Με τα μάτια του επισκέπτη
Ενα βιβλίο φτιαγμένο με τη
γνώση και την υπομονή του μάστορα και το κέφι του ερασιτέχνη, με την πιο
ευγενική σημασία της λέξης: του ανθρώπου που συνδυάζει φιλοπεριέργεια,
γνώσεις και ανιδιοτέλεια. Σε όσους έχουν κάποτε ενδιαφερθεί για την
ιστορία της Θεσσαλονίκης, οι συγγραφείς είναι γνωστοί.
Ο Γιάννης Μέγας, συστηματικός συλλέκτης κάθε είδους έντυπου ή εικονογραφικού υλικού που αφορά τη Θεσσαλονίκη, έχει συγγράψει ή επιμεληθεί βιβλία για την ιστορία της πόλης τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Ο Τζέκυ Μπενμαγιόρ εδώ και πολλά χρόνια προσφέρει απλόχερα τις ιστορικές και γλωσσικές γνώσεις του σε όσους αναμετρώνται με τις δυσκολίες της μελέτης του πολιτισμού των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και πριν από τον 19ο αιώνα.
Οι συγγραφείς έθεσαν στους εαυτούς τους ένα απλό ερώτημα: Πώς είδαν «ξένοι», επισκέπτες, τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, πώς μετά τη σύντομη ή μακρόχρονη παραμονή τους στην πόλη αφηγήθηκαν τη συνάντησή τους με μια κοινότητα που η παρουσία της εδώ ανέρχεται στον πρώτο αιώνα. Η απάντηση ή καλύτερα οι απαντήσεις προϋποθέτουν χρονοβόρα έρευνα. Το επίτευγμα του ανά χείρας τόμου είναι ότι προσφέρει ένα πρώτο εντυπωσιακό αποτέλεσμα για έναν τέτοιο μακρόπνοο σχεδιασμό.
Οι Μέγας και Μπενμαγιόρ ανέτρεξαν σε παλαιές και σύγχρονες
εκδόσεις, βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, προξενικές εκθέσεις, κείμενα
που γράφτηκαν σε πολλές διαφορετικές γλώσσες, για διαφορετικούς λόγους,
από ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή. Εντόπισαν υλικό σε βιβλιοθήκες σε
ολόκληρο τον κόσμο και ασφαλώς το έργο τους διευκολύνθηκε εν μέρει από
τις δυνατότητες που εξασφαλίζει σήμερα η διαδικτυακή έρευνα.
Μας χαρίζουν 342 τεκμήρια και 95 γκραβούρες και φωτογραφίες. Τα
τεκμήρια που δημοσιεύουν ολόκληρα ή αποσπασματικά, «λήμματα» όπως τα
αποκαλούν, αποτελούν «πηγές» γνωστές ή σπάνιες, τις οποίες μεταφράζουν
στα ελληνικά, όταν το πρωτότυπο είναι σε άλλη γλώσσα.
Χρονολογούνται από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως το 1912, χρονιά της ενσωμάτωσης της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος. Τα τεκμήρια ταξινομούνται σε πέντε ενότητες, που αντιστοιχούν λίγο-πολύ σε μια περιοδολόγηση της ιστορίας της εβραϊκής κοινότητας, και κάθε ένα από αυτά εισάγεται με σύντομες πληροφορίες για την προέλευση και τον συντάκτη του. Ο 19ος και ο 20ός αιώνα διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος.
Οι συγγραφείς απευθύνονται τόσο στον μελετητή της ιστορίας της εβραϊκής κοινότητας όσο και σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό προσφέροντας, όχι μόνον ένα εργαλείο ή βοήθημα στην έρευνα, αλλά και ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Ο λόγος είναι ότι η άμεση πρόσβαση σε πρωτογενή τεκμήρια κλονίζει βεβαιότητες, στερεότυπα αλλά και μια αίσθηση του αναπόφευκτου, που συναντάμε μερικές φορές ακόμη και σε βιβλία Ιστορίας.
Υπενθυμίζουμε ότι σχετικά με την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας διαθέτουμε το κλασικό έργο του Ζωζέφ Νεχαμά (Ιστορία των Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης, 3τ. 2000 (α’ εκδ. 1937, 1959 και 1978) και το ωραίο βιβλίο της Ρένας Μόλχο για το β’ μισό και τις αρχές του 20ού αιώνα (Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Μια ιδιαίτερη κοινότητα, 2001). Μολονότι έχουν δημοσιευτεί πρόσφατα αξιόλογες επιμέρους μελέτες, εκκρεμεί η έκδοση ιστορικών συνθέσεων που δεν θα αποθαρρύνονται από τις γλωσσικές και αρχειακές απαιτήσεις της έρευνας.
Εως τότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε από τη μια φοβικές εθνικιστικές αναδιπλώσεις και από την άλλη αφελείς εξιδανικεύσεις ενός πολυπολιτισμικού ή κοσμοπολιτικού παρελθόντος. Οι πρώτες αποκρύπτουν τη μακρόχρονη παρουσία των Εβραίων στην πόλη, ενώ οι άλλες αποσιωπούν δύσκολες όψεις μιας άλλοτε ειρηνικής και άλλοτε συγκρουσιακής συνύπαρξης, μέσα και έξω από την κοινότητα. Εν αναμονή λοιπόν συνθετικών μελετών και κριτικής ιστοριογραφίας, ο τόμος των Γ. Μέγα και Τζ. Μπενμαγιόρ προσφέρει μια όαση για προβληματισμό.
Η ποικιλία και ο πλούτος των τεκμηρίων, καθώς και το αναλυτικό ευρετήριο θα ικανοποιήσουν πολλές περιέργειες του φιλίστορα αναγνώστη και του επαγγελματία ιστορικού. Ο δεύτερος είναι ίσως συνηθισμένος σε περισσότερο απαιτητικά κριτικά υπομνήματα, αλλά μπροστά στο μέγεθος του εγχειρήματος η παρατήρηση ακούγεται μικρόψυχη γκρίνια.
Λίγα παραδείγματα εικονογραφούν το εύρος και το ενδιαφέρον των τεκμηρίων: Χαρακτηριστική φιγούρα της εποχής, ένας Σαλονικιός Εβραίος ταξιδεύει ανάμεσα στα οθωμανικά εδάφη και τις ιταλικές πόλεις, αλλάζει κατά το δοκούν θρήσκευμα και ονόματα για τις ανάγκες των συναλλαγών και της επιβίωσης, έως ότου πέσει στα δίχτυα της Ιεράς Εξέτασης, στη Βενετία, το 1637, για να καταγραφεί η ιστορία του για πάντα στα αρχεία (σ.47). Στην τελευταία εικοσαετία του 17ου αιώνα, ένας Βρετανός διπλωμάτης περαστικός από τη Θεσσαλονίκη μιλά για ένα τρομερό ξέσπασμα μεσσιανικής πίστης που ανέτρεψε όλες τις συνήθειες των Εβραίων της πόλης, μέχρις ότου αποκαλυφθεί η απάτη του ψευτομεσσία (σ.61).
Μολονότι κανένας σύγχρονος γλωσσολόγος ή ιστορικός δεν θα συμμεριζόταν τις απόψεις των ιεραποστόλων αναφορικά με τα εβραιοϊσπανικά στα μέσα του 19ου αιώνα, θα κατέγραφε με ενδιαφέρον τα λόγια που αποδίδονται σε έναν ντόπιο ραβίνο: «Αν κάποιος μιλά μόνο ισπανικά δεν ξέρει τίποτε, αλλά αν χρησιμοποιεί πολλές εβραϊκές και τουρκικές λέξεις όλοι λένε “τι μορφωμένος άνθρωπος”» (σ.132). Το 1874, η δολοφονία ενός Εβραίου ωρολογοποιού δίνει αφορμή για εκτενή ρεπορτάζ σε εβραϊκές εφημερίδες του Λονδίνου, της Ιερουσαλήμ, αλλά και επιστολές του μητροπολίτη και ενός περιηγητή· ο μικρός «φάκελος» της υπόθεσης μαρτυρεί υποβόσκουσες εντάσεις ανάμεσα στην εβραϊκή και τη χριστιανική κοινότητα (σ. 222-228).
Το 1908, μια σημαντική γυναίκα, η Ραχέλ Γιαναΐτ Μπεν Τσβι, συγγραφέας, εκπαιδευτικός, γεωπόνος, ηγετικό στέλεχος του εργατικού κινήματος στην Παλαιστίνη, επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη και εντυπωσιάζεται από την κυριαρχία των Εβραίων, λιμενεργατών, βαρκάρηδων και χαμάληδων, στο λιμάνι: «Είχα την εντύπωση ότι τα αδέλφια μας ζουν ελεύθερα υπό την τουρκική διοίκηση σ’ αυτή την πόλη και μητέρα του Ισραήλ». Συντάκτης ορισμένων από τα τελευταία τεκμήρια του τόμου είναι ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ. Το 1911 και 1912 διάλεξε τη Θεσσαλονίκη για να μάθει τουρκικά, τα οποία απαιτούσαν οι νομικές σπουδές του∙ η πολυπληθής εβραϊκή κοινότητα και το εβραϊκό εργατικό κίνημα αποτελούσαν πόλο έλξης. Από εδώ αλληλογραφούσε συστηματικά με τον πατέρα του και με σοσιαλιστές συντρόφους του (σ.515-521).
Τα τεκμήρια μερικές φορές μάς εκπλήσσουν, άλλοτε επαληθεύουν και άλλοτε αμφισβητούν όσα γνωρίζουμε. Οι «πηγές» δεν είναι παράθυρα ανοιχτά στο παρελθόν, κανείς δεν θα εμπιστευόταν άκριτα τις πληροφορίες τους ανεξάρτητα από τις προθέσεις του συντάκτη τους και τις συνθήκες μέσα στις οποίες παράχθηκαν. Ωστόσο, χωρίς αυτές δεν γίνεται Ιστορία. Και η ιστορία της Θεσσαλονίκης θα είναι πάντα μισή όσο δεν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη την παρουσία της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας που αφανίστηκε το 1943. Ο παρών τόμος αποτελεί μία ακόμη απόδειξη.
Ο Γιάννης Μέγας, συστηματικός συλλέκτης κάθε είδους έντυπου ή εικονογραφικού υλικού που αφορά τη Θεσσαλονίκη, έχει συγγράψει ή επιμεληθεί βιβλία για την ιστορία της πόλης τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Ο Τζέκυ Μπενμαγιόρ εδώ και πολλά χρόνια προσφέρει απλόχερα τις ιστορικές και γλωσσικές γνώσεις του σε όσους αναμετρώνται με τις δυσκολίες της μελέτης του πολιτισμού των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και πριν από τον 19ο αιώνα.
Οι συγγραφείς έθεσαν στους εαυτούς τους ένα απλό ερώτημα: Πώς είδαν «ξένοι», επισκέπτες, τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, πώς μετά τη σύντομη ή μακρόχρονη παραμονή τους στην πόλη αφηγήθηκαν τη συνάντησή τους με μια κοινότητα που η παρουσία της εδώ ανέρχεται στον πρώτο αιώνα. Η απάντηση ή καλύτερα οι απαντήσεις προϋποθέτουν χρονοβόρα έρευνα. Το επίτευγμα του ανά χείρας τόμου είναι ότι προσφέρει ένα πρώτο εντυπωσιακό αποτέλεσμα για έναν τέτοιο μακρόπνοο σχεδιασμό.
Χρονολογούνται από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως το 1912, χρονιά της ενσωμάτωσης της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος. Τα τεκμήρια ταξινομούνται σε πέντε ενότητες, που αντιστοιχούν λίγο-πολύ σε μια περιοδολόγηση της ιστορίας της εβραϊκής κοινότητας, και κάθε ένα από αυτά εισάγεται με σύντομες πληροφορίες για την προέλευση και τον συντάκτη του. Ο 19ος και ο 20ός αιώνα διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος.
Οι συγγραφείς απευθύνονται τόσο στον μελετητή της ιστορίας της εβραϊκής κοινότητας όσο και σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό προσφέροντας, όχι μόνον ένα εργαλείο ή βοήθημα στην έρευνα, αλλά και ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Ο λόγος είναι ότι η άμεση πρόσβαση σε πρωτογενή τεκμήρια κλονίζει βεβαιότητες, στερεότυπα αλλά και μια αίσθηση του αναπόφευκτου, που συναντάμε μερικές φορές ακόμη και σε βιβλία Ιστορίας.
Υπενθυμίζουμε ότι σχετικά με την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας διαθέτουμε το κλασικό έργο του Ζωζέφ Νεχαμά (Ιστορία των Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης, 3τ. 2000 (α’ εκδ. 1937, 1959 και 1978) και το ωραίο βιβλίο της Ρένας Μόλχο για το β’ μισό και τις αρχές του 20ού αιώνα (Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Μια ιδιαίτερη κοινότητα, 2001). Μολονότι έχουν δημοσιευτεί πρόσφατα αξιόλογες επιμέρους μελέτες, εκκρεμεί η έκδοση ιστορικών συνθέσεων που δεν θα αποθαρρύνονται από τις γλωσσικές και αρχειακές απαιτήσεις της έρευνας.
Εως τότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε από τη μια φοβικές εθνικιστικές αναδιπλώσεις και από την άλλη αφελείς εξιδανικεύσεις ενός πολυπολιτισμικού ή κοσμοπολιτικού παρελθόντος. Οι πρώτες αποκρύπτουν τη μακρόχρονη παρουσία των Εβραίων στην πόλη, ενώ οι άλλες αποσιωπούν δύσκολες όψεις μιας άλλοτε ειρηνικής και άλλοτε συγκρουσιακής συνύπαρξης, μέσα και έξω από την κοινότητα. Εν αναμονή λοιπόν συνθετικών μελετών και κριτικής ιστοριογραφίας, ο τόμος των Γ. Μέγα και Τζ. Μπενμαγιόρ προσφέρει μια όαση για προβληματισμό.
Η ποικιλία και ο πλούτος των τεκμηρίων, καθώς και το αναλυτικό ευρετήριο θα ικανοποιήσουν πολλές περιέργειες του φιλίστορα αναγνώστη και του επαγγελματία ιστορικού. Ο δεύτερος είναι ίσως συνηθισμένος σε περισσότερο απαιτητικά κριτικά υπομνήματα, αλλά μπροστά στο μέγεθος του εγχειρήματος η παρατήρηση ακούγεται μικρόψυχη γκρίνια.
Λίγα παραδείγματα εικονογραφούν το εύρος και το ενδιαφέρον των τεκμηρίων: Χαρακτηριστική φιγούρα της εποχής, ένας Σαλονικιός Εβραίος ταξιδεύει ανάμεσα στα οθωμανικά εδάφη και τις ιταλικές πόλεις, αλλάζει κατά το δοκούν θρήσκευμα και ονόματα για τις ανάγκες των συναλλαγών και της επιβίωσης, έως ότου πέσει στα δίχτυα της Ιεράς Εξέτασης, στη Βενετία, το 1637, για να καταγραφεί η ιστορία του για πάντα στα αρχεία (σ.47). Στην τελευταία εικοσαετία του 17ου αιώνα, ένας Βρετανός διπλωμάτης περαστικός από τη Θεσσαλονίκη μιλά για ένα τρομερό ξέσπασμα μεσσιανικής πίστης που ανέτρεψε όλες τις συνήθειες των Εβραίων της πόλης, μέχρις ότου αποκαλυφθεί η απάτη του ψευτομεσσία (σ.61).
Μολονότι κανένας σύγχρονος γλωσσολόγος ή ιστορικός δεν θα συμμεριζόταν τις απόψεις των ιεραποστόλων αναφορικά με τα εβραιοϊσπανικά στα μέσα του 19ου αιώνα, θα κατέγραφε με ενδιαφέρον τα λόγια που αποδίδονται σε έναν ντόπιο ραβίνο: «Αν κάποιος μιλά μόνο ισπανικά δεν ξέρει τίποτε, αλλά αν χρησιμοποιεί πολλές εβραϊκές και τουρκικές λέξεις όλοι λένε “τι μορφωμένος άνθρωπος”» (σ.132). Το 1874, η δολοφονία ενός Εβραίου ωρολογοποιού δίνει αφορμή για εκτενή ρεπορτάζ σε εβραϊκές εφημερίδες του Λονδίνου, της Ιερουσαλήμ, αλλά και επιστολές του μητροπολίτη και ενός περιηγητή· ο μικρός «φάκελος» της υπόθεσης μαρτυρεί υποβόσκουσες εντάσεις ανάμεσα στην εβραϊκή και τη χριστιανική κοινότητα (σ. 222-228).
Το 1908, μια σημαντική γυναίκα, η Ραχέλ Γιαναΐτ Μπεν Τσβι, συγγραφέας, εκπαιδευτικός, γεωπόνος, ηγετικό στέλεχος του εργατικού κινήματος στην Παλαιστίνη, επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη και εντυπωσιάζεται από την κυριαρχία των Εβραίων, λιμενεργατών, βαρκάρηδων και χαμάληδων, στο λιμάνι: «Είχα την εντύπωση ότι τα αδέλφια μας ζουν ελεύθερα υπό την τουρκική διοίκηση σ’ αυτή την πόλη και μητέρα του Ισραήλ». Συντάκτης ορισμένων από τα τελευταία τεκμήρια του τόμου είναι ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ. Το 1911 και 1912 διάλεξε τη Θεσσαλονίκη για να μάθει τουρκικά, τα οποία απαιτούσαν οι νομικές σπουδές του∙ η πολυπληθής εβραϊκή κοινότητα και το εβραϊκό εργατικό κίνημα αποτελούσαν πόλο έλξης. Από εδώ αλληλογραφούσε συστηματικά με τον πατέρα του και με σοσιαλιστές συντρόφους του (σ.515-521).
Τα τεκμήρια μερικές φορές μάς εκπλήσσουν, άλλοτε επαληθεύουν και άλλοτε αμφισβητούν όσα γνωρίζουμε. Οι «πηγές» δεν είναι παράθυρα ανοιχτά στο παρελθόν, κανείς δεν θα εμπιστευόταν άκριτα τις πληροφορίες τους ανεξάρτητα από τις προθέσεις του συντάκτη τους και τις συνθήκες μέσα στις οποίες παράχθηκαν. Ωστόσο, χωρίς αυτές δεν γίνεται Ιστορία. Και η ιστορία της Θεσσαλονίκης θα είναι πάντα μισή όσο δεν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη την παρουσία της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας που αφανίστηκε το 1943. Ο παρών τόμος αποτελεί μία ακόμη απόδειξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου