Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου
«Μάνα, σου λέω δεν μπορώ»…
Η πρώτη, σύντομη μορφή της «Ιστορίας του Ελληνικού Eθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου εκδόθηκε το 1853. Στην έκταση που έμελλε να διαπαιδαγωγήσει γενεές γενεών ιστοριογράφων, εκπαιδευτικών, πολιτικών, στρατιωτικών, εκκλησιαρχών και (δι’ αυτών) γενεές γενεών μαθητών και «απλών αναγνωστών», καθιερώνοντας το ερμηνευτικό σχήμα της αδιατάρακτης συνέχειας του ελληνισμού, από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο κι εκείθε στη νέα Ελλάδα, άρχισε να εκδίδεται σταδιακά το 1860.
Συμφωνεί – δεν συμφωνεί κανείς με την ερμηνεία, θερμός υποστηρικτής της οποίας ήταν και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, η «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» ήταν τεράστιο έργο. Φυσικό ήταν να προκαλέσει ενστάσεις και αντιρρήσεις ευθύς εξαρχής, και επίσης φυσικό το γεγονός ότι η σχετική συζήτηση δεν έχει λήξει ακόμα. Το θλιβερό, δε, είναι ότι όσοι πολιτεύονται σαν εθνοφύλακες αναθεματίζουν σαν «εθνομηδενιστές» όχι μόνον όσους δεν αντιμετωπίζουν τις σελίδες του Παπαρρηγόπουλου σαν να γράφτηκαν εξ αποκαλύψεως αλλά και όσους τολμούν να ισχυριστούν ότι ο θείος Ομηρος ΔΕΝ «έγραφε σε δεκαπεντασύλλαβο».
Η χρήση της μεθόδου «εξ όνυχος τον λέοντα» θα αδικούσε κατάφωρα τη δουλειά του Παπαρρηγόπουλου. Μολαταύτα, μέρα που είναι αύριο, επετειακή, μέρα που μας θυμίζει τον Αγώνα αλλά και το χρέος μας να ξεμπερδέψουμε κάποτε με τα μυθεύματα, μείζονα και ελάσσονα, εξετάζω εδώ ένα απόσπασμα της «Ιστορίας» του από το κεφάλαιο «Οργάνωσις του νέου Ελληνισμού. Πεζικαί και ναυτικαί δυνάμεις», γιατί πιστεύω ότι η κραυγαλέα αστοχία του ιστοριογράφου υποδηλώνει την ποικιλότροπα προβληματική σχέση της ελληνικής λογιοσύνης του 19ου αιώνα με τη δημοτική ποίηση και γενικότερα με τη λαϊκή παράδοση. Αντλώ το κείμενο από την «επιθεωρηθείσα» δεύτερη έκδοση του έργου, το 1887, από το αθηναϊκό Τυπογραφείο των Καταστημάτων του Ανέστη Κωνσταντινίδη:
«Τας πεζικάς δυνάμεις αίτινες ωργανώθησαν υπό του νέου Ελληνισμού επί τουρκοκρατίας, απετέλουν οι καλούμενοι κλέφται και αρματωλοί. Κατά τας άχρι τούδε υπαρχούσας ειδήσεις οι πρώτοι γνωστοί αρματωλοί αναφέρονται περί τα τέλη της εκκαιδεκάτης εκατονταετηρίδος ο Βονίτσης και Λούρου Μπούας Γρίβας, και οι της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμος. Αλλ’ οι μεν αρματωλοί ιδρύθησαν έτι πρότερον, πιθανώς επί Σουλεϊμάνη του μεγαλοπρεπούς (1520-1566), οι δε κλέφται παρήχθησαν εξ αυτής της πρώτης ημέρας της κατακτήσεως. Η μάχιμος ανατροφή ην έλαβον οι κάτοικοι των από του Ολύμπου μέχρι του Ταινάρου εκτεινομένων ελληνικών χωρών επί της φραγκοκρατίας παρήγαγεν εν ταις χώραις ταύταις ολόκληρον ανδρών τάξιν οίτινες εκ πρώτης αφετηρίας ουδέποτε υπέκυψαν τον αυχένα εις τον οσμανικόν ζυγόν».
Χρειάστηκε, πάντως, να φτάσουμε στο 1806 ώστε να θεωρηθεί πως οι κλέφτες, που έως τότε λήστευαν και αιχμαλώτιζαν δίχως διάκριση και ομόφυλους και ομόθρησκούς τους, Ρωμιούς δηλαδή, και μοναστήρια ακόμα, έχουν πλέον μοναδικό στόχο της ένοπλης δράσης τους τούς Οθωμανούς τυράννους και τους τουρκοπροσκυνημένους πλούσιους Ελληνες. Το έτος εκείνο η «Ελληνική Νομαρχία» Ανωνύμου του Ελληνος ύμνησε τους κλέφτες και το αναγεννημένο φρόνημά τους:
«Δημοτικόν άσμα» λέει ο Παπαρρηγόπουλος, συμβάλλοντας με το βάρος της υπογραφής του στην καθιέρωση και τη διαιώνιση ενός λάθους.
«Πώς να παραιτήσω τους επαίνους οπού τυχαίνουν εκείνων των ηρώων της Ελλάδος, οι οποίοι μην υποφέροντες τας φοβεράς τυραννίας των οθωμανών, εκλέγουσιν εκείνους οπού γνωρίζουσιν αξιωτέρους και φεύγουσιν εις τα δάση διά να διαυθεντεύσουν την ελευθερίαν των. […] Την σήμερον εις όλην την Ελλάδα ευρίσκονται βέβαια από αυτούς περισσότεροι από δέκα χιλιάδας, των οποίων η ανδρεία είναι αδιήγητος και η αγάπη διά την ελευθερίαν τους απερίγραπτος. Αυτοί οι ήρωες πολλάκις, μην απαντώντες εχθρούς, διά να λάβωσιν με την νίκην τα όσα τούς είναι αναγκαία, ζώσι δύο και τρεις ημέρας με νερόν και χόρτα, και ούτως δεν ενοχλούσι τους χωριάτας εις ουδέν».
Η τελευταία παρατήρηση του Ανωνύμου είναι εξαιρετικά σημαντική. Αν οι κλέφτες, κλεισμένοι πάντα στα στενά της δεινής ανάγκης, δεν έπαυαν τις επιθέσεις κατά των ομόφυλών τους, δεν θα μπορούσε ο Μακρυγιάννης να τους αποκαλέσει «μαγιά της λευτεριάς», περίπου τριάντα χρόνια μετά την «Ελληνική Νομαρχία». Μετεπαναστατικά δηλαδή. Ο ίδιος Μακρυγιάννης που, επίσης στα «Απομνημονεύματα», δεν διστάζει να καταδικάσει τους Κατσαντωναίους, γράφοντας: «Πάγω μίαν ημέρα εις το κονάκι του [του Γιάννη Νοταρά], τον βρίσκω και τυραγνούσε έναν πολίτη· τέτοιον τυραγνισμόν δεν τον ξέραν να του κάμουν μήτε οι Κατσαντωναίοι οπού ‘ταν λησταί. Δεμένος ο πολίτης, κεφάλι κι ο κώλος ένα, και του γύρευαν χρήματα. Τότε σιχάθηκα όλως διόλου το Ρωμαίικο, ότι μάθαμε όλοι την ληστείαν γενικώς».
Επιστροφή στον Παπαρρηγόπουλο. «Υπάρχει δημοτικόν άσμα», γράφει λίγο παρακάτω, «κάλλιστα περιγράφον τον τρόπον καθ’ ον αδιακόπως εστρατολογείτο το μέγα τούτο των κλεφτών σώμα». Ακολουθούν 24 στίχοι, αριθμός όχι ιδιαίτερα συνηθισμένος στη λιτή ποίηση των κλέφτικων. Παραθέτω εδώ τους αρχικούς δεκαέξι. Ο πρώτος πρέπει να είναι ο γνωστότερος «παραδοσιακός» στίχος, έφτασε δε να θεωρείται κάτι σαν έμβλημα όχι μόνο των κλέφτικων αλλά των δημοτικών εν γένει, παρότι δεν ανήκει σε δημοτικό τραγούδι αλλά σε δημιούργημα συγκεκριμένου λογίου, όπως μάλλον όφειλε να γνωρίζει ο Παπαρρηγόπουλος:
«Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, / δεν ημπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασ’ η καρδιά μου. / Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω κλέφτης, / να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες, / να ‘χω τους λόγγους συντροφιά, με τα θεριά κουβέντα, / να ‘χω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεβάτι, / να ‘χω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι. / Θα φύγω, μάνα, και μην κλαις, μόν’ δώ’ μου την ευχή σου, / κι ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω. / Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καριοφύλι· / και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο. / Κι όσο π’ ανθίζουν, μάνα μου, και βγάνουνε λουλούδια, / ο γιος σου δεν απέθανε, και πολεμάει τους Τούρκους. / Κι αν έλθει μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη, / και μαραθούν τα δυο μαζί, και πέσουν τα λουλούδια, / τότε κι εγώ θα λαβωθώ, τα μαύρα να φορέσεις».
«Δημοτικόν άσμα» λέει ο Παπαρρηγόπουλος, συμβάλλοντας με το βάρος της υπογραφής του στην καθιέρωση και τη διαιώνιση ενός λάθους, εξαιτίας του οποίου συγχέονται τα όρια ανάμεσα στο δημοτικό και το ατομικό, το πρωτότυπο και το κατ’ απομίμηση, και τελικά ανάμεσα στο γνήσιο και το νόθο. Γιατί, ξαναλέω, οι παραπάνω στίχοι δεν είναι ανώνυμο, συλλογικό δημιούργημα. Έχουν συγκεκριμένο γονέα και ιδιοκτήτη. Είναι ο Παύλος Λάμπρος, πατέρας του Σπυρίδωνος Λάμπρου, μαθητή του Παπαρρηγόπουλου και συνεχιστή του. Για τη μοίρα του τραγουδιού αυτού, όμως, και για την εμπλοκή του Ν. Γ. Πολίτη και του Κ. Π. Καβάφη την άλλη Κυριακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου