1
»Τότε όμως ζούσαμε σε συνθήκες στις οποίες, αν θέλαμε να σταθούμε στο μπόι του ανθρώπου, έπρεπε πρώτα να έχουμε αποφασίσει για το αναλώσιμο της δικής μας ζωής. Αυτό ίσως ήταν ικανό να μας βοηθήσει να αποφασίζουμε για την ανάλωση και του Αλλου –φυσικά του αντιπάλου.
»–Τι εννοείτε μιλώντας για το “μπόι του ανθρώπου”;
»Εννοώ αυτό ακριβώς που λένε οι λέξεις “μπόι” και “άνθρωπος”. Και η λέξη “άνθρωπος” δεν είναι μόνο ένα οντολογικό σημαίνον. Αθροίζει, ως σημαινόμενο, ιστορικές κατακτήσεις, προαιώνιες και σύγχρονες ηθικές κατηγορίες, κάτι που θα έλεγα πως εκφράζεται με τον αυτοσεβασμό του ζωικού και του κοινωνικού μας είναι.
»Και το ανάστημα, για να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ωραία αρχαιοελληνική λέξη, εκφράζει την όσο και πιο πάνω, την όσο και πληρέστερη σημασία αυτού του σεβασμού. Ετσι νομίζω ότι μπαίνουμε σε μια εποχή όπου το μπόι του ανθρώπου συνεχώς δοκιμάζεται ή ακυρώνεται.»
Ο Στέφανος Στεφάνου, στην αυτοβιογραφία του, όπου αυτοχαρακτηρίζεται, στον τίτλο κιόλας: Ενας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς: όχι από σεμνότητα, δήλωνε επίμονα, αλλά επειδή «τότε ήμασταν πολλοί, κι ήμουν ένας απ’ τους πολλούς».
Είναι σωστό αυτό που λέει ο Στέφανος: ήταν τότε πολλοί· κι άλλο τόσο σωστό πως ο ίδιος ήταν απ’ τους λίγους, τους πολύ λίγους.
η τιμή…
«Εφυγε σε ηλικία 90 ετών…» πιάνει τ’ αφτί μου στο βραδινό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1, και στήνομαι να παρακολουθήσω, σχεδόν μην πιστεύοντας πως θα μιλούσαν για τον Στέφανο Στεφάνου, που είχε φύγει μία μέρα πριν, ανήμερα Πρωτοχρονιά. Ναι, ήταν για τον Στέφανο: η κατάπληξη έγινε συγκίνηση, είπα να τηλεφωνήσω στον Παντελή, αλλά ώσπου να πάρω, σκέφτηκα, θα τελειώσει.
Εμεινα έτσι ν’ ακούω, και όχι, δεν τελείωνε: παλιοί του συναγωνιστές, συνεξόριστοι κ.ά., ο Αριστείδης Μανωλάκος, ο Νίκος Κιάος, ο Θανάσης Καλαφάτης, ο Κωστής Γιούργος, δεν τους συγκράτησα όλους, με λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια σκιαγράφησαν το πορτρέτο του Στέφανου Στεφάνου, της ίδιας της ιστορίας της Αριστεράς.
Τηλεφώνησα αμέσως μετά στον Παντελή: «Ε λοιπόν, έχουμε κυβέρνηση της Αριστεράς», του είπα, μισοαστεία μα εντέλει σοβαρά· «με ποια άλλη κυβέρνηση θα είχε γίνει τέτοιο αφιέρωμα;»
Αυτήν εξάλλου την κυβέρνηση είχε στηρίξει ο νεκρός φίλος, παλιός κομμουνιστής που ακολούθησε έπειτα σ’ όλη της τη διαδρομή την ανανεωτική Αριστερά, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, στην ομάδα του «Χάους», με συνοδοιπόρους, από κοινούς και από καιρό φευγάτους φίλους, τον Δήμο Μαυρομμάτη και τον Αντώνη Καρκαγιάννη, στο ΚΚΕ Εσωτερικού, στον Συνασπισμό, στον Σύριζα, πάντοτε κριτικός αλλά και πάντα ενεργός.
Είχε συγκεκριμένη ταυτότητα λοιπόν ο Στέφανος Στεφάνου, δεν ήταν γενικά και αόριστα αριστερός, ταυτότητα για την οποία λίγο έλειψε να αφήσει τη ζωή του στις φυλακές και στα ξερονήσια, κι έτσι πιστεύω θα τη διεκδικούσε και τώρα.
Κι η παράταξη την οποία στήριξε, αυτή τον τίμησε, με την παρουσία του πρωθυπουργού και τριών υπουργών, του Αριστείδη Μπαλτά, του Νίκου Φίλη και του Πάνου Σκουρλέτη στην κηδεία του. Κανένας άλλος πολιτικός χώρος δεν εκπροσωπήθηκε –και δεν αναφέρομαι φυσικά στον κόσμο, τον πολύ κόσμο που ήρθε να τιμήσει τον άνθρωπο και φίλο.
Δεν ενώθηκαν λ.χ. όλες οι τάσεις της Αριστεράς πάνω απ’ το φέρετρό του, όπως θα ήθελε μια κοινότοπη ρητορική: μόνο ο Σύριζα ήταν επίσημα παρών –δείγμα της μικροπρέπειας και της μισαλλοδοξίας του νέου μας διχασμού.
…και η μικρότητα
Κι όμως, βγήκε να χαιρετίσει τον νεκρό ο Μανώλης Γλέζος, ήμουν απέναντί του στη μικροσκοπική εκκλησία, άρχισε κάπως ποιητικά και συγκινητικά (δεν ήξερα τότε πως ήταν όλο ποίημα δικό του), ώσπου κατέληξε: «Εστειλε στην κηδεία σου στεφάνια η εξουσία / ν’ απαλύνει την ντροπή της για το ρεζιλίκι της / μα δεν υπάρχει συγγνώμη να σβήσει την υποταγή». Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι: δεν στέκουν σε κηδεία τέτοια λόγια, και οπωσδήποτε απέναντι στον συγκεκριμένο νεκρό!
«Μ’ όλο τον σεβασμό» του είπα έπειτα στον καφέ, «το βρίσκω μικροπρεπές και ασεβές αυτό που είπατε, αφού το ξέρετε ότι αυτή την “εξουσία” στήριζε ο νεκρός»· «Είχε όμως απογοητευτεί» είπε με μένος μια κυρία δίπλα του. «Κι εμείς έχουμε απογοητευτεί, εδώ όμως είν’ άλλο» είπα. «Τον ήξερα καλά τον Στέφανο» μίλησε τώρα, ήρεμα έως απαθώς ο Γλέζος, «νομίζω πως το ποίημά μου τον εκφράζει απολύτως· αυτή είναι η γνώμη μου».
Τη δική μου την είχα πει· έφυγα, με την πίστη πως το χρωστούσα στον νεκρό.
Στον Στέφανο που, 75 χρόνια ανησύχαστος, αν μετρήσω από τη στράτευσή του, στα δεκαπέντε του, έφυγε ήσυχος, ο σοφός.
ΥΓ. Τα όσα αχαρακτήριστα διάβασα στο ίντερνετ για ανάλογο σημείωμα εδώ του Νίκου Κιάου πιστεύω πως αυτοσχολιάζονται επαρκώς.
****************************
2
ΔΙΑΒΑΣΤΕ =>
Ο Στέφανος…
«Είναι πολλά χρόνια που έχω καταλήξει στο ότι η ανθρώπινη ζωή –γιατί όχι απλώς η ζωή;– είναι μια “αξία” που δεν μπορεί να συγκριθεί σε τίποτα με άλλες αξίες.»Τότε όμως ζούσαμε σε συνθήκες στις οποίες, αν θέλαμε να σταθούμε στο μπόι του ανθρώπου, έπρεπε πρώτα να έχουμε αποφασίσει για το αναλώσιμο της δικής μας ζωής. Αυτό ίσως ήταν ικανό να μας βοηθήσει να αποφασίζουμε για την ανάλωση και του Αλλου –φυσικά του αντιπάλου.
»–Τι εννοείτε μιλώντας για το “μπόι του ανθρώπου”;
»Εννοώ αυτό ακριβώς που λένε οι λέξεις “μπόι” και “άνθρωπος”. Και η λέξη “άνθρωπος” δεν είναι μόνο ένα οντολογικό σημαίνον. Αθροίζει, ως σημαινόμενο, ιστορικές κατακτήσεις, προαιώνιες και σύγχρονες ηθικές κατηγορίες, κάτι που θα έλεγα πως εκφράζεται με τον αυτοσεβασμό του ζωικού και του κοινωνικού μας είναι.
»Και το ανάστημα, για να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ωραία αρχαιοελληνική λέξη, εκφράζει την όσο και πιο πάνω, την όσο και πληρέστερη σημασία αυτού του σεβασμού. Ετσι νομίζω ότι μπαίνουμε σε μια εποχή όπου το μπόι του ανθρώπου συνεχώς δοκιμάζεται ή ακυρώνεται.»
Ο Στέφανος Στεφάνου, στην αυτοβιογραφία του, όπου αυτοχαρακτηρίζεται, στον τίτλο κιόλας: Ενας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς: όχι από σεμνότητα, δήλωνε επίμονα, αλλά επειδή «τότε ήμασταν πολλοί, κι ήμουν ένας απ’ τους πολλούς».
Είναι σωστό αυτό που λέει ο Στέφανος: ήταν τότε πολλοί· κι άλλο τόσο σωστό πως ο ίδιος ήταν απ’ τους λίγους, τους πολύ λίγους.
η τιμή…
«Εφυγε σε ηλικία 90 ετών…» πιάνει τ’ αφτί μου στο βραδινό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1, και στήνομαι να παρακολουθήσω, σχεδόν μην πιστεύοντας πως θα μιλούσαν για τον Στέφανο Στεφάνου, που είχε φύγει μία μέρα πριν, ανήμερα Πρωτοχρονιά. Ναι, ήταν για τον Στέφανο: η κατάπληξη έγινε συγκίνηση, είπα να τηλεφωνήσω στον Παντελή, αλλά ώσπου να πάρω, σκέφτηκα, θα τελειώσει.
Εμεινα έτσι ν’ ακούω, και όχι, δεν τελείωνε: παλιοί του συναγωνιστές, συνεξόριστοι κ.ά., ο Αριστείδης Μανωλάκος, ο Νίκος Κιάος, ο Θανάσης Καλαφάτης, ο Κωστής Γιούργος, δεν τους συγκράτησα όλους, με λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια σκιαγράφησαν το πορτρέτο του Στέφανου Στεφάνου, της ίδιας της ιστορίας της Αριστεράς.
Τηλεφώνησα αμέσως μετά στον Παντελή: «Ε λοιπόν, έχουμε κυβέρνηση της Αριστεράς», του είπα, μισοαστεία μα εντέλει σοβαρά· «με ποια άλλη κυβέρνηση θα είχε γίνει τέτοιο αφιέρωμα;»
Αυτήν εξάλλου την κυβέρνηση είχε στηρίξει ο νεκρός φίλος, παλιός κομμουνιστής που ακολούθησε έπειτα σ’ όλη της τη διαδρομή την ανανεωτική Αριστερά, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, στην ομάδα του «Χάους», με συνοδοιπόρους, από κοινούς και από καιρό φευγάτους φίλους, τον Δήμο Μαυρομμάτη και τον Αντώνη Καρκαγιάννη, στο ΚΚΕ Εσωτερικού, στον Συνασπισμό, στον Σύριζα, πάντοτε κριτικός αλλά και πάντα ενεργός.
Είχε συγκεκριμένη ταυτότητα λοιπόν ο Στέφανος Στεφάνου, δεν ήταν γενικά και αόριστα αριστερός, ταυτότητα για την οποία λίγο έλειψε να αφήσει τη ζωή του στις φυλακές και στα ξερονήσια, κι έτσι πιστεύω θα τη διεκδικούσε και τώρα.
Κι η παράταξη την οποία στήριξε, αυτή τον τίμησε, με την παρουσία του πρωθυπουργού και τριών υπουργών, του Αριστείδη Μπαλτά, του Νίκου Φίλη και του Πάνου Σκουρλέτη στην κηδεία του. Κανένας άλλος πολιτικός χώρος δεν εκπροσωπήθηκε –και δεν αναφέρομαι φυσικά στον κόσμο, τον πολύ κόσμο που ήρθε να τιμήσει τον άνθρωπο και φίλο.
Δεν ενώθηκαν λ.χ. όλες οι τάσεις της Αριστεράς πάνω απ’ το φέρετρό του, όπως θα ήθελε μια κοινότοπη ρητορική: μόνο ο Σύριζα ήταν επίσημα παρών –δείγμα της μικροπρέπειας και της μισαλλοδοξίας του νέου μας διχασμού.
…και η μικρότητα
Κι όμως, βγήκε να χαιρετίσει τον νεκρό ο Μανώλης Γλέζος, ήμουν απέναντί του στη μικροσκοπική εκκλησία, άρχισε κάπως ποιητικά και συγκινητικά (δεν ήξερα τότε πως ήταν όλο ποίημα δικό του), ώσπου κατέληξε: «Εστειλε στην κηδεία σου στεφάνια η εξουσία / ν’ απαλύνει την ντροπή της για το ρεζιλίκι της / μα δεν υπάρχει συγγνώμη να σβήσει την υποταγή». Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι: δεν στέκουν σε κηδεία τέτοια λόγια, και οπωσδήποτε απέναντι στον συγκεκριμένο νεκρό!
«Μ’ όλο τον σεβασμό» του είπα έπειτα στον καφέ, «το βρίσκω μικροπρεπές και ασεβές αυτό που είπατε, αφού το ξέρετε ότι αυτή την “εξουσία” στήριζε ο νεκρός»· «Είχε όμως απογοητευτεί» είπε με μένος μια κυρία δίπλα του. «Κι εμείς έχουμε απογοητευτεί, εδώ όμως είν’ άλλο» είπα. «Τον ήξερα καλά τον Στέφανο» μίλησε τώρα, ήρεμα έως απαθώς ο Γλέζος, «νομίζω πως το ποίημά μου τον εκφράζει απολύτως· αυτή είναι η γνώμη μου».
Τη δική μου την είχα πει· έφυγα, με την πίστη πως το χρωστούσα στον νεκρό.
Στον Στέφανο που, 75 χρόνια ανησύχαστος, αν μετρήσω από τη στράτευσή του, στα δεκαπέντε του, έφυγε ήσυχος, ο σοφός.
ΥΓ. Τα όσα αχαρακτήριστα διάβασα στο ίντερνετ για ανάλογο σημείωμα εδώ του Νίκου Κιάου πιστεύω πως αυτοσχολιάζονται επαρκώς.
****************************
2
Μια τίμια «αρχαιολογία της μνήμης»
Του Παντελή Μπουκάλα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
Βολικό είναι το κλισέ «έφυγε πλήρης
ημερών», έτσι μάλιστα όπως σου υπαγορεύει με φωνή εγγαστρίμυθου να
λογικέψεις τη λύπη σου. Δεν παραλέει την αλήθεια όμως. Αυτή η πληρότητα,
η οποία υποτίθεται ότι συγχωρεί το μοιραίο, δεν είναι υπόθεση των
ληξιαρχείων ή του ημερολογίου. Οποιος κρατάει αμείωτη την όρεξή του για
ζωή, δηλαδή για κουβεντολόι με τους εξ αίματος ή εκ πνεύματος συγγενείς
του, για το διάβασμα και το γράψιμο· όποιος δεν έπαψε να νοιάζεται για
τα κοινά, παρά τις διαψεύσεις και τις απογοητεύσεις, και συνεχίζει να
επινοεί αντοχές και να υπηρετεί την υψηλή τέχνη που είναι η καλλιέργεια
της μνήμης, αυτός λοιπόν δεν είναι ποτέ «πλήρης ημερών».
Ετσι ο Στέφανος Στεφάνου. Πολίτης Αθηναίος εκ Σουφλίου Εβρου, στα βουνά του οποίου ανέβηκε αντάρτης του ΕΛΑΣ το 1941, έφηβος. Διορθωτής εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων. Και επιμελητής εκδόσεων.
Ενας μάστορας. Παρών στο εγχείρημα της αντιδογματικής, ανανεωτικής Αριστεράς από το ξεκίνημά του, με την υπογραφή του μία από τις περίπου εκατό υπογραφές κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου, που καταδίκαζαν τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και έπαιρναν θαρραλέα –και οριστικά– την απόστασή τους από τον «υπαρκτό». Και ψυχή της Εταιρείας Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας, σαν μέλος της ΟΚΝΕ και της ΕΠΟΝ που ήταν, και κατόπιν μέλος του προεδρείου της Νεολαίας της ΕΔΑ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Ενας διανοούμενος χωρίς ακαδημαϊκές σπουδές και τίτλους. Τα γαλλικά τα έμαθε όσο τα έμαθε στα νησιά της σκοτεινιάς του Αιγαίου, όχι της περίφημης αιθρίας του, με τη μέθοδο της αυτομόρφωσης, όπως κι άλλοι συνεξόριστοί του, λ.χ. ο Αντώνης Καρκαγιάννης, «υπεύθυνος μαγειρείων» στο Παρθένι, όπως γράφει ο Στεφάνου (εξού και οι συνταγές μαγειρικής που δημοσίευε πολύ πολύ αργότερα στην «Κ»). Πέθανε την Πρωτοχρονιά στα ενενήντα του.
Γεμάτη η ζωή του. Γεμάτη πίκρες και χαρές. Διώξεις από τη μητριά πατρίδα αλλά και ζεστές αγκαλιές που έκρυβαν τον «παράνομο». Γεμάτη αγώνα και προσφορά που δόθηκαν αθόρυβα και σεμνά. Αλλά το «πλήρης ημερών» νιώθω ότι δεν θα το δεχόταν. Κι όχι μονάχα επειδή μια εικοσαετία της ζωής του ξοδεύτηκε σε φυλακές και εξορίες, στην Κεφαλονιά, στη Γυάρο και στον Αϊ-Στράτη στα εμφυλιακά και στα μετεμφυλιακά χρόνια, πάλι στο «θανατονήσι» της Γυάρου κι έπειτα στη Λέρο επί δικτατορίας, από την 21η Απριλίου 1967 έως τον Φλεβάρη του 1971. Δεν του είχε λείψει η λαχτάρα για ζωή. Πικραινόταν βέβαια που αυτός, «το Θρακιωτάκι που χόρευε», δυσκολευόταν πια να ρυθμίσει τα βήματά του με λεβέντικη σεμνότητα στους θρακιώτικους ζωναράδικους και στους καρσιλαμάδες («απ’ το βαρύ παππίσιο, το συγκαθιστό, τον απτάλικο ώς τον κατσιβέλικο και τον κόνιαλη» λέει στο βιβλίο του). Αλλά το μεράκι μεράκι. Και η δουλειά δουλειά. Μέχρι τέλους. Χιλιάδες σελίδες τρίτων, επίδοξων συγγραφέων κάθε πεδίου, πέρασαν από τα χέρια του. Για να βγουν απίστευτα ωφελημένες και να μεταφραστούν με τον καιρό σε πανεπιστημιακούς τίτλους. Ενας αυτοδίδακτος δάσκαλος. Ουσιαστική η λογιοσύνη του δεν είχε ανάγκη πιστοποιητικά σπουδών.
Τις δικές του σελίδες πάντως, την αυτοβιογραφία του, τις ανέβαλλε συνεχώς ο Στέφανος Στεφάνου. Στην εξορία ωστόσο και τραγούδια έγραφε («στιχοπλοκήματα» τα λέει ο ίδιος), αλλά και μονόπρακτα για τις ενδοστρατοπεδικές επιθεωρήσεις, που κρατούσαν ακμαίο το μυαλό, να ’χει να κρατιέται το σώμα. Εξαιρετικός τεχνίτης της προφορικής αφήγησης, ακόμπιαστος (είχε κόψει άλλωστε εξαρχής τον πιο δύσκολο κόμπο, τον κόμπο τού «εγώ»), προτιμούσε να ξαναζεί τις ιστορίες του, λέγοντάς τες. Και μόλις το 2013 εκδόθηκε από το Θεμέλιο η μαρτυρία του, με τη μορφή μιας μακράς συνέντευξης στην ιστορικό Χριστίνα Αλεξοπούλου· λόγος μεστός και μετρημένος, στο μεταίχμιο ομιλίας και γραφής, που όντως «ανταποδίδει τις αναμονές και επιβεβαιώνει τις προσδοκίες», όπως γράφει στον πρόλογό της η Ιωάννα Παπαθανασίου. O τίτλος του βιβλίου, «Στέφανος Στεφάνου: Ενας από τους πολλούς της Αριστεράς (1941-1971)», συνομιλεί –στη γλώσσα πάντα της σεμνότητας και της προσφοράς– με τον τίτλο «Των αφανών» που είχε διαλέξει για το δικό της βιβλίο, το ’98, η αγαπημένη του Παγώνα, η οποία πέθανε νωρίς.
Δυσκολεύομαι πάντα να θυμηθώ αν ήταν το ’78 ή το ’79 που μπήκα στα γραφεία της «Πρωινής Ελευθεροτυπίας», στην Κολοκοτρώνη, να πιάσω δουλειά, διορθωτής. Μα δεν ξεχνώ ποτέ το φιλόξενο χαμόγελό του που πλάτυνε το στενό διορθωτήριο. Ημουν άλλωστε κι εγώ ένα από τ’ ανίψια του, που χρόνο το χρόνο πλήθαιναν, φαμελιές ολόκληρες. Ηταν κι ο Δήμος Μαυρομμάτης εκεί, ο «γέροντας και γκουρού» τού Στέφανου, καίτοι αρκετά μικρότερός του, και κυρίως πρώτος «ανιψιός» του (μ’ αυτήν τη δοτή πλην γκαρδιακή ιδιότητα τον είχε συνοδέψει σε κάποια σοβαρή συνάντησή του). Αυτός έκανε διορθωτή τον Στέφανο, στα 45 του, για να ’χει έναν τρόπο να βιοπορίζεται με το τέλος της εξορίας του, αυτός κι εμένα, τον μικρό του πρωτοξάδερφο, στην εφηβεία μου.
Εμαθα γράμματα δίπλα τους, όσο παιδευόμασταν με το μελανί μολύβι του διορθωτή και το μουσκεμένο δημοσιογραφικό χαρτί, αλλά αυτό ίσως είναι το λιγότερο. Κάποια φορά λοιπόν, μεσάνυχτα παρά πέντε, βλέπαμε πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα. Πιάνει το μάτι μου ένα λαθάκι, «είναι σοβαρό» λέω σαν πρωτάκι, «το μόνο σοβαρό είναι η ώρα, όχι η ορθογραφία» βάζει τις φωνές ο μακαρίτης ο Φίλιππος Συρίγος, ο οποίος αρχισυντάκτευε. «Επ, έχει δίκιο ο μικρός», επεμβαίνει με μειλίχια αυστηρότητα ο θείος Στέφανος, ηρεμώντας τον Φίλιππο. Κερδίσαμε με σουτ στην εκπνοή του αγώνα: Ο Συρίγος μάς επέτρεψε να ξύσουμε με τη λαβίδα το λαθεμένο γράμμα, ένα ωμέγα στη θέση τού όμικρον. Την άλλη μέρα η εφημερίδα είχε μια μουντζούρα στο επίδικο σημείο. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Και δεν ήταν η «Πρωινή» η μόνη εφημερίδα επί λινοτυπίας που αντιμετώπιζε με τέτοιο τρόπο τις ζαβολιές του δαίμονα του τυπογραφείου.
Οσοι μεγαλώσαμε στη μεταπολίτευση δεν θα μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε πού βρήκαν την ψυχή και άντεξαν στα ξερονήσια τόσοι άνθρωποι, βαριά αδικημένοι από την πατρίδα τους, και με το κόμμα να τους πνίγει από κάποια στιγμή κι έπειτα. Να τους κλέβουν τη ζωή μέρα τη μέρα μα να μην τσακίζονται. Πλουσιότατη σε πληροφορίες η μαρτυρία του Στέφανου Στεφάνου, που, σαν τον Αναγνωστάκη, δηλώνει φανατικός της αναθεώρησης, της διαρκούς επανεξέτασης, είναι η στοχαστικότερη που έχει τύχει να διαβάσω. Με πολιτική ευθύτητα και συναισθηματική δικαιοσύνη, η «αρχαιολογία της μνήμης του» ετοίμασε ένα τελευταίο τίμιο δώρο. Τελευταίο αλλά χωρίς ημερομηνία λήξεως.
**********************Ετσι ο Στέφανος Στεφάνου. Πολίτης Αθηναίος εκ Σουφλίου Εβρου, στα βουνά του οποίου ανέβηκε αντάρτης του ΕΛΑΣ το 1941, έφηβος. Διορθωτής εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων. Και επιμελητής εκδόσεων.
Ενας μάστορας. Παρών στο εγχείρημα της αντιδογματικής, ανανεωτικής Αριστεράς από το ξεκίνημά του, με την υπογραφή του μία από τις περίπου εκατό υπογραφές κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου, που καταδίκαζαν τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και έπαιρναν θαρραλέα –και οριστικά– την απόστασή τους από τον «υπαρκτό». Και ψυχή της Εταιρείας Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας, σαν μέλος της ΟΚΝΕ και της ΕΠΟΝ που ήταν, και κατόπιν μέλος του προεδρείου της Νεολαίας της ΕΔΑ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Ενας διανοούμενος χωρίς ακαδημαϊκές σπουδές και τίτλους. Τα γαλλικά τα έμαθε όσο τα έμαθε στα νησιά της σκοτεινιάς του Αιγαίου, όχι της περίφημης αιθρίας του, με τη μέθοδο της αυτομόρφωσης, όπως κι άλλοι συνεξόριστοί του, λ.χ. ο Αντώνης Καρκαγιάννης, «υπεύθυνος μαγειρείων» στο Παρθένι, όπως γράφει ο Στεφάνου (εξού και οι συνταγές μαγειρικής που δημοσίευε πολύ πολύ αργότερα στην «Κ»). Πέθανε την Πρωτοχρονιά στα ενενήντα του.
Γεμάτη η ζωή του. Γεμάτη πίκρες και χαρές. Διώξεις από τη μητριά πατρίδα αλλά και ζεστές αγκαλιές που έκρυβαν τον «παράνομο». Γεμάτη αγώνα και προσφορά που δόθηκαν αθόρυβα και σεμνά. Αλλά το «πλήρης ημερών» νιώθω ότι δεν θα το δεχόταν. Κι όχι μονάχα επειδή μια εικοσαετία της ζωής του ξοδεύτηκε σε φυλακές και εξορίες, στην Κεφαλονιά, στη Γυάρο και στον Αϊ-Στράτη στα εμφυλιακά και στα μετεμφυλιακά χρόνια, πάλι στο «θανατονήσι» της Γυάρου κι έπειτα στη Λέρο επί δικτατορίας, από την 21η Απριλίου 1967 έως τον Φλεβάρη του 1971. Δεν του είχε λείψει η λαχτάρα για ζωή. Πικραινόταν βέβαια που αυτός, «το Θρακιωτάκι που χόρευε», δυσκολευόταν πια να ρυθμίσει τα βήματά του με λεβέντικη σεμνότητα στους θρακιώτικους ζωναράδικους και στους καρσιλαμάδες («απ’ το βαρύ παππίσιο, το συγκαθιστό, τον απτάλικο ώς τον κατσιβέλικο και τον κόνιαλη» λέει στο βιβλίο του). Αλλά το μεράκι μεράκι. Και η δουλειά δουλειά. Μέχρι τέλους. Χιλιάδες σελίδες τρίτων, επίδοξων συγγραφέων κάθε πεδίου, πέρασαν από τα χέρια του. Για να βγουν απίστευτα ωφελημένες και να μεταφραστούν με τον καιρό σε πανεπιστημιακούς τίτλους. Ενας αυτοδίδακτος δάσκαλος. Ουσιαστική η λογιοσύνη του δεν είχε ανάγκη πιστοποιητικά σπουδών.
Τις δικές του σελίδες πάντως, την αυτοβιογραφία του, τις ανέβαλλε συνεχώς ο Στέφανος Στεφάνου. Στην εξορία ωστόσο και τραγούδια έγραφε («στιχοπλοκήματα» τα λέει ο ίδιος), αλλά και μονόπρακτα για τις ενδοστρατοπεδικές επιθεωρήσεις, που κρατούσαν ακμαίο το μυαλό, να ’χει να κρατιέται το σώμα. Εξαιρετικός τεχνίτης της προφορικής αφήγησης, ακόμπιαστος (είχε κόψει άλλωστε εξαρχής τον πιο δύσκολο κόμπο, τον κόμπο τού «εγώ»), προτιμούσε να ξαναζεί τις ιστορίες του, λέγοντάς τες. Και μόλις το 2013 εκδόθηκε από το Θεμέλιο η μαρτυρία του, με τη μορφή μιας μακράς συνέντευξης στην ιστορικό Χριστίνα Αλεξοπούλου· λόγος μεστός και μετρημένος, στο μεταίχμιο ομιλίας και γραφής, που όντως «ανταποδίδει τις αναμονές και επιβεβαιώνει τις προσδοκίες», όπως γράφει στον πρόλογό της η Ιωάννα Παπαθανασίου. O τίτλος του βιβλίου, «Στέφανος Στεφάνου: Ενας από τους πολλούς της Αριστεράς (1941-1971)», συνομιλεί –στη γλώσσα πάντα της σεμνότητας και της προσφοράς– με τον τίτλο «Των αφανών» που είχε διαλέξει για το δικό της βιβλίο, το ’98, η αγαπημένη του Παγώνα, η οποία πέθανε νωρίς.
Δυσκολεύομαι πάντα να θυμηθώ αν ήταν το ’78 ή το ’79 που μπήκα στα γραφεία της «Πρωινής Ελευθεροτυπίας», στην Κολοκοτρώνη, να πιάσω δουλειά, διορθωτής. Μα δεν ξεχνώ ποτέ το φιλόξενο χαμόγελό του που πλάτυνε το στενό διορθωτήριο. Ημουν άλλωστε κι εγώ ένα από τ’ ανίψια του, που χρόνο το χρόνο πλήθαιναν, φαμελιές ολόκληρες. Ηταν κι ο Δήμος Μαυρομμάτης εκεί, ο «γέροντας και γκουρού» τού Στέφανου, καίτοι αρκετά μικρότερός του, και κυρίως πρώτος «ανιψιός» του (μ’ αυτήν τη δοτή πλην γκαρδιακή ιδιότητα τον είχε συνοδέψει σε κάποια σοβαρή συνάντησή του). Αυτός έκανε διορθωτή τον Στέφανο, στα 45 του, για να ’χει έναν τρόπο να βιοπορίζεται με το τέλος της εξορίας του, αυτός κι εμένα, τον μικρό του πρωτοξάδερφο, στην εφηβεία μου.
Εμαθα γράμματα δίπλα τους, όσο παιδευόμασταν με το μελανί μολύβι του διορθωτή και το μουσκεμένο δημοσιογραφικό χαρτί, αλλά αυτό ίσως είναι το λιγότερο. Κάποια φορά λοιπόν, μεσάνυχτα παρά πέντε, βλέπαμε πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα. Πιάνει το μάτι μου ένα λαθάκι, «είναι σοβαρό» λέω σαν πρωτάκι, «το μόνο σοβαρό είναι η ώρα, όχι η ορθογραφία» βάζει τις φωνές ο μακαρίτης ο Φίλιππος Συρίγος, ο οποίος αρχισυντάκτευε. «Επ, έχει δίκιο ο μικρός», επεμβαίνει με μειλίχια αυστηρότητα ο θείος Στέφανος, ηρεμώντας τον Φίλιππο. Κερδίσαμε με σουτ στην εκπνοή του αγώνα: Ο Συρίγος μάς επέτρεψε να ξύσουμε με τη λαβίδα το λαθεμένο γράμμα, ένα ωμέγα στη θέση τού όμικρον. Την άλλη μέρα η εφημερίδα είχε μια μουντζούρα στο επίδικο σημείο. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Και δεν ήταν η «Πρωινή» η μόνη εφημερίδα επί λινοτυπίας που αντιμετώπιζε με τέτοιο τρόπο τις ζαβολιές του δαίμονα του τυπογραφείου.
Οσοι μεγαλώσαμε στη μεταπολίτευση δεν θα μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε πού βρήκαν την ψυχή και άντεξαν στα ξερονήσια τόσοι άνθρωποι, βαριά αδικημένοι από την πατρίδα τους, και με το κόμμα να τους πνίγει από κάποια στιγμή κι έπειτα. Να τους κλέβουν τη ζωή μέρα τη μέρα μα να μην τσακίζονται. Πλουσιότατη σε πληροφορίες η μαρτυρία του Στέφανου Στεφάνου, που, σαν τον Αναγνωστάκη, δηλώνει φανατικός της αναθεώρησης, της διαρκούς επανεξέτασης, είναι η στοχαστικότερη που έχει τύχει να διαβάσω. Με πολιτική ευθύτητα και συναισθηματική δικαιοσύνη, η «αρχαιολογία της μνήμης του» ετοίμασε ένα τελευταίο τίμιο δώρο. Τελευταίο αλλά χωρίς ημερομηνία λήξεως.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ =>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου