Chocolates
Once some people were visiting Chekhov.
While they made remarks about his genius
the Master fidgeted. Finally
he said, 'Do you like chocolates?'
They were astonished, and silent.
He repeated the question,
whereupon one lady plucked up her courage
and murmured shyly, 'Yes.'
'Tell me,' he said, leaning forward,
light glinting from his spectacles,
'what kind? The light, sweet chocolate
or the dark, bitter kind?'
The conversation became general
They spoke of cherry centers,
of almonds and Brazil nuts.
Losing their inhibitions
they interrupted one another.
For people may not know what they think
about politics in the Balkans,
or the vexed question of men and women,
but everyone has a definite opinion
about the flavor of shredded coconut.
Finally someone spoke of chocolates filled with liqueur,
and everyone, even the author of Uncle Vanya,
was at a loss for words.
As they were leaving he stood by the door
and took their hands.
In the coach returning to Petersburg
they agreed that it had been a most
unusual conversation.
Louis Simpson*, Σοκολατάκια
Μετάφραση Νατάσα Κεσμέτη
Μιά φορά κάποιοι ἐπισκέφθηκαν τόν Τσέχωφ
Ὅσο ἔκαναν σχόλια γιά τήν ἰδιοφυϊα του
ὁ Δάσκαλος ἔκανε νευρικές κινήσεις. Στό τέλος
εἶπε, "Σᾶς ἀρέσουν τά σοκολατάκια;"
Ξαφνιάστηκαν, καί σώπασαν.
Ἐπανέλαβε τήν ἐρώτηση,
καί πάνω σ'αὐτό μιά κυρία μάζεψε τό θάρρος της
καί μουρμούρισε ντροπαλά, "Ναί."
"Πεῖτε μου," εἶπε αὐτός, γέρνοντας μπροστά,
στά ματογυάλια του ἄστραψε μιά λάμψη,
"τί εἴδους σοκολάτα;" Ἡ ἐλαφριά, γλυκειά
ἤ μήπως ἡ μαύρη, τό εἶδος τῆς πικρῆς;"
Ἡ συζήτηση γενικεύθηκε.
Μίλησαν γιά σοκολατάκια μέ κεράσι στή μέση,
γιά ἀμύγδαλα καί φουντούκια Βραζιλίας.
Ξεπερνώντας τίς ἀναστολές τους
διέκοπταν ὁ ἕνας τόν ἄλλον.
Ἐπειδή μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νά μήν ἔχουν γνώμη
γιά τήν πολιτική στά Βαλκάνια,
ἤ τό ἐκνευριστικό θέμα περί ἀνδρῶν καί γυναικῶν,
ἀλλά ὁ καθένας ἔχει ὁρισμένη ἄποψη
γιά τήν γεύση τῆς τριμμένης καρύδας.
Τελικά κάποιος μίλησε γιά σοκολατάκια μέ λικέρ,
καί ὅλοι, ἀκόμα καί ὁ συγγραφέας τοῦ Θείου Βάνια,
ἀμήχανος ἔχασε τά λόγια του.
Καθώς ἔφευγαν στάθηκε στή πόρτα
καί πῆρε τά χέρια τους στά δικά του.
Στήν ἅμαξα τοῦ γυρισμοῦ γιά τήν Πετρούπολη
συμφώνησαν πώς ἦταν ἡ πιό
ἀσυνήθιστη συνομιλία.
Στό παραπάνω ποίημα τοῦ Louis Simpson, ἀπεικονίζεται ἕνα ἀπό τά πολλά ἀξιαγάπητα στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα τοῦ Τσέχωφ – ἡ εὐγενική του, δηλαδή, ἄρνηση νά ἐμπλακεῖ σέ "σοβαρή" συζήτηση γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του... Δέν ἦταν ἐκδηλωτικός, γι' αὐτό δέν εἶναι τυχαῖοι οἱ δύο στίχοι: Καθώς ἔφευγαν στάθηκε στή πόρτα/ καί πῆρε τά χέρια τους στά δικά του.
Σέ σπάνιες ἐπίσης φωτογραφίες ἐμφανίζεται χαμογελαστός, καί γ'αὐτό ὁ Simpson γράφοντας στήν τρίτη στροφή:"Πεῖτε μου," εἶπε αὐτός, γέρνοντας μπροστά, / στά ματογυάλια του ἄστραψε μιά λάμψη, ὑποδηλώνει μ' αὐτό πώς ὁ Τσέχωφ, πού ἔβρισκε βαρετή τήν κουβέντα, ζωήρεψε καί τό βλέμμα του ἄστραψε ...
Σέ μιάν ἄλλη περίπτωση (ἡ ὁποία καταγράφεται στό βιβλίο τοῦ V.S. Pritchett's Chekhov: A Spirit Set Free), διέκοψε μιά λογομαχία γιά τόν Μαρξισμό μέ τήν ἐκκεντρική σύσταση: " Καθένας θά ἔπρεπε νά ἐπισκεφθεῖ ἕνα ἱπποφορβεῖο. Ἔχει μεγάλο ἐνδιαφέρον."
Ὁ Ἀμερικανός ποιητής Louis Simpson γεννήθηκε στήν Τζαμάϊκα τό 1923. Βραβεύθηκε μέ τό Pulitzer Prize for Poetry τό 1964, γιά τήν ποιητική του συλλογή At the End of the Open Road.
Τά Σοκολατάκια, μαζί μέ τό ποίημα Xαβιάρι στήν Κηδεία, πρωτοεμφανίστηκαν στήν ὁμώνυμη συλλογή (Caviare at the Funeral), σχετική μέ τό μέλλον τοῦ Ρώσου Anton Chekhov, θεατρικοῦ συγγραφέα καί διηγηματογράφου, φημισμένου γιά τά ρεαλιστικές ἀπεικονίσεις τῆς Ρωσικῆς ζωῆς στόν 19ο αἰώνα. Ἡ ἀντίληψη τοῦ Shimpson γιά τήν ποίηση ἦταν παρόμοια: πρωτίστως μιά ἀφηγηματική πράξη μέ λεπτομέρειες ἀπό τίς πραγματικές ζωές τῶν ἀνθρώπων· αὐτή ἡ ἰδέα ταιριάζει μέ τήν Τσεχωφική ἀνάλογη γιά μιά γραφή πού καταφέρνει νά ἐπιδρᾶ ἀποτελεσματικά.
Ὁ Λούις Σίμπσον πέθανε την 14η Σεπτεμβρίου 2012.
* *Πρώτη Δημοσίευση:natashazacharopoulou.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου