Ε. Μ. Φόρστερ - Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ
The Other Side of the Hedge -Η άλλη πλευρά του φράκτη
(1911)
The Other Side of the Hedge -Η άλλη πλευρά του φράκτη
(1911)
Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
"Το αλληγορικό διήγημα που ακολουθεί απεικονίζει τη ζωή των
ανθρώπων, η οποία, παρ’ όλες τις δυσκολίες της και τις απογοητεύσεις, δίνει το
κίνητρο να προχωρούμε πάντα εμπρός αποσκοπώντας σε κάτι. Η μετά θάνατον ζωή,
όσο ευχάριστη κι αν περιγράφεται στο διήγημα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια
χρυσή φυλακή, όπου οι τρόφιμοί της τιμωρούνται με μια αιώνια στατικότητα." B.K.M.
Το βηματόμετρό μου έδειχνε ότι ήμουν είκοσι πέντε. Αν και είναι
τρομερό πράγμα να σταματάς να περπατάς, ήμουν τόσο κουρασμένος που κάθισα πάνω
σ’ έναν οδοδείχτη να ξεκουραστώ. Κόσμος με προσπερνούσε χλευάζοντάς με, αλλά
εγώ παραήμουν απαθής για να ενοχλούμαι – ακόμη κι όταν η Δεσποινίς Ελάιζα
Ντίμπελμπι, η σπουδαία παιδαγωγός, πέρασε σαν σίφουνας από δίπλα μου,
παροτρύνοντάς με να επιμείνω, εγώ απλώς χαμογέλασα και της έβγαλα με σεβασμό το
καπέλο μου.
Στην αρχή νόμισα πως θα κατέληγα σαν τον αδερφό μου, που τον είχα
αφήσει στην άκρη του δρόμου στρίβοντας τη γωνία πριν από ένα ή δυο χρόνια. Είχε
χαραμίσει την ανάσα του τραγουδώντας και τη δύναμή του βοηθώντας τους άλλους.
Αλλά εγώ είχα πορευτεί με περισσότερη σύνεση και τώρα ήταν μόνο η μονοτονία της
δημοσιάς που με καταπίεζε – η σκόνη κάτω από τα πόδια μου και φράκτες από
ξερόθαμνους από την μια και την άλλη μεριά, από όσο μπορούσα να θυμηθώ.
Και είχα κιόλας ξεφορτωθεί αρκετά πράγματα πίσω μου – πράγματι ο
δρόμος ήταν στρωμένος με τα πράγματα που όλοι είχαμε πετάξει, και ο άσπρος
κουρνιαχτός κατακαθόταν πάνω τους, έτσι που κιόλας τα αντικείμενα έμοιαζαν πιο
πολύ με πέτρες. Οι μύες μου ήταν τόσο
πιασμένοι που μόλις που μπορούσα να σηκώσω το βάρος αυτών που
κουβαλούσα. Γλίστρησα από την πέτρα του οδοδείκτη κι έπεσα μπρούμυτα πάνω στο
δρόμο με το πρόσωπό μου κοντά στον μεγάλο κατάξερο φράκτη, παρακαλώντας να
παραδώσω το πνεύμα μου.
Μια μικρή πνοή αέρα με αναζωογόνησε. Φαινόταν να έρχεται από το
φράκτη. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα μια λάμψη φωτός μέσα από την
ανακατωσούρα των κλαδιών και των ξερών φύλλων. Ο φράκτης δεν πρέπει να ήταν
τόσο πυκνός ως συνήθως. Παρ΄ όλη την αδύναμη και νοσηρή κατάσταση που βρισκόμουν,
λαχταρούσα να περάσω μέσα από το φράκτη και να δω τι ήταν στην άλλη του πλευρά.
Δεν έβλεπα κανέναν, ειδάλλως δε θα τολμούσα να επιχειρήσω να τρυπώσω μέσα.
Εμείς που είμαστε προσκολλημένοι στο δρόμο δεν παραδεχόμαστε κατά τις
συζητήσεις μας πως υπάρχει οπωσδήποτε κι άλλη μεριά πέρα από το φράκτη.
Υπέκυψα στον πειρασμό με τη δικαιολογία πως θα επέστρεφα σ’ ένα
λεπτό. Το πρόσωπό μου γδάρθηκε από τα αγκάθια και αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω
τα μπράτσα μου σαν ασπίδα, στηριζόμενος αποκλειστικά στα πόδια μου για να
προχωρήσω προς τα μπρος. Στα μισά της προσπάθειάς μου είπα να γυρίσω πίσω,
γιατί κατά το πέρασμά μου έχασα όλα όσα κουβαλούσα και επιπλέον έσκισα και τα
ρούχα μου. Είχα όμως σφηνώσει τόσο πολύ που μου ήταν αδύνατο να επιστρέψω. Το
μόνο που μου έμεινε ήταν να συρθώ με τυφλούς ελιγμούς προς τα μπρος, φοβούμενος
από στιγμή σε στιγμή πως με εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μου και θα χαθώ μέσα στην
ποώδη βλάστηση του φράκτη.
Ξαφνικά ένιωσα το κεφάλι μου να περιβάλλεται με νερό και μου φάνηκε
πως θα βυθιζόμουν για πάντα. Είχα πέσει από το φράκτη σε μια βαθιά λίμνη.
Επιτέλους ανέβηκα στην επιφάνεια καλώντας για βοήθεια, οπότε άκουσα κάποιον από
την άλλη όχθη της λίμνης να λέει γελώντας: «Ακόμη ένας!» Μετά με σπασμωδικές
κινήσεις, και με τη βοήθεια του ανθρώπου, σύρθηκα έξω και έπεσα ξαπλωτός και
λαχανιάζοντας στο στεγνό έδαφος.
Ακόμη κι όταν το νερό είχε φύγει από τα μάτια μου, ήμουν ακόμη
ζαλισμένος. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει ένα τόσο μεγάλο μέρος, ούτε τόσο πολύ
γρασίδι ή τόσο λαμπερό ήλιο. Ο γαλάζιος ουρανός δεν ήταν μια απλή λουρίδα, και
κάτω απ’ αυτόν η γη είχε ανυψωθεί σε μεγαλοπρεπείς λόφους – σαν καθαρά, γυμνά
υποστυλώματα – με τις πλαγιές τους καλυμμένες με οξιές, με λιβάδια και με
κρυστάλλινες λιμνούλες στους πρόποδες. Οι λόφοι δεν ήταν ψηλοί, και υπήρχε η
αίσθηση πως στο τοπίο αυτό κατοικούσαν άνθρωποι. Θα μπορούσε κανείς να το
ονομάσει πάρκο ή κήπο, εάν η λέξεις δεν υπονοούσαν κάποια κοινοτοπία και
σύγχυση.
Μόλις ανάκτησα την αναπνοή μου, γύρισα στον σωτήρα μου και τον
ρώτησα: «Πού βγάζει αυτό το μέρος;» «Πουθενά, ευτυχώς!» απάντησε γελώντας. Ήταν
ένας άντρας πενήντα με εξήντα χρονών – ακριβώς οι ηλικιωμένοι που δυσπιστούμε
στο δρόμο μας – αλλά δεν υπήρχε κανένα άγχος στη συμπεριφορά του και ή φωνή του
έμοιαζε δεκαοχτάρη.
«Όμως πρέπει να βγάζει κάπου!» αναφώνησα κατάπληκτος με την
απάντησή του και τον ευχαρίστησα που μου έσωσε τη ζωή.
«Θέλει να μάθει πού βγάζει!» φώναξε απευθυνόμενος σε κάποιους
ανθρώπους σε μια λοφοπλαγιά, κι εκείνοι ανταπέδωσαν το γέλιο ανεμίζοντας τις
σκούφιες τους.
Παρατήρησα τότε πως η λίμνη μέσα στην οποία είχα πέσει ήταν στην
πραγματικότητα μια τάφρος που από αριστερά και δεξιά κύκλωνε κάπου και
περιβαλλόταν συνεχώς από τον θαμνώδη φράκτη. Από τη μέσα μεριά ο φράκτης ήταν
καταπράσινος – οι ρίζες των θάμνων φαίνονταν μέσα από το διάφανο νερό, όπου
κολυμπούσαν ψάρια – και στην κορυφή του ήταν στεφανωμένος με
αγριοτριανταφυλλιές και κληματίδες. Τότε διαπίστωσα πως ο φράκτης αποτελούσε
ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Για μια στιγμή μου έφυγε κάθε ευχαρίστηση για το
γρασίδι, τον ουρανό, τα δέντρα, τους χαρούμενους άντρες και γυναίκες, και
κατανόησα πως ο τόπος αυτός δεν ήταν παρά μια φυλακή, παρ΄όλη την απλωσιά και
την ομορφιά του.
Απομακρυνθήκαμε από το σύνορο ακολουθώντας ένα δρομάκι σχεδόν
παράλληλο μ’ αυτό και διασχίσαμε τα λιβάδια. Με δυσκολία περπατούσα, διότι
πάντα προσπαθούσα να προπορευτώ από τον σύντροφό μου, αλλά αν το μέρος δεν
έβγαζε πουθενά, τι σκοπό είχε να το κάνω; Δεν είχα ποτέ συμβαδίσει με κάποιον
από τη στιγμή που είχα αφήσει πίσω μου τον αδερφό μου.
Του συντρόφου μου του φάνηκε αστείο όταν ξαφνικά σταμάτησα και του
είπα αποκαρδιωμένος: «Είναι πραγματικά απαίσιο. Δεν πάτε μπροστά, δεν
προοδεύετε, ενώ εμείς από το δρόμο – »
«Ναι, το ξέρω».
«Πήγαινα να πω ότι εμείς πάμε μπροστά συνέχεια».
«Ξέρω».
«Εμείς ολοένα μαθαίνουμε, επεκτείνουμε τις γνώσεις μας,
αναπτυσσόμαστε. Για παράδειγμα, στη σύντομη μέχρι τώρα ζωή μου έχω δει μεγάλη
ανάπτυξη – τον Πόλεμο των Μπόερς, το Δημοσιονομικό Πρόβλημα, τη Χριστιανική
Επιστήμη, την ανακάλυψη του Ραδίου. Να κοίταξε να βεβαιωθείς – »
Έβγαλα το βηματόμετρό μου, αλλά ακόμη έδειχνε πως ήμουν είκοσι
πέντε, τίποτε παραπάνω.
«Ω, σταμάτησε! Ήθελα να σου το δείξω. Κανονικά έπρεπε να καταγράφει
όλη την ώρα που περπατούσαμε. Αλλά ακόμη μου δείχνει είκοσι πέντε».
«Πολλά πράγματα δε λειτουργούν εδώ», απάντησε. «Κάποτε κάποιος είχε
φέρει ένα πυροβόλο όπλο, και δεν λειτουργούσε».
«Οι νόμοι της επιστήμης είναι παντού οι ίδιοι ως προς την εφαρμογή
τους. Το νερό της τάφρου πρέπει να προκάλεσε βλάβη στον μηχανισμό. Σε κανονικές
συνθήκες όλα δουλεύουν. Η επιστήμη είναι το πνεύμα της άμιλλας – είναι η δύναμη
που μας έφτιαξε ό, τι είμαστε».
Έπρεπε να διακόψω για να ανταποκριθώ στους χαρούμενους χαιρετισμούς
των ανθρώπων που προσπερνούσαμε. Μερικοί απ’ αυτούς τραγουδούσαν, άλλοι
συζητούσαν, και κάποιοι άλλοι ασχολούνταν με την κηπουρική ή μάζευαν σανό ή
έκαναν διάφορες άλλες στοιχειώδεις ασχολίες. Όλοι τους έδειχναν ευτυχισμένοι.
Θα μπορούσα κι εγώ να νιώσω ευτυχισμένος, αν ξεχνούσα ότι ο τόπος δεν οδηγούσε
πουθενά.
Με ξάφνιασε ένας νεαρός ο οποίος διέσχισε τρέχοντας το δρομάκι,
πήδηξε έναν μικρό φράκτη με σβελτάδα και χάρη και όρμησε μέσα από ένα οργωμένο
χωράφι κάνοντας μια βουτιά σε μια λίμνη που άρχισε να τη διασχίζει κολυμπώντας.
Να μια αληθινή ενεργητικότητα, σκέφτηκα αναφωνώντας: «Ένας μαραθώνιος! Πού
είναι οι άλλοι;»
«Δεν υπάρχουν άλλοι», απάντησε ο σύντροφός μου. Και αργότερα, καθώς
βαδίζαμε μέσα από μια ψηλή βλάστηση και ακούσαμε τη φωνή ενός κοριτσιού που
τραγουδούσε εξαίσια, ο σύντροφός μου επανέλαβε: «Δεν υπάρχουν άλλοι». Τα είχα
χαμένα που χαραμίζονταν όλα όσα παρήγαν και μουρμούρισα στον εαυτό μου. «Τι
σημαίνουν όλα αυτά;»
«Τίποτε παρά μόνο όλα γίνονται απλά για να γίνονται», και επανέλαβε
τα λόγια του αργά λες κι ήμουν παιδί και δεν καταλάβαινα.
«Κατάλαβα», είπα ήσυχα, «αλλά δε συμφωνώ. Κάθε επίτευγμα είναι άνευ
αξίας αν δεν αποτελεί έναν κρίκο στην αλυσίδα της ανάπτυξης. Δε θέλω να
καταχραστώ άλλο την καλοσύνη σου, αλλά πρέπει κατά κάποιο τρόπο να γυρίσω πίσω
στο δρόμο και να επιδιορθώσω το βηματόμετρό μου».
«Πρώτα όμως πρέπει να δεις τις πύλες», αποκρίθηκε. «Έχουμε πύλες,
αν και ποτέ δεν τις χρησιμοποιούμε».
Ενέδωσα ευγενικά και μετά από λίγο φτάσαμε ξανά στην τάφρο, σ’ ένα
σημείο όπου υπήρχε μια γέφυρα. Πέρα από τη γέφυρα υπήρχε μια μεγάλη πύλη, άσπρη
σαν φίλντισι, προσαρμοσμένη στο σύνορο του φράκτη με τους θάμνους. Η πόρτα
άνοιγε προς τα έξω και αναφώνησα με κατάπληξη, διότι από την πύλη αυτή άρχιζε
ένας δρόμος – ακριβώς ίδιος μ’ εκείνον που είχα αφήσει πίσω από τους θάμνους –
ένα δρόμος γεμάτος σκόνη, με ξεραμένους φράκτες κι από τις δυο του πλευρές
μέχρις εκεί που έφτανε το μάτι.
«Αυτός είναι ο δρόμος μου!», ξεφώνισα.
Ο σύντροφός μου έκλεισε την πύλη και είπε: «Όχι όμως το δικό σου
μέρος του δρόμου. Μέσα από αυτήν την πύλη πριν από αμέτρητα χρόνια βγήκαν οι
άνθρωποι όταν καταλήφθηκαν από την επιθυμία να βαδίσουν».
Εγώ όμως δεν το παραδέχθηκα και παρατήρησα πως εκείνο ήταν το μέρος
του δρόμου που ο ίδιος είχα αφήσει και δεν απείχε περισσότερο από δυο μίλια.
Αυτός όμως με την ισχυρογνωμοσύνη της ηλικίας του επανέλαβε: «Μπορεί να είναι ο
ίδιος δρόμος, κι αν δείχνει να πηγαίνει κατευθείαν εμπρός όπως τον βλέπουμε,
συχνά διπλώνει έτσι που είναι πάντα κοντά στο σύνορό μας και μερικές φορές
εφάπτεται μ’ αυτό». Έσκυψε στο έδαφος κοντά στην τάφρο και στην υγρή του όχθη
σχεδίασε ένα ακατάληπτο σχέδιο, κάτι σαν λαβύρινθο. Καθώς βαδίζαμε μέσα από τα
λιβάδια, πάσχιζα να τον πείσω ότι έκανε λάθος για το δρόμο.
«Ο δρόμος όντως διπλώνει αλλά τούτο είναι μέρος της αναζήτησης.
Ποιος αμφιβάλλει ότι η γενική κατεύθυνση είναι προς τα μπρος; Δεν ξέρουμε πού
καταλήγει – ίσως σε κάποιο βουνό όπου μπορούμε ν’ αγγίξουμε τον ουρανό, ή ίσως
πάνω από γκρεμούς να καταλήγει στη θάλασσα. Όμως το ότι προχωρεί ίσια προς τα
μπρος κανείς δεν αμφιβάλλει. Είναι η σκέψη της πορείας που μας κάνει να
πασχίζουμε να διακριθούμε, ο καθένας με τον τρόπο του, και μας δίνει τα κίνητρα
που εσείς στερείστε. Πάρε εκείνον τον άντρα που πέρασε από μπροστά μας – είναι
αλήθεια πως έτρεξε καλά, πήδηξε το φράκτη μ’ ευλυγισία και κολύμπησε καλά.
Εμείς όμως έχουμε ανθρώπους που τρέχουν καλύτερα, κάνουν μεγαλύτερα άλματα και
κολυμπούν καλύτερα. Η ειδίκευση έχει φέρει αποτελέσματα που θα σε εξέπλητταν.
Ομοίως εκείνο το κορίτσι – »
Εδώ σταμάτησα και ξεφώνισα: «Θεέ και κύριε! Θα ορκιζόμουν ότι
εκείνη εκεί πέρα που βρέχει τα πόδια της στην πηγή είναι η δεσποινίς Ελάιζα
Ντίμπελμπι!»
Ο σύντροφός μου επιβεβαίωσε πως αυτή ήταν.
«Αδύνατον! Με προσπέρασε στο δρόμο και απόψε πρόκειται να δώσει μια
διάλεξη στον Τέρνμπριτζ Γουέλς. Μα το τρένο της αναχωρεί από την Οδό Κάνον στις
– φυσικά το ρολόι μου έχει σταματήσει όπως κι όλα τα άλλα. Αυτή είναι το
τελευταίο άτομο που θα περίμενα να δω σ’ αυτό το μέρος».
«Οι άνθρωποι πάντοτε εκπλήσσονται όταν συναντά ο ένας τον άλλο.
Κάθε λογής άνθρωποι έρχονται μέσα από τον φράκτη κάθε φορά – είτε όταν
προπορεύονται στον αγώνα, είτε όταν μένουν πίσω ή τους αφήνουν πίσω περνώντας
τους για νεκρούς. Συχνά στέκομαι στο σύνορο και στήνω αυτί ν’ ακούσω τις φωνές
από τον δρόμο – ξέρεις τι είναι αυτές οι φωνές – και αναρωτιέμαι αν θελήσει
κάποιος να λοξοδρομήσει και να μπει μέσα. Και είναι μεγάλη μου χαρά να βοηθώ
κάποιον να βγει από την τάφρο, όπως βοήθησα κι εσένα. Ο τόπος μας γεμίζει αργά,
αν και προορίζεται για όλη την ανθρωπότητα».
«Η ανθρωπότητα έχει άλλους σκοπούς», είπα διακριτικά, διότι
σκέφτηκα πως ήταν καλοπροαίρετος, «και πρέπει να πάω μαζί με τους ανθρώπους».
Τον αποχαιρέτησα, γιατί ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, κι εγώ ήθελα να βρίσκομαι
ξανά στο δρόμο κατά το σούρουπο. Με ξάφνιασε κρατώντας με από το χέρι. «Δεν
ήρθε η ώρα να φύγεις!» Προσπάθησα να τον απομακρύνω, αφού δεν είχαμε κοινά ενδιαφέροντα
και η ευγένειά του είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Αλλά όσο και να πάσχιζα
να του ξεφύγω, ο ενοχλητικός ηλικιωμένος σύντροφός μου δεν εννοούσε να μ’
αφήσει, κι επειδή η πάλη δεν είναι το στοιχείο μου, αναγκάστηκα να τον
ακολουθήσω.
Ήταν αλήθεια πως μόνος μου δε θα μπορούσα ποτέ να βρω το σημείο απ’
όπου είχα μπει. Γι’ αυτό ήλπιζα πως, αφού θα έβλεπα τα υπόλοιπα αξιοθέατα που
τόσο διακαώς ήθελε να δω, θα μ’ έφερνε πίσω στο σημείο του φράκτη για να
βγω. Ήμουν αποφασισμένος να μην περάσω
τη νύχτα σ’ αυτό το μέρος, γιατί δεν εμπιστευόμουν το ίδιο και τους κατοίκους
του παρ΄όλη τη φιλία τους. Αν και πεινούσα, δε θα τους έκανα παρέα στο βραδινό
τους, που αποτελούταν από γάλα και φρούτα, και όταν μου πρόσφεραν λουλούδια, με
τρόπο τα πετούσα όταν δεν μ’ έβλεπαν. Ήδη είχαν ξαπλώσει στο έδαφος σαν τα ζώα
να κοιμηθούν – μερικοί πάνω στην ακάλυπτη λοφοπλαγιά, άλλοι σε ομάδες κάτω από
τις οξιές. Στο πορτοκαλί χρώμα του ηλιοβασιλέματος προχωρούσα βιαστικά με τον
ανεπιθύμητό μου οδηγό, κατακουρασμένος και εξαντλημένος από την πείνα και τη
δίψα μουρμουρίζοντας ακάθεκτος: «Προτιμώ τη ζωή με τους αγώνες της και τις
νίκες, με τις αποτυχίες της και τα μίση, με τη βαθιά έννοια της ηθικής και τους
άγνωστους στόχους!»
Επιτέλους φτάσαμε σ’ ένα μέρος όπου υπήρχε μια άλλη γέφυρα πάνω από
την τάφρο και όπου μια άλλη πύλη διέκοπτε τη συνοριακή γραμμή του φράκτη. Αυτή
η πύλη ήταν διαφορετική από την προηγούμενη. Ήταν ημιδιάφανη σαν κέρατο και
άνοιγε προς τα μέσα. Αλλά στο άνοιγμά της, και στο ασθενικό φως, είδα ξανά το
δρόμο όπως τον είχα αφήσει – μονότονο, σκονισμένο, με τους καφετιούς
ξερόθαμνους κι απ’ τις δυο πλευρές του μέχρις εκεί που έφτανε το μάτι μου.
Κατά περίεργο τρόπο ανησύχησα με το θέαμα, που μ’ έκανε να χάσω τον
αυτοέλεγχό μου. Ένας άνθρωπος μάς προσπερνούσε, επιστρέφοντας στους λόφους για
να κοιμηθεί και κουβαλούσε ένα μεγάλο δρεπάνι στον ώμο του ενώ στο χέρι του
κρατούσε ένα δοχείο με κάποιο υγρό μέσα του. Τότε ξέχασα τα πεπρωμένα της φυλής
μας. Ξέχασα και το δρόμο μπροστά στα μάτια μου, όρμησα στον άνθρωπο και αποσπώντας
το δοχείο από το χέρι του, άρχισα να πίνω.
Το υγρό δεν ήταν δυνατότερο από μπίρα, αλλά στην τρομερή εξάντληση
που βρισκόμουν με κατέβαλε αμέσως. Σαν σε όνειρο είδα τον ηλικιωμένο σύντροφό
μου να κλείνει την πύλη ακούγοντάς τον να λέει: «Εδώ τελειώνει ο δρόμος σου και
μέσα απ’ αυτήν την πύλη θα έρθουν σ’ εμάς όσοι έχουν μείνει από την
ανθρωπότητα».
Αν και οι αισθήσεις μου βυθίζονταν στη λήθη, εντούτοις φαίνονταν να
μεγαλώνουν πριν τελικά πέσουν στη λησμονιά. Διέκρινα με σαφήνεια τη μαγική
μελωδία των αηδονιών, τη μυρωδιά του σανού που δεν έβλεπα και τα αστέρια που
έλαμπαν στον θαμπό ουρανό. Ο άντρας που του έκλεψα τη μπίρα μ’ έβαλε να κοιμηθώ
για να μου φύγει η επήρεια του ποτού, και καθώς με ξάπλωνε απαλά, παρατήρησα
πως ήταν ο αδερφός μου.
Ο Έντουαρντ
Μόργκαν Φόρστερ (1879-1970) γεννήθηκε στο Λονδίνο και φοίτησε στο Κινγς Κόλετζ
του Καίμπριτζ. Είχε μια διακεκριμένη σταδιοδρομία σαν συγγραφέας πάνω από μισόν
αιώνα. Δημοσίευσε αρκετούς τόμους από δοκίμια, κριτικές, βιογραφίες καθώς
επίσης μυθιστορήματα και διηγήματα. Έγινε ευρέως γνωστός από το μυθιστόρημά του
Πέρασμα στην Ινδία (1924), το οποίο έγινε κινηματογραφική ταινία
το 1984 με σκηνοθέτη τον Ντέιβιντ Λιν. Η ταινία κέρδισε βραβεία.
**********************
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου