Πέμπτη, Απριλίου 04, 2024

Να ακουμπήσω την βασανισμένη μου καρδιά στο στήθος σου!

 

pena-nysteri
Εκδόσεις Μέδουσα, 2023

Γκέοργκ Μπύχνερ: Πένα και Νυστέρι

Οι επιστολές του Γερμανού συγγραφέα και γιατρού γεμάτες ενθουσιασμό, απόγνωση και μαχητικότητα, καθώς και η επαναστατική προκήρυξη σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση.

Ο Γερμανός δραματουργός και συγγραφέας ποίησης και πεζογραφίας Γκέοργκ Μπύχνερ (1813-1837), γιατρός και λέκτορας ανατομίας στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, παρότι έγραψε λιγότερες από τριακόσιες σελίδες και πέθανε πριν να κλείσει τα είκοσι τέσσερά του χρόνια, χάραξε ένα ανεξίτηλο σημάδι σε πολλά πεδία ‒ της σκέψης, της τέχνης, της επιστήμης.

Γκέοργκ Μπύχνερ (1813-1837)

Όπως αναφέρει το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Ανάμεσα στους επαναστάτες του καιρού του ήταν ένας φιλόσοφος, ανάμεσα στους επιστήμονες ήταν επαναστάτης, ανάμεσα στους φιλοσόφους ήταν καλλιτέχνης, ανάμεσα στους καλλιτέχνες υπήρξε η περίπτωση όπου το ταλέντο συναντάει την προσωπική τόλμη».

Λιγότερο γνωστές ήταν οι επιστολές του Μπύχνερ, που φωτίζουν την τρυφερότητά του προς τ΄ αδέρφια του, τη δύσκολη σχέση με τον πατέρα του, το πλέγμα συνωμοτικού γέλιου και εμπιστοσύνης με τους φίλους του, τον παιχνιδιάρικο ερωτισμό απέναντι στην αγαπημένη του. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο «Γκέοργκ Μπύχνερ, Πένα και Νυστέρι», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΕΔΟΥΣΑ σε μετάφραση Μαρίας Ρούσσου και επιμέλεια και εισαγωγή Ευγενίας Τζιρτζιλάκη.

Σύγχρονος με Μαρξ, Μπακούνιν, Προυντόν 

Ο Γκέοργκ Μπύχνερ γεννήθηκε στο χωριό Γκοντελάου του Μεγάλου Δουκάτου της Έσσης στις 17 Οκτωβρίου 1813, τη δεύτερη μέρα της Μάχης της Λειψίας, που σήμανε το τέλος της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. 

Η μητέρα του περιγράφεται ως πρόσχαρη, φιλόξενη, με χιούμορ, αγάπη προς τις τέχνες και έφεση στο γράψιμο. Ο πατέρας του, ένας άθεος ρασιοναλιστής γιατρός, περνούσε ώρες κλεισμένος στο εργαστήριό του. Και οι δύο γονείς έδωσαν στον πρωτότοκο Γκέοργκ και στα άλλα παιδιά τους ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου και τα ενέπνευσαν να αναμειχθούν σε αυτόν. Στη βιβλιοθήκη των Μπύχνερ υπήρχαν εγχειρίδια ανατομίας, πονήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς και βιβλία για ποίηση και τέχνες.

Ο Γκέοργκ μεγάλωνε σε μια εποχή που φούντωναν τα επαναστατικά κινήματα στην Ευρώπη. Ορισμένα καταπνίγηκαν στο αίμα. Ο μελλοντικός φλογερός επαναστάτης μαθαίνει πέντε ξένες γλώσσες και μελετά Γκαίτε, Όμηρο, Σοφοκλή, Αισχύλο. Στο απολυτήριο του εξατάξιου Γυμνασίου σημειώνονται οι «καλές του ικανότητες» και το καθαρό και διεισδυτικό του μυαλό». Επιλέγει να σπουδάσει ιατρική, το επάγγελμα του πατέρα του.

Η πολιτική σκέψη μετασχηματίζεται επηρεασμένη από τα εργατικά κινήματα στη Γαλλία και τη Βρετανία. Όταν ο Γκέοργκ μεγάλωνε, ενηλικιώνονταν στη Ρωσία ο Μπακούνιν (1814-1876), στην Πρωσία ο Μαρξ (1818-1883) και στη Γαλλία ο Προυντόν (1809-1865), που διακήρυττε ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή».

Το 1831 πηγαίνει για σπουδές στο Στρασβούργο, μια πόλη που ο αέρας μυρίζει ελευθερία! Αν στη Γερμανία αναρωτιόταν πώς να μετατραπούν οι ιδέες σε έργα, εδώ μιλάει με κόσμο που έχει μάθει πρόσφατα πώς γίνεται πράξη η θεωρία. Μετέχει σε κινήματα, παρακολουθεί εκδηλώσεις, δίνει διαλέξεις και ερωτεύεται!

Ύστερα από δύο χρόνια αναγκάζεται να επιστρέψει στη Γερμανία και να συνεχίσει τις σπουδές του στην μικρή πόλη Γκίσεν. Σε ένα τόπο που απαγορεύεται κάθε διαφωνία και βασιλεύει η αδικία. 

«Γκέοργκ Μπύχνερ: Πένα και Νυστέρι», από τις εκδόσεις ΜΕΔΟΥΣΑ σε μετάφραση Μαρίας Ρούσσου και επιμέλεια και εισαγωγή Ευγενίας Τζιρτζιλάκη

Να ακουμπήσω την βασανισμένη μου καρδιά στο στήθος σου!

Τον Φεβρουάριο του 1834 γράφει, από την πόλη Γκίσεν, στην αγαπημένη του Μίνα: «Διψώ για ένα γράμμα. Είμαι μόνος, σαν τον τάφο· πότε θα με ξυπνήσει το χέρι σου;   Οι φίλοι μου με εγκαταλείπουν, ουρλιάζουμε σαν κουφοί ο ένας στ΄ αυτιά του άλλου· μακάρι να ήμασταν μουγγοί, τότε θα μπορούσαμε όντως μόνο να κοιτάμε ο ένας τον άλλον, και τελευταία μετά βίας μπορεί να μείνει το βλέμμα μου σε κάποιον χωρίς να μου ΄ρθουν δάκρυα στα μάτια».

Στις αρχές Μαρτίου της γράφει «Οι πνευματικές μου δυνάμεις έχουν εξαντληθεί εντελώς. Μου είναι αδύνατον να δουλέψω, ένα υπόκωφο αποπνικτικό αίσθημα με έχει κυριέψει και μέσα μου ούτε μία ξεκάθαρη σκέψη. Όλα μέσα μου τρώνε τον εαυτό τους· μακάρι να έβρισκα μια διέξοδο για τα εσώψυχά μου, μα δεν έχω ούτε ουρλιαχτό για τον πόνο, ούτε κραυγή για τη χαρά, ούτε ακόρντα για την ευτυχία. Αυτή η βουβαμάρα είναι η καταδίκη μου».

Επανέρχεται ύστερα από λίγες μέρες: «Εδώ δεν έχει βουνά με ελεύθερη θέα. Λόφοι πίσω από λόφους και φαρδιές κοιλάδες, μια κούφια μετριότητα στα πάντα· δεν μπορώ να συνηθίσω αυτή τη φύση, και η πόλη είναι ανυπόφορη. Είναι άνοιξη σ’ εμάς, μπορώ να αντικαθιστώ το μπουκέτο σου με τις βιολέτες εσαεί, είναι αθάνατο όπως ο Λάμα. Μικρό μου, τι κάνει λοιπόν η καλή πόλη του Στρασβούργου; συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί και εσύ δεν λες λέξη γι’ αυτά. Τις τελευταίες μέρες παίρνω συνέχεια την πένα στο χέρι, αλλά δεν μπόρεσα να γράψω ούτε λέξη. Μελέτησα την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. Ένιωσα συντετριμμένος από το φρικτό φαταλισμό της ιστορίας.

Βλέπω στην ανθρώπινη φύση μια αποκρουστική ομοιότητα, μια αδυσώπητη βία στην ανθρώπινη κατάσταση, μοιρασμένη σε όλους και σε κανέναν. Το άτομο αφρός στο κύμα μόνο, το μεγαλείο μια απλή σύμπτωση, η κυριαρχία της ιδιοφυΐας ένα κουκλοθέατρο, μια γελοία πάλη εναντίον ενός ατσάλινου νόμου, να τον αναγνωρίσεις αυτόν το νόμο είναι το υπέρτατο επίτευγμα, να τον εξουσιάσεις αδύνατον. Δεν προτίθεμαι πια να σκύβω το κεφάλι μπροστά στα άλογα των παρελάσεων και στους πυλώνες της ιστορίας. Έμαθα τα μάτια μου στο αίμα. Μα δεν είμαι λεπίδα γκιλοτίνας εγώ. Το πρέπει είναι μια από τις κατάρες με τις οποίες βαφτίστηκε ο άνθρωπος. Η φράση: Οι ταραχές αναγκαστικά θα έρθουν, μα αλίμονο σ’ αυτόν που θα τις φέρει, − είναι ανατριχιαστική. Τι είναι αυτό μέσα μας που ψεύδεται, που δολοφονεί, που κλέβει; Δεν θέλω να συνεχίσω τούτη τη σκέψη. Να μπορούσα να ακουμπήσω μόνο αυτήν την κρύα και βασανισμένη καρδιά στο στήθος σου!».

Χειρόγραφο του θεατρικού έργου «Ο θάνατος του Δαντόν»

Στη συνέχεια αναφέρεται με έναν ξεχωριστό τρόπο στην υγεία του: «Ψηνόμουν, ο πυρετός με σκέπαζε με φιλιά και μ’ αγκάλιαζε σαν μπράτσο ερωμένης. Το σκοτάδι έπεφτε πάνω μου σαν σύννεφο, η καρδιά μου φούσκωνε από απέραντη νοσταλγία, αστέρια έσκιζαν τη σκοτεινιά, και χέρια και χείλη έσκυβαν από πάνω μου. Και τώρα; Και γενικότερα; Δεν νιώθω ούτε στιγμή την ηδονή του πόνου και της λαχτάρας. Από τότε που πέρασα τη γέφυρα του Ρήνου είμαι διαλυμένος, δεν βγαίνει κανένα συναίσθημα από μέσα μου. Είμαι ένα αυτόματο· μου έχουν πάρει την ψυχή.

Περιγράφει επιγραμματικά την κατάστασή του: «Με ρωτάς: με λαχτάρησες; Το λες λαχτάρα εσύ όταν ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο σε ένα σημείο και τον έχουν ξεριζώσει απ’ αυτό, και το μόνο που του μένει μετά είναι να αισθάνεται τη δυστυχία του;».

Μοχλοί, η υλική εξαθλίωση και ο θρησκευτικός φανατισμός

Ο Γκέοργκ διώκεται για τη συμμετοχή του στην «Εταιρία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» και οι αρχές υποπτεύονται ότι εκείνος είναι ο εμπνευστής και συγγραφέας του φυλλαδίου  «Ο Αγγελιοφόρος της Έσσης», μίας από τις πρώτες σοσιαλιστικές προκηρύξεις που κυκλοφόρησαν στον ευρωπαϊκό χώρο. Στο βιβλίο αναφέρονται με λεπτομέρειες οι πρώτες συναντήσεις, όπου αποκρυσταλλώθηκαν οι στόχοι της προκήρυξης, το αρχικό κείμενο και οι μετέπειτα αλλαγές. 

Προσβάλλεται από μηνιγγίτιδα, γράφει το γνωστό στην Ελλάδα θεατρικό έργο «Ο θάνατος του Δαντόν» και τον Μάρτιο του 1835 κατορθώνει να διαφύγει στη Γαλλία. Θα βρεθεί και πάλι στο Στρασβούργο, όπου επικεντρώνεται στις σπουδές φιλοσοφίας και συγκριτικής ανατομίας, καθώς και στο γράψιμο. Απευθυνόμενος στον κριτικό λογοτεχνίας Καρλ Γκούτσκο,  στις αρχές Ιουνίου 1836, γράφει μεταξύ άλλων: «Να αναμορφωθεί η κοινωνία με ιδέες, από την τάξη των μορφωμένων; Αδύνατον! Η εποχή μας είναι καθαρά υλιστική, εάν είχατε όντως αναλάβει πολιτική δράση με πιο άμεσο τρόπο, θα είχατε φτάσει σύντομα στο σημείο όπου η μεταρρύθμιση θα είχε σταματήσει από μόνη της. Δεν πρόκειται ποτέ να γεφυρώσετε το χάσμα μεταξύ των μορφωμένων και των αμόρφωτων. 

Είμαι πεπεισμένος ότι όσα κι αν ορέγεται η μορφωμένη και ευημερούσα μειοψηφία να της παραχωρήσει η εξουσία, δεν θα θελήσει ποτέ να παραιτηθεί από την αιχμηρή της στάση απέναντι στην τάξη των πολλών. Και η τάξη των πολλών; Γι’ αυτήν υπάρχουν μόνο δύο μοχλοί, η υλική εξαθλίωση και ο θρησκευτικός φανατισμός. Όποιο κόμμα καταλάβει πώς λειτουργούν αυτοί οι μοχλοί, θα νικήσει. H εποχή μας χρειάζεται σίδερο και ψωμί– και μετά ένα σταυρό ή κάτι τέτοιο. Πιστεύω πως στα κοινωνικά ζητήματα πρέπει κανείς να ξεκινά από μια απόλυτη αρχή δικαίου, να επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας νέας πνευματικότητας στο λαό και να στέλνει στο διάολο την απαθή μοντέρνα κοινωνία. Προς τι ένα πράγμα σαν κι αυτό να κυκλοφορεί μεταξύ ουρανού και γης; Ολόκληρη η ζωή της αποτελείται από προσπάθειες να γλιτώσει από την πιο απαίσια πλήξη. Ας πεθάνει, αυτό είναι το μόνο καινούργιο πράγμα που μπορεί να βιώσει πια».

Τη μέρα με νυστέρι και τη νύχτα με βιβλία

Τον Οκτώβριο του 1836, αφού γιορτάζει τα γενέθλιά του με την Μίνα, μετακομίζει στην Ζυρίχη. Διορίζεται λέκτορας ανατομίας στο Πανεπιστήμιο. Αν και θεωρεί πως η φιλοσοφία τον αποβλακώνει, επειδή τον αναγκάζει να κοιτάζει πραγματικά προβλήματα με πλασματικό τρόπο, αναγορεύεται ομόφωνα Διδάκτωρ Φιλοσοφίας από την Φιλοσοφική Σχολή της Ζυρίχης. 

Έναν μήνα αργότερα θα γράψει στην οικογένειά του: «Μη δίνετε σημασία στα παραμύθια των εφημερίδων μας. Η Ελβετία είναι μια δημοκρατία, και επειδή ο κόσμος συνήθως δεν ξέρει πώς αλλιώς να βοηθήσει από το να λέει ότι κάθε δημοκρατία είναι ανέφικτη, έτσι διηγείται στους καλούς Γερμανούς ιστορίες αναρχίας, φόνων και σφαγών». 

Ενθουσιασμένος, λοιπόν, από το καινούργιο περιβάλλον; Όχι, βέβαια. Γράφει στη Μίνα: «Εδώ δεν ακούει κανείς καθόλου φωνές· ο λαός δεν τραγουδάει». Και την καλεί κοντά του: «Η ορμή της νιότης χάνεται, αρχίζουν να γκριζάρουν τα μαλλιά μου, πρέπει γρήγορα να πάρω πάλι δύναμη από την εσωτερική σου χαρά, το θείο θάρρος της γνώμης σου και την αγαπημένη ανεμελιά σου». 

Σε γράμμα προς τον αδελφό του Βίλχελμ συνοψίζει σε μια φράση την όλη κατάσταση: «Τη μέρα κάθομαι με το νυστέρι και τη νύχτα με τα βιβλία».
Ο Γκέοργκ Μπύχνερ έφυγε από τη ζωή στις 19 Φεβρουαρίου 1837, από τύφο, σε ηλικία μόλις 23 ετών, αφήνοντας έντονο αποτύπωμα στα πεδία της σκέψης, της τέχνης, της επιστήμης. 

Πληροφορίες: 

Γκέοργκ Μπύχνερ, Πένα και Νυστέρι
Μετάφραση: Μαρία Ρούσσου
Επιμέλεια και εισαγωγή: Ευγενία Τζιρτζιλάκη
Εκδόσεις ΜΕΔΟΥΣΑ, Μαυρομιχάλη 42, Αθήνα
medusaselas@gmail.com, τηλ. 2103648323-4

_______________________

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Βικιπαίδεια=>Γκέοργκ Μπύχνερ

BUCHNER GEORG(Βιβλία στα ελληνικά)

********************************

 


https://pisces.bbystatic.com/image2/BestBuy_US/images/products/1546/15468487_sa.jpgWoyzeck/ Βόιτσεκ 
 
1994 ‧ Θρίλερ/Δράμα 
 1 ώ. 33 λ.

Δραματική Ουγγρική ταινία σε σκηνοθεσία János Szász.

 Βασίζεται στο αριστουργηματικό ομώνυμο θεατρικό έργο του Georg Büchner και παρουσιάζει την ζωή του φύλακα - στρατιώτη Φραντς Βόιτσεκ, που είναι αβοήθητος να σταθεί στην κοινωνία στην οποία ζει, δέχεται συνεχή χτυπήματα, εκμετάλλευση και ταπείνωση τα οποία δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει. 

Περνά μια άθλια ζωή εκτελώντας θελήματα για έναν αξιωματικό του στρατού. Όταν η σύζυγός του ξεκινά μια σχέση με έναν τοπικό αστυνομικό θα προσπαθήσει να βρει την λύτρωση. 

Ο Γιάνος Σαζ μεταφέρει την πλοκή του ομώνυμου αριστουργήματος της παγκόσμιας λογοτεχνίας από τη Γερμανία στη σύγχρονη Βουδαπέστη, παρεμβαίνοντας σε αρκετά σημεία της πρωτότυπης ιστορίας. Η ασπρόμαυρη εικόνα, σε συνδυασμό με το χειμωνιάτικο εργοστασιακό τοπίο, δίνει μια όμορφη ατμόσφαιρα που θα θυμίσει στον θεατή εικόνες από το «Στάλκερ» του Αντρέι Ταρκόφκι και το «Eraserhead» του Ντέιβιντ Λιντς. Βραβείο σκηνοθεσία στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκη

**************************

 

ΒΟΫΤΣΕΚ του ΓΚΕΟΡΓΚ ΜΠΥΧΝΕΡ

Θεατρική Ομάδα Σάμου

2016

Μια πραγματική ιστορία ερωτικού εγκλήματος!
Δυνατό περιεχόμενο που μιλάει για την καταπίεση από θεσμούς, στρατό και επιστήμη,για το ερωτικό πάθος, την τρέλα, τους ταξικούς διαχωρισμούς, το έγκλημα αλλά και μια ελλειπτική αποσπασματική μορφή, δίνουν στο έργο μια εξαιρετικά σύγχρονη διάσταση.

σκηνοθεσία: Στέλιος Μάρκου
σκηνικά: Νίκος Αγγελής, Παρθενόπη Αρμενάκη
κουστούμια: Ρένα Άννη
κούκλες: Σταύρος Μακρογιάννης
μουσική: Νίκος Καρβούνης
εκτέλεση μουσικής: Νίκος Καρβούνης (ηλεκτρική κιθάρα), Βαγγέλης Ζήσης (μπάσο), Παναγιώτης Μαρνέλης (κρουστά-τραγούδι)
φωτογραφίες: Νίκος Αγγελής
αφίσα: Γιάννης Μανδουραράκης
κονσόλα φωτισμού: Μαρία Άννη
υποβολείο: Ξένια Χατζηνικολάου
Διανομή
Φραντς Βόυτσεκ: Γιάννης Μανδουραράκης
Ανδρέας, Μαϊμού: Χρήστος Μηνούδης
Μαρία: Χριστίνα Χαρτζανιώτη
Μαργαρίτα, Νοσοκόμος: Βίκυ Παπαδοπούλου
αρχιτυμπανιστής: Ηλίας Γιαννουλόπουλος
υπαξιωματικός: Άκης Σπύρου
λοχαγός, θιασάρχης: Κώστας Φώτεινας
νοσοκόμος, παραγιός Ά : Βασίλης Τραπεζανλίδης
γιατρός: Στέλιος Μάρκου
θιασάρχης, Κορίτσι: Νάσια Καμπάκη
άλογο, Εβραίος, παραγιός Β´: Φίλιππος Τζερέτας
τρελός: Κώστας Βαρβαδούκας
κούκλα Ά, Καίτη: Εύη Μάρκου
κούκλα Β´, Γκαρσόνα: Μαρία Σταματέλου
γιαγιά: Αλίκη Μαμουλή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Fuck Palestine και «στη Γάζα δεν υπάρχουν πια σχολεία, γιατί δεν υπάρχουν παιδιά» φώναζαν οι χούλιγκαν της Μακαμπί, ενώ έσχιζαν σημαίες στους δρόμους του Άμστερνταμ!

ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΕΣ ΦΑΣΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΝΩΝ ΧΟΥΛΙΓΚΑΝΩΝ  ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ  ΠΡΟΚΑΛΕΣΑΝ ΤΗΝ ΕΚΡΗΞΗ ΒΙΑΣ ΑΠΟ ΑΡΑΒΕΣ ΚΑΙ ΦΙ...