Τρίτη, Δεκεμβρίου 16, 2025

Νέοι λογοτέχνες: Γιώργος Δόντσος, «Μία ημέρα» (Διήγημα)

 


Γιώργος Δόντσος, «Μία ημέρα»

[Διήγημα] 

Ποιείν - Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης




Ο γερο-ράφτης με κοίταξε εξεταστικά πίσω από τα κοκάλινα καφέ γυαλιά του με τους ελαφρώς κίτρινους φακούς.

«Ήταν σαν πρόνοια. Μάθαινα τότε να ράβω στο μαγαζί του μαστρο-Μεμέτ και δούλευα δώδεκα δεκατρείς ώρες την ημέρα. Το πιο δύσκολο μου φαινόταν το φοδράρισμα. Από το να διαλέξεις το κατάλληλο ύφασμα για το παλτό ή το παντελόνι – γιατί τότε ξέρεις, ο κόσμος φόδραρε και τα παντελόνια – μέχρι την λεπτοδουλειά του να το ράψεις πάνω στο σκληρό ύφασμα, ήταν πραγματικό βάσανο. Χρειάζονταν πολύ συγκεκριμένες βελόνες, αργότερα τις ξεχώριζα με την πρώτη ματιά. Με τον καιρό έγινα πολύ παρατηρητικός και επιμελής. Έμαθα να ξεχωρίζω ένα καλό ή ένα κακό ράψιμο από χιλιόμετρα μακριά. Τότε όμως, είχα καταστρέψει ήδη δύο παλτά και ο Μεμέτ ήθελε σίγουρα να με διώξει. Ο πατέρας μου μόλις είχε πεθάνει. Ήμουν δεκαοχτώ χρονών κι όλα μου έμοιαζαν απίστευτα δύσκολα. Έπρεπε να φροντίσω την μητέρα μου, να έχουμε ένα πιάτο φαγητό στο σπίτι. Έτσι το πήρα απόφαση πως δεν θα κατέστρεφα άλλα παλτά. Το θυμάμαι σαν σήμερα. Καθόμουν στα σκαλιά του ραφτάδικου απέναντι από τον πάγκο που πουλούσε σταφύλια ο πατέρας της, και το πήρα απόφαση. Έτσι έγινα ράφτης. Από τότε δεν μπορώ να κοιτάξω άνθρωπο για ώρα χωρίς να υπολογίζω ακούσια το τι είδους φόδρα θα ήθελε για το παλτό του και το πόσο ύφασμα θα χρειαζόταν για να το φοδράρω. Ίσως είμαι κάπως σαν εσένα που γράφεις και μπορείς να καταλάβεις αν ένα βιβλίο είναι καλό ή όχι.»

«Το δικό μου παλτό τι θα χρειαζόταν;»

«Ένα ρολάκι καλό μπλε σατέν. Πριν δέκα χρόνια θα ήξερα να σου πω κι από που θα το παίρναμε. Τώρα είναι όλα μάρκες, κι αυτά τα μαγαζιά έχουν κλείσει.»

Σταμάτησε να μιλάει απότομα και κοίταξε ένα γύρο το δωμάτιο. Το βλέμμα του πέρασε από τους άσχημα σοβαντισμένους, μα καθαρούς μπεζ τοίχους, κάθισε για λίγο στο έπιπλο της τηλεόρασης και πλανήθηκε για λίγο στο τραπεζάκι δίπλα από τον καναπέ που καθόταν και στο πακέτο τα τσιγάρα και το πορσελάνινο μεγάλο λαμπατέρ πάνω του.

Ήταν μία μικρή σαλονοκουζίνα με δύο καφέ μαλακούς καναπέδες απέναντι από το ξύλινο έπιπλο που φιλοξενούσε τα καλά σερβίτσια της οικογένειας, διάφορες κορνίζες και την τηλεόραση, και ένα σκούρο καφέ ξύλινο διαχωριστικό, που ξεχώριζε την κουζίνα από το σαλόνι. Ζήτημα αν ολόκληρος ο χώρος έφτανε τα τριάντα τετραγωνικά. Το σπίτι συνολικά να ήταν εκατό, μαζί με το μπάνιο, τα δύο υπνοδωμάτια και το χολ. Παρόλα αυτά ήταν σπίτι, όχι οίκος, ούτε οίκημα. Ήταν σπίτι τριμμένο από την καθημερινότητα μιας οικογένειας, τις συμφορές, τους θριάμβους και τις δουλειές της. Στην κουζίνα, φαινόταν να έχουν μαγειρευτεί εκατοντάδες γιορτινά φαγητά και σίγουρα δυο τρεις φορές κόλλυβα. Το φάντασμα μιας ζεστής, γλυκιάς, αεικίνητης και απαιτητικής δράσης στοίχειωνε κάθε ντουλάπι, κάθε σκεύος, κάθε αυστηρά απλωμένο σεμεδάκι.

Ο γερο-ράφτης έκανε να πιάσει το πακέτο με τα τσιγάρα από το τραπεζάκι δίπλα του, ανάμεσα από τον καναπέ που καθόταν αυτός και από τον καναπέ που καθόμουν εγώ, αλλά στα μισά της κίνησης το μετάνιωσε. Αναστέναξε ελαφρά κάτω από το παχύ λευκό μουστάκι του και με κοίταξε πάλι.[.........]

Διαβάστε περισσότερα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

«Καθρέφτης θέλω να ήμουνα, πάντα να με κοιτάς» : Ο ανέφικτος έρωτας και τα τρελά όνειρα που γεννά

  ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ  ΑΝΑΚΡΕΟΝΤΑ BIBLIOTHECA AUGUSTANA    Ανακρεοντοσ Τηιου συμποσιακα ημιαμβια hs-augsburg.de  ...