Σάββατο, Ιανουαρίου 09, 2016

Δύο κείμενα για τη ζωή στη Μύκονο στην περίοδο του καλοκαιριού

 1
ΑΠΗΧΟΥΣΕ ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗΣ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ

«Εγινε Λούτσα η Μύκονος»: Ενα κείμενο που ανέβηκε και κατέβηκε από το Protagon



«Εγινε Λούτσα η Μύκονος»: Ενα κείμενο που ανέβηκε και κατέβηκε από το Protagon

Μια εργαζόμενη στη Μύκονο που έφριξε με όσα βλέπει στο νησί φέτος το καλοκαίρι δημοσίευσε στο protagon.gr ένα σπαρταριστό κείμενο με τίτλο «Η επέλαση της φτήνιας στη Μύκονο». Το κείμενο είχε τεράστια απήχηση, αλλά οι έντονες αντιδράσεις ανάγκασαν την ιστοσελίδα να το κατεβάσει.

Το κείμενο υπέγραφε η  Καλλιόπη Θεοδωροπούλου και είναι αναγνώστρια του σάιτ και εργαζόμενη στο νησί των ανέμων. Εγραφε στο άρθρο της:

«Αυτό που συμβαίνει φέτος το καλοκαίρι στη Μύκονο είναι κατάντια και πλήρης ξεπεσμός ενός κοσμοπολίτικου νησιού που αυτή τη στιγμή που σας γράφω χτυπιέται αλύπητα από ένα απίστευτης αγένειας, θράσους, γυφτιάς, κακογουστιάς, φτήνιας και λεκτικής επιθετικότητας τσουνάμι, που όμοιό του δεν έχουμε ματαδεί.

Το νησί είναι γεμάτο ανθρώπους τόσο φτηνούς σε όλες τους τις εκφάνσεις που οι περισσότεροι από όσους μένουμε και δουλεύουμε εδώ έχουμε, πλέον, φρικάρει. Μέσα Ιουλίου, στην καρδιά του καλοκαιριού και έχει μποτιλιάρισμα στο Ματογιάννη από τα παιδικά καροτσάκια ώρα 2 το πρωί. Με παιδάκια να κοιμούνται και γονείς να "χαζεύουν" βιτρίνες! Άνθρωποι που ποτέ πριν δεν είχαν πατήσει στο νησί ξαφνικά το έχουν γεμίσει με άθλιους τρόπους και εμφανίσεις! Πιο φτήνια πεθαίνεις!

Σεργιανάνε στα στενά της Μυκόνου σκαλίζοντας τη μύτη τους, σκουπίζοντας τα λερωμένα από σουβλάκια, βρώμικα χέρια τους σε όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα των καταστημάτων, δε λένε ούτε καλησπέρα, ούτε καλημέρα, ούτε ευχαριστώ, όταν μπαίνουν σ' έναν χώρο σού λένε με αγένεια και επιτακτικό τρόπο το ποσό που οι ίδιοι αποφάσισαν να πληρώσουν για το αντικείμενο που θέλουν να αγοράσουν, τα παιδιά τους χαλάνε τον κόσμο από φωνές, κατεβάζουν όλες τις βιτρίνες για πλάκα, φιλάνε τους καθρέφτες και πιέζουν όλα τους τα δάχτυλα πάνω στα τζάμια, κάνουν τις κουρτίνες των δοκιμαστηρίων φούστες στριφογυρίζοντας σα βλαμμένα, οι περήφανοι γονείς τους κάνουν σχεδόν το ίδιο και φυσικά δεν αγοράζουν ποτέ τίποτε από πουθενά γιατί δεν έχουν μία! Χωρίς στιγμή να σέβονται τους εργαζόμενους που λιώνουν στα 15 ώρα δουλειάς με αμοιβές της πλάκας και τεράστια έξοδα [δεύτερων σπιτιών και φαγητού]

Λούτσα η Μύκονος το τελευταίο 20ήμερο! ΚΑΙ ας με συγχωρήσουν όσοι είναι από εκεί αλλά σίγουρα θα καταλάβουν τι θέλω να πω.


Έχουμε πάθει σοκ και με την επέλαση της λαϊκούρας, με την κακή έννοια, [γιατί υπάρχει και λαϊκός κόσμος με άλλη εντελώς διαφορετική έννοια] και δεν ξέρουμε, οι εργαζόμενοι, πώς να διαχειριστούμε τους τόνους αγένειας, προσβλητικότητας και επιθετικότητας από όλους αυτούς που κανείς μας δεν ξέρει πώς ήρθαν [με τι οικονομικό προϋπολογισμό] και τι ήρθαν να κάνουν στη Μύκονο [αφού πάνε για ύπνο λόγω παιδιών από τις 12:30] ΚΑΙ μιλάω για Έλληνες!

Ας μη μιλήσω για τους Ινδούς, Σλοβένιους, χωριάταρους Γερμανούς φασίστες που μπαίνουν πιωμένοι στα καταστήματα και μας βρίζουν και μας λένε ότι τους χρωστάμε λεφτά! Σε άλλο ποστ θα σας πω για όλους τους βλαμμένους κομπλεξικούς ξένους τουρίστες. Μεγάλη φωτεινή εξαίρεση η ευγένεια των Τούρκων, Ελβετών και Νορβηγών.

Πού βρήκε τα λεφτά ο μανάβης, η κομμώτρια, η νοσοκόμα και ο γκαραζιέρης να έρθουν στο νησί Ιούλιο μήνα, κουβαλώντας όλες τις απαράδεκτες συμπεριφορές και τα χούγια τους; Ποια ελληνική επαρχία υποφέρει οικονομικά, οέο;

Να μη σέβονται κανέναν και τίποτε, να πετάνε όλα τα σκουπίδια κάτω, να ουρούν όπου βρουν, να τρώνε μόνο τεράστια ξεχειλισμένα σάντουιτς τίγκα στο κέτσαπ και πιτόγυρα και να μιλάνε με ύφος 100 και βάλε καρδιναλίων;

Η Μύκονος βιώνει το χειρότερο οικονομικά και τουριστικά καλοκαίρι ever και αφήστε την τηλεόραση και τα περιοδικά να μιλάνε μόνο για τα υπερβολικής βαρύτητας επίθετα της παγκόσμιας ατζέντας, των οποίων οι κάτοχοι εμφανίζονται για μισή, το πολύ, ώρα στη Χώρα της Μυκόνου, είναι ευγενικοί και γλυκομίλητοι με όλο τον κόσμο και αποσύρονται ταχύτατα στις πανάκριβες σουίτες των εξαιρετικών ξενοδοχείων του νησιού».


Τα social media επαναστάτησαν
Το ρεαλιστικό αυτό κείμενο, το οποίο απηχεί προσωπικές απόψεις, προκάλεσε σάλο στο twitter και στο facebook. Οπως διαβάζουμε στο e-tetradio, δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες τα επικριτικά σχόλια για τη συγγραφέα του άρθρου, πρωτίστως, αλλά και για το ίδιο το site δευτερευόντως που φιλοξένησε ένα τέτοιο κείμενο. Προφανώς ακόμα χειρότερες επιθέσεις θα αντιμετώπισε και η ίδια, αυτοπροσώπως, στη Μύκονο - υπέγραψε το κείμενο με το όνομά της.
«Μιλάω μαζί της στο τηλέφωνο. Το καλύτερο που έχει ακούσει στη Μύκονο είναι το "θα φύγεις βράδυ που μας βρίζεις το νησί"» έγραψε ο υπεύθυνος του σάιτ Κώστας Γιαννακίδης στο twitter εξηγώντας γιατί κατέβασε το κείμενο. Και όταν κάποιος του επισήμανε τις ευθύνες του Protagon, αυτός απάντησε: «Πάντα κάθε μέρα αγαπητέ πρέπει κάποιος να φταίει για κάτι ακόμα κ αν δεν ξέρουμε γιατί και πως»...
Πηγή: http://www.iefimerida.gr
**************************************
2
Τι την ήθελες τη Μύκονο, Καλλιόπη;

 Του Άρη Δαβαράκη


Το πρώτο –δημοσιευμένο - κείμενο που έγραψα για την Μύκονο λοιπόν, δεν θα το πιστέψετε, αλλά έχει ημερομηνία «καλοκαίρι 1969». Πόσα χρόνια πίσω; Σαράντα πέντε ακριβώς. Στο περιοδικό του σχολείου μου, του Ι. Μ Παναγιωτόπουλου, το «Έργα και Ημέρες» του σχολικού έτους 1969-1970. Συντακτική επιτροπή τετραμελής: Ανδρέας Βγενόπουλος, Άρης Δαβαράκης, Γιάννης Γαβριήλ και Θάνος Τζαβέλλας. Αντιγράφω το φινάλε μου: «Οι δεκαπέντε μέρες στη Μύκονο πέρασαν γρήγορα χωρίς την αίσθηση της πραγματικότητας. Στη Μύκονο είσαι εσύ και δεν είσαι. Αν έβλεπες σε ταινία τη ζωή σου εκεί θ’ αναρωτιόσουν πως είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο τόσο διαφορετικοί «εαυτοί» σου. Σαν μπαίνεις στη βαρκούλα για να φτάσεις το πλοίο που θα σε πάει πίσω, αισθάνεσαι μια περίεργη θλίψη. Η Μύκονος σε έχει κάνει δικό της…»

Δεν ήταν βέβαια η πρώτη μου φορά στο νησί. Είχα πρωτοπάει με τους γονείς μου το 65 – αλλά ήμουνα μόνο 12 και δεν με «παίζανε» οι τριανταπεντάρηδες «μεγάλοι», οι γονείς μου και οι παρέες τους. Με βάζανε για ύπνο πριν πάνε για τα πρώτα drinks στο «SevenSins» και προχωρήσουνε για τα υπόλοιπα. Ξαναπήγα το '66 με τη Φρόσω και την Ζέτα και τον Άρη τον Δερμιτζάκη. Το '67 με τον Μίλτο –τότε πρωτοέμεινα στον «Κουνενή», στα τρία Πηγάδια. Το '68 με τα ξαδέρφια μου, τον Γιώργο και τον Ζαχαρία – και μαζί τους πρωτομπήκα στις «9 Μούσες» του Κώστα Ζουγανέλη που ήταν κάτι μυθικό για μένα. Δεν θα ξεχάσω την Λία Μελετοπούλου (του «Μικρού Χορευτικού Θεάτρου») να χορεύει μόνη της αυτοσχεδιαστικά το τραγούδι του Georges Moustaki «Le Métèque» - αποσπώντας το δυνατό χειροκρότημα όλων των θαμώνων και του προσωπικού. Από το '70 και μετά την έβγαζα σχεδόν όλο το καλοκαίρι στη Μύκονο αφού ο «κολλητός» μου ήτανε πια ο Τάσος Μελετόπουλος, ο μεγαλύτερος γυιός της Λίας και του Αλέκου, οι οποίοι φιλοξενούσανε στο πανέμορφο σπίτι τους στην πλατεία Αγίας Κυριακής τους φίλους των παιδιών τους με αγάπη –και χιούμορ - και ανεκτικότητα πραγματικά γενναιόδωρη. Κι όπως περνούσανε τα χρόνια «καλοκαίρι» σήμαινε Μύκονο και πραγματικά δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές έχω πάει στο νησί – πάνω από εκατό φορές πάντως και λίγες λέω.
Σας προέταξα όλη αυτή την εισαγωγή για να σας δικαιολογηθώ που, εντάξει,  όπως και να το κάνουμε, τσίμπησα κι’ εγώ μ’ αυτό το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο protagon και μετά απεσύρθη γιατί η κοπελιά που το έγραψε δεν άντεξε την πίεση – και τάπαιξε. Κάτι έμεινε στο twitter όμως και ενημερωθήκαμε όλοι από κάποιον που πρόλαβε να φωτογραφήσει το κείμενο πριν αποσυρθεί εντελώς. Η Καλλιόπη Θεοδωροπούλου που το έγραψε και το έστειλε στους «Αναγνώστες» του protagon, δεν είχε καταλάβει καθόλου πού πήγε και έμπλεξε. Μέσα σ’ αυτά τα 50 σχεδόν χρόνια που εγώ πάω κι’ έρχομαι στο πολυαγαπημένο αυτό νησί της εφηβείας και των μεγάλων, παθιασμένων αισθημάτων, έχουν έρθει κυριολεκτικά τ’ απάνω κάτω. Highways και καινούργια λιμάνια, διεθνές αεροδρόμιο, δόμηση τόσο πυκνή πια που, πετώντας από πάνω, βλέπεις ένα νησί ντυμένο στ’ άσπρα, έτσι όπως είναι παντού πια χτισμένο κι’ ασβεστωμένο – για να κρατάει το «χρώμα» του, όσο είναι δυνατόν. Η Μύκονος έχει γίνει πια ένας διεθνής προορισμός από μόνη της και, όπως ήταν φυσικό, θυσίασε την φυσική της ομορφιά και την χαλαρή της αθωότητα που μας επέτρεπε να κάνουμε μπάνιο γυμνοί όπου θέλαμε (στην Ελιά κυρίως και στην Παράγκα, στον Πάνορμο και τον άγιο Σώστη)  στην απόφασή της να προσαρμοστεί στις ανάγκες μιας άλλης εποχής. Τώρα οι «πελάτες» της δεν είναι πια σχεδόν όλοι γνωστοί μεταξύ τους, είναι όλες οι φυλές του Ισραήλ αλλά και όλες οι φυλές της Ελλάδας. Η δεκαετία του '80 και αυτή του '90 (κυρίως) έφερε στο νησί έναν τουρισμό που νόμιζε ότι στα καλντερίμια θα ξεχωρίσεις αν ισορροπείς πάνω σε ψηλοτάκουνες γόβες, κρατώντας μία Luis Vuitton και μια πασμίνα (για τα μελτέμια). Η χαλαρή ξυπολησιά και η βραδινή έξοδος με τ’ αλάτια απ’ το κολύμπι και το λάδι της ηλιοθεραπείας ως κυρίως αξεσουάρ, ξεπεράστηκε. Ορδές κατέκλυσαν το όμορφο νησί και εκατοντάδες κλαμπ με φριχτό δυνατό ήχο άρχισαν να γκαζώνουν αγριεμένα. Χτίστηκαν ξενοδοχεία και ξενοδοχειάρες και boutique  ξενοδοχειάκια και στην πλαζ, πρώτη σειρά κύμα, εμφανίστηκαν οι πρώτες παγωμένες σαμπάνιες μέσα στις σαμπανιέρες τους, ακουμπισμένες δίπλα στην ομπρέλα. Φυσικά για τους «παλιούς» και τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, όλα αυτά ήταν πολύ δυσάρεστα – αλλά τι να γίνει, κανείς δεν μπορεί να παγώσει τον χρόνο και να κρατήσει τη ζωή ακίνητη στα πλάνα και τις εικόνες που του αρέσουν. Η σημερινή Μύκονος είναι σαν το Χόνγκ-Κόνγκ, ούτε αποφεύγεται ούτε την ερωτεύεσαι (εκτός αν την έχεις ερωτευτεί, όπως εγω, από παλιά).
Τώρα τι έπαθε και ξέσπασε έτσι η κ. Καλλιόπη Θεοδωροπούλου είναι απορίας άξιον. Δεν ήξερε; Έτσι είναι πια η Μύκονος, πράγματι οι μεθυσμένοι κατουράνε όπου βρούνε (η μπύρα είναι και διουρητική βλέπετε) και οι περισσότεροι επισκέπτες την βγάζουνε με σουβλάκια και γύρο, άντε και καμιά κρέπα. Για να πας σε «καλό» εστιατόριο στη Μύκονο πρέπει να πληρώσεις τιμές δυσανάλογες με αυτό που θα σου σερβίρουνε – και πρέπει να είσαι «φορτωμένος», να έχεις άνεση, να μη σε νοιάζουν τα λεφτά. Οι περισσότεροι όμως τουρίστες, Έλληνες ή ξένοι, είναι «περίεργοι» που πάνε στο νησί για να δούνε τους «επώνυμους» και το μπάτζετ τους είναι πολύ περιορισμένο. Δεν πάς στην Μύκονο για να χαλαρώσεις, να ξεκουραστείς, να απολαύσεις τη φύση, να φας καλά, να κολυμπήσεις, να κάνεις «διακοπές». Πας για εντελώς άλλους λόγους πιά –εκτός αν έχεις το σπιτάκι σου και τη βγάζεις εντελώς αλλοιώς, οπότε όλα αυτά που τόσο ενοχλήσανε την συμπαθή «αναγνώστρια» του protagon ούτε που τα παρατηρείς. Ξέρεις πού θα πάς να κολυμπήσεις σχετικά ήσυχα και πού θα φας σχετικά καλά και ποιο μαγαζί δεν θα σου δώσει μπόμπα να πιείς να τεζάρεις. Αν δεν τα ξέρεις αυτά απλώς το ρισκάρεις.
Είναι ρίσκο πια η Μύκονος για τους… αμύητους. Είτε πάνε για να «τα σπάσουν», είτε πάνε για να εργαστούν. Και πάντως δεν δικαιολογείται ξαφνικά στα μέσα Ιουλίου του 2014 να ανακαλύπτεις ότι η Μύκονος έχει ξεπέσει. Γλιστράμε πάνω στους εμετούς (εκεί που περπατάγαμε ξυπόλυτοι) από τα τέλη της δεκαετίας του '80 – για να μην σας πω και από τις αρχές της δεκαετίας του '80.
Κι’ όμως. Το αγαπάμε πάντα το νησί – με όλα του τα ελαττώματα. Όπως αγαπάμε και τους φίλους μας, με τα καλά τους και τα στραβά τους.
Οπότε νομίζω και εγώ πως η «αναγνώστρια» κ. Καλλιόπη Θεοδωροπούλου καλό θα ήτανε να προχωρήσει προς το Μονακό όπου οπωσδήποτε τα πράγματα είναι πολύ πιο συμμαζεμένα.
Τι την ήθελε την Μύκονο;

Πηγή: www.toportal.gr, 23/7/2014



Τι την ήθελες την Μύκονο Καλλιόπη;


Το πρώτο –δημοσιευμένο - κείμενο που έγραψα για την Μύκονο λοιπόν, δεν θα το πιστέψετε, αλλά έχει ημερομηνία «καλοκαίρι 1969». Πόσα χρόνια πίσω; Σαράντα πέντε ακριβώς. Στο περιοδικό του σχολείου μου, του Ι. Μ Παναγιωτόπουλου, το «Έργα και Ημέρες» του σχολικού έτους 1969-1970. Συντακτική επιτροπή τετραμελής: Ανδρέας Βγενόπουλος, Άρης Δαβαράκης, Γιάννης Γαβριήλ και Θάνος Τζαβέλλας. Αντιγράφω το φινάλε μου: «Οι δεκαπέντε μέρες στη Μύκονο πέρασαν γρήγορα χωρίς την αίσθηση της πραγματικότητας. Στη Μύκονο είσαι εσύ και δεν είσαι. Αν έβλεπες σε ταινία τη ζωή σου εκεί θ’ αναρωτιόσουν πως είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο τόσο διαφορετικοί «εαυτοί» σου. Σαν μπαίνεις στη βαρκούλα για να φτάσεις το πλοίο που θα σε πάει πίσω, αισθάνεσαι μια περίεργη θλίψη. Η Μύκονος σε έχει κάνει δικό της…»
Δεν ήταν βέβαια η πρώτη μου φορά στο νησί. Είχα πρωτοπάει με τους γονείς μου το 65 – αλλά ήμουνα μόνο 12 και δεν με «παίζανε» οι τριανταπεντάρηδες «μεγάλοι», οι γονείς μου και οι παρέες τους. Με βάζανε για ύπνο πριν πάνε για τα πρώτα drinks στο «SevenSins» και προχωρήσουνε για τα υπόλοιπα. Ξαναπήγα το '66 με τη Φρόσω και την Ζέτα και τον Άρη τον Δερμιτζάκη. Το '67 με τον Μίλτο –τότε πρωτοέμεινα στον «Κουνενή», στα τρία Πηγάδια. Το '68 με τα ξαδέρφια μου, τον Γιώργο και τον Ζαχαρία – και μαζί τους πρωτομπήκα στις «9 Μούσες» του Κώστα Ζουγανέλη που ήταν κάτι μυθικό για μένα. Δεν θα ξεχάσω την Λία Μελετοπούλου (του «Μικρού Χορευτικού Θεάτρου») να χορεύει μόνη της αυτοσχεδιαστικά το τραγούδι του Georges Moustaki «Le Métèque» - αποσπώντας το δυνατό χειροκρότημα όλων των θαμώνων και του προσωπικού. Από το '70 και μετά την έβγαζα σχεδόν όλο το καλοκαίρι στη Μύκονο αφού ο «κολλητός» μου ήτανε πια ο Τάσος Μελετόπουλος, ο μεγαλύτερος γυιός της Λίας και του Αλέκου, οι οποίοι φιλοξενούσανε στο πανέμορφο σπίτι τους στην πλατεία Αγίας Κυριακής τους φίλους των παιδιών τους με αγάπη –και χιούμορ - και ανεκτικότητα πραγματικά γενναιόδωρη. Κι όπως περνούσανε τα χρόνια «καλοκαίρι» σήμαινε Μύκονο και πραγματικά δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές έχω πάει στο νησί – πάνω από εκατό φορές πάντως και λίγες λέω.
Σας προέταξα όλη αυτή την εισαγωγή για να σας δικαιολογηθώ που, εντάξει,  όπως και να το κάνουμε, τσίμπησα κι’ εγώ μ’ αυτό το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο protagon και μετά απεσύρθη γιατί η κοπελιά που το έγραψε δεν άντεξε την πίεση – και τάπαιξε. Κάτι έμεινε στο twitter όμως και ενημερωθήκαμε όλοι από κάποιον που πρόλαβε να φωτογραφήσει το κείμενο πριν αποσυρθεί εντελώς. Η Καλλιόπη Θεοδωροπούλου που το έγραψε και το έστειλε στους «Αναγνώστες» του protagon, δεν είχε καταλάβει καθόλου πού πήγε και έμπλεξε. Μέσα σ’ αυτά τα 50 σχεδόν χρόνια που εγώ πάω κι’ έρχομαι στο πολυαγαπημένο αυτό νησί της εφηβείας και των μεγάλων, παθιασμένων αισθημάτων, έχουν έρθει κυριολεκτικά τ’ απάνω κάτω. Highways και καινούργια λιμάνια, διεθνές αεροδρόμιο, δόμηση τόσο πυκνή πια που, πετώντας από πάνω, βλέπεις ένα νησί ντυμένο στ’ άσπρα, έτσι όπως είναι παντού πια χτισμένο κι’ ασβεστωμένο – για να κρατάει το «χρώμα» του, όσο είναι δυνατόν. Η Μύκονος έχει γίνει πια ένας διεθνής προορισμός από μόνη της και, όπως ήταν φυσικό, θυσίασε την φυσική της ομορφιά και την χαλαρή της αθωότητα που μας επέτρεπε να κάνουμε μπάνιο γυμνοί όπου θέλαμε (στην Ελιά κυρίως και στην Παράγκα, στον Πάνορμο και τον άγιο Σώστη)  στην απόφασή της να προσαρμοστεί στις ανάγκες μιας άλλης εποχής. Τώρα οι «πελάτες» της δεν είναι πια σχεδόν όλοι γνωστοί μεταξύ τους, είναι όλες οι φυλές του Ισραήλ αλλά και όλες οι φυλές της Ελλάδας. Η δεκαετία του '80 και αυτή του '90 (κυρίως) έφερε στο νησί έναν τουρισμό που νόμιζε ότι στα καλντερίμια θα ξεχωρίσεις αν ισορροπείς πάνω σε ψηλοτάκουνες γόβες, κρατώντας μία Luis Vuitton και μια πασμίνα (για τα μελτέμια). Η χαλαρή ξυπολησιά και η βραδινή έξοδος με τ’ αλάτια απ’ το κολύμπι και το λάδι της ηλιοθεραπείας ως κυρίως αξεσουάρ, ξεπεράστηκε. Ορδές κατέκλυσαν το όμορφο νησί και εκατοντάδες κλαμπ με φριχτό δυνατό ήχο άρχισαν να γκαζώνουν αγριεμένα. Χτίστηκαν ξενοδοχεία και ξενοδοχειάρες και boutique  ξενοδοχειάκια και στην πλαζ, πρώτη σειρά κύμα, εμφανίστηκαν οι πρώτες παγωμένες σαμπάνιες μέσα στις σαμπανιέρες τους, ακουμπισμένες δίπλα στην ομπρέλα. Φυσικά για τους «παλιούς» και τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, όλα αυτά ήταν πολύ δυσάρεστα – αλλά τι να γίνει, κανείς δεν μπορεί να παγώσει τον χρόνο και να κρατήσει τη ζωή ακίνητη στα πλάνα και τις εικόνες που του αρέσουν. Η σημερινή Μύκονος είναι σαν το Χόνγκ-Κόνγκ, ούτε αποφεύγεται ούτε την ερωτεύεσαι (εκτός αν την έχεις ερωτευτεί, όπως εγω, από παλιά).
Τώρα τι έπαθε και ξέσπασε έτσι η κ. Καλλιόπη Θεοδωροπούλου είναι απορίας άξιον. Δεν ήξερε; Έτσι είναι πια η Μύκονος, πράγματι οι μεθυσμένοι κατουράνε όπου βρούνε (η μπύρα είναι και διουρητική βλέπετε) και οι περισσότεροι επισκέπτες την βγάζουνε με σουβλάκια και γύρο, άντε και καμιά κρέπα. Για να πας σε «καλό» εστιατόριο στη Μύκονο πρέπει να πληρώσεις τιμές δυσανάλογες με αυτό που θα σου σερβίρουνε – και πρέπει να είσαι «φορτωμένος», να έχεις άνεση, να μη σε νοιάζουν τα λεφτά. Οι περισσότεροι όμως τουρίστες, Έλληνες ή ξένοι, είναι «περίεργοι» που πάνε στο νησί για να δούνε τους «επώνυμους» και το μπάτζετ τους είναι πολύ περιορισμένο. Δεν πάς στην Μύκονο για να χαλαρώσεις, να ξεκουραστείς, να απολαύσεις τη φύση, να φας καλά, να κολυμπήσεις, να κάνεις «διακοπές». Πας για εντελώς άλλους λόγους πιά –εκτός αν έχεις το σπιτάκι σου και τη βγάζεις εντελώς αλλοιώς, οπότε όλα αυτά που τόσο ενοχλήσανε την συμπαθή «αναγνώστρια» του protagon ούτε που τα παρατηρείς. Ξέρεις πού θα πάς να κολυμπήσεις σχετικά ήσυχα και πού θα φας σχετικά καλά και ποιο μαγαζί δεν θα σου δώσει μπόμπα να πιείς να τεζάρεις. Αν δεν τα ξέρεις αυτά απλώς το ρισκάρεις.
Είναι ρίσκο πια η Μύκονος για τους… αμύητους. Είτε πάνε για να «τα σπάσουν», είτε πάνε για να εργαστούν. Και πάντως δεν δικαιολογείται ξαφνικά στα μέσα Ιουλίου του 2014 να ανακαλύπτεις ότι η Μύκονος έχει ξεπέσει. Γλιστράμε πάνω στους εμετούς (εκεί που περπατάγαμε ξυπόλυτοι) από τα τέλη της δεκαετίας του '80 – για να μην σας πω και από τις αρχές της δεκαετίας του '80.
Κι’ όμως. Το αγαπάμε πάντα το νησί – με όλα του τα ελαττώματα. Όπως αγαπάμε και τους φίλους μας, με τα καλά τους και τα στραβά τους.
Οπότε νομίζω και εγώ πως η «αναγνώστρια» κ. Καλλιόπη Θεοδωροπούλου καλό θα ήτανε να προχωρήσει προς το Μονακό όπου οπωσδήποτε τα πράγματα είναι πολύ πιο συμμαζεμένα.
Τι την ήθελε την Μύκονο;
- See more at: http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.article&id=4927#sthash.BroT7uab.dpuf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...