Η λογοτεχνία σε μια πολυσύχναστη παραλία
Φοίβος Γκικόπουλος*
Ο
Μποντλέρ αισθανόταν την παραλία σαν μια «τυραννία της ανθρώπινης
ύπαρξης» και την εποχή του το θέαμα δεν ήταν και τόσο αποκαρδιωτικό όπως
είναι σήμερα. Σε μια από τις πολλές ελληνικές παραλίες, ξαπλωμένος σε
μια πολυθρόνα, κοίταζα γύρω μου τον λαό των διακοπών, και ούτε μια από
τις φάτσες που κοίταγα δεν μου ενέπνεε κάτι το συμπαθητικό∙ κι εγώ ο
ίδιος δεν ήμουν πια ένα σημείο παρατήρησης, αλλά αναμειγμένος με τους
άλλους, ακυρωμένος από τους άλλους, ήμουν μέρος του θεάματος που είχα
την ψευδαίσθηση ότι παρατηρώ. Ακόμη και η φάτσα μου, σε έναν παρατηρητή
σαν κι εμένα, θα έμοιαζε χυδαία, χωρίς καμιά πνευματικότητα, και
απογοητευτική.
Αυτός ο διαχωρισμός ήταν κατά βάση
μία από τις πιο συχνές συνθήκες της λογοτεχνικής παραγωγής. Πρόκειται
για την εισβολή του πλήθους των άρτι αφιχθέντων, του πλήθους των
μετρίων, των κάθε είδους απροκατάληπτων άξεστων, των αυθαδέστατων
νεόπλουτων, ένα καλό λίπασμα για να δώσει καρπούς το δέντρο της
λογοτεχνίας;
Και είναι αυτό το να αισθάνεσαι
μέσα και έξω από το κοινωνικό ανακάτεμα που προκαλούν, είναι η στιγμιαία
υποβάθμιση του επιπέδου της δημόσιας αιδούς, ένα από τα κρυφά ελατήρια
της λογοτεχνικής έμπνευσης; Όσο περισσότερο γέμιζε η παραλία, όλο και
περισσότερο είχα την αίσθηση της ορθής μου υπόθεσης, ελπίζοντας να
αποσπάσω κάποιον λόγο αισιοδοξίας ή κάποια θετική εξέλιξη. Αυτοί οι
ικανοποιημένοι άξεστοι, αυτοί οι αυθαδέστατοι νεόπλουτοι χωρίς ίχνος
ντροπής, υπήρξαν πάντα το λίπασμα της λογοτεχνίας; Η πρόκληση της
χυδαιότητας είχε πράγματι προσληφθεί από τη λογοτεχνία;
Τα
παραδείγματα δεν λείπουν. Το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα, ο Δον Κιχώτης,
γεννιέται ακριβώς όταν οι μεγάλες αρετές των παλιών ιπποτών καταντούν
γελοίες, άτοπες, ξεπερασμένες από το εμπορικό πνεύμα της νέας εποχής,
από τον ρεαλισμό της νέας και πολυπληθούς ανερχόμενης τάξης, που
καταλύει κάθε ιδεαλισμό. Και ο Μπερτόλντο, του Τζούλιο Τσέζαρε Κρότσε,
στην αυλή του βασιλιά Αλμποΐνο, με τις χοντροκομμένες του συμπεριφορές.
Και ο Μολιέρος; Τι θα ήταν το θέατρο του Μολιέρου χωρίς τον ευγενικό
αστό και όλους τους ανυπέρβλητους αχρείους που η ευφυΐα του τους έβαλε
να «μιλούν σε πρόζα»;
Η κυρίαρχη οπτική γωνία
ήταν εκείνη ενός παρατηρητή υψηλής κουλτούρας, ικανού να τοποθετήσει στη
σωστή θέση τον πρωταγωνιστή του, υπογραμμίζοντας όμως όχι μόνο τα
ελαττώματα και την έλλειψη στιλ, αλλά ακόμη τη ζωντάνια και τη δύναμή
του που, τελικά, θα είχαν οδηγήσει στην επικράτηση μιας νέας κουλτούρας
και σ’ έναν νέο τρόπο διαίσθησης.
Πράγματι, η
Ιστορία, μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τον Ναπολέοντα, δεν σταμάτησε
ποτέ να προτείνει όλο και περισσότερο νέα πρόσωπα, με μανίες και
αξιώσεις πρώτα ακατάληπτες, και αργότερα πιο ραφινάτα, πιο έξυπνα, που
έγιναν μέλη της «κοινωνίας». Οι συγγραφείς έμειναν γοητευμένοι από αυτόν
τον απατηλό κόσμο που ονειρευόταν έναν λαμπερό κόσμο, με τα όρια όλο
και πιο λεπτά ανάμεσα στο στιλ της ζωής μιας γενιάς σε σύγκριση με την
άλλη, από εκείνο το αόρατο σύνορο όπου έφτανε κάτι ελάχιστο για να
ανοίξει διάπλατα αβύσσους ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Η νοσταλγία του
Σταντάλ για το ναπολεόντειο μεγαλείο, οι χαμένες ψευδαισθήσεις που είδε
να διαλύονται κάτω από τα μάτια του ο Μπαλζάκ, η κραυγή του Φλομπέρ
«Madame Bovary c’est moi!» δεν κρύβουν πάντα αυτή την αποξένωση;
Βέβαια,
μονολογούσα, η λογοτεχνική λειτουργία του άξεστου και αχρείου σε όλες
τις μεταμορφώσεις της μέσα στον χρόνο, μέχρι τη σημερινή της
μαζικοποίηση, ίσως να άξιζε μια καλύτερη μεταχείριση, μεθοδικά, όχι
αδιάφορα σε μια πολυσύχναστη παραλία που με κάνει να δω όλο αυτό το
είδος. Τώρα πια όμως δεν κατάφερνα να απελευθερωθώ από αυτή την ιδέα και
πηδούσα από το ένα παράδειγμα στο άλλο, από τη μια λογοτεχνία στην
άλλη, πάντα αναζητώντας σημεία στήριξης. Ίσως όμως είναι καιρός καλύτερα
να σταματήσουμε με τα παραδείγματα και να αναρωτηθούμε: είναι ακόμη
έτσι σήμερα;
Σήμερα η αχρειότητα ίσως δεν
είναι σε μας μια κατηγορία αλλά μια σχεδόν παγκόσμια κατάσταση; Αυτή η
μάζα ανθρώπων που συνωστίζεται ευχαριστημένη για τον εαυτό της στις
παραλίες μπορεί ακόμη να είναι ένα κίνητρο για τη λογοτεχνική
δημιουργία; Τα σύγχρονα μυθιστορήματα έχουν μολυνθεί, δεν μπορούν πια να
«αντιπροσωπεύουν» αυτή τη μηδαμινότητα, γιατί τη φέρνουν μέσα τους∙ και
το θέατρο δεν μπορεί πια, μετά τον Ιονέσκο και τον Μπέκετ. Η εμπειρία
έχασε σ’ αυτή την αξία της και ο λόγος από μόνος του δεν αρκεί. Αυτό
βέβαια δεν σημαίνει ότι η λογοτεχνία έχει τελειώσει σε μια μηδενιστική
κοινωνία, γιατί γράφονται και θα ξαναγράφονται μυθιστορήματα και
δράματα. Μόνο που η λογοτεχνία θα πρέπει να γυρίσει από κάποια άλλη
μεριά για να βρει πηγές έμπνευσης, κίνητρα και την επιθυμία της
διάρκειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου