβια, μικρά μεγάλα, ήταν εκεί· χωριστά πέντ’ έξι βαπόρια. Από τα κατάρτια και τα σχοινιά πίστεψα πως έμπαινα σε πυκνοντυμένο δάσος χειμώνα καιρό. Ωστόσο ήρθε ο πιλότος και μας άραξε κατά τα Κοκκινάδια. Δεν αράξαμε ακόμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινο, ξεσκούφωτο, αναμαλλιασμένο να τρέχει στην πλώρη, να καβαλάει το μπαστούνι, ν’ αρπάζει τον έξω φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζει και να καταριέται και να θεορίχνει. Κοιτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας!
– Παλιοτσόπανε!… παπλωματά! καραβανά!… αλυχτούσε ο καπετάνιος μας. Δε φοβήθηκες, μωρέ, το Θεό! Τη θάλασσα δε φοβήθηκες! Μα έχω τις ελπίδες μου! θάλασσα, μωρέ, αν είναι θα το δείξει, αργά γλήγορα!…
Είδα κι έπαθα να τον ησυχάσω. Τέλος πήρε να νυχτώνει και κακά σημάδια έδειχνε ο καιρός. Ο ήλιος βασίλεψε μαραμένος πίσω από τη Σίφνο. Τα ουρανοθέμελα σκούραναν κι οι χαμηλές στεριές άσπρισαν γύρω σαν κιμωλία. Της Τήνου το βουνό έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς σκοτείνιασε. Ασυνήθιστη κίνηση άρχισε στις Δήλες, σαν σε μερμηγκοφωλιά τα πρωτοβρόχια. Στο πόδι, μαρινάροι! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια, νύχια, δόντια σε κίνηση. Ένα καράβι εδώ μάζωνε την άγκυρα· παρέκει άλλο έριχνε και τη σπεράντσα· άλλο κατέβαζε τις σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, κει τα βαπόρια κάπνιζαν. Πλάκωνε, νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ’τοιμαζόταν να τον αντικρίσει με όλα του τα σύνεργα.
Και αλήθεια σε λίγο πλάκωσε ο εχθρός. Μαύρος, θεοσκότεινος, πέταξε από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κι έκαμε το λιμάνι μαλλιά κουβάρια. Εκεί ν’ ακούσεις τη σαλαλοή και το θρήνο. Σίδερα βροντούσαν, ξύλα τρίζανε, φωνές αντηχούσαν κι αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος γκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες. Εδώ τριζοβολούσαν οξιές θεόρατες, εκεί βροντούσαν χιλιόχρονες βελανιές· δεξιά χούγιαζαν πεύκα φουντωτά, αριστερά στέναζαν λυγερά κυπαρίσσια. Σ’ ένα μυκονιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία πετούσαν τα σανίδια σαν πούπουλα και σκέπασαν τη θάλασσα ως πέρα στο νησί! Ένα τσερνίκι σμυρνέικο, κάρβουνα φορτωμένο, το άδειασε τέλεια. Μια σφουγγαράδικη μηχανή την έγδυσε, σαν να την πάτησαν κουρσάροι. Τα βαπόρια πήραν τις άγκυρές τους και αγριοσφυρίζοντας ρίχτηκαν στραβά πάνω στα πλεούμενα. Εμείς είμαστε στην άκρη κι εύκολα, αμολώντας την άγκυρα, βγήκαμε πέρα, κάτω από τις Μικρές Δήλες.
Όλη τη νύχτα βάσταξε θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα, είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήταν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε και κρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα σαμιώτικο τρεχαντήρι. Δεν ξέρω πώς πήγα στην πρύμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη γονατιστόν πίσω στο τιμόνι, να κλαίει να μύρεται σα γυναίκα.
– Τ’ έχεις, καπετάνιε, τ’ έπαθες; τον ρωτάω.
– Αχ, μωρέ παιδί! λέει στενάζοντας μ’ οργίστηκε ο Θεός!… Ο κακομοίρης χάθηκε, φτωχός άνθρωπος!…
Γυρίζω κατά τα Κοκκινάδια· ο «Σωτήρας» μαδέρια βρισκότανε στις πέτρες και κοντά οι ναύτες του, βρεμένοι ως το κόκαλο, τουρτούριζαν γύρω στη φωτιά. Κι ακόμη κοντά ο καπετάνιος του, αναμαλλιασμένος και αγριομάτης, κοίταζε τα ναυάγια σα να κοίταζε των παιδιών του τα σκέλεθρα. Μωρέ μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Το τίναξε απάνω του σαν αστραπόβολο! Αλήθεια, λυπήθηκα και γω το μπάρκο. Μα η θάλασσα έκαμε την κρίση της!…
Ο μπαρμπα-Καληώρας σώπασε τέλος. Αλλά το τσούρμο έμεινε άφωνο για πολλή ώρα. Δε συλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης Θάλασσας, ούτε τις παλικαριές κι αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος λίγο ποιος πολύ, τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αιστανθεί. Εκείνο που τους έκαμε εντύπωση ήταν το πάθημα του «Σωτήρα». Καθένας φανταζότανε τη θεϊκή οργή, μαύρο πουλί ν’ ακολουθεί από ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται και να το πετσοκόβει με ασπλαχνιά. Τρόμος τούς είχε κυριέψει. Και όταν ακούστηκε η καμπάνα της βάρδιας, σηκώθηκε καθένας και πήγε να πιάσει δουλειά του, δίχως χωρατά και πειράγματα. Μόνον ο Κώστας ο θερμαστής, πάντα ίδιος, ηθέλησε πάλι να κεντήσει το γέροντα:
Έλα πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές εναυάγησες;
Ο υποναύκληρος τώρα σηκώθηκε πάλι αλύγιστος, τα μάτια του σπιθοβόλησαν θυμούς και φοβερίσματα με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά συρμένη γύρισε και είπε:
– Μωρέ άιντε πορρρ!… Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι ύστερα να ’ρθείτε να μιλήστε μετά μένα. Αμήηη!… τον καιρό που γω αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!…
The Justice of the Sea
By Andreas Karkavitsas
[from the anthology Words of the Prow]
Freely adapted by Vassilis C. Militsis.
Uncle Kalioras, the boatswain, was frequently becoming the object of banter by his mates. And they did not need much effort to make him going by merely making their wonted question:
⦁ Come on, tell us, Uncle Kalioras, how many times have you shipwrecked?
To this unoffending query the old salt ignites like tinder. His weather-beaten and time warped body is straightened up rigid; his beaming and benign countenance is clouded over like a March sky; his eyes spark in anger and menace; with a choppy drawl of arvanitic accent, he addresses them:
⦁ Boo! Be off! You’d better first wean yourselves off your mothers’ milk and then you’ll be worthy of talking to me! For sure… when I used to sail the high seas, you hadn’t even existed as seed in your fathers’ loins!
The crew then bursts out in roaring laughter and Uncle Kalioras, the boatswain, cannot help joining in the general mirth.
One day at noon when the first shift was mending a sail in the prow and the second was ravenously lunching, the sailors tried to goad him anew. That time he was not incensed. He remained calm in the place where he was sitting; he left the bodkin half-stuck in the cloth, screwed up his eyes at the sea, a faint smile playing on his face. Did he perhaps cast his glance at the waves or the shadow of the vessel, which glided in the water, with her high hull, her lofty masts, her upper bridge and her tall smokestack? Who knows! After remaining in that position for some time, he looked around him and spying near him his chief, who was spinning the strands of a guy rope, he began speaking in sybilline tones:
‘Know this well, Uncle George; the sea as well as the land has its own justice. And the sea has a better justice than the land. The sea brooks no excuses; according to what you sowed, you reaped; the wrong you did, the sea flings it back on you like a thunderbolt! Now the evil I experienced on that accursed ship can’t be described! The ship did not last a month! What am I saying, a month? Not even a fortnight; not even ten days! Within a week, she got what she deserved. And I believe that is just, for what happens at sea is soon forgotten: what’s done is easily carried away with the blowing of the wind, with the foam of the waves and the whims of the weather. Therefore, retribution must be quick.
’I remember I was jobless in Constantinople. And suddenly I resolved to sail down to the island of Hydra to get married. Day in, day out seeking a familiar vessel to board, I spent the money I had hoarded for my wedding by frequenting the coffee house owned by a Sifnean or the tavern belonging to someone from Santorini. And at Kemer Alti gambling, carousing, and debauching with women day and night! In two weeks I owed three thalers to the café owner and thirteen francs to the taverner. As to Kemer Alti, you’d better not ask; they nearly got me to don a fez and make me play the hurdy-gurdy at the door of the joint.
’But a hardworking man, old as he may be, is never daunted. On those days rumor had it at the Wine-pier that a Spetsiote enlisted a crew for the Black Sea. It is true that I was the last to get wind of it. The tavern owner, who had credited me, came one night and whispered into my ear:
“Here, drink this quart with me and then head to Buyukdere. Seek out Captain Bismani’s barquentine and get on board. At the break of day you sail for the Black Sea.”
’My well-wisher and I downed the quart of booze hurriedly, still standing; I shouldered my clothes and went straight to Buyukdere. At daybreak we hove anchor, but the captain would not detach himself from the petticoats. You all know how alluring they are! Finally we sailed out of the Straits and we met a southerly weather; in four days we reached Kerch where we dropped anchor.
’In the early days of November we were ready for the return voyage. But it was the sixth day of the new moon.
In the wane of the moon
The sailor is free
To sail at sea.
On the new moon’s sixth day
The sailor must stay
In the lee of the bay.*
The old timers used to say. Captain Bismanis was wise: if he saw no fair weather signs, he would not heave anchor. But we were to be punished for our sins. The captain had a box of homemade sweets to treat the merchant on. In order to avoid paying duties on them at the customs, he had them brought out by friends at night secretly. At daybreak he was told by the merchant that the box was found by the customs officials. Hearing this he hurried to the ship. The Russians do not jest about contraband. It was easy for them to seize the box, confiscate the ship and send us all chained to Siberia. He did not mind the weather; we only hove anchor and set sail away from the port. And mind this: we made other vessels follow us, too. Many ships were ready to sail off, but seeing the overcast sky, they were hesitant; however, now, they also set sail with us.
’But the New Moon’s Sixth Day was threatening. The sky was dark all around; the sun shone whitish and soiled like a dirty piece of canvass, and drifted quickly across the sky as if he was in a hurry to dip and hide in the waves. The dolphins swam in schools before the wind and skimmed the waters as though they were chased by a whale. The seagulls with their necks shrunk in, flying low and squeaking, headed inland. The captain, cursing both the Russians and the merchant, prepared to fight like a hero.
“Make ready, my lads,” he shouted looking around like a wildcat; “strike the sails! No furl on the booms, no line on the rigging, no chink on the deck!”
’In half an hour his orders were executed to the letter: No furl on the booms, no line on the rigging, no chink on the deck. The holds, the forecastle, the captain’s cabin and the galley were nailed tight; not a hair could pass through. Then night fell and pressed on us like cerement.
⦁ Look! It’s blowing from the west!
⦁ Then we’re expecting a southerly and a southeasterly wind. After that, we shall see.
⦁ Calm, lads; it’s changed to a westerly and northerly wind; we’re most likely to encounter other changing winds. Don’t worry; we’ll make the Straits without rain.
’Even Kapsalis, the ship’s dog, sitting on the end of the bowsprit, stretched his neck, turned here and there and sniffed the air. Only the captain stood straight in front of his cabin dragged on his pipe perfectly still as though he was made of marble.
’Within a couple of days the first bout of bad weather blew up followed by a second one with a strong north-easterly wind. The worst Black Sea weather swept us with its claws. Woe to the grain of wheat when it falls under the millstone!
’We were seven hands in the barquentine plus the captain. None of us had a wink of sleep; nor did we roll a cigarette all night. The sea, alive, rushed into the boat from all sides and logged it. The scuppers were wide open but they could not empty the water. One wave was bailed out, two rushed in. Luckily the ship was seaworthy and the captain an old salt. When the sea hit the prow with a roar, he steered the vessel so that it received the wave on the side; otherwise we might have sustained serious damage. Nevertheless, we were not immune to damage. A billow flooded us, rent the small dinghy from its chocks and washed it upon the deck as if it were a nutshell. A couple of lads rushed after to catch it, but how could they handle a boat that danced like a rabid bear? Their hands were made of muscle, not of cast steel. When they reached out to catch it at the prow, the boat slid to the stern and the other way around. Ah, lads, you should ’a’ seen the way it danced, how it slashed the tackle and broke the rails, you should ’a’ heard how it roared; you would’ve believed that it was just a real fiend.
“The Icon, lads, the Icon!” yelled the boatswain, suspecting diabolical agency.
’Upon hearing about the Icon, the possessed dinghy ran amuck with fury! The Satan made it sway like reed in the wind. And at the moment the Icon was brought on the deck, it went overboard along with Georgie, a lad from the island of Spetses, who struggled against it. For a moment I took a glimpse of him down in a pitch-dark gorge fighting like a hero in a desperate battle. And suddenly, I saw a huge billow, with a thousand aqueous claws and tentacles, toying with him in its frothy maw and spitting him upon us with oaths and threats. I rushed to grab him, but in time I shrank back. The wretched lad hung on the gunwale with his head open and his brains oozing out. No sooner had I been able to recover from the horror than another wave, perhaps the same one that had spat him out on us, came again and pulled him out into the sea forever. Poor lad! He was the best in our company!
’Dawn finally came. It would have been better it hadn’t! Have you ever seen columns of smoke rising up to the sky after summer straw fires? Similar columns of fog were spiraling up from the sea to a thick and dirty sky as if it were made of lint, a sky that was lower than the course sail of our mast. The gallants and the top gallants disappeared inside it. I had the impression that I was present at the building of the world when the sky was so low that it was being licked by oxen; and those the pillars of murky fog originated in the big fire built by the Serpent to burn out the Creation. And now I was expecting the good-natured lizard to have the water brought and extinguish the fire; for the sky to be lifted and turn blue, the sun to dispel the clouds of smoke, the bounteous earth to appear, the sea to shine and the birds upon the bloomy tree branches to praise the Creator.
’My hope was but a dream! The brumal clouds grew thicker and thicker and surrounded us; you could barely make out the white crest of the tremendous vitriolic billow. Around noon the brumes thinned out a little and I could discern in the distance the silhouette of a barque sailing on her fore and course-sail. We also luffed against the weather on our foresails. No sooner had I been able to see the barque clearly than I lost her again. Those murky pillars started rising again whirling their ghost-like wisps – some lower, some higher, others in linear formation, others closely snug, and others pruned at the top; you could see them here in a sisterly embrace and there sparsely scattered. And we were therein buried, all alone, half-frozen and famished. We seemed to be in an enchanted forest teeming with trees and brambles, trellises and gossamer arches; where no man trespasses, no wild beast builds its den and no bird twitters, but bleakness and darkness reign supreme, and accursed Freeze plagues those wretches whom their hard luck beguiled into its treacherous paths!
’And yet, neither did the raging waves nor the brumes or the freezing cold that made our blood curdle torment us so much as the fiend of hunger that was eating away our guts! There came a moment that we left all jobs and uttered such a roaring voice that even the monsters of the sea were terrified on hearing us. We were about to rip the hold open, to break the forecastle in order to allay our hunger at the cost of our lives. Realizing our intentions, the captain produced from his cabin a box of hardtack and a small bottle of rum; buttered hardtack and Jamaican rum! We were back on our feet. Then night fell, dark and fierce. Fierce were we, too, and prepared to wrestle with the Grim Reaper.
***
’Suddenly I heard the shrill voice of the watch and the bell that sounded diabolically. At the same time a similar voice and bell were heard to come out from the thick darkness. Those who have never heard such a voice and such a bell sound are a thousand times fortunate! The danger of the sea has no more appalling tongue than those. Once you’ve heard them, you’re bound to remember them till you die. For there follows a thump that reminds you of earth falling on your coffin.
’And there it went again! We heard the accursed thump and I felt the ship flounder as if she was seized by convulsions. I sprang to the prow; a huge barque on her course and foresails was bow to bow with our ship. You should ’a’ been there in the chaos and the cacophony! The captain of the barque was swearing at our captain calling him a shepherd; and ours answered in ditto calling him a peddler! The shifts were in confusion. The seamen were running aft and fore, not knowing what they were after, and were blaspheming without reason. Some were trying to find the boats to launch them onto the sea and they grabbed the gunwale instead. Krapas was going around like a horse on the threshing floor dragging along a guy line, believing it to be his trunk. Koutroufis, the Sifnean, was pulling at his long beard mistaking it for a t’gallant halyard. Uncle Tringas crouched behind the capstan pulling up his breeches. Not even the dogs kept quiet. Kapsalis and the dog of the barque, clambered on the beam-ends, were frothing at the mouth, biting wood and ropes, and barking as though they were flinging at each other epithets like shepherd and peddler. The captains swore, the men screamed, the dogs barked, the sea roared, the ships danced up and down creaking like two beasts struggling to weigh down one another. And high up the riding lamps shed their colored light silently.
’Suddenly I stood on the prow. I bowed overboard and I saw in dismay that the whole starboard face of the bow had been eaten away and the waves rushed into the hold. I felt the deck vanish under my feet. Losing no time at all, I sprang upon the barque.
“Here, lads!” I shouted.
’I have no inkling why I acted that way. Perhaps my guardian angel guided me. At my calling, the others jumped onto the barque, the captain last. In the nick of time; five minutes later we would all have foundered.
’After the jolt of the collision, the vessels separated. The barquentine heaved a deep sigh, its prow dove in the sea, heeled on her beam-ends, jerked once upward while the sea yawned and closed over her in a mighty froth and received her into its deadly embrace. Mark God’s agency, though. In sinking, the barquentine drew along with her the bowsprit with all the tackle, the jibs and the skirting of the barque. In the meantime we were attacked by a strong gust of wind, which broke down the foremast with all its spars. The ship grew lighter and jerked with the prow straight up. She canted and we all rolled aft like a bunch of sacks.
“Ahoy, lads; all hands at the pumps!” yelled the captain. “The pumps are our salvation!”
’Finally the day broke; but what a day! Sky and sea were enveloped in a turbid fog that clenched your heart. I have never remembered seeing such a loathsome dawn in my life!
’Suddenly, while I was toiling at the pump, I heard the chief boatswain whispering something into the captain’s ear. I tried to eavesdrop; all the ship’s hands were absent. I found out that the barque was Italian. Her men jumped upon our vessel – as we sprang upon theirs – and they were swallowed by the sea. The longboat also disappeared, and perhaps they might have tried to rescue themselves in it. Then I looked around and saw no one. I gave them absolution and then I forgot them. However, the chief boatswain found the conch shell and blew in it three times. But his stentorian honk sounded bass and strident like a mockery echoed back by the ruthless sea.
’Around noon the sun ripped the clouds and shone a beam afar. The snowcapped Feodosian Mountains emerged like crystalline palaces from the turbid waters. We were off the Crimean shore. If we could have found a way to approach it, we would have had some hope. But in her condition the barque was adrift. And on top of all this, the snow storm would not abate. It grew fiercer and fiercer like a heathen Turk. The wind blew in gales, raised the gelid powdered snow on its wings and whirled it like fine dust on crossroads. You see, it was the Lent before Christmas and all the seas were under the sway of diabolical hosts. Their King, who had his throne in Santorini, was with them marshaling his horrid hordes and leading them to the ruination of the Cosmos. The sea writhed and foamed from end to end and the waves chased one another; huge billows rose up and lashed and groaned, full of unrestrained hate for destruction. You could not believe they were only made of water; you thought they were fierce beasts: wolves and lions, tigers and hyenas, polar bears – hungry packs that attacked our miserable ship from the sea and the sky. Here came a breaker and crashed with its broad surface and threatened as if it sought to give the coup de grace. There another billow glided low like a lurking tiger that creeps until it decides to spring at its quarry; as the wave was nearing, it suddenly rose high, straddled the gunwales, gushed onto the deck, washed everything in its wake – splintered wood, tackle and warped metal – and broke on the opposite side with a spiteful growl and bark, as it did not succeed in wreaking more havoc. Still another one came from afar, high and pregnant, a fleet footed warrior, its quiver filled with virulent arrows, impatient to spawn its bane. Then it broke before reaching its goal and raging sprayed us with its froth. Thousands more crammed around us hastily rivaling which would be the first to inflict the deepest cut choosing the right place to climb on the deck, like a horde of besiegers around an impregnable fortress.
’One here came gamboling and snatched away the gunwale in its foaming teeth; another there shattered the companionway into bits; still another one skewered with its awesome snout the beam-ends, grabbed the vessel by the prow and shook it like a rag. A horde of others glided under the keel and bounced straight upwards struggling to capsize the ship. And the wretched vessel lurched here, doubled there, dove astern, heaved at the prow, crawled and groaned painfully like a living organism. There came a moment that I pitied her. I forgot my own peril and I directed my whole mind and heart to her. I could not understand what the sea was annoyed with and raged so much against her.
’The barque had two pumps; one fore and the other aft. Each needed three men to operate. At first the captain was not supposed to work them because of his office, but after a while necessity took the upper hand. He alternately relieved the man at the pump so the latter could take a breath. Since the time of the collision we had worked adequately well. We had bailed out sufficiently and we were not waterlogged.
’I can’t explain why one gets wild by the darkness of the night. A man becomes a real beast. Without a second thought he recklessly charges at the danger. He pictures it as a man or a dragon and seeks to wrestle with it. He reviles it and feels its abuse crushing his soul like a millstone. He spits at it but sees his spittle turning a scab upon his face. He reciprocates its punches, its kicks and its bites. He battles with it using his hands, his feet, his knees, his head; he fights with tooth and nail. He feels his strength become a thousandfold around his body and wonders how come he hadn’t known it before. The danger pushes him around, tears at and strangles him. The victim is sloshed in his own blood; he feels his shredded flesh hang in ribbons from his fingers but he puffs, grows angrier and angrier and gains bravery.
’I was also in such plight then. All night long I was toiling at the pumps; I felt no weariness; neither was I cold nor sleepy. What I felt was only tremendous spite. I worked on the pump and I thought a cataract was gushing out. But when daylight came, we were scared stiff. Even Captain Piliouris, according to the legend told by the Cranidiotes, the vampire that rose from his grave, had never ended in our predicament. We were so bloated and blackened that we could not recognize one another! Our hair, whiskers and moustaches grew as hard as thorns. Our eyes, deeply set under our bushy eyebrows, gaped like white spittlebugs. And the barque was reduced in half: there were no beam-ends, no gunwale, no rigging or even a whole sail. And the gap under the anchor eye was always yawning and menaced to swallow the seas. It was Dimitris from Skopelos, the worthiest and strongest hand, the first to give the pump the middle finger and collapse on the deck lying on his back.
“You wretched cur!” yelled Captain Bismanis. “What’s the idea?”
“I can’t take it any longer,” he replied.
“Then we’re lost! Our hopes are on the pumps,” said the captain.
“Let it be so”, said Dimitris. “Either way, the sea’s going to get us; the sooner, the better. I’m at my wits’ end.”
It was true; we were all exhausted. My knees shook; my fingers were stiff and clenched on the handle. I could neither close nor open them. On top of all that, I had a pain in my kidneys: as I was bending on the pump, I needed someone to pull me back so that I could stand up straight. I was also on the verge to give it up, but I heard the chief boatswain shouting from the prow: “Sail ahoy, lads! Sail ahoy!”
“Sail ahoy!” I also shouted but I saw nothing.
’We finally descried in the distance a small sail before the wind. At once both I and all the crew came alive. Even Dimitris, from Skopelos, sprang up and took so enthusiastically to the pump that he made all its parts grind. We hoisted the flag up in a knot and we began to shout, blow at the conch shell and wave our caps. Like a swallow fledgling flying slowly, a harbinger of spring, the ship, incorporeal in the distance, could barely be seen. And yet I was certain that she had seen us, heard our pleas, become aware of the danger that beset us and was coming flying towards us. There was even a moment when we gave up the pumps and we all ran to the forecastle to take along what we could find. “Hey, lads, we’re sinking!” I heard the captain’s voice. I jumped out and saw the water reaching our heads. We took again to toiling at the pumps. The endeavor now felt lighter, as the ship was constantly coming nearer and nearer. In a little while we could discern the whole vessel. However, I don’t know why, despair haunted my soul while I went on working at the pump.
“Hey, Kaliora, quit with the darned pump!” said the captain. “There, she is coming; you’re plowing a lonely furrow in vain.”
“It’s all right.”
’I was loath to come out with my suspicion because I was afraid they would take me for a madman. The barque was drawing nearer; I could even make out her name on the bumpers: SAVIOR.
“Hurrah!” We all joined in merriment.
’However, there was no response, no motion from the ship. I could descry the helmsman at the helm, the captain standing upright at the prow, the chief boatswain and five to six hands busy with the sheets. They all stood looking at us, but they made no movement with the ropes to get us on board. Only the dog, shaggy and pitch black with a round head like a cannon ball screamed his savage and hostile bark at us.
“The rogues!” I whispered.
“Who do you mean? Asked the captain.
“The curs” I replied. And I took more earnestly to the pump.
“Kalioras is up to it in earnest,” said the captain laughing, “as if he means to coax it.”
’The barque gave us a wide berth and approached us about fifteen fathoms away. But suddenly I saw the captain turn to the helmsman and tell him something. He turns the ship to the lee. We set to crying out:
“Brothers, we’re sinking! Don’t leave us! Save our souls! Brothers, we’re foundering, save us!”
’A voice was heard and we all fell silent cupping each other’s mouths. And among the roar of the sea and the howl of the wind, we heard the voice again like the mocking call of death:
“In the afterlife! In the afterlife!”
’I couldn’t believe my ears! I thought the captain wanted to jest with our predicament, so I began to resent more his tasteless jokes than his inhuman behavior. The Savior however was constantly bowing out. Again we took to screaming for help:
“Brothers, we’re drowning! Don’t leave us! Save our souls!”
’Again we fell silent holding our breaths. And the voice from the barque, accompanied by the roar of the sea and the groan of the wind, came back to us in loud mockery:
“In the afterlife! In the afterlife!”
’We stood dead still for a long time. And then we scattered about like madmen, climbed up the shrouds to the masts and began in unison to give them the middle finger and heap a broadside of vile expletives on them.
“Up your mothers’, the sows, you motherfuckers!”
***
’When I climbed down the mast, the barque was so far that she looked like a bat. Then the firmament started opening again, but slowly this time as if the weather were divided into two conflicting halves; the sun was about to set and as the waves broke high, they roared and sparkled as though a waterfall were rolling down pieces of shattered lances and bare swords, double-edged cleavers and knives and bronze helmets struggling to wash them out onto the shore along with the naked bodies. And in this humid mist that was windblown to the south shone the Rainbow woven by a fairy’s hand on an airy warp. But a curse fell upon us! The godsend sign that always augurs calm weather for the seafarers was to bode stormy seas and foul weather that time.
Have you seen the Bow at dawn?
Good weather in the evening;
Have you seen the Bow in the evening?
Bad weather at dawn!
’I began to believe that we had been written off the book of creation; that the rest of humanity had withdrawn from us so that they might not bring on the wrath of God. Other ships will also treat us in the same way if they come in our course. However, the captain’s incessant bawling made us take to the pumps again. We bailed out for an hour, but soon night fell heavy. And what a night! Real hell. No stars in the sky; no light on the sea! For a moment a westerly breeze was about to blow, but it soon turned into a northerly gale. We were soon covered in snow; you see, heaven saw to it that we needed a pall! Deadness fell on the vessel and you thought she was a derelict, a plaything of the seas. Only the dog barked and howled at the prow while the aft pump was slowly and measuredly wailing its lugubrious groan at the captain’s hands.
“Some seamen I’ve chosen!” he murmured sarcastically; “A bunch of swabbers! You can’t find the like in the whole world! Poor things, you’d be better off in petticoats!”
“But what else do you want us to do?” said Krapas.
“What to do? To fight! The Grim Reaper has grabbed you by the legs, get him by the throat… if he’s to get you, fight like a stalwart before he gets you. Don’t cross your arms surrendering unconditionally!”
“But don’t you see the sea is yawning to swallow us?”
“Before the waves swallow me, I’ll suck them in myself!”
’Captain Bismanis was trying to boost our pride. But who dared move? The snow fell a cubit deep on the deck. It spread on the yards, the masts, the rails, the rags of sails and made them look like coiled snakes. From time to time the sea slapped my face, but I was too weak to stand up. A sort of torpor was creeping upon me and though I was alive I thought I was just a corpse being rolled by the waves. I felt my body swollen and bloated; my head similar to a rum cask and my feet weighing hundred-weights each! Suddenly I was plagued by hallucinations of sea beasts, sharks and whales, swordfish and dolphins circling greedily my corps and engaging in diabolical fight with the vultures of the sky for the gobbets of my carcass. I was looking on in roaring laughter seeing the way they yearned for my carrion meat. And then I saw my head rolling slowly, black and resembling a rum cask, into the port of Hydra. It was Easter Day and the country shone snow white, as though built of marble; the church was filled with the sweet fragrance of incense. Trombones sounded and played merry tunes and glasses were filled with ruby colored wine. Eggs dyed blood red flashed in the hands of the people and the joyous hymn of Christ is risen was quaveringly intoned in coral lips. My head kept on rolling among the banner-adorned boats and came to a standstill on the shore. And then fairy bosomed damsels wearing their yellow kerchiefs and their sparkling pendants came along with stalwart youths in baize breeches and broad sashes and looked on in wonder: “Who does this head belong to?” they asked. Then friends and relatives came, too, and they repeated the same question. I could hear them and I was frustrated that they could not recognize me. I wanted to shout and reply: “This head is mine, Kalioras’, your blood brother’s; it’s a shame you can’t recognize me. All roads and passes know me; all taprooms and their wine casks dread me. No sooner do I start singing than Batarias1 breaks the chords of his lute and Suleimanis2 discards his ney3 upon hearing my tunes. Hardly do I lift my eyes to look at a woman high up the windows when she immediately betrays her husband. And if I pretend to reach at my waist (apparently to draw his dagger) all mothers are in a blue funk. It was I that fished rare sponges from the Maghreb sea beds and rooted out the Youssouri, the haunted Black Coral, with only a strike. The islanders of Kalymnos gaped at my diving. A shark – bloodthirsty beast – drew near the face plate of my diving helmet eager to know the beast that encroached on his domains. The Benghazi niggers met me and honored me as a king. They presented me a herd of sheep to get my meat and a well to draw exclusively my own water. When I was still a kid, I got to know all the winds that blow from east to west and from north to south. And the stars of heaven became my comrades during my nocturnal journeys. It is I, Kalioras, your blood brother, well-known throughout the ports both of the Black and the White Sea (the Aegean archipelago and the Mediterranean Sea); how come don’t you recognize me?
I wanted to tell them more but I was unable to utter a word. Then the stalwart youths and the lithe wenches whipped me off the shore and took me over to Vlicho4 to play football. I was being kicked and thrown about all day long. The lissome girls were laughing heartily and in their mirth I could guess their hearts’ yearning. The gallant youths were making their longing and love pangs manifest with their singing and the dallying of their eyes. I saw that lively love play and heard that silvery laughter, and I was green with envy as I was in Hell and not in that Paradise!
’My torment lasted till sundown. Then they all carried my head to bury it behind the sanctum of Candlemas Church at the same time singing: “In the afterlife! In the afterlife!”
And as I was being interred, my ear caught a windborne voice:
“Ahoy, from the barque! Ahoy!”
I was so desperate that I couldn’t believe my own ears. And then the wind brought it again, louder this time. I thought one of my mates was in the throes of death. But thank God the voice belonged to none of my mates; it was from the ketch that rescued us.
’We were all rescued save the ship’s dog. He allowed no one to go near him. When the captain dared to catch him, the dog tore his Macintosh. At dawn when we were tacking to sail by the lee, we happened to sail past our barque again; I saw her going quiet down, like a benevolent soul that has accomplished its mission on the world. And for the last time I heard the dog’s bark turn into a gurgle and die out among the roar of the seas and the groan of the wind, as though the miserable beast were bidding us his last plaintive farewell:
“In the afterlife! In the afterlife!”
***
’I don’t know how long I slept on board the ketch. As soon as we boarded her, the men stripped us off our clothes, which virtually came off with our skins, made us drink tea and rum and tucked us in warm hammocks. When I opened my eyes, we were about to enter the Straits. The sky was golden blue and the sea just crystal. Its innumerable tongues were softly kissing the shore. East and Rumeli, pure white in snow, sparkled under the beating sun and mirrored in the water. Fishing boats with their white and red sails were sailing along the coast like seabirds that skim the waters to play with the beach combers. Ships in great diversity were plodding down the Straits heavy-laden. Others were sailing up on ballast. Above us birds were flying in thick flocks.
’On both shores of the Straits on the crenelated battlements of the castles red banners flapped, the steel cannons shone, bugles blared and fezes reddened like tufted poppies. All seemed full of joy and cheerful. I bowed down on my knees and wept. Oh, yes, my brothers; the world does not appear to us so beautiful unless we are on the brink of losing it!
’The ketch belonged to captain Karelis from Galaxidi. She was coming from Soulina laden with wheat bound for Patras. Due to a cholera epidemic at the Danube she would have first to dock at Diles (in Cyclades) to stay on quarantine. Captain Karelis asked if any of us wanted to disembark in Constantinople; but we all begged to be taken along to Greece. I don’t know why when one faces danger yearns to see his home and family. I often happened to be at risk at sea. Once I nearly died of pleurisy in the German hospital in Constantinople. Another time at the Sinope lazaret, where I had been nursed for cholera for two months. One winter at Taigan (in the Crimea) I fell on my head from the mast and had to stay in bed for seven months. But as soon as I recovered, I immediately headed for home. And by the sea I sail, there were no sweeter moments than those. With my eyes full of tears I hurried to hug not only my relatives but all my fellow townsmen. They all seemed to my eyes like angels. I had the impression that even the rocks bade me well-come!
My comrades were more justified to seek their return home. Each had parents, family and friends. None expected me. I became an orphan as a little kid and had to sail the seas for a living. Five to six months ago they talked me into getting engaged to a poor girl. Only when I saw my engagement band in my finger did I think of her. But now that I was on board the ship, she was the first to shine before me in her plain clothes, with tears in her eyes to wail on my rough grave. I don’t know why it suddenly dawned on me that it was her fate that saved me; that God willed it so that her youth could not wilt too soon; her tender heart might not blacken before it could open like a rose in the dew of marriage; she could not become a widow before the little orphan be brought to church as a bride! And within an hour love rooted and gave forth shoots like ivy that gets hold on every crack and crevice, turns green and adorns with flowers the walls of a deserted house! She stood before me and struck so beautiful; she was laughing and the wilderness blossomed and scented. I was looking forward to arriving in Greece. I had a message to her aunt from Constantinople telling her to make ready for the wedding before I got there. After my parents’ death my little cottage was closed, the padlock on the door went rusty, the threshold was drowned in weeds and brambles, and its yard crawled with vermin. I was certain my bride to be, my fairy, will deck and prim it. She will plant an apple tree next to the front door and a vine in the yard; she will hang fragrant quince over our bridal bed and pomegranates high up on the planked ceiling!
’My mates began to recount the danger we had lived through with contempt and to banter each other for their cravenness. Each thought up whatever passed through his mind and showed himself off as a hero. They all especially picked on me as I was absent-minded. No sooner did I appear before Captain Bismanis, than he ordered me mockingly:
“Hey, Kalioras, why don’t you get busy with the pump for a break?”
At last we sailed down to Diles. What a miserable port! As long as an easterly is blowing, it’s safe, but when a westerly or Tsiknias5 begins to set in, no boat can stay in. we were looking for a snug berth, but where? Seventy-two vessels, large and small were already moored, besides the five to six steamers. Seeing the masts and the yards, I thought I was going into a thick wintery forest. Finally, the pilot boat came and helped us dock at Kokkinadia. We had hardly moored when I saw Captain Bismanis flushed, without his cap, his hair disheveled, run forward, straddle the bowsprit, grab the outer jib and beating his chest utter horrible oaths, curses and blasphemies. Looking more carefully I saw the accursed barque beside us!
“Good for nothing shepherd of a captain! Quilt maker! Petty land soldier!” the captain went on barking. “You have no fear of God! You have no fear of the sea! But I do hope the sea will fix you sooner or later!”
I really had a hard time to cool him down. Then night was falling with an ominous weather. A withered sun had set behind the island of Sifnos. The firmament darkened and the low shores grew chalk white. The mountain of the island of Tinos put on its white cap and Tsiknias closed in. There was unusual hustle and bustle at Diles, as in an anthill before a rainstorm. All hands got busy! Some at the yards, others at the anchors and still others at the masts! Hands, feet, teeth and nails in motion. A boat here was heaving the anchor; another further on was dropping the emergency anchor; still another was lowering the spars and elsewhere they were untying the bowlines. The steamers were belching up wisps of smoke. You thought that an insidious foe was crashing on and all got ready to encounter it with all their means.
And in truth the enemy crashed on. Dark, pitch black, the snow storm blew from Tsiknias, savage and sweeping and wreaked havoc on the port. You should’ve heard the ululations and wails. Metals clanged, wood creaked, barks and screams went afloat in the wind. You turned your eyes this way and you saw a wall collapsing; you looked that way and you could see poplars rooted out upon the ground. Immense oak and age-old acorn trees rumbled in the wind; on the right, tufty pines rattled and on the left, lithe cypresses moaned. A ship from Mykonos, laden with timber, bailed out planks like feathers, which covered the sea as far as the island! A speedster from Smyrna emptied all her coal cargo onto the sea. A motor sponge-fishing boat was stripped off as if it was attacked by pirates. The steamers hove anchor and savagely blaring their whistles fell lopsidedly upon the other boats. As we happened to be out of their way, we hove anchor and we managed to navigate farther on in the lee of the isles of Little Diles.
The visitation lasted all night long. With the first light I saw the ruination. Some ships were half broken, other had lost her rigging; here, one had her bow half taken away; there, another was without the bowsprit and the jibs. The Royal ship was canted and her anchor had crushed a clipper from Samos. Unwittingly I headed aft where I saw Captain Bismanis kneeling behind the helm weeping and wailing like a woman.
“What’s the matter, captain?” I asked
“Alas, lad!” he moaned. “The wrath of God is against me! The ill-fated captain is completely lost, the poor man!”
’I turned my eyes towards Kokkinadia; the Savior, rendered into mere beams and planks, lay on the rocks and her sailors, soaked to the skin, were shivering around a fire. And her captain, disheveled and wild-eyed looked around him at the wreckage as though he were regarding his children’s bones. Oh, within a week he received his retribution. The sea, like a thunderbolt, struck at him! I was truly sorry for the barque, but the sea passed her judgment!’
Uncle Kalioras fell silent at last. The crew, however, stood gaping at him for a long time. Everyone reflected not on the risk of the barque from Spetses or the dramatic incident in the Black Sea; neither did each dwell on the old salt’s heroic deeds nor his sentimentality. All seamen have experienced such things, more or less. What impressed them was the Savior’s misfortune. Everyone pictured the wrath of God, like a sinister black bird, following the ship from above and finally swooping down and hacking at her without pity. They were horrified. When the shift bell rang, each stood up and went to his task without jesting or teasing. Only Kostas, the stoker, always incorrigible and hard-skinned, repeated the question to the old man:
“Come on, now, uncle Kalioras, tell us: how many times have you shipwrecked?”
The boatswain stood straight up and his eyes sparked in anger and menace; with a choppy drawl of arvanitic accent, he turned and told him:
“Boo! Be off! You’d better first wean yourself off your mother’s milk and then you’ll be worthy of talking to me! For sure… when I used to sail the high seas, you hadn’t even existed as seed in your fathers’ loins!”
*[ cf. the ballad Sir Patrick Spens:
I saw the new moon late yestreen
With the old moon in her arm;
And if we go to sea, master,
I fear we'll come to harm.]
1A popular lute player of that time.
2 Another musician in the team of Batarias.
3 A flute-like musical instrument.
4 A beach on the island of Hydra.
5 The highest mountain in the island of Tinos and the wind originating in it.
Γι΄αυτό πιστεύω ότι η δουλειά που έκανε ο φίλος και πνευματικός συνοδοιπόρος Βασίλης Μηλίτσης στην απόδοση ενός ιδιαίτερα απαιτητικού έργου του Καρκαβίτσα στην αγγλική γλώσσα αποτελεί πραγματικό άθλο.
Gerontakos
Ανδρέας Καρακαβίτσας*: ένα διήγημα από το βιβλίο του «Λόγια της Πλώρης» (1924)
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Τον μπαρμπα-Καληώρα τον υποναύκληρο, συχνά θέλουν να τον πειράζουν οι σύντροφοί του. Και για να τον πειράξουν δε χρειάζονται παρά να του ειπούν το συνηθισμένο λόγο τους:
– Έλα, πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες;
Στο άκακο το ρώτημα ο γεροναυτικός ανάβει σαν δαδί. Το σκεβρωμένο από τα χρόνια κορμί του ορθώνεται αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά συρμένη, γυρίζει και τους λέει:
– Μωρέ άιντε πορρρ!… Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι ύστερα να ’ρθείτε να μιλήστε μετά μένα. Αμή!… τον καιρό που γω αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!…
Το τσούρμο τότε γελά, σκαστά και τρανταχτά γέλια, και γελά μαζί του ο μπαρμπα-Καληώρας ο υποναύκληρος.
Έτσι κι ένα μεσημέρι, που η πρώτη βάρδια έραφτε κάποιο πανί στην πλώρη και η δεύτερη γιομάτιζε με σκύλινη όρεξη, θέλησαν πάλι να τον πειράξουν. Τώρα όμως δε θύμωσε. Έμεινε ήσυχος εκεί που καθόταν και μόνο τη σακοράφα παραίτησε μισοπερασμένη στο πανί και στύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με κάποιο χαμόγελο στα χείλη. Έβλεπε τάχα το κύμα ή τον ίσκιο του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή, τ’ αγέρωχα κατάρτια, την κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο γλιστρούσε απάνω στα νερά; Ποιος ξέρει! Μα αφού για κάμποση ώρα έμειν’ έτσι, γύρισε αργά τα μάτια περίγυρα και βλέποντας κοντά το ναύκληρο, που έστριφε τα έμπολα μιας γούμενας, είπε με τόνο προφητικό:
– Να ξέρεις καλά μπαρμπα-Γιώργη, που η θάλασσα έχει την κρίση της όπως κι η στεριά. Και την έχει καλύτερη από τη στεριά. Εδώ δεν έχει λόγια· έκαμες έλαβες· σου το τίναξε απάνω σαν αστραπόβολο!… Μα το κακό που είδα σε κείνο το καταραμένο καράβι! Δεν πολυκαίρισε ούτε μήνα. Τι λέω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε μέρες· μωρ’ ούτε δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Και να σου ειπώ, έτσι είναι σωστό. Γιατί ό,τι γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Έγινε πέρασε· πάει με τ’ αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει κείνο που θα ’ρθει, να έρθει σύγκαιρα.
Ήμουνα, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε κι αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα, να στεφανωθώ. Μα μέρα με τη μέρα να βρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για το γάμο. Από το σιφνέικο καφενέ στη σαντορινιά ταβέρνα· από τη σαντορινιά ταβέρνα στο Κεμέρ Αλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναίκες νυχτοήμερα! Σε δεκαπέντε μέρες έβαλα και χρέος τρία τάλιρα στον καφενέ και δεκατρία φράγκα στην ταβέρνα. Όσο για το Κεμέρ Αλτί μη ρωτάς· λίγο έλειψε να μου φορέσουν το φεσάκι και να με βάλουν να παίζω τη λατέρνα στην πόρτα.
Μα το δουλευτή όσο είναι γερός μην το φοβερίζεις. Εκείνες τις μέρες βγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσιώτης τσουρμάρει για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είναι πως το άκουσα τελευταίος. Ο ταβερνιάρης που με πίστωνε ήρθ’ ένα βράδυ και μου λέει στ’ αυτί:
– Πάρε το καρτάκι και τράβα στο Μπουγιούκδερε. Γύρεψε το μπαρκομπέστια του καπετάν Μπισμάνη κι έμπα μέσα. Αυγή χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα.
Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, πήρα τα ρούχα στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα πήραμε την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες. Ξέρεις τι πιπεράτες σου είναι! Τέλος βγήκαμε από τα Μπουγάζια. Ήβραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες μέρες περάσαμε στο Κέρτζι.
Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για το ταξίδι. Πλάκωσε όμως η Πεντέχτη. «Στη χάση πιάσει αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα», έλεγαν οι παλιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάτα τα σημάδια του καιρού, δεν έλυνε πρυμόσχοινο. Μα τι να φέρει ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσα γλυκά σπιτίσια να φιλέψει τον έμπορο. Για να μην πληρώσει τελωνείο τα δίνει μια νύχτα σε φίλους να τα βγάλουν λαθραία. Την αυγή μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσα την πιάσανε οι τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δε χωρατεύουν. Δεν τους κόστιζε τίποτα να πάρουν το πράμα, να κατασχέσουν το καράβι και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη Σιβηρία. Ούτε καιρό κοίταξε ούτε τίποτα, μόνο πάρσιμο την άγκυρα κι εμπρός. Και να ιδείς που συνεπήρε κι άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήταν έτοιμα να φύγουν, με έμεναν βλέποντας συλλογισμένο τον καιρό· τώρα όμως βγήκαν και κείνα στα πανιά.
Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δε θα παίξει. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήταν κατάσκουρα· ο ήλιος άσπρος και λερωμένος σαν άπλυτο καραβόπανο, στριφογύριζε γοργά, λες και βιαζότανε να κρυφτεί στα κύματα. Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό και πηδούσαν έξω από τα νερά, σαν να τα κυνηγούσε καμιά φάλαινα. Οι γλάροι με το λαιμό χωμένο, χαμοπετώντας και σκούζοντας, έφευγαν κατά τις στεριές. Ο καπετάνιος, βλαστημώντας τους Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλέψει παλικαρίσια.
– Α λα παιδιά· φώναξε κοιτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος· μάινα πανιά! ούτε φούσκα να μείνει στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα!…
Σε μισή ώρα το είπε κι έγινε: ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στην κουβέρτα. Τ’ αμπάρια, η πλώρη, η κάμαρη του καπετάνιου, το μαγεριό καρφώθηκαν που δεν πέρναγε τρίχα. Πλάκωσε τέλος η νύχτα και μαζί πλάκωσε το ψυχοσάβανο.
– Ε, και να μας τον έφερνε τραμουντάνα!
– Ας τον πάρει πρώτα στην όστρια, οστριασορόκο και βλέπουμε.
– Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντομαΐστρο· στη βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα Μπουγάζια.
Και ο σκύλος ακόμη, ο Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, τέντωνε το λαιμό, γύριζε ολούθε και μυριζόταν τον άνεμο. Μόνον ο καπετάνιος, ορθός εμπρός στην κάμαρή του, τραβούσε την πίπα ακίνητος, λες κι ήταν από μάρμαρο.
Απάνω στα μερόνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο. Δεύτερο φύλλο και ξέσπασε ο γρεγολεβάντες. Ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του. Αλίμονο στο σιταρόσπυρο που πέσει στου μύλου τα δόντια!
Εφτά είμαστε στο μπαρκομπέστια κι ο καπετάνιος οχτώ. Κι οι οχτώ μάτι δεν κλείσαμε, τσιγάρο δε στρίψαμε όλη τη νύχτα. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ’ όλες τις μεριές και πελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν μπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε, δυο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο κι ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι. Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά, γύριζε την πλώρη και το δεχότανε στα πλάγια· αλλιώς θα παθαίναμε μεγάλη ζημιά. Κι έτσι όμως η ζημιά δεν έλειψε. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και τη χόρευε στην κουβέρτα σαν καρυδόφλουδο. Ρίχτηκαν δυο τρία παιδιά να την αρπάξουν· μα πού να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; Χέρια είναι, δεν είναι ατσαλοσίδερο. Την ώρα που άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην πρύμη βρισκότανε. Και την ώρα που άπλωναν κατά την πρύμη, στην πλώρη έφτανε. Αν την βλέπατε, μωρές παιδιά, πώς πηδούσε, αν την ακούατε πώς μούγκριζε κι αγκομαχούσε, πώς έκοβε τα σχοινιά κι έσπαζε τα σίδερα, θα πιστεύατε πως ήταν ο διάβολος σωστός.
– Το Κόνισμα, παιδιά· το Κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος.
Καθώς άκουσε «το Κόνισμα», λύσσαξε ο τρισκατάρατος! Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμει σαν το φυλλοκάλαμο. Και την ώρα που έφερναν το Κόνισμα, πήδηξε στα κύματα με το Γιώργη το Σπετσιωτάκι, που αντιμαχόταν μαζί της. Για μια στιγμή, τον είδα κάτω σε βαθιά θεοσκότεινη λαγκαδιά ν’ αντρομάχεται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους απλοκαμούς, να τον παίζει στ’ αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα. Ρίχνομαι να τον αρπάξω· αλλά σύγκαιρα πισωπάτησα. Ο δύστυχος κρεμόταν στην κουπαστή με το κεφάλι ανοιγμένο και σκόρπια τα μυαλά. Δεν πρόφτασα να συνέρθω από τη φρίκη, και το κύμα, το ίδιο κύμα που μας τον έριξε πριν, ήρθε πάλι και τον άρπαξε για πάντα. Κακόμοιρο παιδί! ήταν ο καλύτερος της συντροφιάς μας!
Ήρθε τέλος η αυγή. Καλύτερα όμως να μην ερχότανε! Είδες το καλοκαίρι που βάνουν φωτιά στις καλαμιές, πώς σηκώνονται κολώνες οι καπνοί; Έτσι κολώνες, ανέβαιναν κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; πυκνό και βρόμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλότερο από την αμπασογάμπια του καταρτιού μας. Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγκος κι ο παπαφίγκος χώνευαν μέσα του. Μου φάνηκε πως βρέθηκα στο χτίσιμο του κόσμου, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά που τον έγλυφαν τα βόδια· πως οι καπνοί δεν ήταν παρά της μεγάλης φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψει. Και απ’ ώρα σ’ ώρα περίμενα την καλόγνωμη γουστερίτσα να φέρει το νερό για να σβήσει τη φωτιά· ο ουρανός να ψηλώσει γαλανός, ο ήλιος να διώξει τους καπνούς, να φανεί γη πλουτοδότρα, να λάμψ’ η θάλασσα και τα πετούμενα στ’ ανθισμένα κλαδιά να δοξολογούν το Δημιουργό.
Όνειρο ήταν η ελπίδα μου! Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι μας έζωναν περίγυρα και δεν ξεχώριζες παρά καμιά φορά άσπρο τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα. Κατά το μεσημέρι κάπως άριεψαν και είδα μακριά τον ίσκιο ενός μπάρκου που κατέβαινε με τα πανιά του τρίγκου και της αμπασογάμπιας. Πιάσαμε και μεις τραβέρσο απάνου στον καιρό με τα κάτω πανιά. Μα ώστε να το καλοϊδώ, το έχασα το μπάρκο. Οι κολώνες άρχισαν πάλι ν’ ανεβαίνουν, κλωθογυρίζοντας τις άπιαστες τουλούπες τους, άλλες χαμηλές, άλλες ψηλότερες, άλλες συμμαζεμένες, άλλες φυτεμένες στη γραμμή, άλλες κλαδεμένες στις κορφές, εδώ αδερφωμένες, εκεί αριοφύτευτες. Και εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως είμαστε σε κανένα δάσος από κείνα τα μαγεμένα, που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσιές και καμάρες αεροΰφαντες· που άνθρωπος δε διαβαίνει, και πουλί δε λαλεί, και θεριά δε μονιάζουν, παρά βασιλεύει ερημιά, και σκοτάδι κυβερνά, κι η παγωνιά καταλαλεί αργά κι άσφαλτα τους δύστυχους που πλάνεψε η τύχη στα μονοπάτια του!
Και όμως ούτε τ’ αγριεμένα κύματα, ούτε οι καπνοί, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας βασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε μέσα μας, θεόστραβη, μωρέ, η πείνα μάς θέριζε τα σωθικά! Ήρθε η ώρα που αφήσαμε κάθε δουλειά και ρίξαμε όλοι τέτοια φωνή, που τα θεριά της θάλασσας τρόμαξαν ακούοντάς την. Είπαμε να ξηλώσουμε τ’ αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη κι ας ήταν ο θάνατός μας. Ο καπετάνιος είδε τη στιγμή κι έβγαλε από την κάμαρη του ένα κουτί γαλέτες κι ένα μποτιλάκι ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι ζαμάϊκα! θεριέψαμε. Πλάκωσε η νύχτα θεοσκότεινη κι άγρια. Άγριοι και μεις ’τοιμαστήκαμε να μετρηθούμε με το Χάρο.
***
Άξαφν’ ακούω στην πλώρη στριγκιά τη φωνή του σκοπού και την καμπάνα που χτύπησε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή κι άλλη καμπάνα ακούστηκε να βγαίνει απ’ το τρισκόταδο. Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα, χίλιες φορές καλότυχος! Ο κίνδυνος της θάλασσας δεν έχει γλώσσα φοβερότερη απ’ αυτή. Την ακούς μια στιγμή και τη θυμάσαι ώσπου να πεθάνεις. Γιατί πίσω ακολουθάει πάντα ένας χτύπος που θυμίζει το χώμα και το νεκροκρέβατο.
Και να τος! ακούστηκε ο αναθεματισμένος χτύπος κι ένιωσα το καράβι να σπαράζει, σαν να το πιάσανε σπασμοί. Πηδάω στην πλώρη· ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγκου και της αμπασογάμπιας ήταν μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Εκεί ν’ ακούς φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε το δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας απαντούσε: «παπλωματά»! Οι βάρδιες πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη μη ξέροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξέρουν γιατί. Άλλοι γύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας γύριζε σαν το άλογο στ’ αλώνι, σέρνοντας πίσω του μια γούμενα, θαρρώντας πως ήταν το σεντούκι του. Ο Κουτρούφης ο Σιφνιός τραβούσε τα μακριά του τα γένια, πιστεύοντας πως τραβούσε τη σκότα του παπαφίγκου. Ο Μπαρμπατρίγγας ο Μυκονιάτης λούφαξε πίσω από τον αργάτη λυσοδένοντας τα βρακιά του. Ούτε οι σκύλοι δεν έμειναν ήσυχοι. Ο Καψάλης κι ο άλλος του μπάρκου, σκαρφαλωμένοι στα παραπέτα, άφριζαν δαγκώνοντας ξύλα και σχοινιά κι αλυχτούσαν, λες κι έβριζαν ο ένας «τσομπάνο» κι ο άλλος «παπλωματά»! Έβριζαν οι καπετάνιοι, φώναζαν οι ναύτες, αλυχτούσαν τα σκυλιά, η θάλασσα ρέκαζε, τα καράβια ανεβοκατέβαιναν και τριζοκοπούσαν, σαν δυο θεριά που πάσχουν να γονατίσει το ένα το άλλο! Και ψηλά τα φανάρια της γραμμής έχυναν το χρωματιστό φως τους σιωπηλά.
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα στην πλώρη. Σκύφτω, τι να ιδώ; Όλη η δεξιά μάσκα φαγωμένη και το κύμα χυνότανε στ’ αμπάρι κι ένιωσα την κουβέρτα να φεύγει από τα πόδια μου. Δεν χάνω καιρό, πηδάω στο μπάρκο.
– Παιδιά, εδώ! φωνάζω.
Γιατί πήδησα στο μπάρκο; Γιατί φώναξα «παιδιά εδώ»; Και γω δεν ξέρω. Μου το είπε ο άγγελός μου. Στη φωνή μου πήδησαν κι άλλοι στο μπάρκο κι ο καπετάνιος στερνός. Απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα πηγαίναμε στο φούντο. Γιατί από το τίναγμα ήρθε στιγμή και χωρίστηκαν τα καράβια. Το μπαρκομπέστια στέναξε βαθιά, βούτησε με την πλώρη, έγειρε στο δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε μια, ως που άνοιξε η θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι θεού συνέργεια! Το μπαρκομπέστια κατεβαίνοντας συνεπήρε μαζί το μπαστούνι του μπάρκου με όλα τα σκοινιά και τους φλόκους και τα σίδερα. Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αλάφρωσε το ξύλο· αντρειεύτηκε και τινάχτηκε με την πλώρη ολόρθη. Στο ξαφνικό ορθοπλώρισμα κυλήσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.
– Α λα, παιδιά, στις τρόμπες! φωνάζει ο καπετάνιος. Οι τρόμπες είναι η σωτηρία μας!
Ξημέρωσε τέλος ο θεός την ημέρα. Μα τι μέρα! Ουρανός και θάλασσα είχαν μια θολωμάρα που έσφιγγε την καρδιά. Πιο σιχαμένη αυγή δε θυμούμαι ν’ απάντησα στη ζωή μου!
Άξαφνα, εκεί που τρομπάριζα, ακούω το ναύκληρο κάτι να σφυρίζει στ’ αυτί του καπετάνιου. Αυτιάζομαι· οι ναύτες του καραβιού έλειπαν όλοι! Ακόμη έμαθα πως το μπάρκο ήταν ιταλικό. Οι ναύτες πήδηξαν βέβαια στο καράβι μας, όπως εμείς στο δικό τους· και μαζί τους ρούφηξε η θάλασσα. Έλειπε όμως η μεγάλη βάρκα και μπορεί σε κείνη να ζήτησαν τη σωτηρία τους. Κοιτάζω γύρω· τίποτα. Τους συχώρεσα και τους ξέχασα. Ήβρε ωστόσο τον κόχυλα και φύσηξε ο ναύκληρος δυο τρεις φορές. Αλλά μονάχα η φωνάρα του ακούστηκε βαριά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο.
Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τα σύγνεφα κι έριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδόσιας, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ’ από θολά νερά. Είμαστε κάτου από την Κριμαία. Αν ήταν τρόπος να πλησιάζαμε κει, θα είχαμε ελπίδα. Αλλά το μπάρκο στην κατάσταση που βρισκότανε ήταν ακυβέρνητο. Και μην είχε σκοπό να λιγοστέψει η χιονιά; Όσο πήγαινε, Τούρκος γινότανε. Φύλλο στο φύλλο ερχόνταν οι ανέμοι, άρπαζαν την παγωμένη άχνη στα φτερά τους, τη στριφογύριζαν σαν κουρνιαχτό στα τρίστρατα. Ήταν σαρανταήμερο, βλέπεις, κι όλα τα συντάγματα των διαβόλων ήταν πεσμένα στο γιαλό. Κι ο Βασιλιάς του, ακούς, που είχε θρόνο του τη Σαντορίνη, μέσα ήταν και κείνος και οδηγούσε τα φοβερά φουσάτα του στο χαλασμό του κόσμου. Η θάλασσα αφροκοπούσε απ’ άκρη σ’ άκρη και κυνηγούσαν ένα το άλλο τα κύματα και ψήλωναν και δέρνονταν και βαρυβογκούσαν, γκαστρωμένα το χαμό. Δεν πίστευες πως ήταν νερό παρά θεριά ανήμερα· λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες· αρκούδες ασπρόμαλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα ουρανοθέμελα και χύνονταν στο άμοιρο καράβι μας. Ένα κύμα εδώ πλάκωνε με το στήθος πλατύ, τρίζοντας τα δόντια του και φοβερίζοντας, σαν να ζητούσε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Άλλο εκεί γλιστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρη που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώσει κοιμάμενο τον οχτρό της· καθώς έφτανε κοντά, ψήλωνε για μιας, καβαλίκευε το κατάστρωμα, σάρωνε ό,τι έβρισκε, ξύλα και σχοινιά και σίδερα, και περνούσε αντίπερα γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας πεισμωμένα, γιατί δεν μπόρεσε να κάμει περισσότερο κακό. Άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό και φουσκωμένο, ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με φαρμακερές σαγίτες, ανυπόμονος να κάμει και να δείξει. Έσκαε όμως πριν να φτάσει στο σκοπό του και μανιασμένο έστελνε τους αφρούς καταπάνω μας. Και άλλα μύρια σπρώχνονταν ολόγυρα βιαστικά ποιο να χτυπήσει πρώτο, ποιο να δώσει τη δυνατότερη πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι άγριο πολιορκητών γύρω σε άπαρτο κάστρο. Ένα εδώ λάγγευε κι άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή, άλλο εκεί με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα· άλλο με μύτη φοβερή σούβλιζε τα παραπέτα κι έπιανε από την πρύμη και τάραζε σύξυλο το πλεούμενο, σαν κουρέλι. Και άλλα, κοπάδι ολάκερο, γλιστρούσαν κάτω από την καρίνα και για μιας πηδούσαν ορθά, πάσχοντας να το αναποδογυρίσουν. Και κείνο το δόλιο έγερνε από δω, διπλάρωνε από κει, βουτούσε με την πρύμη, σηκωνόταν με την πλώρη, σερνόταν και βογκούσε αργά και πονετικά, σαν αισθαντικό πράμα. Ήρθε στιγμή που το συμπόνεσα. Ξέχασα το δικό μου κίνδυνο και γύρισα σε κείνο την έννοια μου, μη μπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και ήταν τόσο ενάντιά του τα κύματα.
Το μπάρκο είχε δυο τρόμπες· μια στην πρύμη και μια στην πλώρη. Για να νικηθούν, ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμιά. Στην αρχή δεν άφηναν τον καπετάνιο να καταπιαστεί με τις τρόμπες. Μα έπειτα έγινε· πήγαινε πότε στη μία, πότε στην άλλη κι έτσι έβγαινε ο ναύτης κι έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την ώρα που τρακάραμε ως την αυγή δουλέψαμε καλά. Αν δε λιγόστευε το νερό, δε μπόρεσε όμως να μας κεφαλώσει.
Δεν ξέρω γιατί η νύχτα αγριεύει τόσο τον άνθρωπο. Θηρίο γίνεται· χωρίς να θέλει αφρίζει· χωρίς να σκεφτεί δίνει σώμα στον κίνδυνο. Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο και γυρεύει να μετρηθεί μαζί του. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από τη μέση και τον βροντά χάμου. Τον βρίζει· και βλέπει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή. Τον φτει· και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα στο πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλεύει με τα χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο σώμα του νιώθει να φυτρώνουν τόσες δυνάμεις, που απορεί πως δεν τις ήξερε πριν. Τον σπρώχνει από δω, από κει τον ξεσχίζει, αλλού τον στραγγαλίζει. Αισθάνεται να τον περιχύνει το αίμα του, τα κοψίδια να κρέμονται στα δάχτυλά του σπαρταριστά και κείνος όλο φυσά κι όλο θυμώνει και αντρειεύεται.
Σε τέτοια θέση τώρα ήμουν κι εγώ. Όλη νύχτα πάλευα με τις τρόμπες και ούτε κόπο κατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνο φοβερό. Πατούσα την τρόμπα και νόμιζα πως έβγαινε άμπουλας το νερό. Μόλις όμως πλάκωσε η μέρα, κόπηκαν τα ήπατά μου. Ο καπετάν Πήλιουρης, που λένε οι Κρανιδιώτες πως βγήκε από τον τάφο και γυρίζει στον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη δική μας κατάντια. Φουσκώσαμε και μαυρίσαμε που δε γνώριζε ο ένας τον άλλο! Τα μαλλιά μας, τα μουστάκια, τα γένια σκλήρυναν σαν αγκάθια. Τα μάτια, χωνεμένα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν σαν άσπρα σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο, το μισό απόμενε. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όσκιο έχασκε πάντα να καταπιεί τα πέλαγα. Πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, ο αξιότερος και πιο χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και ξαπλώνεται τ’ ανάσκελα στην κουβέρτα.
– Μωρέ σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, τι κάνεις;
– Δεν μπορώ πια.
– Μωρέ, θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ’ ελπίδες μας.
– Ας χαθούμε! έτσι κι έτσι θα μας φάει που θα μας φάει το κύμα· κάλλιο μια ώρ’ αρχύτερα. Λύθηκα…
Αλήθεια· όλοι είμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν· τα δάχτυλά μου όπως ήταν κλεισμένα στο σίδερο, έτσι έμειναν· ούτε ν’ ανοίξουν, ούτε να κλείσουν περισσότερο μπορούσαν. Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα, ήθελα άλλον να με τραβά από πίσω για να σηκωθώ. Έτοιμος ήμουν κι εγώ να την παρατήσω. Αλλά στην ώρα ακούω το ναύκληρο να φωνάζει από την πλώρη:
– Πανί, παιδιά! ένα πανί!
– Ένα πανί! φωνάζω χωρίς να ιδώ τίποτα.
Είδαμε τέλος μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε το μαΐστρο. Με μιας ζωντάνεψα. Όχι εγώ· όλοι μας. Κι ο Σκοπελίτης ακόμα πήδηξε και ρίχτηκε στην τρόμπα, που έκαμε να τρίξουν όλα της τα χάρβαλα. Δένουμε αμέσως τη σημαία κόμπο στο χαϊμαλί ψηλά κι αρχίζουμε να φωνάζουμε, να φυσάμε τον κόχυλα και να κινούμε τις σκούφιες μας. Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά προμηνώντας την άνοιξη, φαινόταν το καράβι ασώματο μακριά. Και όμως πίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, γνώρισε τον κίνδυνο κι ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε τις τρόμπες κι έτρεξε καθένας στην πλώρη για να έβρει τίποτα να πάρει μαζί του.
– Μωρέ, παιδιά, βουλιάζουμε! ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου.
Πηδάω έξω. Για πέντε λεφτά το νερό μας κεφάλωσε. Ριχτήκαμε πάλι ν’ αρχίσουμε τον αγώνα. Αλλά τώρα δε μας φαινόταν βαρύς. Το καράβι όλο και πλάκωνε. Σε λιγάκι φάνηκε ολάκερο το σκαφίδι. Αλλά δεν ξέρω γιατί, στοίχειωσε η απελπισία στην ψυχή μου, και δούλευα ακόμη την τρόμπα.
– Ρε Καληώρα, δεν παρατάς πια την έρμη! γυρίζει και μου λέει ο καπετάνιος· να το, πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα;
– Δεν πειράζει.
Δεν ήθελα να ξεστομίσω την υποψία, γιατί θα μ’ έπαιρναν για παλαβό. Το μπάρκο πλησίαζε· διάβαζα μάλιστα και τ’ όνομά του στις κουλούρες· το έλεγαν «Σωτήρα».
– Α! α! α!… έβαλαν όλοι χαρούμενες φωνές.
Από κείνους ούτε κινήθηκε, ούτε φώναξε κανείς. Είδα τον τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο ορθό στην πρύμη· το ναύκληρο και πέντ’ έξι ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν και μας κοίταζαν, μα ούτε σχοινιά ’τοίμαζαν, ούτε τίποτα. Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος, με κεφάλι ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε το άγριό του αλίχτημα.
– Τους άτιμους, ψιθύρισα.
– Για ποιους λες; με ρώτησε ο καπετάνιος.
– Για τους σκύλους.
Και ρίχτηκα με τα δυνατά μου στην τρόμπα.
– Όρεξη που την έχει ο Καληώρας, είπε ο καπετάνιος γελώντας. Θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίσει.
Ωστόσο το μπάρκο ήρθε μια βόλτα κι έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζει στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σταβέντο.[22] Βάνουμε τις φωνές:
– Μωρ’ αδέρφια, πνιγόμαστε! Πού μας αφήνετε; Σωτηρία!… Αδέρφια, πνιγόμαστε!… Σωτηρία!…
Ακούστηκε κάποια φωνή και πάψαμε βουλώνοντας ο ένας του άλλου το στόμα. Και μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοφύσημα, ακούστηκε χαρόσταλτο ανάμπαιγμα η φωνή:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
Δεν το πίστευαν τ’ αυτιά μου! Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξει με τη θέση μας και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξη. Ο «Σωτήρας» όμως πάντα μάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές:
– Μωρ’ αδέρφια, πνιγόμαστε! Πού μας αφήνετε; Σωτηρία! Πνιγόμαστε, σωτηρία!…
Βουλώσαμε πάλι το στόμα· κρατήσαμε την ανάσα μας. Και η φωνή από το μπάρκο, συντροφιασμένη με το ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοβόγκημα, πιο δυνατή και αναμπαίχτρα, ξαναδευτέρωσε:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
Έμεινε όπου βρέθηκε καθένας για πολλή ώρα. Άξαφνα, σκορπίσαμε τρελοί, σκαλώσαμε στα κατάρτια και μονόγνωμοι αρχίσαμε να φασκελώνουμε και να φωνάζουμε:
– Της μάνας σου το κέρατο!… Χάννε μούνε!… χάννε μούνε!…
***
Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο έμοιαζε με νυχτερίδα. Κάπου άρχισαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ’ ουρανού, αργά όμως, σαν να πάλευαν συνατοί τους οι καιροί· Έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος και το κύμα, καθώς έσκαζε ψηλά, σπιθοβολούσε πολύχρωμο και βροντερό, σαν να κυλούσε συντρίμμια από λόγχες και γυμνά σπαθιά, δίκοπους μπαλντάδες και μαχαίρια και κράνη χάλκινα, σπρώχνοντας να τα ρίξει πέρα στην ακρογιαλιά, μαζί με τα γυμνά κορμιά. Και μέσα στην υγρή άχνη, που ανεμόφτερη έτρεχε κατά τη νοτιά, το Τόξο έλαμπε υφασμένο από νεράιδας χέρι απάνω σε αεροκάμωτο διασίδι. Μα τι κατάρα που την πήραμε και μεις! Το θεόσταλτο σημάδι, που προλέγει πάντα την καλοσύνη του καιρού στους ναυτικούς, γράφτηκε να προλέγει θαλασσοταραχές και αγριοκαίρια:
Είδες Τόξο την αυγή;
καλοσύνη το βραδύ!
Είδες Τόξο το βραδύ;
κακοσύνη την αυγή!
Άρχισα να πιστεύω πως ξεγραφτήκαμε από του κόσμου το βιβλίο· πως οι άνθρωποι τράβηξαν χέρι μη συνεπάρει και κείνους του Θεού η κατάρα. Και άλλοι αν μας απαντήσουν, έλεγα, έτσι θα μας φερθούν. Όμως από τις πολλές φωνές του καπετάνιου, που δεν έχανε το θάρρος του, πιάσαμε πάλι τις τρόμπες. Τρομπάραμε καμιά ώρα· έπειτα ένας ένας τις αφήσαμε. Πλάκωσε ωστόσο η νύχτα. Και τι νύχτα! Κόλαση σωστή. Ούτε άστρο στον ουρανό, ούτε φανός στη θάλασσα! Είπε μια στιγμή να φυσήξει πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το γύρισε γρεγοτραμουντάνα. Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζει· θυμήθηκε, βλέπεις, ο ουρανός πως χρειαζόμαστε σάβανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι και νόμιζες πως ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνο στην πλώρη αγουριόταν το σκυλί και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια.
– Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! μουρμούριζε· ένας κι ένας! Να χαθούν, δε βρίσκονται σ’ όλη τη γη!… Αμ δεν πάτε, καημένοι μου, να φορέσετε φουστάνια!
– Μα τι θες να κάνουμε; του λέει ο Κράπας.
– Τι να κάνετε; να παλέψετε, μωρέ· να παλέψετε! Σ’ άρπαξε από τα πόδια ο Χάρος; πιάσ’ τον από το λαιμό… θα σε πάρει – να σε πάρει παλικαρίσια. Όχι να σταυρώσεις τα χέρια και να παραδοθείς!
– Μα δε βλέπεις που χάσκει το κύμα να μας καταπιεί!
– Ώσπου να με καταπιεί κείνο, το ρουφάω γω!…
Ο καπετάν Μπισμάνης γύρευε να μας κεντήσει το φιλότιμο. Αλλά ποιος μπορούσε να κινηθεί; Το χιόνι πλάκωνε μια πήχη στο κατάστρωμα. Στα σχοινιά, στα κατάρτια, στα σίδερα, στα κουρέλια των πανιών απλωνόταν κι ασπρογάλιζε σαν κουλουριασμένα φίδια. Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο. Μα δεν είχα δύναμη να σηκωθώ. Άρχισε να με πιάνει αποκαρωμάρα και κει που ήμουν ακόμα ζωντανός νόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως με κυλούσαν τα κύματα. Έλεγα πως ήμουν πρησμένος ταβούλι· πως το κεφάλι μου ήταν όμοιο μ’ ένα ρουμοβάρελο· πως τα πόδια μου ζύγιζαν καθένα από πεντακόσια καντάρια! Άξαφνα, λέει, τα θεριά της θάλασσας, τα σκυλόψαρα και οι φάλαινες, οι ξιφιοί και τα δελφίνια τριγύρισαν λαίμαργα το κουφάρι μου και πιάσανε διαβολικόν καβγά με τα όρνια τ’ ουρανού για τα κοψίδια μου. Εγώ τα κοίταζα και γελούσα σκαστά και τρανταχτά γέλια, βλέποντας να λαχταρούν τ’ αρρωστημένα κρέατά μου. Κι έπειτα, λέει, το κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ’ ένα ρουμοβάρελο, βρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας. Ήταν ανήμερα Λαμπρή, κι ή χώρα έλαμπε κάτασπρη, σαν μαρμαρόχτιστη, και μοσκοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια βροντούσαν και βαρούσαν παιγνίδια κι έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι το κρασί κι έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ’ αβγά κι έτρεμε το «Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη. Το κεφάλι μου, αργοκυλώντας μέσ’ από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε κι άραξε στην ακρογιαλιά και βγήκαν οι νιες περδικοστήθες, με τα κίτρινα φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με τα τσόχινα βρακιά και τα πλατιά ζωνάρια τους, με κοίταζαν κι έλεγαν μ’ απορία: Τίνος είναι τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι και συγγενείς, μ’ έβλεπαν και κείνοι, ρωτούσαν κι έλεγαν: Τάχα τίνος είναι τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα και στενοχωριόμουν που δε με γνώριζαν, κι ήθελα να τους φωνάξω: – Δικό μου είναι, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με τρέμουν τα βαγένια και τα καπηλειά. Ο Μπαταριάς σαν αρχίσω τους σκοπούς μου, σπάει τις κόρδες του λαγούτου του κι ο Σουλεϊμάνης απαραιτεί το νάι του στη φωνή μου. Εγώ, αν σηκώσω μάτι στα ψηλά τα παραθύρια, αρνιέται κάθε γυναίκα τον άντρα της· κι αν σύρω το χέρι στη μέση μου, το αίμα κατουρεί κάθε μάνας γέννα. Εγώ ψάρεμα πρώτος το μελάτι στους βυθούς της Μπαρμπαριάς και ξερίζωσα το στοιχειωμένο γιούσουρι μ’ ένα τίναγμα. Οι Καλυμνιώτες είδαν το βούτημά μου και θάμασαν. Μ’ είδε το σκυλόψαρο – μοβόρικο ψάρι! – κι ήρθε μπρος στο γυαλί της περικεφαλαίας μου, θέλοντας να γνωρίσει το νέο θεριό που συνεμπήκε στα νερά του. Με είδαν οι Αραπάδες της και με τίμησαν ως βασιλέα· μου άφησαν ελεύθερο το πηγάδι που θα πίνω νερό και το κοπάδι που θα τρώγω το κρέας. Εμένα μ’ έμαθαν από μικρό παιδί όλ’ οι ανέμοι, από λεβάντε σε πονέντε και από βοριά σε όστρια· και συντρόφεψαν το νυχτοπερπάτημά μου όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού. Εγώ είμαι ο Καληώρας ο βλάμης σας, που με γνωρίζουν τα πόρτα της Μαύρης Θάλασσας και της Άσπρης τα λιμάνια, πέρα και πέρα, και πώς εσείς δε με γνωρίζετε;
Αυτά και άλλα ήθελα να τους ειπώ· μα δεν μπορούσαν να βγάλω λέξη από το στόμα μου. Ώσπου μ’ άρπαξαν τα παλικάρια και οι λυγερές και βγήκαν πέρα στο Βληχό να παίξουν κλοτσοσκούφι. Εδώ μ’ έριχναν, εκεί με πετούσαν ολημερίς. Γελούσαν οι λυγερές δυνατά και στο γέλιο τους μάντευα της καρδιάς τη λαχτάρα. Τραγουδούσαν τα παλικάρια κι έλεγαν με το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών τον πόθο και τον καημό τους. Και γω που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα τ’ ασημένια γέλια, σε Κόλαση ήμουν απ’ τη ζήλεια, γιατί δεν ήμουν σε κείνη την Παράδεισο!
Το βάσανό μου βάσταξε, λέει ως το ηλιοβασίλεμα. Και τότε όλοι μαζί έφεραν το κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και θάφτοντας τραγουδούσαν και μου έλεγαν:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
Μέσα στο καταχώνιασμα ακούω μια φωνή να μου φέρει το αέρι:
– Ε, από το μπάρκο!… ε!…
Τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια μου τ’ αυτιά. Και όταν πάλι δυνατότερη και πιο κοντά ξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που αγγελοκρουόταν. Μα, δόξα να ’χει ο Θεός, δεν ήταν από τους συντρόφους μου· ήταν από τη γολέτα που μας έσωσε.
Όλοι σωθήκαμε, ένας απόμεινε ο σκύλος μας. Κανένα δεν άφηνε να τον ζυγώσει. Του καπετάνιου, που τόλμησε να τον πιάσει, του έκαμε κουρέλια το μουσαμά. Και τα χαράματα που βολταζάροντας να βρούμε τον καιρό περάσαμε πάλι από κει, είδα το μπάρκο να κατεβαίνει στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά του σκύλου, να γαργαρίζει και να σβήνει μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου το βόγκο, σα να μας έλεγε κειος με παράπονο:
– Στην άλλη ζωή!… στην άλλη ζωή!…
***
Δεν ξέρω πόσον καιρό κοιμήθηκα μέσα στη γολέτα. Μόλις πατήσαμε κει, μας έγδυσαν οι ναύτες από τα ρούχα, που έβγαιναν μαζί με το πετσί, μας πότισαν τσάι με το ρούμι και μας ξάπλωσαν στα ζεστά κρεβατοστρώσια. Όταν άνοιξα τα μάτια, ήμαστε μπρος στα Μπουγάζια. Ο ουρανός χρυσογάλανος και θάλασσα σωστό κρυστάλλι. Οι μύριες της γλώσσες φιλούσαν απαλά τις στεριές. Ανατολή και Ρούμελη, κάτασπρες από το χιόνι, αστραποβολούσαν στο λιοπύρι και καθρεφτίζονταν στα νερά. Ψαρόβαρκες με τ’ άσπρα και τα κόκκινα πανάκια τους αρμένιζαν στις ακρογιαλιές, σαν θαλασσοπούλια που σκύφτουν να παιγνιδίσουν με το κύμα. Καράβια κάθε λογής κατέβαιναν βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια. Απάνω από το κεφάλι μας πετούσαν σύννεφα πουλιά.
Γύρω στα κάστρα ανέμιζαν οι κόκκινες σημαίες και άστραφτε των κανονιών το ατσάλι, ηχολογούσαν οι σάλπιγγες και κοκκίνιζαν δασοφυτρωμένες παπαρούνες τα φέσια. Όλα φαίνονταν πασίχαρα και γελαστά. Έπεσα στα γόνατα και με πήραν τα δάκρυα. Αχ ναι, τ’ αδέρφι· δε φαίνεται τόσο όμορφος ο κόσμος στον άνθρωπο παρά όταν κινδυνέψει να τον χάσει!
Η γολέτα ήταν γαλαξειδιώτικη, του καπετάν Καρέλη. Ερχόταν από τον Σουλινά φορτωμένη σιτάρι για την Πάτρα. Ήταν όμως χολέρα στον Ποταμό και θα πήγαινε πρώτα να κάνει καραντίνα στις Δήλες. Ο καπετάν Καρέλης μάς ρώτησε, αν ήθελε κανείς να βγει στην Πόλη· μα όλοι μονόγνωμοι ζητήσαμε να μας πάρει στην Ελλάδα. Δεν ξέρω γιατί, όταν κανείς κινδυνέψει, πιθυμάει τόσο την πατρίδα και τους συγγενείς του. Πολλές φορές μου έτυχε να κινδυνέψω στη θάλασσα. Μία φορά πήγα να ψοφήσω από πλευρίτη στο γερμανικό νοσοκομείο της Πόλης. Άλλη μία φορά στην καραντίνα της Σινώπης έκαμα δυο μήνες από χολέρα. Στο Ταϊγάνι ένα χειμώνα έπεσα από το κατάρτι κατακέφαλα κι έκαμα εφτά μήνες στο στρώμα. Μα πάντα, μόλις έπαιρνα την καλύτερη, μονοφύσημα τραβούσα για την πατρίδα. Και, στη θάλασσα που αρμενίζω, γλυκύτερες ώρες από κείνες δε γνώρισε ακόμα η ψυχή μου. Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα κι αγκάλιαζα όχι μονάχα τους συγγενείς μα και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι φαίνονταν άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη πίστευα πως με χαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς όρισες! Καλώς όρισες!
Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκιο να ζητήσουν την πατρίδα. Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του. Εγώ τίποτα δεν περίμενα. Από μικρός ορφάνεψα κι από μικρός ξενιτεύτηκα με τα καράβια. Πέντ’ έξι μήνες πριν, με κατάφεραν κι αρρεβωνιάστηκα με μια φτωχούλα. Δεν τη συλλογιζόμουν όμως παρά σαν έβλεπα τον αρρεβώνα στο δάχτυλό μου. Μα τώρα από τη στιγμή που βρέθηκα στη γολέτα, εκείνη πρώτη έλαμψε μπρος μου, με τη φτωχή της φορεσιά, δακρυσμένη να δέρνεται απάνω στο εύκαιρο μνήμα μου. Δεν ξέρω γιατί ανάτειλε στο νου μου άξαφνα, πως η τύχη εκεινής ήταν να σωθώ· πως ο θεός θέλησε να μη μαραθούν παράωρα τα νιάτα της, να μη μαυρίσει η καρδούλα της, πριν ανοίξει σαν τριαντάφυλλο στου γάμου τη δροσιά· να μη γίνει χήρα πριν νύφη γίνει η ορφανούλα! Και η αγάπη σε μια ώρα φύτρωσε μέσα μου και ρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε χαραμάδα, και πρασινίζει και ανθοστολίζει τους τοίχους του ερμόσπιτου! Την είχα μπρος μου και ομορφιές τής έβρισκα· γελούσε κι οι άγριοι κάμποι άνθιζαν και πεντοβολούσαν. Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω στην Ελλάδα. Έστειλα γράμμα της θειας της από την Πόλη και της έλεγα να ’τοιμασθούν για το γάμο και πλακώνω. Το σπιτάκι μου, που σφάλισε αφότου πέθαναν τα γονικά μου και σκούριασαν οι κλειδωνιές, χορτάριασαν οι πόρτες κι έπνιξε η αγριαγκαθιά και το μαμούδι την αυλή του, θα το στολίσει, έλεγα εκείνη σα νεράιδα· θα φυτέψει μηλιά στην πόρτα και κλήμα στην αυλή· θα κρεμάσει μοσχομύριστ’ αφροκύδωνα πάνω απ’ το κρεβάτι και ρόιδα μοσχομύριστ’ ψηλά στο πατερό!
Οι σύντροφοί μου άρχισαν να διηγώνται τον κίνδυνό μας με περιφρόνηση και να παιζογελά ο ένας τον άλλο για το φόβο του. Έπλαθε καθένας ό,τι του κατέβαινε και παρουσίαζε τον εαυτό του για ήρωα. Σε μένα μάλιστα, που ήμουν σαν αφαιρεμένος, ρίχτηκαν όλοι και με πείραζαν στα γερά. Ο καπετάν Μπισμάνης, δεν ήταν ώρα να φανώ μπρος του και να μη μου φωνάξει γελώντας:
– Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψεις την τρόμπα;
Τέλος κατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμει λιμάνι! Όσο τον έχει στο σορόκο καλά, άμα όμως τον πάρει τραμουντάνα και κατεβάσει ο Τσικνιάς ουδέ βάρκα δε μένει μέσα. Γυρεύαμε τόπο ν’ αράξουμε· πού ν’ αράξουμε; Εβδομήντα κομμάτια καράβια, μικρά μεγάλα, ήταν εκεί· χωριστά πέντ’ έξι βαπόρια. Από τα κατάρτια και τα σχοινιά πίστεψα πως έμπαινα σε πυκνοντυμένο δάσος χειμώνα καιρό. Ωστόσο ήρθε ο πιλότος και μας άραξε κατά τα Κοκκινάδια. Δεν αράξαμε ακόμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινο, ξεσκούφωτο, αναμαλλιασμένο να τρέχει στην πλώρη, να καβαλάει το μπαστούνι, ν’ αρπάζει τον έξω φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζει και να καταριέται και να θεορίχνει. Κοιτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας!
– Παλιοτσόπανε!… παπλωματά! καραβανά!… αλυχτούσε ο καπετάνιος μας. Δε φοβήθηκες, μωρέ, το Θεό! Τη θάλασσα δε φοβήθηκες! Μα έχω τις ελπίδες μου! θάλασσα, μωρέ, αν είναι θα το δείξει, αργά γλήγορα!…
Είδα κι έπαθα να τον ησυχάσω. Τέλος πήρε να νυχτώνει και κακά σημάδια έδειχνε ο καιρός. Ο ήλιος βασίλεψε μαραμένος πίσω από τη Σίφνο. Τα ουρανοθέμελα σκούραναν κι οι χαμηλές στεριές άσπρισαν γύρω σαν κιμωλία. Της Τήνου το βουνό έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς σκοτείνιασε. Ασυνήθιστη κίνηση άρχισε στις Δήλες, σαν σε μερμηγκοφωλιά τα πρωτοβρόχια. Στο πόδι, μαρινάροι! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια, νύχια, δόντια σε κίνηση. Ένα καράβι εδώ μάζωνε την άγκυρα· παρέκει άλλο έριχνε και τη σπεράντσα· άλλο κατέβαζε τις σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, κει τα βαπόρια κάπνιζαν. Πλάκωνε, νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ’τοιμαζόταν να τον αντικρίσει με όλα του τα σύνεργα.
Και αλήθεια σε λίγο πλάκωσε ο εχθρός. Μαύρος, θεοσκότεινος, πέταξε από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κι έκαμε το λιμάνι μαλλιά κουβάρια. Εκεί ν’ ακούσεις τη σαλαλοή και το θρήνο. Σίδερα βροντούσαν, ξύλα τρίζανε, φωνές αντηχούσαν κι αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος γκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες. Εδώ τριζοβολούσαν οξιές θεόρατες, εκεί βροντούσαν χιλιόχρονες βελανιές· δεξιά χούγιαζαν πεύκα φουντωτά, αριστερά στέναζαν λυγερά κυπαρίσσια. Σ’ ένα μυκονιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία πετούσαν τα σανίδια σαν πούπουλα και σκέπασαν τη θάλασσα ως πέρα στο νησί! Ένα τσερνίκι σμυρνέικο, κάρβουνα φορτωμένο, το άδειασε τέλεια. Μια σφουγγαράδικη μηχανή την έγδυσε, σαν να την πάτησαν κουρσάροι. Τα βαπόρια πήραν τις άγκυρές τους και αγριοσφυρίζοντας ρίχτηκαν στραβά πάνω στα πλεούμενα. Εμείς είμαστε στην άκρη κι εύκολα, αμολώντας την άγκυρα, βγήκαμε πέρα, κάτω από τις Μικρές Δήλες.
Όλη τη νύχτα βάσταξε θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα, είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήταν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε και κρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα σαμιώτικο τρεχαντήρι. Δεν ξέρω πώς πήγα στην πρύμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη γονατιστόν πίσω στο τιμόνι, να κλαίει να μύρεται σα γυναίκα.
– Τ’ έχεις, καπετάνιε, τ’ έπαθες; τον ρωτάω.
– Αχ, μωρέ παιδί! λέει στενάζοντας μ’ οργίστηκε ο Θεός!… Ο κακομοίρης χάθηκε, φτωχός άνθρωπος!…
Γυρίζω κατά τα Κοκκινάδια· ο «Σωτήρας» μαδέρια βρισκότανε στις πέτρες και κοντά οι ναύτες του, βρεμένοι ως το κόκαλο, τουρτούριζαν γύρω στη φωτιά. Κι ακόμη κοντά ο καπετάνιος του, αναμαλλιασμένος και αγριομάτης, κοίταζε τα ναυάγια σα να κοίταζε των παιδιών του τα σκέλεθρα. Μωρέ μονοβδόμαδα έκαμ’ έλαβε. Το τίναξε απάνω του σαν αστραπόβολο! Αλήθεια, λυπήθηκα και γω το μπάρκο. Μα η θάλασσα έκαμε την κρίση της!…
Ο μπαρμπα-Καληώρας σώπασε τέλος. Αλλά το τσούρμο έμεινε άφωνο για πολλή ώρα. Δε συλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης Θάλασσας, ούτε τις παλικαριές κι αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος λίγο ποιος πολύ, τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αιστανθεί. Εκείνο που τους έκαμε εντύπωση ήταν το πάθημα του «Σωτήρα». Καθένας φανταζότανε τη θεϊκή οργή, μαύρο πουλί ν’ ακολουθεί από ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται και να το πετσοκόβει με ασπλαχνιά. Τρόμος τούς είχε κυριέψει. Και όταν ακούστηκε η καμπάνα της βάρδιας, σηκώθηκε καθένας και πήγε να πιάσει δουλειά του, δίχως χωρατά και πειράγματα. Μόνον ο Κώστας ο θερμαστής, πάντα ίδιος, ηθέλησε πάλι να κεντήσει το γέροντα:
Έλα πες μας, μπαρμπα-Καληώρα, πόσες φορές εναυάγησες;
Ο υποναύκληρος τώρα σηκώθηκε πάλι αλύγιστος, τα μάτια του σπιθοβόλησαν θυμούς και φοβερίσματα με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά συρμένη γύρισε και είπε:
– Μωρέ άιντε πορρρ!… Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κι ύστερα να ’ρθείτε να μιλήστε μετά μένα. Αμήηη!… τον καιρό που γω αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ’ αχαμνά του πατέρα σας!…
*Ανδρέας Καρκαβίτσας - Βικιπαίδεια
*************************************The Justice of the Sea
By Andreas Karkavitsas
[from the anthology Words of the Prow]
Freely adapted by Vassilis C. Militsis.
Uncle Kalioras, the boatswain, was frequently becoming the object of banter by his mates. And they did not need much effort to make him going by merely making their wonted question:
⦁ Come on, tell us, Uncle Kalioras, how many times have you shipwrecked?
To this unoffending query the old salt ignites like tinder. His weather-beaten and time warped body is straightened up rigid; his beaming and benign countenance is clouded over like a March sky; his eyes spark in anger and menace; with a choppy drawl of arvanitic accent, he addresses them:
⦁ Boo! Be off! You’d better first wean yourselves off your mothers’ milk and then you’ll be worthy of talking to me! For sure… when I used to sail the high seas, you hadn’t even existed as seed in your fathers’ loins!
The crew then bursts out in roaring laughter and Uncle Kalioras, the boatswain, cannot help joining in the general mirth.
One day at noon when the first shift was mending a sail in the prow and the second was ravenously lunching, the sailors tried to goad him anew. That time he was not incensed. He remained calm in the place where he was sitting; he left the bodkin half-stuck in the cloth, screwed up his eyes at the sea, a faint smile playing on his face. Did he perhaps cast his glance at the waves or the shadow of the vessel, which glided in the water, with her high hull, her lofty masts, her upper bridge and her tall smokestack? Who knows! After remaining in that position for some time, he looked around him and spying near him his chief, who was spinning the strands of a guy rope, he began speaking in sybilline tones:
‘Know this well, Uncle George; the sea as well as the land has its own justice. And the sea has a better justice than the land. The sea brooks no excuses; according to what you sowed, you reaped; the wrong you did, the sea flings it back on you like a thunderbolt! Now the evil I experienced on that accursed ship can’t be described! The ship did not last a month! What am I saying, a month? Not even a fortnight; not even ten days! Within a week, she got what she deserved. And I believe that is just, for what happens at sea is soon forgotten: what’s done is easily carried away with the blowing of the wind, with the foam of the waves and the whims of the weather. Therefore, retribution must be quick.
’I remember I was jobless in Constantinople. And suddenly I resolved to sail down to the island of Hydra to get married. Day in, day out seeking a familiar vessel to board, I spent the money I had hoarded for my wedding by frequenting the coffee house owned by a Sifnean or the tavern belonging to someone from Santorini. And at Kemer Alti gambling, carousing, and debauching with women day and night! In two weeks I owed three thalers to the café owner and thirteen francs to the taverner. As to Kemer Alti, you’d better not ask; they nearly got me to don a fez and make me play the hurdy-gurdy at the door of the joint.
’But a hardworking man, old as he may be, is never daunted. On those days rumor had it at the Wine-pier that a Spetsiote enlisted a crew for the Black Sea. It is true that I was the last to get wind of it. The tavern owner, who had credited me, came one night and whispered into my ear:
“Here, drink this quart with me and then head to Buyukdere. Seek out Captain Bismani’s barquentine and get on board. At the break of day you sail for the Black Sea.”
’My well-wisher and I downed the quart of booze hurriedly, still standing; I shouldered my clothes and went straight to Buyukdere. At daybreak we hove anchor, but the captain would not detach himself from the petticoats. You all know how alluring they are! Finally we sailed out of the Straits and we met a southerly weather; in four days we reached Kerch where we dropped anchor.
’In the early days of November we were ready for the return voyage. But it was the sixth day of the new moon.
In the wane of the moon
The sailor is free
To sail at sea.
On the new moon’s sixth day
The sailor must stay
In the lee of the bay.*
The old timers used to say. Captain Bismanis was wise: if he saw no fair weather signs, he would not heave anchor. But we were to be punished for our sins. The captain had a box of homemade sweets to treat the merchant on. In order to avoid paying duties on them at the customs, he had them brought out by friends at night secretly. At daybreak he was told by the merchant that the box was found by the customs officials. Hearing this he hurried to the ship. The Russians do not jest about contraband. It was easy for them to seize the box, confiscate the ship and send us all chained to Siberia. He did not mind the weather; we only hove anchor and set sail away from the port. And mind this: we made other vessels follow us, too. Many ships were ready to sail off, but seeing the overcast sky, they were hesitant; however, now, they also set sail with us.
’But the New Moon’s Sixth Day was threatening. The sky was dark all around; the sun shone whitish and soiled like a dirty piece of canvass, and drifted quickly across the sky as if he was in a hurry to dip and hide in the waves. The dolphins swam in schools before the wind and skimmed the waters as though they were chased by a whale. The seagulls with their necks shrunk in, flying low and squeaking, headed inland. The captain, cursing both the Russians and the merchant, prepared to fight like a hero.
“Make ready, my lads,” he shouted looking around like a wildcat; “strike the sails! No furl on the booms, no line on the rigging, no chink on the deck!”
’In half an hour his orders were executed to the letter: No furl on the booms, no line on the rigging, no chink on the deck. The holds, the forecastle, the captain’s cabin and the galley were nailed tight; not a hair could pass through. Then night fell and pressed on us like cerement.
⦁ Look! It’s blowing from the west!
⦁ Then we’re expecting a southerly and a southeasterly wind. After that, we shall see.
⦁ Calm, lads; it’s changed to a westerly and northerly wind; we’re most likely to encounter other changing winds. Don’t worry; we’ll make the Straits without rain.
’Even Kapsalis, the ship’s dog, sitting on the end of the bowsprit, stretched his neck, turned here and there and sniffed the air. Only the captain stood straight in front of his cabin dragged on his pipe perfectly still as though he was made of marble.
’Within a couple of days the first bout of bad weather blew up followed by a second one with a strong north-easterly wind. The worst Black Sea weather swept us with its claws. Woe to the grain of wheat when it falls under the millstone!
’We were seven hands in the barquentine plus the captain. None of us had a wink of sleep; nor did we roll a cigarette all night. The sea, alive, rushed into the boat from all sides and logged it. The scuppers were wide open but they could not empty the water. One wave was bailed out, two rushed in. Luckily the ship was seaworthy and the captain an old salt. When the sea hit the prow with a roar, he steered the vessel so that it received the wave on the side; otherwise we might have sustained serious damage. Nevertheless, we were not immune to damage. A billow flooded us, rent the small dinghy from its chocks and washed it upon the deck as if it were a nutshell. A couple of lads rushed after to catch it, but how could they handle a boat that danced like a rabid bear? Their hands were made of muscle, not of cast steel. When they reached out to catch it at the prow, the boat slid to the stern and the other way around. Ah, lads, you should ’a’ seen the way it danced, how it slashed the tackle and broke the rails, you should ’a’ heard how it roared; you would’ve believed that it was just a real fiend.
“The Icon, lads, the Icon!” yelled the boatswain, suspecting diabolical agency.
’Upon hearing about the Icon, the possessed dinghy ran amuck with fury! The Satan made it sway like reed in the wind. And at the moment the Icon was brought on the deck, it went overboard along with Georgie, a lad from the island of Spetses, who struggled against it. For a moment I took a glimpse of him down in a pitch-dark gorge fighting like a hero in a desperate battle. And suddenly, I saw a huge billow, with a thousand aqueous claws and tentacles, toying with him in its frothy maw and spitting him upon us with oaths and threats. I rushed to grab him, but in time I shrank back. The wretched lad hung on the gunwale with his head open and his brains oozing out. No sooner had I been able to recover from the horror than another wave, perhaps the same one that had spat him out on us, came again and pulled him out into the sea forever. Poor lad! He was the best in our company!
’Dawn finally came. It would have been better it hadn’t! Have you ever seen columns of smoke rising up to the sky after summer straw fires? Similar columns of fog were spiraling up from the sea to a thick and dirty sky as if it were made of lint, a sky that was lower than the course sail of our mast. The gallants and the top gallants disappeared inside it. I had the impression that I was present at the building of the world when the sky was so low that it was being licked by oxen; and those the pillars of murky fog originated in the big fire built by the Serpent to burn out the Creation. And now I was expecting the good-natured lizard to have the water brought and extinguish the fire; for the sky to be lifted and turn blue, the sun to dispel the clouds of smoke, the bounteous earth to appear, the sea to shine and the birds upon the bloomy tree branches to praise the Creator.
’My hope was but a dream! The brumal clouds grew thicker and thicker and surrounded us; you could barely make out the white crest of the tremendous vitriolic billow. Around noon the brumes thinned out a little and I could discern in the distance the silhouette of a barque sailing on her fore and course-sail. We also luffed against the weather on our foresails. No sooner had I been able to see the barque clearly than I lost her again. Those murky pillars started rising again whirling their ghost-like wisps – some lower, some higher, others in linear formation, others closely snug, and others pruned at the top; you could see them here in a sisterly embrace and there sparsely scattered. And we were therein buried, all alone, half-frozen and famished. We seemed to be in an enchanted forest teeming with trees and brambles, trellises and gossamer arches; where no man trespasses, no wild beast builds its den and no bird twitters, but bleakness and darkness reign supreme, and accursed Freeze plagues those wretches whom their hard luck beguiled into its treacherous paths!
’And yet, neither did the raging waves nor the brumes or the freezing cold that made our blood curdle torment us so much as the fiend of hunger that was eating away our guts! There came a moment that we left all jobs and uttered such a roaring voice that even the monsters of the sea were terrified on hearing us. We were about to rip the hold open, to break the forecastle in order to allay our hunger at the cost of our lives. Realizing our intentions, the captain produced from his cabin a box of hardtack and a small bottle of rum; buttered hardtack and Jamaican rum! We were back on our feet. Then night fell, dark and fierce. Fierce were we, too, and prepared to wrestle with the Grim Reaper.
***
’Suddenly I heard the shrill voice of the watch and the bell that sounded diabolically. At the same time a similar voice and bell were heard to come out from the thick darkness. Those who have never heard such a voice and such a bell sound are a thousand times fortunate! The danger of the sea has no more appalling tongue than those. Once you’ve heard them, you’re bound to remember them till you die. For there follows a thump that reminds you of earth falling on your coffin.
’And there it went again! We heard the accursed thump and I felt the ship flounder as if she was seized by convulsions. I sprang to the prow; a huge barque on her course and foresails was bow to bow with our ship. You should ’a’ been there in the chaos and the cacophony! The captain of the barque was swearing at our captain calling him a shepherd; and ours answered in ditto calling him a peddler! The shifts were in confusion. The seamen were running aft and fore, not knowing what they were after, and were blaspheming without reason. Some were trying to find the boats to launch them onto the sea and they grabbed the gunwale instead. Krapas was going around like a horse on the threshing floor dragging along a guy line, believing it to be his trunk. Koutroufis, the Sifnean, was pulling at his long beard mistaking it for a t’gallant halyard. Uncle Tringas crouched behind the capstan pulling up his breeches. Not even the dogs kept quiet. Kapsalis and the dog of the barque, clambered on the beam-ends, were frothing at the mouth, biting wood and ropes, and barking as though they were flinging at each other epithets like shepherd and peddler. The captains swore, the men screamed, the dogs barked, the sea roared, the ships danced up and down creaking like two beasts struggling to weigh down one another. And high up the riding lamps shed their colored light silently.
’Suddenly I stood on the prow. I bowed overboard and I saw in dismay that the whole starboard face of the bow had been eaten away and the waves rushed into the hold. I felt the deck vanish under my feet. Losing no time at all, I sprang upon the barque.
“Here, lads!” I shouted.
’I have no inkling why I acted that way. Perhaps my guardian angel guided me. At my calling, the others jumped onto the barque, the captain last. In the nick of time; five minutes later we would all have foundered.
’After the jolt of the collision, the vessels separated. The barquentine heaved a deep sigh, its prow dove in the sea, heeled on her beam-ends, jerked once upward while the sea yawned and closed over her in a mighty froth and received her into its deadly embrace. Mark God’s agency, though. In sinking, the barquentine drew along with her the bowsprit with all the tackle, the jibs and the skirting of the barque. In the meantime we were attacked by a strong gust of wind, which broke down the foremast with all its spars. The ship grew lighter and jerked with the prow straight up. She canted and we all rolled aft like a bunch of sacks.
“Ahoy, lads; all hands at the pumps!” yelled the captain. “The pumps are our salvation!”
’Finally the day broke; but what a day! Sky and sea were enveloped in a turbid fog that clenched your heart. I have never remembered seeing such a loathsome dawn in my life!
’Suddenly, while I was toiling at the pump, I heard the chief boatswain whispering something into the captain’s ear. I tried to eavesdrop; all the ship’s hands were absent. I found out that the barque was Italian. Her men jumped upon our vessel – as we sprang upon theirs – and they were swallowed by the sea. The longboat also disappeared, and perhaps they might have tried to rescue themselves in it. Then I looked around and saw no one. I gave them absolution and then I forgot them. However, the chief boatswain found the conch shell and blew in it three times. But his stentorian honk sounded bass and strident like a mockery echoed back by the ruthless sea.
’Around noon the sun ripped the clouds and shone a beam afar. The snowcapped Feodosian Mountains emerged like crystalline palaces from the turbid waters. We were off the Crimean shore. If we could have found a way to approach it, we would have had some hope. But in her condition the barque was adrift. And on top of all this, the snow storm would not abate. It grew fiercer and fiercer like a heathen Turk. The wind blew in gales, raised the gelid powdered snow on its wings and whirled it like fine dust on crossroads. You see, it was the Lent before Christmas and all the seas were under the sway of diabolical hosts. Their King, who had his throne in Santorini, was with them marshaling his horrid hordes and leading them to the ruination of the Cosmos. The sea writhed and foamed from end to end and the waves chased one another; huge billows rose up and lashed and groaned, full of unrestrained hate for destruction. You could not believe they were only made of water; you thought they were fierce beasts: wolves and lions, tigers and hyenas, polar bears – hungry packs that attacked our miserable ship from the sea and the sky. Here came a breaker and crashed with its broad surface and threatened as if it sought to give the coup de grace. There another billow glided low like a lurking tiger that creeps until it decides to spring at its quarry; as the wave was nearing, it suddenly rose high, straddled the gunwales, gushed onto the deck, washed everything in its wake – splintered wood, tackle and warped metal – and broke on the opposite side with a spiteful growl and bark, as it did not succeed in wreaking more havoc. Still another one came from afar, high and pregnant, a fleet footed warrior, its quiver filled with virulent arrows, impatient to spawn its bane. Then it broke before reaching its goal and raging sprayed us with its froth. Thousands more crammed around us hastily rivaling which would be the first to inflict the deepest cut choosing the right place to climb on the deck, like a horde of besiegers around an impregnable fortress.
’One here came gamboling and snatched away the gunwale in its foaming teeth; another there shattered the companionway into bits; still another one skewered with its awesome snout the beam-ends, grabbed the vessel by the prow and shook it like a rag. A horde of others glided under the keel and bounced straight upwards struggling to capsize the ship. And the wretched vessel lurched here, doubled there, dove astern, heaved at the prow, crawled and groaned painfully like a living organism. There came a moment that I pitied her. I forgot my own peril and I directed my whole mind and heart to her. I could not understand what the sea was annoyed with and raged so much against her.
’The barque had two pumps; one fore and the other aft. Each needed three men to operate. At first the captain was not supposed to work them because of his office, but after a while necessity took the upper hand. He alternately relieved the man at the pump so the latter could take a breath. Since the time of the collision we had worked adequately well. We had bailed out sufficiently and we were not waterlogged.
’I can’t explain why one gets wild by the darkness of the night. A man becomes a real beast. Without a second thought he recklessly charges at the danger. He pictures it as a man or a dragon and seeks to wrestle with it. He reviles it and feels its abuse crushing his soul like a millstone. He spits at it but sees his spittle turning a scab upon his face. He reciprocates its punches, its kicks and its bites. He battles with it using his hands, his feet, his knees, his head; he fights with tooth and nail. He feels his strength become a thousandfold around his body and wonders how come he hadn’t known it before. The danger pushes him around, tears at and strangles him. The victim is sloshed in his own blood; he feels his shredded flesh hang in ribbons from his fingers but he puffs, grows angrier and angrier and gains bravery.
’I was also in such plight then. All night long I was toiling at the pumps; I felt no weariness; neither was I cold nor sleepy. What I felt was only tremendous spite. I worked on the pump and I thought a cataract was gushing out. But when daylight came, we were scared stiff. Even Captain Piliouris, according to the legend told by the Cranidiotes, the vampire that rose from his grave, had never ended in our predicament. We were so bloated and blackened that we could not recognize one another! Our hair, whiskers and moustaches grew as hard as thorns. Our eyes, deeply set under our bushy eyebrows, gaped like white spittlebugs. And the barque was reduced in half: there were no beam-ends, no gunwale, no rigging or even a whole sail. And the gap under the anchor eye was always yawning and menaced to swallow the seas. It was Dimitris from Skopelos, the worthiest and strongest hand, the first to give the pump the middle finger and collapse on the deck lying on his back.
“You wretched cur!” yelled Captain Bismanis. “What’s the idea?”
“I can’t take it any longer,” he replied.
“Then we’re lost! Our hopes are on the pumps,” said the captain.
“Let it be so”, said Dimitris. “Either way, the sea’s going to get us; the sooner, the better. I’m at my wits’ end.”
It was true; we were all exhausted. My knees shook; my fingers were stiff and clenched on the handle. I could neither close nor open them. On top of all that, I had a pain in my kidneys: as I was bending on the pump, I needed someone to pull me back so that I could stand up straight. I was also on the verge to give it up, but I heard the chief boatswain shouting from the prow: “Sail ahoy, lads! Sail ahoy!”
“Sail ahoy!” I also shouted but I saw nothing.
’We finally descried in the distance a small sail before the wind. At once both I and all the crew came alive. Even Dimitris, from Skopelos, sprang up and took so enthusiastically to the pump that he made all its parts grind. We hoisted the flag up in a knot and we began to shout, blow at the conch shell and wave our caps. Like a swallow fledgling flying slowly, a harbinger of spring, the ship, incorporeal in the distance, could barely be seen. And yet I was certain that she had seen us, heard our pleas, become aware of the danger that beset us and was coming flying towards us. There was even a moment when we gave up the pumps and we all ran to the forecastle to take along what we could find. “Hey, lads, we’re sinking!” I heard the captain’s voice. I jumped out and saw the water reaching our heads. We took again to toiling at the pumps. The endeavor now felt lighter, as the ship was constantly coming nearer and nearer. In a little while we could discern the whole vessel. However, I don’t know why, despair haunted my soul while I went on working at the pump.
“Hey, Kaliora, quit with the darned pump!” said the captain. “There, she is coming; you’re plowing a lonely furrow in vain.”
“It’s all right.”
’I was loath to come out with my suspicion because I was afraid they would take me for a madman. The barque was drawing nearer; I could even make out her name on the bumpers: SAVIOR.
“Hurrah!” We all joined in merriment.
’However, there was no response, no motion from the ship. I could descry the helmsman at the helm, the captain standing upright at the prow, the chief boatswain and five to six hands busy with the sheets. They all stood looking at us, but they made no movement with the ropes to get us on board. Only the dog, shaggy and pitch black with a round head like a cannon ball screamed his savage and hostile bark at us.
“The rogues!” I whispered.
“Who do you mean? Asked the captain.
“The curs” I replied. And I took more earnestly to the pump.
“Kalioras is up to it in earnest,” said the captain laughing, “as if he means to coax it.”
’The barque gave us a wide berth and approached us about fifteen fathoms away. But suddenly I saw the captain turn to the helmsman and tell him something. He turns the ship to the lee. We set to crying out:
“Brothers, we’re sinking! Don’t leave us! Save our souls! Brothers, we’re foundering, save us!”
’A voice was heard and we all fell silent cupping each other’s mouths. And among the roar of the sea and the howl of the wind, we heard the voice again like the mocking call of death:
“In the afterlife! In the afterlife!”
’I couldn’t believe my ears! I thought the captain wanted to jest with our predicament, so I began to resent more his tasteless jokes than his inhuman behavior. The Savior however was constantly bowing out. Again we took to screaming for help:
“Brothers, we’re drowning! Don’t leave us! Save our souls!”
’Again we fell silent holding our breaths. And the voice from the barque, accompanied by the roar of the sea and the groan of the wind, came back to us in loud mockery:
“In the afterlife! In the afterlife!”
’We stood dead still for a long time. And then we scattered about like madmen, climbed up the shrouds to the masts and began in unison to give them the middle finger and heap a broadside of vile expletives on them.
“Up your mothers’, the sows, you motherfuckers!”
***
’When I climbed down the mast, the barque was so far that she looked like a bat. Then the firmament started opening again, but slowly this time as if the weather were divided into two conflicting halves; the sun was about to set and as the waves broke high, they roared and sparkled as though a waterfall were rolling down pieces of shattered lances and bare swords, double-edged cleavers and knives and bronze helmets struggling to wash them out onto the shore along with the naked bodies. And in this humid mist that was windblown to the south shone the Rainbow woven by a fairy’s hand on an airy warp. But a curse fell upon us! The godsend sign that always augurs calm weather for the seafarers was to bode stormy seas and foul weather that time.
Have you seen the Bow at dawn?
Good weather in the evening;
Have you seen the Bow in the evening?
Bad weather at dawn!
’I began to believe that we had been written off the book of creation; that the rest of humanity had withdrawn from us so that they might not bring on the wrath of God. Other ships will also treat us in the same way if they come in our course. However, the captain’s incessant bawling made us take to the pumps again. We bailed out for an hour, but soon night fell heavy. And what a night! Real hell. No stars in the sky; no light on the sea! For a moment a westerly breeze was about to blow, but it soon turned into a northerly gale. We were soon covered in snow; you see, heaven saw to it that we needed a pall! Deadness fell on the vessel and you thought she was a derelict, a plaything of the seas. Only the dog barked and howled at the prow while the aft pump was slowly and measuredly wailing its lugubrious groan at the captain’s hands.
“Some seamen I’ve chosen!” he murmured sarcastically; “A bunch of swabbers! You can’t find the like in the whole world! Poor things, you’d be better off in petticoats!”
“But what else do you want us to do?” said Krapas.
“What to do? To fight! The Grim Reaper has grabbed you by the legs, get him by the throat… if he’s to get you, fight like a stalwart before he gets you. Don’t cross your arms surrendering unconditionally!”
“But don’t you see the sea is yawning to swallow us?”
“Before the waves swallow me, I’ll suck them in myself!”
’Captain Bismanis was trying to boost our pride. But who dared move? The snow fell a cubit deep on the deck. It spread on the yards, the masts, the rails, the rags of sails and made them look like coiled snakes. From time to time the sea slapped my face, but I was too weak to stand up. A sort of torpor was creeping upon me and though I was alive I thought I was just a corpse being rolled by the waves. I felt my body swollen and bloated; my head similar to a rum cask and my feet weighing hundred-weights each! Suddenly I was plagued by hallucinations of sea beasts, sharks and whales, swordfish and dolphins circling greedily my corps and engaging in diabolical fight with the vultures of the sky for the gobbets of my carcass. I was looking on in roaring laughter seeing the way they yearned for my carrion meat. And then I saw my head rolling slowly, black and resembling a rum cask, into the port of Hydra. It was Easter Day and the country shone snow white, as though built of marble; the church was filled with the sweet fragrance of incense. Trombones sounded and played merry tunes and glasses were filled with ruby colored wine. Eggs dyed blood red flashed in the hands of the people and the joyous hymn of Christ is risen was quaveringly intoned in coral lips. My head kept on rolling among the banner-adorned boats and came to a standstill on the shore. And then fairy bosomed damsels wearing their yellow kerchiefs and their sparkling pendants came along with stalwart youths in baize breeches and broad sashes and looked on in wonder: “Who does this head belong to?” they asked. Then friends and relatives came, too, and they repeated the same question. I could hear them and I was frustrated that they could not recognize me. I wanted to shout and reply: “This head is mine, Kalioras’, your blood brother’s; it’s a shame you can’t recognize me. All roads and passes know me; all taprooms and their wine casks dread me. No sooner do I start singing than Batarias1 breaks the chords of his lute and Suleimanis2 discards his ney3 upon hearing my tunes. Hardly do I lift my eyes to look at a woman high up the windows when she immediately betrays her husband. And if I pretend to reach at my waist (apparently to draw his dagger) all mothers are in a blue funk. It was I that fished rare sponges from the Maghreb sea beds and rooted out the Youssouri, the haunted Black Coral, with only a strike. The islanders of Kalymnos gaped at my diving. A shark – bloodthirsty beast – drew near the face plate of my diving helmet eager to know the beast that encroached on his domains. The Benghazi niggers met me and honored me as a king. They presented me a herd of sheep to get my meat and a well to draw exclusively my own water. When I was still a kid, I got to know all the winds that blow from east to west and from north to south. And the stars of heaven became my comrades during my nocturnal journeys. It is I, Kalioras, your blood brother, well-known throughout the ports both of the Black and the White Sea (the Aegean archipelago and the Mediterranean Sea); how come don’t you recognize me?
I wanted to tell them more but I was unable to utter a word. Then the stalwart youths and the lithe wenches whipped me off the shore and took me over to Vlicho4 to play football. I was being kicked and thrown about all day long. The lissome girls were laughing heartily and in their mirth I could guess their hearts’ yearning. The gallant youths were making their longing and love pangs manifest with their singing and the dallying of their eyes. I saw that lively love play and heard that silvery laughter, and I was green with envy as I was in Hell and not in that Paradise!
’My torment lasted till sundown. Then they all carried my head to bury it behind the sanctum of Candlemas Church at the same time singing: “In the afterlife! In the afterlife!”
And as I was being interred, my ear caught a windborne voice:
“Ahoy, from the barque! Ahoy!”
I was so desperate that I couldn’t believe my own ears. And then the wind brought it again, louder this time. I thought one of my mates was in the throes of death. But thank God the voice belonged to none of my mates; it was from the ketch that rescued us.
’We were all rescued save the ship’s dog. He allowed no one to go near him. When the captain dared to catch him, the dog tore his Macintosh. At dawn when we were tacking to sail by the lee, we happened to sail past our barque again; I saw her going quiet down, like a benevolent soul that has accomplished its mission on the world. And for the last time I heard the dog’s bark turn into a gurgle and die out among the roar of the seas and the groan of the wind, as though the miserable beast were bidding us his last plaintive farewell:
“In the afterlife! In the afterlife!”
***
’I don’t know how long I slept on board the ketch. As soon as we boarded her, the men stripped us off our clothes, which virtually came off with our skins, made us drink tea and rum and tucked us in warm hammocks. When I opened my eyes, we were about to enter the Straits. The sky was golden blue and the sea just crystal. Its innumerable tongues were softly kissing the shore. East and Rumeli, pure white in snow, sparkled under the beating sun and mirrored in the water. Fishing boats with their white and red sails were sailing along the coast like seabirds that skim the waters to play with the beach combers. Ships in great diversity were plodding down the Straits heavy-laden. Others were sailing up on ballast. Above us birds were flying in thick flocks.
’On both shores of the Straits on the crenelated battlements of the castles red banners flapped, the steel cannons shone, bugles blared and fezes reddened like tufted poppies. All seemed full of joy and cheerful. I bowed down on my knees and wept. Oh, yes, my brothers; the world does not appear to us so beautiful unless we are on the brink of losing it!
’The ketch belonged to captain Karelis from Galaxidi. She was coming from Soulina laden with wheat bound for Patras. Due to a cholera epidemic at the Danube she would have first to dock at Diles (in Cyclades) to stay on quarantine. Captain Karelis asked if any of us wanted to disembark in Constantinople; but we all begged to be taken along to Greece. I don’t know why when one faces danger yearns to see his home and family. I often happened to be at risk at sea. Once I nearly died of pleurisy in the German hospital in Constantinople. Another time at the Sinope lazaret, where I had been nursed for cholera for two months. One winter at Taigan (in the Crimea) I fell on my head from the mast and had to stay in bed for seven months. But as soon as I recovered, I immediately headed for home. And by the sea I sail, there were no sweeter moments than those. With my eyes full of tears I hurried to hug not only my relatives but all my fellow townsmen. They all seemed to my eyes like angels. I had the impression that even the rocks bade me well-come!
My comrades were more justified to seek their return home. Each had parents, family and friends. None expected me. I became an orphan as a little kid and had to sail the seas for a living. Five to six months ago they talked me into getting engaged to a poor girl. Only when I saw my engagement band in my finger did I think of her. But now that I was on board the ship, she was the first to shine before me in her plain clothes, with tears in her eyes to wail on my rough grave. I don’t know why it suddenly dawned on me that it was her fate that saved me; that God willed it so that her youth could not wilt too soon; her tender heart might not blacken before it could open like a rose in the dew of marriage; she could not become a widow before the little orphan be brought to church as a bride! And within an hour love rooted and gave forth shoots like ivy that gets hold on every crack and crevice, turns green and adorns with flowers the walls of a deserted house! She stood before me and struck so beautiful; she was laughing and the wilderness blossomed and scented. I was looking forward to arriving in Greece. I had a message to her aunt from Constantinople telling her to make ready for the wedding before I got there. After my parents’ death my little cottage was closed, the padlock on the door went rusty, the threshold was drowned in weeds and brambles, and its yard crawled with vermin. I was certain my bride to be, my fairy, will deck and prim it. She will plant an apple tree next to the front door and a vine in the yard; she will hang fragrant quince over our bridal bed and pomegranates high up on the planked ceiling!
’My mates began to recount the danger we had lived through with contempt and to banter each other for their cravenness. Each thought up whatever passed through his mind and showed himself off as a hero. They all especially picked on me as I was absent-minded. No sooner did I appear before Captain Bismanis, than he ordered me mockingly:
“Hey, Kalioras, why don’t you get busy with the pump for a break?”
At last we sailed down to Diles. What a miserable port! As long as an easterly is blowing, it’s safe, but when a westerly or Tsiknias5 begins to set in, no boat can stay in. we were looking for a snug berth, but where? Seventy-two vessels, large and small were already moored, besides the five to six steamers. Seeing the masts and the yards, I thought I was going into a thick wintery forest. Finally, the pilot boat came and helped us dock at Kokkinadia. We had hardly moored when I saw Captain Bismanis flushed, without his cap, his hair disheveled, run forward, straddle the bowsprit, grab the outer jib and beating his chest utter horrible oaths, curses and blasphemies. Looking more carefully I saw the accursed barque beside us!
“Good for nothing shepherd of a captain! Quilt maker! Petty land soldier!” the captain went on barking. “You have no fear of God! You have no fear of the sea! But I do hope the sea will fix you sooner or later!”
I really had a hard time to cool him down. Then night was falling with an ominous weather. A withered sun had set behind the island of Sifnos. The firmament darkened and the low shores grew chalk white. The mountain of the island of Tinos put on its white cap and Tsiknias closed in. There was unusual hustle and bustle at Diles, as in an anthill before a rainstorm. All hands got busy! Some at the yards, others at the anchors and still others at the masts! Hands, feet, teeth and nails in motion. A boat here was heaving the anchor; another further on was dropping the emergency anchor; still another was lowering the spars and elsewhere they were untying the bowlines. The steamers were belching up wisps of smoke. You thought that an insidious foe was crashing on and all got ready to encounter it with all their means.
And in truth the enemy crashed on. Dark, pitch black, the snow storm blew from Tsiknias, savage and sweeping and wreaked havoc on the port. You should’ve heard the ululations and wails. Metals clanged, wood creaked, barks and screams went afloat in the wind. You turned your eyes this way and you saw a wall collapsing; you looked that way and you could see poplars rooted out upon the ground. Immense oak and age-old acorn trees rumbled in the wind; on the right, tufty pines rattled and on the left, lithe cypresses moaned. A ship from Mykonos, laden with timber, bailed out planks like feathers, which covered the sea as far as the island! A speedster from Smyrna emptied all her coal cargo onto the sea. A motor sponge-fishing boat was stripped off as if it was attacked by pirates. The steamers hove anchor and savagely blaring their whistles fell lopsidedly upon the other boats. As we happened to be out of their way, we hove anchor and we managed to navigate farther on in the lee of the isles of Little Diles.
The visitation lasted all night long. With the first light I saw the ruination. Some ships were half broken, other had lost her rigging; here, one had her bow half taken away; there, another was without the bowsprit and the jibs. The Royal ship was canted and her anchor had crushed a clipper from Samos. Unwittingly I headed aft where I saw Captain Bismanis kneeling behind the helm weeping and wailing like a woman.
“What’s the matter, captain?” I asked
“Alas, lad!” he moaned. “The wrath of God is against me! The ill-fated captain is completely lost, the poor man!”
’I turned my eyes towards Kokkinadia; the Savior, rendered into mere beams and planks, lay on the rocks and her sailors, soaked to the skin, were shivering around a fire. And her captain, disheveled and wild-eyed looked around him at the wreckage as though he were regarding his children’s bones. Oh, within a week he received his retribution. The sea, like a thunderbolt, struck at him! I was truly sorry for the barque, but the sea passed her judgment!’
Uncle Kalioras fell silent at last. The crew, however, stood gaping at him for a long time. Everyone reflected not on the risk of the barque from Spetses or the dramatic incident in the Black Sea; neither did each dwell on the old salt’s heroic deeds nor his sentimentality. All seamen have experienced such things, more or less. What impressed them was the Savior’s misfortune. Everyone pictured the wrath of God, like a sinister black bird, following the ship from above and finally swooping down and hacking at her without pity. They were horrified. When the shift bell rang, each stood up and went to his task without jesting or teasing. Only Kostas, the stoker, always incorrigible and hard-skinned, repeated the question to the old man:
“Come on, now, uncle Kalioras, tell us: how many times have you shipwrecked?”
The boatswain stood straight up and his eyes sparked in anger and menace; with a choppy drawl of arvanitic accent, he turned and told him:
“Boo! Be off! You’d better first wean yourself off your mother’s milk and then you’ll be worthy of talking to me! For sure… when I used to sail the high seas, you hadn’t even existed as seed in your fathers’ loins!”
*[ cf. the ballad Sir Patrick Spens:
I saw the new moon late yestreen
With the old moon in her arm;
And if we go to sea, master,
I fear we'll come to harm.]
1A popular lute player of that time.
2 Another musician in the team of Batarias.
3 A flute-like musical instrument.
4 A beach on the island of Hydra.
5 The highest mountain in the island of Tinos and the wind originating in it.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου