Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2025

Μαίνεται η λογοκρισία της Τέχνης στην Κύπρο από τους σκοταδιστικούς κύκλους με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας της

 


Ο Γιώργος Γαβριήλ στο Documento: Όταν η λογοκρισία γίνεται θεσμός στην Κύπρο 

Profile ImageΧριστιάνα Στυλιανού*

Τις τελευταίες εβδομάδες, η υπόθεση του Κύπριου εικαστικού Γιώργου Γαβριήλ ανέδειξε με ωμό τρόπο πόσο εύθραυστο παραμένει το όριο ανάμεσα στη δημόσια διαφωνία και τη στοχοποίηση, ανάμεσα στην ηθική αγανάκτηση και τη βία. Στην Κύπρο του 2025 δεν εκδόθηκαν θρησκευτικά διατάγματα ούτε τέθηκαν επικηρύξεις. Κι όμως, οι μηχανισμοί που ενεργοποιήθηκαν γύρω από ένα έργο τέχνης είναι γνώριμοι: η μετατόπιση της συζήτησης από το περιεχόμενο στο πρόσωπο, η κοινωνική κατασκευή ενός «επικίνδυνου» καλλιτέχνη και η κανονικοποίηση ενός λόγου που νομιμοποιεί τον εκφοβισμό.

Ποιος φοβάται έναν ενανθρωπισμένο Χριστό; 

Η αρχή έγινε με την έκθεση Antisystemic Art, η οποία φιλοξενήθηκε σε ιδιωτική γκαλερί στην πόλη της Πάφου. Τα έργα του Γιώργου Γαβριήλ κινούνται σε ένα γνώριμο εικαστικό πεδίο: θρησκευτικά σύμβολα αποσπασμένα από τη θεσμική τους αγιοποίηση, μεταφερμένα στην καθημερινότητα, εκεί όπου η πίστη συναντά τις αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής. Ο ίδιος περιγράφει τη λογική του χωρίς περιστροφές. «Χρησιμοποιώ θρησκευτικά σύμβολα για να ευαισθητοποιήσω το κοινό, όχι για να προκαλώ», λέει. «Παρουσιάζω τον Χριστό ως απλό πολίτη, σε διάφορες μορφές της καθημερινότητας, για να στείλω το μήνυμα ότι πρέπει να σεβόμαστε τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά».

Σε αυτή την ενανθρώπιση των θρησκευτικών μορφών, ο καλλιτέχνης δεν επιχειρεί να αποδομήσει την πίστη, αλλά να αναδείξει την απόσταση ανάμεσα στο κήρυγμα και την πράξη. «Δεν έχει σημασία αν κάποιος είναι μετανάστης ή μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας», προσθέτει. «Είμαστε Χριστιανοί και δεν πρέπει να μισούμε τον συνάνθρωπό μας». Για τον ίδιο, η εικαστική παρέμβαση λειτουργεί ως καθρέφτης μιας βαθύτερης κοινωνικής υποκρισίας: μιας θρησκείας που μιλά για αγάπη και συμπερίληψη, την ίδια στιγμή που ένα κομμάτι των πιστών της αρνείται αυτά ακριβώς τα θεμέλια στην καθημερινή του στάση.

Ακριβώς γι’ αυτό, επιμένει ότι το έργο του δεν επιδίωξε ποτέ την επιβολή ή την πρόκληση διά της αντιπαράθεσης. Η έκθεση φιλοξενήθηκε σε ιδιωτικό χώρο, μακριά από δημόσιους ή λατρευτικούς χώρους, και απευθυνόταν αποκλειστικά σε όσους επέλεγαν συνειδητά να την επισκεφθούν. «Δεν τα εξέθεσα σε εκκλησία ή σε δημόσια πλατεία», τονίζει. «Όποιος θεωρεί τα έργα προσβλητικά, μπορεί να μην επισκεφθεί την έκθεση. Να τα κρίνει, να διαφωνήσει. Όχι όμως να τα απαγορεύσει».

Πολιτικός λόγος ως καύσιμο φανατισμού

Πριν ακόμη ανοίξει η έκθεση, άρχισαν να κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βίντεο και αναρτήσεις που στοχοποιούσαν τον ίδιο και τον ιδιοκτήτη της γκαλερί. «Τον κατηγορούσαν επειδή με φιλοξενούσε», λέει ο Γαβριήλ. «Μετά άρχισαν τηλεφωνήματα με απειλές για τη ζωή του και για την οικογένειά του».

Το σημείο καμπής ήρθε με τη δημοσίευση ενός κολάζ μέσω μιας ιστοσελίδας, το οποίο παρουσιάστηκε ως «πίνακας» του καλλιτέχνη. Το κολάζ συνέθετε αποσπάσματα από διαφορετικά έργα, αλλοιώνοντας το νόημα και το πλαίσιο. Παρότι δεν επρόκειτο για ενιαίο έργο, αναπαράχθηκε ως τέτοιο από πολιτικούς και μέσα ενημέρωσης. «Όλα ξεκίνησαν από ένα κολάζ που παραποιούσε τη δουλειά μου», λέει. «Και αυτό το περιεχόμενο αξιοποιήθηκε και δημοσιοποιήθηκε από τον Αναπληρωτή Πρόεδρο του ΔΗΣΥ Ευθύμιο Δίπλαρο, ο οποίος, ως πολιτικός με μεγάλο κοινό, συνέβαλε στην όξυνση της κατάστασης».

Η φωτογραφία απεικονίζει το κολάζ που έγινε από τρίτους με χρήση έργων του καλλιτέχνη εξαιτίας του οποίου ξεκίνησε η ένταση

Ακολούθησε ένας καταιγισμός πολιτικών ανακοινώσεων με αναρτήσεις, βίντεο, «αγανακτισμένες» εκκλήσεις, και στη συνέχεια ανακοινώσεις κομμάτων. ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ, ΕΛΑΜ, ΔΗΠΑ, ΕΔΕΚ καταδίκασαν τα έργα ως «βλάσφημα», «αίσχος», «εμπάθεια κατά του Χριστιανισμού», με πυρήνα την ιδέα ότι «βεβηλώνεται» ο Χριστός, η Παναγία και τα σύμβολα της Ορθοδοξίας. Η δημόσια συζήτηση εγκατέλειψε την τέχνη και υιοθέτησε τη γλώσσα της ηθικής καταδίκης. «Η ακροδεξιά αξιοποίησε το ζήτημα για να συσπειρώσει το ακροατήριό της μέσα από έναν ηθικό πανικό», λέει ο Γαβριήλ. «Αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί. Συναγωνίστηκε με τον Δημοκρατικό Συναγερμό, μαζί με το ΕΛΑΜ, και μπήκαν στο παιχνίδι και άλλα κόμματα, ακόμη και του κεντρώου χώρου».

Όταν τίθεται το ζήτημα της χρονικής συγκυρίας, η απάντησή του είναι ξεκάθαρη. «Τον Μάιο έχουμε βουλευτικές εκλογές», λέει. Και στο ερώτημα αν θεωρεί ότι δημιουργήθηκε τεχνητά ένα ψηφοθηρικό πεδίο, απαντά θετικά.

Από τη δημόσια κατακραυγή στη στοχοποίηση προσώπων

Η ένταση μεταφέρθηκε σύντομα στον χώρο της έκθεσης. Κατά τη διάρκεια των εγκαινίων, άτομα εισήλθαν στη γκαλερί και κατέβασαν έργα από τους τοίχους. «Η αστυνομία παρενέβη για να μην υπάρξουν επεισόδια», αναφέρει. «Ήταν διακριτικά παρούσα, γιατί ο ιδιοκτήτης είχε ήδη ενημερώσει ότι δεχόταν απειλές».

Την επόμενη ημέρα, οι απειλές συνεχίστηκαν. «Καθ’ όλη τη διαδρομή προς Λευκωσία μιλούσαμε στο τηλέφωνο», λέει ο καλλιτέχνης. «Του είπα ότι θα επιστρέψω για να κατεβάσουμε την έκθεση, ώστε να σταματήσουν οι απειλές εναντίον του ιδίου και της οικογένειάς του». Η έκθεση αποσύρθηκε με την παρουσία της αστυνομίας. Δεν υπήρξαν συλλήψεις. «Τα άτομα που μπήκαν και κατέβασαν τα έργα, η αστυνομία τα άφησε ελεύθερα», λέει. «Ο ιδιοκτήτης φοβήθηκε να καταγγείλει επίσημα. Και η αστυνομία είπε ότι χωρίς καταγγελία δεν μπορεί να προχωρήσει».

Για τον Γαβριήλ, αυτό συνιστά ξεκάθαρα «μαζικό εκφοβισμό». Και προσθέτει: «Όταν κόμματα με μεγάλα ποσοστά υιοθετούν ρητορική μίσους και μισαλλοδοξίας, φανατίζοντας τον κόσμο με ψευδείς ειδήσεις, τότε δημιουργούνται τέτοιες καταστάσεις».

Λίγες μέρες αργότερα, η στοχοποίηση πέρασε από τον λόγο στην πράξη, αποκτώντας υλική διάσταση. Στο σπίτι του καλλιτέχνη, στην περιοχή της Κοκκινοτριμιθιάς, τοποθετήθηκαν φωτοβολίδες με εκρηκτικό μηχανισμό. «Υποτίθεται ότι ήταν βεγγαλικά, αλλά ήταν μεγάλης ισχύος», λέει. «Ήμασταν μέσα στο σπίτι με την οικογένειά μου. Ο θόρυβος ήταν πολύ εκκωφαντικός».

Ερωτώμενος αν φοβάται για τη σωματική ακεραιότητα του ιδίου και των δικών του ανθρώπων, απαντά: «Δεν έπαιρνα στα σοβαρά τις απειλές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να φτάσει ο φανατισμός», καταλήγοντας στο συμπέρασμα, «γι’ αυτό πρέπει πολιτικοί, νομικοί και κοινωνιολόγοι να πουν ξεκάθαρα ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν διαπραγματεύεται».

Η λογοκρισία ως θεσμική πρακτική

Κι εδώ το ρεπορτάζ χρειάζεται να κοιτάξει πέρα από τη συγκεκριμένη υπόθεση: η Κύπρος έχει ήδη ζήσει μορφές θεσμικής λογοκρισίας ή παρέμβασης στον πολιτισμό – όχι πάντα με κραυγές, αλλά συχνά με «κοψίματα», επιτροπές, αποσύρσεις, σιωπηρές υποδείξεις. Το 2022, για παράδειγμα, προκάλεσε αντιδράσεις η απόφαση/παρέμβαση επιτροπής του Υπουργείου Παιδείας να ζητηθεί η αφαίρεση συγκεκριμένης ατάκας από θεατρική παραγωγή για σχολεία, υπόθεση που καταγγέλθηκε ως ομοφοβική και ως μορφή λογοκρισίας στον χώρο της εκπαίδευσης. 

Πιο πρόσφατα, το 2025, καλλιτεχνικοί και ακαδημαϊκοί φορείς κατήγγειλαν ως λογοκρισία την απόσυρση του βιβλίου – καταλόγου που συνόδευε την κυπριακή συμμετοχή στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Η δημόσια αντιπαράθεση ξεκίνησε όταν πολιτικά στελέχη χαρακτήρισαν την έκδοση «εθνικά επικίνδυνη», οδηγώντας το Υφυπουργείο Πολιτισμού να ζητήσει την απόσυρσή της, παρά το γεγονός ότι η έκδοση προβλεπόταν από την ίδια την πρόσκληση, περιλαμβανόταν στον εγκεκριμένο προϋπολογισμό και έφερε το λογότυπο του Υφυπουργείου. Στο στόχαστρο βρέθηκαν τόσο η χρήση της κυπριακής ελληνικής και της κυπριακής τουρκικής όσο και διατυπώσεις που δεν ταυτίζονταν πλήρως με το επίσημο εθνικό αφήγημα. 

Κράτος, Εκκλησία και η πειθάρχηση της έκφρασης

Ο Γαβριήλ επισημαίνει ότι «βλέπουμε ξεκάθαρα πως δεν υπάρχει ουσιαστικά ελευθερία της έκφρασης· επιχειρούν συστηματικά να τη φιμώσουν». Όπως εξηγεί, αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου, όπου οι δημιουργοί εξαρτώνται από κρατικές χορηγίες. Παρότι αναφέρεται και σε παλαιότερες υποθέσεις λογοκρισίας, η παρέμβασή του αφορά κυρίως ένα ευρύτερο κλίμα: τον τρόπο με τον οποίο η εξάρτηση από οικονομικούς πόρους μετατρέπεται σταδιακά σε εξάρτηση από αόρατα αλλά ασφυκτικά «όρια».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ίσως το πιο τραγικό στοιχείο για τον ίδιο τον καλλιτέχνη υπήρξε η στάση της Εκκλησίας. Η Αρχιεπισκοπή χαιρέτισε την ακύρωση της έκθεσης, μιας έκθεσης που αποσύρθηκε ύστερα από εκφοβισμό και απειλές. Για τον Γαβριήλ, το γεγονός αυτό αναδεικνύει μια βαθιά αντίφαση: θεσμοί που επικαλούνται την αγάπη και τη χριστιανική ηθική, στην πράξη νομιμοποιούν μια ρητορική μίσους και αποκλεισμού, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός κλίματος όπου η βία εμφανίζεται ως θεμιτή απάντηση απέναντι στην καλλιτεχνική έκφραση.


Η δημοκρατία απέναντι στους αστερίσκους της

Κάπως έτσι, η υπόθεση Γιώργου Γαβριήλ παύει να αφορά απλώς μια έκθεση που ακυρώθηκε. Αφορά τη διαδρομή μέσα από την οποία η διαφωνία μετατρέπεται σε στοχοποίηση, η στοχοποίηση σε απειλές και οι απειλές σε πράξεις. Όπως συνέβη πριν από ένα χρόνο με τα έργα του Χριστόφορου Κατσαδιώτη στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας. Δεν χρειάζεται η ιστορία να επαναληφθεί για να λειτουργήσει ως προειδοποίηση, αρκεί να αναγνωρίζονται οι μηχανισμοί της τη στιγμή που ενεργοποιούνται. Η συγκεκριμένη υπόθεση εξελίχθηκε σε κυνήγι μαγισσών και ηθικό πανικό, επαναφέροντας πρακτικές πολιτικής επιτήρησης της τέχνης και θέτοντας ξανά το κρίσιμο ερώτημα: ποιος αποφασίζει τελικά ποια έκφραση είναι «αποδεκτή» σε μια δημοκρατία;

Για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, τα έργα του λειτούργησαν ως καταλύτης. Όπως σημειώνει, «δεν πρόκειται για κάτι μεμονωμένο», απλώς στη δική του περίπτωση το ζήτημα πήρε μεγαλύτερη δημοσιότητα, φέρνοντας στην επιφάνεια τη σχέση εξουσίας και καλλιτεχνικής ελευθερίας στην Κύπρο του σήμερα. Κλείνοντας τη συζήτηση, ο Γιώργος Γαβριήλ διατύπωσε μια φράση που συνοψίζει όχι μόνο τη δική του εμπειρία, αλλά και το ευρύτερο διακύβευμα της εποχής: «Περισσότερη δημοκρατία και περισσότερη ανθρωπιά. Τίποτα παραπάνω».

*Χριστιάνα Στυλιανού, Συντάκτης στο Documento(Bio)...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

GERONTAKOS ΠΡΟΣ ΦΙΛΟΔΗΜΟΝ

    Eρωτικό ζευγάρι άνδρα-γυναικας  πάνω  σε λυχνάρι λαδιού (Ρωμαιογερμανικό Μουσείο)   ...