You Were Perfectly Fine
by Dorothy Parker
Ντόροθι Πάρκερ
Απλώς ήσουν υπέροχος
Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Ο χλωμός νεαρός άντρας βολεύτηκε προσεκτικά στη χαμηλή πολυθρόνα, έστρεψε το κεφάλι του προς μια μεριά έτσι που στο δροσερό ύφασμα του καθίσματος να ανακουφίσει το μάγουλο και τον κρόταφό του.
«Ω, Θεέ μου», είπε. «Ω, Θεέ μου, ω!»
Η κοπέλα με τα σπινθηροβόλα μάτια, άνετη και ευθυτενής, καθισμένη στον καναπέ, του χαμογέλασε χαρωπά.
«Δεν αισθάνεσαι και πολύ καλά σήμερα;» είπε.
«Ω, περίφημα», είπε, «σούπερ!. Ξέρεις τι ώρα σηκώθηκα; Στις τέσσερις σήμερα το απόγευμα, ακριβώς. Πάσχιζα να καταφέρω να σηκωθώ και κάθε φορά που σήκωνα το κεφάλι μου από το μαξιλάρι, μου φαινόταν πως θα μου φύγει και θα κυλούσε κάτω από το κρεβάτι. Τούτο δω δεν το νιώθω σαν κεφάλι μου. Έχω την εντύπωση πως κάποτε ήταν το κεφάλι του Γουόλτ Γουίτμαν1. Ω, Θεέ μου, Θεέ μου!»
«Λες ένα ποτάκι να σ’ έκανε να νιώσεις καλύτερα;» είπε η κοπέλα.
«Τρίχωμα από το μαντρόσκυλο που με δάγκωσε;2» είπε. «Ω όχι, ευχαριστώ. Σε παρακαλώ ποτέ να μην πεις κάτι σαν κι αυτό. έχω τελειώσει με το ποτό. Έχω τελειώσει εντελώς. Κοίτα το χέρι μου σταθερό σαν φύλλο στον άνεμο. Αλλά πες μου: ήμουν πολύ απαίσιος χθες το βράδυ;»
«Ω, μα τι λες τώρα!», είπε η κοπέλα, «όλοι ήταν σε μεγάλα κέφια. Εσύ ήσουν εντάξει».
«Ναι, βέβαια», απάντησε αυτός. «Υποθέτω πως ήμουν κύριος. Θύμωσαν όλοι μαζί μου;»
«Για το Θεό, όχι», απάντησε αυτή. «Όλοι είπαν πόσο αστείος ήσουν. Φυσικά, ο Τζιμ Πίρσον τσαντίστηκε για ένα λεπτό στο δείπνο. Όμως οι άλλοι τον συγκράτησαν κατά κάποιο τρόπο καθηλώνοντάς τον στη καρέκλα του για να τον ηρεμήσουν. Νομίζω πως κανένας από τα άλλα τραπέζια δεν το πρόσεξε καθόλου. Σχεδόν κανείς».
«Θα με χτυπούσε;» ρώτησε. «Ω, Θεέ μου. Τι του έκανα;»
«Μα τίποτε δεν έκανες», είπε η γυναίκα. «Απλά ήσουν υπέροχος. Αλλά ξέρεις πόσο ανόητος γίνεται ο Τζιμ όταν νομίζει πως κάποιος πειράζει την Έλινορ».
«Μήπως της την έπεσα της Έλινορ;» είπε, «αυτό έκανα;»
«Φυσικά δεν έκανες κάτι τέτοιο», είπε. «Απλά χαζολογούσες. Η ίδια το εύρισκε τρομερά διασκεδαστικό. Περνούσε θαυμάσια. Μόνο που ενοχλήθηκε λιγάκι κάποια στιγμή, όταν της έριξες τη σάλτσα από τη μύδια στην πλάτη της».
«Θεέ και Κύριε», είπε. «Σάλτσα μυδιών σ’ εκείνη την πλάτη και ο κάθε σπόνδυλος ένας μικρός Κάμποτ3. Θεέ μου, τι στο καλό θα κάνω τώρα;»
«Ω, δε θα πάθει τίποτε», είπε η κοπέλα. «Απλά στείλε της μερικά λουλούδια ή κάτι παρόμοιο. Μη σ’ ανησυχεί αυτό. Δεν έγινε κάτι κακό».
«Όχι, δε θ’ ανησυχήσω», είπε αυτός. «Δεν έχω καμιά έγνοια στον κόσμο. Είμαι εντελώς άνετος. Ω, Θεέ μου, Θεέ μου. Έκανα κι άλλα τέτοια ενδιαφέροντα κατορθώματα στο δείπνο;»
«Ήσουν υπέροχος», του είπε. «Μη γίνεσαι ανόητος μ’ αυτό. Όλοι είχαν ξετρελαθεί μαζί σου. Ο μαιτρ ντ’ οτέλ ήταν λίγο ανήσυχος διότι δεν έπαψες να τραγουδάς, αλλά κατά βάθος δεν τον ένοιαξε. Το μόνο που είπε ήταν πως φοβόταν μήπως του κλείσουν το ξενοδοχείο πάλι με τόση υπερβολική φασαρία. Ο ίδιος δεκάρα δεν έδινε. Νομίζω πως απολάμβανε να σε βλέπει να διασκεδάζεις τόσο ωραία. Ω, συνέχιζες να τραγουδάς εκεί πέρα για καμιά ωρίτσα. Δεν έκανες και πολύ θόρυβο, καθόλου».
«Ώστε το είχα ρίξει στο τραγούδι», είπε αυτός. «Θα ήμουν σκέτη απόλαυση. Τραγουδούσα, λοιπόν».
«Δε θυμάσαι;», του είπε. «Έλεγες τραγούδια το ένα μετά το άλλο. Όλοι εκεί κάθονταν και σ’ άκουγαν, και τους άρεσες τόσο πολύ. Μόνο που εσύ επέμενες να πεις ένα τραγούδι για κάποιους οπλίτες4 και όλοι προσπαθούσαν να σε ησυχάσουν, αλλά εσύ το ξανάρχιζες. Ήσουν θαυμάσιος. Όλοι προσπαθούσαμε για ένα λεπτό να σε κάνουμε να σταματήσεις το τραγούδι και να φας κάτι, αλλά εσύ ούτε καν ήθελες να το ακούσεις. Πόσο αστείος ήσουν!»
«Δεν έφαγα καθόλου;» ρώτησε.
«Απολύτως τίποτε», του απάντησε αυτή. «Κάθε φορά που ο σερβιτόρος προθυμοποιούταν να σου προσφέρει κάτι, του το έδινες πάλι πίσω, γιατί έλεγες πως ήταν ο από χρόνια χαμένος αδερφός σου, που τον απήγαγε από την κούνια μια συμμορία τσιγγάνων και όλα όσα έχεις είναι δικά του. Απλά τον έκανες να ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια».
«Φαντάζομαι πως τον έκανα», είπε αυτός, «φαντάζομαι την πλάκα που έσπαγαν μαζί μου. Περίγελως της παρέας θα είχα γίνει. Και τι έγινε μετά τη συγκλονιστική επιτυχία μου με τον σερβιτόρο;»
«Μα τίποτε περισσότερο», είπε η κοπέλα. «Κατά κάποιο τρόπο τάβαλες με έναν ηλικιωμένο ασπρομάλλη που καθόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας γιατί δεν σου άρεσε η γραβάτα του και ήθελες να σου πει γι’ αυτήν. Εμείς όμως σε βγάλαμε έξω πριν αυτός θυμώσει πραγματικά».
«Ω, βγήκαμε έξω», είπε αυτός. «Βγήκα περπατώντας;»
«Μα τι λες; Φυσικά και βγήκες περπατώντας» του είπε. «Ήσουν εντελώς καλά. Υπήρχε όμως εκείνη η απαίσια λουρίδα πάγου στο πεζοδρόμιο και έκατσες κάτω πολύ απότομα, καημενούλη μου. Αλλά όπως και να το κάνουμε, αυτό μπορούσε να συμβεί στον καθένα».
«Ω, στα σίγουρα» είπε ο άντρας. «Στη Λουΐζα Άλκοτ5 ή στον καθένα. Άρα έπεσα στο πεζοδρόμιο. Έτσι εξηγείται το γεγονός που ο – Ναι καταλαβαίνω. Και τι ακολούθησε, αν δε σε πειράζει να μου πεις;»
«Έλα τώρα, Πίτερ!» είπε αυτή. «Δεν μπορείς να κάθεσαι και να μου λες πως δε θυμάσαι τι έγινε μετά! Πίστευα πως πιθανόν να ήσουν λίγο πιωμένος στο δείπνο – ω, απλά ήσουν υπέροχος, και όλα αυτά, αλλά πολύ καλά ήξερα ότι βρισκόσουν σε μεγάλη ευθυμία. Αλλά από τη στιγμή που έπεσες σοβάρεψες – ποτέ δεν ήξερα την πλευρά αυτή του εαυτού σου. Δε θυμάσαι που μου είπες πως ποτέ δεν είδα τον αληθινό σου εαυτό; Ω, Πίτερ, δε θα το άντεχα να μη θυμάσαι την υπέροχη βόλτα με το ταξί που κάναμε μαζί! Σε παρακαλώ, πες μου πως θυμάσαι, δεν είναι έτσι;
Απλά θα με σκότωνε να μην το θυμάσαι».
«Ναι, ναι», είπε αυτός. «Η διαδρομή με το ταξί. Μα, ναι, βέβαια. Αρκετά μεγάλη βόλτα, χμ;»
«Γύρω και γύρω και γύρω από το πάρκο» συμπλήρωσε αυτή. «Ω, πώς έλαμπαν τα δέντρα στο φεγγαρόφωτο! Κι εσύ να μου λες πως ποτέ πριν δεν είχες διαπιστώσει ότι στ’ αλήθεια είχες ψυχή».
«Ναι», της απάντησε. «Το είπα! Αυτός είμαι εγώ».
«Έλεγες τόσο υπέροχα, υπέροχα πράγματα», συνέχισε αυτή. «Και μέχρι τότε δε μου περνούσε από το νου για το πώς ένιωθες για μένα, κι εγώ ποτέ δεν τολμούσα να σου δείξω πώς αισθανόμουν για σένα. Και να, χθες τη νύχτα – ω Πίτερ, καλέ μου, για σκέψου, εκείνη η βόλτα στο ταξί ήταν το πιο σημαντικό πράγμα που έχει συμβεί ποτέ στη ζωή μας».
«Ναι», είπε αυτός. «Φαντάζομαι πως ήταν».
«Και θα είμαστε τόσο ευτυχισμένοι», είπε αυτή. «Ω, θέλω να το φωνάξω σ’ όλους! Αλλά δεν ξέρω – νομίζω πως θα ήταν πιο γλυκό να το κρατήσουμε μόνο για τον εαυτό μας».
«Νομίζω πως θα ήταν», είπε αυτός.
«Δεν είναι υπέροχα;» είπε αυτή.
«Ναι, περίφημα», συμπλήρωσε αυτός.
«Υπέροχα!» συνέχισε η κοπέλα.
«Κοίταξε», είπε αυτός, «δε σε πειράζει να έχω ένα ποτό. Ξέρεις, για φαρμακευτικούς σκοπούς. Το έχω κόψει διά βίου, το ορκίζομαι. Αλλά προς στιγμήν νιώθω να καταρρέω».
«Ω, νομίζω πως ένα ποτό θα σου έκανε καλό», συμφώνησε κι αυτή. «Καημενούλη μου, κρίμα που νιώθεις τόσο απαίσια. Πάω να σου φτιάξω ένα ουίσκι με σόδα».
«Ειλικρινά τώρα», είπε αυτός, «δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσες ποτέ να μου ξαναμιλήσεις, μετά από το ρεζιλίκι που έπαθα χθες τη νύχτα. Καλύτερα να πάω και να κλειστώ σ’ ένα μοναστήρι στο Θιβέτ».
«Βρε χαζούλη!» του είπε. «Λες ότι θα σ’ άφηνα να μου φύγεις τώρα; Μη μιλάς έτσι. Απλώς ήσουν υπέροχος.
Σηκώθηκε από τον καναπέ, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο και βγήκε από το δωμάτιο τρέχοντας.
Ο χλωμός νεαρός έριξε μια ματιά πίσω της και κούνησε το κεφάλι του αργά και για πολλή ώρα. Κατόπιν το άφησε να πέσει μέσα στα υγρά και τρεμάμενα χέρια του.
«Ω, Θεέ μου», συνέχισε. «Ω, Θεέ μου, Θεέ μου».
Σημειώσεις
1Αμερικανός ποιητής του 19ου αι. ο οποίος είχε ένα ασυνήθιστα μεγάλο κεφάλι.
2Κατά τη λαϊκή δοξασία όταν κάποιον τον δαγκώσει σκύλος, πρέπει να βάλει στην πληγή τρίχες του σκύλου για να μην πάθει λύσσα.
3Εξέχουσα Αμερικανική οικογένεια.
4Πρόκειται για την ιρλανδική μπαλάντα McAlpine's Fusiliers οι στίχοι της οποίας προσαρμόζονται κατά καιρούς με άσεμνο τρόπο, όπως στη μαντινάδα του Μανολιού με το σκυλόψαρο.
5Αμερικανίδα συγγραφέας του 19ου αι.
Η συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου